Τρίτη 21 Μαΐου 2019

ΣΠΥΡΟΣ ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
Τρεις αξέχαστοι παλιοί Κοκκινιώτες, από δεξιά : Θύμιος Καραγιάννης , Κώστας Κολοκυθάς και Θανάσης Καραδήμας .

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

από τον Κόκκινο ο επικεφαλής της ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΩΡΙΔΑ 

 ΦΛΩΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
(Υποψήφιος Δήμαρχος)



Εκλογική  Περιφέρεια Βαρδουσίων
ΚΑΡΑΔΗΜΑ ΘΕΟΔΩΡΑ του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
ΜΑΡΤΕΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΜΠΡΟΥΜΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ του ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΣΑΪΤΗ ΤΑΣΟΥΛΑ του ΛΟΥΚΑ
ΣΑΡΑΦΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ του ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ


Εκλογική  Περιφέρεια  Ευπαλίου
ΓΕΡΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ του ΑΝΔΡΕΑ
ΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ του ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΔΙΚΜΑΣΑΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ του ΜΑΥΡΟΔΗ
ΔΙΟΝΑ ΕΛΕΝΗ του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑ του ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ
ΚΑΓΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ του ΕΥΘΥΜΙΟΥ
ΚΑΖΑΝΑ ΜΑΡΙΑ του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ του ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΚΑΤΣΑΡΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΚΩΣΤΑΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ του ΙΩΑΝΝΗ
ΣΚΑΝΤΖΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ του ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΣΟΦΙΟΥ ΣΟΦΙΑ του ΙΩΑΝΝΗ
ΣΤΑΜΑΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΝΗ του ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΑΡΑ ΒΛΑΣΙΑ ΝΕΚΤΑΡΙΑ του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ


Εκλογική  Περιφέρεια Λιδωρικίου
ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ του ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΚΟΛΦΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ του ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ του ΙΩΑΝΝΗ
ΖΕΚΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΚΑΡΥΜΠΑΛΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ του ΑΧΙΛΛΕΩΣ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ του ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΡΑΜΜΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ του ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΤΣΩΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ του ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΦΑΚΟΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΧΑΪΔΕΜΕΝΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ του ΘΕΟΧΑΡΗ


Εκλογική  Περιφέρεια  Τολοφώνος
ΓΚΙΚΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΖΩΗΤΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ του ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΚΟΚΜΟΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ του ΕΥΘΥΜΙΟΥ
ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
ΠΕΡΔΙΚΗ ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΣΙΨΑΚΟΥ ΤΡΙΑΔΑ του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΣΤΡΟΥΖΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ του ΙΩΑΝΝΗ


Ο επικεφαλής του συνδυασμού 
ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΩΡΙΔΑ

ΦΛΩΡΟΣ  ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

ο Γιώργος Κ Μπερτσιάς σε επισκευαστικές εργασίες στο σπιτι του στο χωριό γύρω στο 1980

Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Η θεά Αθηνά σώζει την ελιά στην κοιλάδα του Μόρνου.


Η θεά Αθηνά σώζει την ελιά της στη κοιλάδα του Μόρνο


Φθινόπωρο του 1977 και η «κατάρα του Ποσειδώνα για την Αθήνα θα σπάσει οριστικά». Η Αθήνα δεν θα ξαναδιψάσει .
Ο ποταμός Μόρνος, 260 χιλ. από την Αθήνα έδωσε την λύση. Σε ένα στένωμα της κοίτης του, κοντά στη θέση Μαυρονέρι, φτιάχθηκε χωμάτινο φράγμα με υλικά από την εύφορη κοιλάδα που πριν πλουσιοπάροχα της χάριζε τα νερά του ,που έδιναν ζωή στα καλαμπόκια και στα δημητριακά καθώς και στα πλούσια περιβόλια των φιλοπρόοδων καλλιεργητών της κοιλάδας.
Ξεκοιλιάστηκε κυριολεκτικά η περιοχή και όλο το χώμα μεταφέρθηκε και αποτέλεσε την πρώτη ύλη για να κατασκευαστεί το χωμάτινο ανάχωμα πλάτους 350 μέτρων και ύψους 150.
Όλα καλά για τους διψασμένους Αθηναίους και όλα στραβά και μαύρα για τους κατοίκους της κοιλάδας.
Το νερό άρχισε σιγά σιγά να πλημμυρίζει την περιοχή και ο Ποσειδώνας έδινε την ευλογία του να δημιουργηθεί η λίμνη .
Έπρεπε να αφήσουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, να πάρουν μαζί τους τις αναμνήσεις, τα βιώματα τους και τα κόκαλα των προγόνων τους και να ψάξουν για καινούργια πατρίδα .
Κάποιοι το είχαν πάρει απόφαση πολύ πιο πριν και είχαν μεταναστεύσει σε άλλους τόπους .
Η δίκη μου οικογένεια, ήδη από το 1972 που ξεκίνησαν τα έργα , είχε εγκατασταθεί στη Αθήνα , όπου στήσαμε το νέο σπιτικό μας .
Από την Αθήνα μαθαίναμε για την πρόοδο των έργων χωρίς να έχουμε την δυνατότητα όλα αυτά τα χρόνια να επιστρέψουμε και να έχουμε άμεση εικόνα.
Εγώ είχα μια έντονη επιθυμία να επιστρέψω αλλά μου ήταν αδύνατο, ήμουν φοιτητής και ταυτόχρονα εργαζόμουν. Όταν έμαθα ότι το φράγμα τελείωσε και το νερό του ποταμού άρχισε να σκεπάζει τα πρώτα στρέμματα της κοιλάδας αποφάσισα να κάνω το ταξίδι. Ήθελα να δω για τελευταία φορά τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα πριν ενταφιαστεί οριστικά στο υδάτινο όγκο που η λίμνη θα έφερνε.
Ζήτησα μια ολιγοήμερη άδεια και κάπου στα μέσα του  Οκτώβρη μετά από πέντε χρόνια απουσίας ήμουν στον τόπο που γεννήθηκα .
Το χωριό δεν θα ενταφιαζόταν στα νερά της λίμνης, θα γινόταν παραλίμνιο, θα έχανε όμως την εύφορη κοιλάδα του, θα έμενε το κεφάλι χωρίς τα υπόλοιπα ζωτικά του όργανα…
Ζούσαν στο χωριό ο παππούς και η γιαγιά, μόλις έφθασα πήγα σπίτι τους . Ήταν μεσημέρι και στο σπίτι ήταν μόνο η γιαγιά . Χαρές οι γιαγιά για τον ερχομό μου , ετοίμασε στα γρήγορα μια τυρόπιτα .
Η γιαγιά που πλησίαζε τα ογδόντα δεν είχε ξεχάσει ότι το αγαπημένο μου φαγητό ήταν η τυρόπιτα με τα επτά χειροποίητα φύλλα, με γέμιση από πρόβεια φέτα , επτά φρέσκα αυγά και λίγο φρέσκο γίδινο γάλα και ψημένη στο ξυλόφουρνο . Η γιαγιά δεν είχε την φήμη της καλής μαγείρισσας αλλά σε εμένα άρεσε υπερβολικά η τυρόπιτα της .
Μετά από πέντε χρόνια έφαγα το πιο νόστιμο φαγητό , τα φρέσκα υλικά και ο ξυλόφουρνος φέρνουν άλλες μυρουδιές και προσφέρουν  άλλη γεύση !
Ο Παππούς έλειπε, είχε φύγει από το πρωί και είχε κατέβει στο περιβόλι που απείχε τρία χιλιόμετρα από το χωριό , ήταν στη περιοχή Πελεκάνια ,που θα σκεπαζόταν από  τα νερά της λίμνης .
Μετά το φαγητό αποφάσισα να πάω να τον βρω . Πήρα τον δρόμο προς το περιβόλι . Περπατούσα και σκεφτόμουν τον παππού .
Ο μπάρμπα Νικολός , όπως τον αποκαλούσαν οι χωριανοί του ενώ ξεπερνούσε τα ογδόντα δεν το έβαζε κάτω . Ήταν μετρίου αναστήματος, λιπόσαρκος , χωρίς καθόλου μαλλιά, πάντα με τραγιάσκα και ζωσμένος με μια δερμάτινη ζώνη δικής του κατασκευής που έφερνε μόνιμα πάνω της τρία – τεσσάρα μαχαίρια διαφόρων μεγεθών και ένα μικρό τσεκούρι για τις δύσκολες περιπτώσεις όπως έλεγε …
Από δέκα ετών κάπνιζε τσιμπούκι και το είχε μόνιμα στο στόμα του εκτός από τις ώρες του ύπνου και του φαγητού .
 
ο μπάρμπα Νικολός και η γυναίκα του η Βασιλική 
 
Το τσιμπούκι, ήταν δικής του κατασκευής από ρείκι, ένας θάμνος που ευδοκιμεί στην περιοχή και το ξύλο της ρίζας του είναι κατάλληλο για κατασκευή διαφόρων ξύλινων κομψοτεχνημάτων .
Καπνό χρησιμοποιούσε λαθραίο , δηλαδή καπνό που φύτευε παράνομα και καλλιεργούσε με περισσή φροντίδα σε κάποιες απόκρημνες άκρες του περιβολιού .
Ο καλός καπνός ήθελε πρώτα – πρώτα προσεκτικό ψιλοκόψιμο των φύλλων πάνω σε ένα καθαρό ξύλο. Μοσχοβολούσε ο τόπος σαν ακούμπαγε η ακονισμένη κόψη του κοπιδιού, ένα είδος μαχαιριού ,πάνω στον καπνό που έτριζε κάτω από τα δάχτυλα του και έκοβε ίσια – ίσια να γεμίσει την καπνοσακούλα του για να μην ξεθυμαίνει.
Από αυτό το ξανθό συννεφάκι που παραμέριζε από τα φύλλα με το κοφτερό μαχαίρι, έπιανε με τα δάχτυλά του μια μικρή τούφα που σπαρταρούσε σαν ζωντανή και την έστρωνε με ένα ειδικό μικροεργαλείο μέσα στο τσιμπούκι .
Η καπνοσακούλα φτιαγμένη από κατάλληλο ύφασμα εμπόδιζε την υγρασία να υποβαθμίσει την ποιότητα του καπνού .
Ο παππούς ήταν μερακλής , απολάμβανε όλη αυτή την διαδικασία του καπνίσματος , κάποιες στιγμές αισθανόμουν ότι δεν αγαπούσε το κάπνισμα αυτό καθεαυτό αλλά όλα τα πριν από το κάπνισμα.
Λάτρευε να σπέρνει τους σπόρους του αγρινιώτικου καπνού, που κάποιος φίλος του έμπορος του προμήθευε,  φυσικά παράνομα.
Να περιποιείται με ευλαβική φροντίδα τα νεαρά φυτά, να μαζεύει πολύ πρωί τα φύλλα και να τα απλώνει με τέχνη στον ήλιο για να αποξηρανθούν .
Και βέβαια το ό,τι ήταν απαγορευμένο και λειτουργούσε παράνομα του έδινε ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση .
Θυμάμαι κάποτε τι χαρά πήρε που όταν ήλθαν οι χωροφύλακες να ψάξουν στο περιβόλι του και δεν κατάφεραν να βρουν την παράνομη φυτεία .
Βέβαια τον ερχομό των χωροφυλάκων την χρέωσε σε κάποιο γείτονα του με τον οποίο είχε διαφορές για τα σύνορα κάποιων χωραφιών . Αφού καυγάδισαν άγρια μέχρι ξυλοδαρμού δεν ξαναμίλησαν ποτέ ..
Με αυτές τις σκέψεις στο νου δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα και ήδη βρισκόμουν στο φράχτη του περιβολιού . Το περιβόλι ήταν κοντά σε μια ρεματιά που μέσα από ένα μεγάλο αιωνόβιο πλάτανο ξεπηδούσε μια πηγή με λίγο νερό αλλά αρκετό να γεμίζει μια δεξαμενή , γούρνα την έλεγε ο παππούς , που το νερό της έφθανε να ποτίζει όλο το περιβόλι που δεν ξεπερνούσε τα τρία στρέμματα . Επειδή το έδαφος ήταν επικλινές και δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί, ο παππούς είχε δημιουργήσει επτά πεζούλες πλάτους περίπου τεσσάρων περίπου μέτρων . Για την συγκράτηση του χώματος χρησιμοποιούσε τις ξερολιθιές, τεχνική που χρησιμοποιείται κατά κόρον στα νησιά .
Βέβαια στα νησιά οι πέτρες είναι άφθονες ενώ εδώ έπρεπε να κουβαληθούν από μακριά .
Αυτό περιβόλι αν θυμάμαι καλά από κάποια διήγηση της μητέρας μου ήταν έργο τουλάχιστον τριών γενεών .
Στο κορφή του περιβολιού είχε φτιάξει ο παππούς ανά πρόχειρο κατάλυμα ,ταράτσα την έλεγε , οι τοίχοι ήσαν από πέτρες και λάσπη και η σκεπή από μεγάλα ξύλα πλεγμένα με αλλά μικρότερα και σκεπασμένη με ένα αργιλώδες χώμα καλά πατημένο που εμπόδιζε να νερά της βροχής να εισέλθουν στο εσωτερικό . Όταν βέβαια είχε ξηρασία η χωμάτινη σκεπή ρηγματωνόταν και έπρεπε με την πρώτη βροχή να ξαναπατηθεί καλά για να στεγανοποιηθεί .
Από εδώ αγνάντευες ένα μεγάλο μέρος της κοιλάδας που σε λίγους μήνες θα την σκέπαζαν τα νερά . Έβλεπες και μια μεγάλη πολυτοξωτή τσιμεντένια γέφυρα περίπου εκατό μέτρων που γεφύρωνε τις όχθες ενός παραποτάμου του Μόρνου και απ΄όπου περνούσε ο δημόσιος δρόμος που συνέδεε τα Σάλωνα και το Λιδορίκι με την Ναύπακτο , που και αυτή θα χανόταν σε λίγο …

η κοιλάδα ( μερική άποψη ) που σκεπάστηκε από τα νερά του Μόρνου
Στην μια άκρη της γέφυρας οι Ιταλοί το 1941 είχαν φυλάκιο και έλεγχαν την διάβαση. Στην ιταλογερμανική κατοχή ο παππούς με την οικογένεια του ζούσε εδώ, σε αυτό το περιβόλι, που απείχε περίπου πεντακόσια μέτρα από το φυλάκιο των Ιταλών .
Ιταλοί στρατιώτες σε μια επίσκεψη τους προσπάθησαν να πάρουν από το παππού κάποια κουνέλια που έτρεφε . Ο παππούς αντέδρασε έντονα και σίγουρα θα είχε κακό τέλος αλλά την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε ένα Ιταλός αξιωματικός και έβαλε τις φωνές στους στρατιώτες του και ζήτησε μάλιστα και συγνώμη από τον παππού .
Μόλις μπήκα στο περιβόλι βρήκα τον παππού να προσπαθεί να φορτώσει μια τεράστια ελιά στο μουλάρι. Μόλις με είδε αφού με καλωσόρισε μου λέει «ο θεός σε έστειλε παιδί μου, δυσκολεύομαι να φορτώσω αυτό το δένδρο» .
«Τι είναι αυτό και που θα το πας; » τον ρωτώ . Και άρχισε να μου λέει τον πόνο του .
«Ξέρεις ότι σε δυο τρεις μήνες το περιβόλι μου θα σκεπαστεί από τα νερά της λίμνης , μεγάλη καταστροφή…  εδώ μεγάλωσε ο παππούς μου και ο πατέρας μου και με αυτό το περιβόλι μεγάλωσα εγώ την δική μου οικογένεια , εδώ μεγάλωσε η μάνα σου , στην κατοχή μας έσωσε από την πείνα …τώρα το χάνω και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αποφύγω την καταστροφή .
Ξέρεις ποσά οπωροφόρα δένδρα έχω εδώ ; Κάθισα και τα μέτρησα σήμερα,  165 !!
Από το μυαλό μου πέρασαν διάφορες ιδέες, να μέχρι και να κτίσω ένα ανάχωμα για να εμποδίσω το νερό να το πνίξει.
Το είπα στο πρόεδρο και μου είπε ότι δεν γίνεται αυτό , το περιβόλι το έχει απαλλοτριώσει το Κράτος και δεν είναι πλέον δικό σου, άκου τι μου είπε  δεν είναι δικό μου …
Σήμερα σκέφτηκα να μεταφέρω κάποια δένδρα στο άλλο το περιβόλι που έχω πιο ψηλά στης Σωτήρως το μνήμα που είναι κάτω από τον Άγιο Γεώργιο . Τα λυπάμαι πρέπει να τα σώσω .
Ξεκίνησα με αυτή την ελιά είναι δεκαπέντε χρόνων, οι ελιές είναι κι αιωνόβιες κρίμα να χαθούν….
Έλα βοήθησε να την φορτώσουμε γιατί έχουμε πολύ δρόμο να κάνουμε».
Την φορτώσαμε με πολύ κόπο στο μουλάρι και ξεκινήσαμε .
Ανοίξαμε την πόρτα , μια πρόχειρη κατασκευή από ξύλα ιτιάς και πλάτανου , αμπάρα την έλεγαν οι ντόπιοι αυτή την κατασκευή, σύραμε από το καπίστρι το μουλάρι που με δυσκολία πέρασε από το άνοιγμα , ο όγκος της ξεριζωμένης ελιάς ήταν τεράστιος.
Ανεβαίναμε σιγά σιγά, με το ζώο να δυσανασχετεί και ο παππούς με υπεράνθρωπες προσπάθειες να το οδηγεί στον ανηφορικό επικίνδυνο μονοπάτι .
Μετά από δέκα λεπτά πορείας φθάσαμε σε ένα πλάτωμα και σταματήσαμε , το ζώο χρειαζόταν ξεκούραση .
Από εδώ βλέπαμε πολύ καλύτερα την γέφυρα του Κόκκινου, του παραπόταμο του Μόρνου, που αυτή την εποχή δεν είχε νερό .
Ο Κόκκινος πηγάζει από τα Βαρδούσια όρη . Οι κύριες πηγές του βρίσκονται στις υπώρειες της κορφής του Κόρακα, πάνω από τα χωριά Δάφνος και Γρανίτσα .
Μέχρι το τέλος Ιουνίου και μερικές χρονιές μέχρι τα μέσα Ιουλίου , ανάλογα με τις βροχοπτώσεις, τα νερά του έφταναν μέχρι τον Μόρνο όπου συναντιόντουσαν με τα περισσότερα νερά του Μόρνου . Ακολουθούσαν κοινή πορεία περίπου 40 χιλ. μέχρι την θάλασσα στα ανατολικά της Ναυπάκτου.
Στην Ανατολική άκρη της γέφυρας υπήρχε το Χάνι του Γκέκα . Το Χάνι στεγαζόταν σε ένα μικρό κτίριο, στην αριστερή πλευρά του δρόμου προς Ναύπακτο . Το Χάνι , άρχισε να λειτουργεί προπολεμικά και λειτουργούσε σχεδόν όλα αυτά τα χρόνια της κατασκευής του φράγματος .
Πρόσφερε καφέδες , αναψυκτικά και πρόχειρο  φαγητό .
Ιδιοκτήτης ήταν ο Μήτσος ο Κολοκύθας ή  Γκέκας, όπως όλοι τον ήξεραν. Είχε καταγωγή από το δικό μας χωριό . Τον μπάρμπα Μήτσο τον γνώριζα πολύ καλά και με τον ένα γιο του τον Κώστα ήμασταν συμμαθητές και φίλοι κολλητοί.
Το Χάνι ήταν κτισμένο σε προνομιακή θέση ,αποτελούσε το σταυροδρόμι του κεντρικού δρόμου  Λιδορικίου – Ναυπάκτου  με τους άλλους επαρχιακούς χωματόδρομους, που πήγαιναν στα γύρω ορεινά χωριά τις Δωρίδας , που εξυπηρετούνταν , προβληματικά κατά κανόνα , με τις λεγόμενες άγονες γραμμές , Διακόπι , Δάφνος , Πενταγιού , Αρτοτίνα , Κόκκινος  κλπ .
Λειτουργούσε επίσης και σαν διαμετακομιστικό κέντρο των κοπαδιών των αιγοπροβάτων , όλων των χωριών , γιατί τα κοπάδια, κατέβαιναν μέχρι το Χάνι , κι’ εκεί επιβιβάζονταν στα φορτηγά , για το Λεκανοπέδιο Αττικής , όπου και ξεχείμαζαν όλα σχεδόν τα κοπάδια των ορεινών χωριών , σε Ανάβυσσο , Γλυφάδα , Ηλιούπολη , Κερατέα , Αυλώνα , Σχιστό , Παιανία , Μαραθώνα κλπ .
Οι πρόγονοι κάποιων από τους ιδιοκτήτες σήμερα των γνωστών γαλακτοκομικών βιομηχανικών μονάδων της χωράς μας σε αυτό το Χάνι δυο φορές το χρόνο έπιναν τον καφέ τους ….

η μισοκατεστραμένη γέφυρα του Κόκκινου , στην άκρη δεξιά διακρίνεται το Χάνι
Όπως επίσης διηγούνται οι μεγαλύτεροι απ’ το τέλος περίπου της δεκαετίας του ‘50 , και για 5-6 χρόνια , στο Χάνι ερχόταν κινητό Ιατρικό κλιμάκιο , του  Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού , και οι γιατροί εξετάζανε τους ασθενείς των χωριών και τους χορηγούσαν τα απαραίτητα φάρμακα .
Τις σκέψεις μου τις διέκοψε η φωνή του παππού: «πάμε έχουμε πολύ δρόμο και σε λίγο έρχεται το βράδυ»
Συνεχίσαμε το δρόμο μας, η ελιά έπρεπε να σωθεί.
Η Θεά Αθηνά με τον παππού μπροστάρη  θα έσωζε το δικό της ιερό δένδρο από την καταστροφή που ο Θεός Ποσειδώνας σε λίγο έσπερνε στη κοιλάδα του Μόρνου με το τεράστιο υδάτινο θεριό που πλημμύριζε και έθαβε τα πάντα   …

Δημιουργικής γραφής πόνημα

Κωνσταντίνος Γ. Μπερτσιάς
Μάρτιος 2019

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

1965

Παρέλαση στο Λιδωρίκι το 1965 ,ο πρώτος αριστερά είναι ο δικός μας ο  Γιάννης ο  Κρανιάς .

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, στη Φωκίδα

 

 

Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, στη Φωκίδα


          
  Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού Φωκίδας, στο Δήμο Ευπαλίου, 30 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ναυπάκτου, στον παλαιό δρόμο του Λιδωρικίου, κτισμένη πάνω σε έναν μικρό λόφο τις παρυφές των Βαρδουσίων Ορέων και σε υψόμετρο 800 περίπου μέτρων, ανάμεσα σε πυκνό δάσος από βελανιδιές και αγριοκαστανιές, με πλουσιότατη θέα προς την ορεινή Ναυπακτία, τη Δωρίδα το Όρος Γκιώνα και τον ποταμό Μόρνο.
Η Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι ένα από τα ιστορικότερα Μοναστήρια της Ελλάδας και το 5ο παλαιότερο. Ιδρύθηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, το έτος 1077, από τον Όσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη και γρήγορα ανεδείχθη σε θρησκευτικό κέντρο μεγάλης ακτινοβολίας, θέση που διατηρεί μέχρι και σήμερα, αποκαλούμενη ως «η Αγία Λαύρα της Ρούμελης».
Όπως αναφέρει η κτητορική επιγραφή, η οποία βρίσκεται στο εσωτερικό του καθολικού, εντοιχισμένη υπεράνω της πύλης που συνδέει τον εξωνάρθηκα με τον κυρίως ναό, η Μονή ιδρύθηκε το 1077, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (ή Παραπινάκη) (1071-1078) και Οικουμενικού Πατριάρχου Κοσμά Α’ Ιεροσολυμίτου (1075-1081). Ιδρυτής της ήταν ο Όσιος Αρσένιος ο Βαρνακοβίτης, μοναχός καταγόμενος από την Καρυά Δωρίδας.

Επί του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού (1081-1118) και Πατριάρχου Νικολάου Γ’ Κυρδινιάτη ή Γραμματικού), (1084 – 1111), ολοκληρώνεται η κατασκευή του μοναστικού συγκροτήματος, ενώ ιδρύεται δεύτερος και μεγαλοπρεπέστερος ναός το 1148. Ο Αλέξιος Κομνηνός περιεβλήθη το Μοναχικό Σχήμα με το όνομα «Ακάκιος» και ετάφη μέσα στον Ναό της Παναγίας. Στον ίδιο Ναό ετάφη και ο Εμμανουήλ Πορφυρογέννητος, που είχε διαδεχθεί τον Ιωάννη Ανδρόνικο και αυτός τον Αλέξιο Κομνηνό στο θρόνο.
Στη Μονή βρέθηκε επιγραφή σε πέτρινη λάρνακα που αναφέρει τα ονόματα «Σεβαστοκράτωρ Άννα και Κωνσταντίνος» (Κομνηνοί). Την περίοδο εκείνη η Μονή κατέχει αρκετά μετόχια στην γύρω περιοχή, με μερικά από αυτά να προέρχονται από αφιερώσεις των Κομνηνών, γεγονός που μαρτυρεί την ακτινοβολία της. Στις αρχές του 13ου αιώνα, όπως αναφέρεται στο κτητορικό της Μονής για το έτος 1212, ζούσαν στη Βαρνάκοβα 96 ιερομόναχοι και διάκονοι, ενώ η περιουσία του Μοναστηριού ήταν μεγάλη, ανάλογη του κύρους του. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204, το Μοναστήρι τέθηκε υπό το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1359) και παρέμεινε εντεταγμένο σε αυτό για όσο το Δεσποτάτο υπήρχε (δηλαδή ως το 1359, οπότε και ενσωματώθηκε ξανά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Το αγάπησαν και το προστάτεψαν οι Κομνηνοί, οι Παλαιολόγοι αλλά και ο Καποδίστριας, οι Κομνηνοί, βοήθησαν οικονομικά τη Μονὴ και τής δώρισαν πολλά κτήματα στην κοιλάδα τού Μόρνου, πού έφθαναν μέχρι τη θάλασσα αλλά και νησιά του Κορινθιακού.
Ο αρχικός ναός ξεκίνησε να δημιουργείται το 1077. Το 1148 δημιουργείται ένας δεύτερος, μεγαλύτερος ναός, είτε με εκ βάθρων ανέγερση είτε επεκτείνοντας τον πρώτο ναό. Ο νέος αυτός ναός ήταν αρχιτεκτονικού τύπου βασιλικής με τρούλο, με τρία ζεύγη κιόνων σε δύο σειρές, που χώριζαν το εσωτερικό του σε τρία κλίτη. Στην τελική του μορφή, το καθολικό της μονής αποτελούταν από έναν εξωτερικό νάρθηκα (εξωνάρθηκας), έναν εσωτερικό νάρθηκα (εσωνάρθηκας) και τον κυρίως ναό, που ήταν και το παλαιότερο μέρος του αρχιτεκτονικού συνόλου. Ο εσωνάρθηκας ανεγέρθη εκ βάθρων το 1151 ενώ ο εξωνάρθηκας το 1229, όπως δηλώνεται σε χρονικό σημείωμα του 1690, ένα από τα πολλά έγγραφα που διασώθηκαν στον θησαυρό της μονής. Το δάπεδο του ναού ήταν διακοσμημένο με μαρμαροθετήματα. Ο ναός αυτός πυρπολήθηκε το 1700 (ίσως, μάλιστα, να είχε προηγηθεί μια παρόμοια πυρκαγιά και το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα), ανακαινίσθηκε το 1805 και τελικά ανατινάχθηκε στις 26 Μαΐου 1826, κατά την τελική φάση της πολιορκίας της μονής.
Ο σημερινός ναός κατασκευάστηκε το 1831. Όπως και ο παλαιός, είναι τρίκλιτος βασιλική με τρούλο. Είναι αμφικλινής, κεραμοσκεπής, κτισμένος δια λαξευτών λίθων.
Εξωτερικά, στα δεξιά της εισόδου του, υπάρχει δίλοβο κωδωνοστάσιο, σε σχέδιο του Ανδρέα Γάσπαρη Κάλανδρου, υπεύθυνου της ανακατασκευής, επηρεασμένο από την επτανησιώτικη αρχιτεκτονική. Ο νάρθηκας και ο κυρίως ναός διαιρούνται σε τρία κλίτη από δύο σειρές κιόνων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι κίονες του παλαιού εξωνάρθηκα, οι μοναδικοί σωζόμενοι κίονες του παλαιού ναού. Ο κύριος ναός περιέχει 4 ζεύγη κιόνων.
Ο μοναδικός νάρθηκας του σημερινού ναού βρίσκεται στη θέση του παλαιού εξωτερικού νάρθηκα, ενώ διασώζει και ένα μέρος του.
Πάνω από την πύλη από την οποία επικοινωνεί ο νάρθηκας με τον κυρίως ναό είναι εντοιχισμένη η κτητορική επιγραφή, ενώ έχει διασωθεί και μία τοιχογραφία του εικονογραφικού τύπου της Παναγίας Οδηγήτριας, που σύμφωνα με τον Ορλάνδο ανάγεται πριν το 1453.
Αντίθετα με τον εξωνάρθηκα, ο παλαιός εσωτερικός νάρθηκας δεν διακρίνεται στον σημερινό ναό. Ο αρχικός διαχωρισμός του ναού σε εσωτερικό νάρθηκα και κύριο μέρος μπορεί να παρατηρηθεί από μια μικρή υψομετρική διαφορά ελάχιστων εκατοστών στο δάπεδο του κυρίως ναού.
πηγή φωτογραφίας: www.panoramio.com, ΗΛΙΑΣ
πηγή φωτογραφίας: www.greece.com

Το δάπεδο του κυρίως ναού αποτελείται εν μέρει από μαρμαροθετήματα του 11ου αιώνα, τα οποία είναι και το μοναδικό στοιχείο διακόσμησης που διασώζεται από τον παλαιό ναό, καθώς οι τοιχογραφίες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα από την περίοδο 1831-1838, κατά την οποία ανοικοδομήθηκε ο ναός.
Θεματικά, τα μαρμαροθετήματα του δαπέδου του Καθολικού χωρίζονται σε 25 μικρά τετράγωνα ή ορθογώνια πλαίσια, ομαδοποιημένα σε 14 ομάδες, τα οποία φέρουν είτε διάφορες γεωμετρικές παραστάσεις είτε και παραστάσεις ζώων, με τις παραστάσεις αυτές να είναι κατασκευασμένες με την τεχνική της εκτομής του μαρμάρου με βάση το σχέδιο του πλαισίου και τοποθετημένα προσεχτικά στις τομές μικρών μαρμάρινων τεμαχίων.
πηγή φωτογραφίας: www.greece.com
Λόγω της δυσκολίας αυτής της τεχνικής, η ύπαρξη παρόμοιων παραστάσεων ζώων σε άλλους βυζαντινούς ναούς είναι σπάνια.
Οι Κομνηνοί αγάπησαν τόσο την Παναγία την Βαρνάκοβα, ώστε επέλεξαν το καθολικό τής Μονής ως τόπο ενταφιασμού τους και αυτό, διότι έγιναν από αυτούς δύο μοναχοί: ο Αλέξιος, με το όνομα Ακάκιος και ο κάποτε ηγούμενος και ο πατέρας του Εμμανουήλ, με το όνομα Ματθαίος.
Ο αρχαιολόγος Ορλάνδος απεκάλυψε τούς τάφους τους κάτω από το δάπεδο του εσωνάρθηκα, το 1919 και υπάρχουν στη Μονὴ οι επιτύμβιες πλάκες τους σήμερα. Η Βαρνάκοβα υπήρξε το προπύργιο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στα χρόνια της επιρροής των Λατίνων στη Δυτική Ελλάδα και κυρίως, κατά τη Φραγκοκρατία της ευρύτερης περιοχής και ο «κυματοθραύστης» των σχεδίων καθολικοποίησης του Ελληνισμού, που θρησκευτικά ανήκε τότε στον Πάπα της Ρώμης ενώ στην Μονή λειτούργησε και κρυφό σχολειό από το 1520 έως το τέλος περίπου του 19ου αιώνα.
πηγή φωτογραφίας: www.greece.com
Το χαρακτηριστικό της όνομα, Βαρνάκοβα ή Βερνίκοβα (ή Βερνίκωβα), είναι πιθανόν σλαβικής (σερβικής ή ρωσικής) προέλευσης ενώ σε έγγραφο του 1212 αναφέρονται 96 Ιερομόναχοι.
Ανάμεσα στις οσιακές μορφές που μόνασαν στην Μονή διακρίνονται εκτός του ιδρυτή Οσίου Παρθενίου, ο ‘Οσιος Δαυίδ της Ευβοίας, οι Δάσκαλοι Καλλίνικος και Καβάσιλας, ο ήρωας μοναχός Θεοχάρης κ.α.
Το 1821 ήταν ορμητήριο Καπεταναίων της περιοχής και υπήρξε κέντρο ανεφοδιασμού των μαχητών της Ρούμελης και ισχυρό οχυρό τους. Κατά το έκτο έτος της επανάστασης λίγες εβδομάδες μετά την Άλωση του Μεσολογγίου, δύναμη 4.000 Τούρκων του Κιουταχή, προελαύνοντας προς τα ανατολικά, πολιορκεί την Βαρνάκοβα.
Ηγούμενος είναι τότε ο Κοσμάς Θεοχάρης. Μαζί με τους μοναχούς, μέσα στο μοναστήρι βρίσκονται αρκετοί οπλαρχηγοί της περιοχής όπως ο Κίτσος Τζαβέλας. Η πολιορκία κρατάει ημέρες, ωστόσο οι Τούρκοι αδυνατούν να καταλάβουν το μοναστήρι. Ύστερα από επανειλημμένες προσπάθειες εκπόρθησης των οχυρώσεων του χωρίς επιτυχία, αποφασίζουν μυστικά να σκάψουν υπόγεια, κάτω από τη Μονή, με σκοπό να την ανατινάξουν.
Η Θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Βαρνάκοβας
Το μυστικό τους προδίδεται στους μοναχούς από έναν Αλβανό και στις 26 Μαΐου αποφασίζεται έξοδος, η οποία και πραγματοποιείται, με απώλεια δύο μοναχών και ενός λαϊκού.
Η Βαρνάκοβα, έπειτα, ανατινάζεται, για να ξαναχτιστεί μετά από πέντε χρόνια, το 1831 με (μάλλον προσωπική) επιχορήγηση 1.800 φοινίκων από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος θεωρείται και δεύτερος κτήτωρ της Μονής.
Ανάμεσα στα κειμήλια του Μοναστηριού, δεσπόζει η εικόνα της Παναγίας Βαρνάκοβας η οποία φέρει εμφανές ράγισμα κατά μήκος του προσώπου τής Θεοτόκου, το οποίο σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες δημιουργήθηκε από τοπικό σεισμό που συνέβη στις 15 Αυγούστου του 1940, την ώρα του τορπιλισμού της Έλλης στην Τήνο.
Επίσης η εντοιχισμένη κτητορική επιγραφή σε πέτρινη πλάκα μήκους 1.52 μέτρου και ύψους 0.22 μέτρα επάνω από την θύρα εισόδου από τον πρόναο στον κυρίως Ναό αλλά και η βυζαντινή τοιχογραφία της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου κατά τον τύπο της «Παναγίας Οδηγήτριας» που κατά τον Ορλάνδο κατασκευάσθηκε προ του 1453 καθώς επίσης και το δάπεδο της Μονής το οποίο είναι μαρμαροθετημένο και εκτείνεται σε όλη την επιφάνεια του κυρίως Ναού και του εσωνάρθηκα, δηλαδή εκτάσεως 100 τ.μ.
Η καταστροφική πυρκαγιά της 29ης Ιανουαρίου 2017
Το δάπεδο αυτό διατηρεί την αρχική του διάταξη και είναι πλούσιο σε παραστάσεις ζωικές και γεωμετρικές και μάλιστα θεωρείται ώς ένα μοναδικό και άριστο βυζαντινό παράδειγμα του 11ου και 12ου  αιώνα.
Για χρόνια ολόκληρα στην Μονή υπήρχε μόνο ένας μοναχός ο αείμνηστος αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Γεωργακός απο την Αγιά της Λάρισας που σε δύσκολες συνθήκες κράτησε το μοναστήρι ζωντανό και αναμφίβολα υπήρξε μια Οσιακή μορφή του Μοναστηριού από τις τόσες που πέρασαν από αυτό.
Το μοναστήρι σήμερα είναι γυναικείο και υπάρχει αδελφότητα από 17 μοναχές με Ηγουμένη την Γερόντισσα Θεοδοσία και η πρόσβαση σε αυτό γίνεται με οδικό δίκτυο σε αρκετά καλή κατάσταση και εορτάζει 15 Αυγούστου.

πηγη: orthodoxianewsagency.gr

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

αποχαιρετισμός αναχωρησάντων

Και άλλη απώλεια για το χωριό μας και για την οικογένεια Καραδήμα.
 Ο Γεώργιος Καραδήμας ακολούθησε το αδελφό του Λεωνίδα στο τελευταίο ταξίδι ... Ο Γιώργος Καραδήμας 94 χρόνων απεβίωσε και κηδεύτηκε στο νεκτροταφείο του Μπραχαμίου.
Ο Γιώργος Καραδήμας δημιούργησε μια ωραία οικογένεια με την σύζυγο του που έχει καταγωγή από την Ευρυτανία. Για παρά πολλά χρόνια ασκούσε το επάγγελμα του Ταξιτζή και συχνά τα καλοκαίρια επισκεπτόταν το χωριό το οποίο υπεραγαπούσε , αγαπητός από του συγχωριανούς μας και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης , 
Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια του 
Καλό παράδεισο θείε Γιώργο ..



Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Απόστολος Παντέλης ο βαρδουσιώτης φωτογράφος

Απόστολος Παντέλης φωτογράφος

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Ο «Βαρδουσιώτης» Φωτογράφος-Λογοτέχνης
[Του Γιάννη Σαντάρμη-Ποιητή]
Κοπάδι από τραγιά στα Βαρδούσια 1960
Εργοτάξιο χωριανών του Ψηλού Χωριού Ιούλιος 1956
Ο Αποστόλης Παντέλης γεννήθηκε στην Κάτω Μουσουνίτσα της Φωκίδας το 1917 και πέθανε στις 7-9-2003 στην ΑθήναΉταν υψηλόσωμος άνδρας, αρρενωπόςΥπηρέτησε, ως κληρωτός, τη στρατιωτική του θητεία στο 420 Σύνταγμα Ευζώνων Λαμίας με το βαθμό του υποδεκανέα. Τελειώνοντας το στρατιωτικόαυτοστρατολογήθηκεκατά τα τέλη του Νοεμβρίου 1942, και κατατάχθηκε στα  στρατιωτικά τμήματα της αντιστασιακής οργάνωσης του καπετάνιου Ναπολέοντα   Ζέρβαετών 25 τότεμε το ψευδώνυμο Βαρδουσιώτης και υπηρέτησε έως τις 12 Φεβρουαρίου 1945, ως έφεδρος ανθυπολοχαγόςέχονταςως διοικητής πυροβόλων30 άνδρες στις διαταγές του. Πολέμησε γενναία τους εισβολείς Γερμανούς και Ιταλούς στα βουνά της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας και των Αγράφων. Για την πολεμική του γενναιότητα του απονεμήθηκαν 2 πολεμικοί σταυροί και 1 χρυσό αριστείο ανδρείας.
     Στη συνέχεια, επιστρατεύθηκε και υπηρέτησε την πατρίδα 17 ακόμα μήνες στο 11οΣύνταγμα Τεθωρακισμένωνστην Κηφισιά.

Ενθύμιο από το σκληρό, αλλά όμορφο αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας μας στην Εθνική Αντίσταση.
Νοέμβριος 1942-Φεβρουάριος 1945. Διμοιρίτης πολυβόλων Ανθυπολοχαγός έφεδρος στο 2ο Τάγμα Γενικού
Αρχηγείου Σ.Ο.Ε.Α. του Στρατηγού Ζέρβα
Αποστόλης Παντέλης
Ύστεραέκανε πολλά επαγγέλματα βιοποριστικά, αλλ’ εκείνο που τον καθιέρωσε και τον κατέστησε πανελλήνια γνωστό, ιδιαίτερα όμως στην ευρύτερη Ρούμεληήταν το επάγγελμα του φωτογράφου. Χωρίς να ειδικευθεί στην τέχνη της φωτογράφισηςήταν προικισμένος για τη δουλειά αυτή. Ήξερε τι έπρεπε να κλείσει και τι όχι σε μία φωτογραφίαγια να θέλγει. Ό,τι και να φωτογράφισε, μιλά με μία βουβήαλλά βροντερήγλώσσα. Φωτογράφισε και τη σύγχρονη ζωή, αλλά κυρίως μας άφησε χρυσή κληρονομιά την παλιά ζωή που έζησε στο χωριό του, την Κάτω Μουσουνίτσα, και στον πλατύτερο γεωγραφικό χώρο, κάνονταςτη δουλειά του φωτογράφου. Είχε οίστρο μέσα του, γι'αυτό αποθανάτισε τόσο παραστατικά την παραδοσιακή ζωή. Γάμους παλιούς, συμπεθερικά να περνούν καβάλα στάλογά τουςβαφτίσιαπανηγύρια, νυχτέριαξεφλουδίσματα στις αυλές, θερίσματα στα χωράφια - εκείνο ταλώνισμα απ' τον αλωνιστή Κώστα Τσαπάρα με τα έξι άλογαψηλά στο Μαυρολιθάρι της Φωκίδας, αλήθειατι πανοραμικό πράμα είναι, μιλάει η φωτογραφία, κατακάθαρη, με φόντο τα Βαρδούσια κι ας βγήκε το 1960. 
Παραδοσιακό αλώνισμα 1960 στα Βαρδούσια. Αλωνίζει ο Κώστας Τσαπάρας
    Πόσες και πόσες φωτογραφίες δεν έχει για γεγονότα κοινωνικά, για πρόσωπα ανθρώπωνγια ζώαγια δένδρα, για βρύσες, για γεφύριαγια ό,τι φαντασθεί κανείς που να είναι παραδoσιακό. Οι φωτογραφίες του που αναφέρονται σε γεγονότα κάνουν τις στιγμές να υπάρχουν και μέσ’ απ’ τη στατικότητά τους αισθανόμαστε ότι ο χρόνος είναι υπαρκτός. Διoρατικός  voυς, γι’ αυτόσαν καλή μέλισσαμας κατέλειπε στην φωτογραφική του κυψέλη πλούσιο μέλι. 
    Τ’ όνομά του, σαν καλού φωτογράφου, έγινε από στόμα σε στόμα πασίγνωστο. Πολλοί επιφανείς άνθρωποι των γραμμάτων προτιμούσαν αυτόν για κάποια εκδούλευση φωτογράφισης. Μου είπε κάποτε ο Παντέλης πως ο μακαρίτης Σεραφείμ Τσιτσάς, ο άλλοτε δασάρχης της Ρούμελης και λογοτέχνηςαυτόν κάλεσε για μία φωτογράφιση κι ύστερα, διαπιστώνοντας την καλή δουλειά τουόπου ο δασάρχης πήγαινε με τους συνεργάτες του έπαιρνε και τον Παντέλη μαζί τουγια να φωτογραφίζει, τον οποίον, εκτός από τη φωτογράφιση, του πλήρωναν και τα έξοδα διατροφής και διαμονής. Πολλοί, λοιπόν, Ρουμελιώτες έτρεχαν στο σπίτι του στο Λόφο Αξιωματικώνστο Περιστέρι της Αθήνας, κι έβρισκαν παραδοσιακέ; φωτογραφίες που ήθελανΤο απέριττο ατελιέ του ήταν πηγή φωτογραφικού πλούτου. Χρέωνε τις φωτογραφίες στο κόστοςσχεδόν τις χάριζε. 
Τα Βαρδούσια το Μάη. Έχουν ακόμα χιόνια
    Οι φωτογραφίες του κοσμούν βιβλίαπεριοδικάεφημερίδες, σπίτια και γραφεία. 
   Είχε τόση φλόγα μέσα του για τη δουλειά του που κάποτεόταν, λόγω σύνταξηςέκλεισε το μαγαζάκι τουκόντεψε να σκάσει απ' τη στενοχώρια του Το κράτησε µερικές µέρες κλεισµένο, αλλά το ξανάνοιξε, µόνο και µόνο να το βλέπει και να το χαίρεται και να είναι παράλληλα εκθετήριο παραδοσιακής φωτογραφίας για το κοινό. 
Γάμος στα Βαρδούσια 1960
Μεταφορά προικιών στα Βαρδούσια
    Δεν ήταν µόνον ικανός φωτογράφος ο Παντέληςήταν και καλός λογοτέχνης. Εγώµικρό παιδίγυµνασιόπαιδαςτον έβλεπα µε τη φωτογραφική µηχανήγιατί ζούσαµε στην ίδια γειτονιά. Δεν έτυχε όµως να γνωριστούµε. Τον γνώρισα αργά. Όταν πήγα µε τον Κώστα Μάρκο, τον εκπαιδευτικό, συγγραφέα και µουσικολόγο, απ’ το Κονιάκο της Φωκίδαςστο ατελιέ του και άκουσε τα’ όνοµά µου ότι είµαι ο Σαντάρµης που τα ποιήµατά µου διάβαζεκαταχάρηκε, θυµάµαι. Από τότε πήγαινα τακτικά στο σπίτι του. Μ' έτρωγε απτο τηλέφωνο να τον επισκέπτοµαι πιο πολύ στο σπίτι τουνα µου δείξει ετούτονα µου δείξει τ' άλλο, να µου πει και να µου πει και να µου πει. Κι εγώ µεθούσα απ’ τη χαρά µου απ' όσα έβλεπα κι απ' όσα άκουγα. Πόσο ευγενικό ς ήταν απέναντί µου.
    Ευγενική και καλή κι η γυναίκα του, η Ευθυµία. Εκεί µου είπε ότι ασχολείται και µε το γράψιµο. Μου έδειξε κάποια κείµενα πεζά. Είδα πως στην πένα του είχε τη σφραγίδα της δωρεάς του ικανού λογοτέχνη. Κάτοχος λίγων γραµµάτωνεγώ
εκπλησσόµουν διαπιστώνοντας πόσο καλά έγραφε. Ήξερε τι να γράψει και τι ν' αποσιωπήσει. Είδα πολλά διηγήµατά του. Στα γραπτά του δεν υπάρχει κενό και
ασάφεια, είναι όλα σοφά δοµηµένα. Ό,τι έγραψε είναι γύρω σχεδόν απ' την παλιά
ζωή της επαρχίας, την ποιµενική, τη γεωργική, την κο
ινωνική κι από τη φύση και τον κόσµο της. Του εξέφραζα τον ειλικρινή θαυµασµό µου για τα εναργή κείµενά του.
Χαιρόταν. 
    -Έχεις µεράκι λογοτεχνικό µέσα σου, Αποστόλη, του είπα
    -Άχ, µου απάντησε, αργήσαµε να γνωριστούµεΑν σε γνώριζα λίγο νωρίτερα, δε θα ήµουν ένας µεγάλος Παπαδιαµάντης, θα µουνα όµως ένας µικρός Παπαδιαµάντης! 
    Πολλά κείµενά του, που ελάχιστα τα ευπρέπισαδηµοσιεύθηκαν στα περιοδικά Στερεά Ελλάδα και στις Φωκικές Σελίδες. Χαιρόταν που έβλεπε τη συγγραφή του δηµοσιευµένη. 
    Ήταν νοσταλγός του χωριού του κι έκανε σαν µικρό παιδί, όταν έφθανε το καλοκαίρι, να πάει να παραθερίσει στα βαρδουσιώτικα χώµατα. Επέστρεφε στην
άνοστη Αθήνα ξαναγεννηµένος
    Το ακόλουθο δεν το γνώριζα. Όταν πέθανε και ήδη ήταν δημοσιευμένο το παραπάνω κείμενο στις «Φωκικές Σελίδες», η μικρή προσωπογραφία, με πληροφόρησε η καλοτάτη γυναίκα του πως, μετά από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την πατρίδα, θα γινόταν ιερέας. Καθαρός άνθρωπος, αγνή ψυχή, για να έχει τέτοιο θείο ζήλο. Για τη σκέψη του ότι ήθελε να γίνει παπάς δεν μου το είπε. Πόσα πολλά άλλα μου είπε…
    Σαν κατακλείδα, αναφέρω ότι ήταν ένας άνθρωπος µε τρυφερή παιδική ψυχή, άδολος, ντροπαλόςέντιµος στο έπακρο, συναισθηµατικός πολύ και πονόψυχος ακόµα και σ’ αυτά τα µυρµηγκάκια, 
    Τον ευχαριστούµε πολύ για το φωτογραφικό του κληροδότηµα. 
 

ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Στη µνήµη του Αποστόλη Παντέλη (Βαρδουσιώτη).

Ω νοσταλγέ της όµορφης κι απλοϊκής ζωής,
                                    πια οι καιροί σου πέρασαν και η ζωή σου εδιάβη                                    ο ανασασµός σου έσβησε, σαν φύσηµα πνοής,
                                    τέλειωσε το ταξίδι του του βίου σου το καράβι. 
                                    Μες στης ζωής τη θάλασσαµε το καράβι αυτό                                    που τάχα δε σιργιάνισες και που δεν πήγες τάχα                                    µα ένα δροµάκι σάρεθεδροµάκι ζηλευτό, 
                                    αυτό στ' αγαπηµένο σου χωριό που πάει µονάχα . 
.                                    Τον εαυτό σου εύρισκες εκεί τον παιδικό
                                     των Βαρδουσιών χαιρόσουνα τάγρια τα κορφοβούνια                                     µα πιο πολύ αναγάλλιασµα στα στήθια είχες γλυκό
                                     όταν βελάσµατα άκουγες κι αχούς από κουδούνια. 
                                    Για την πατρίδα σου άδραξεςγια τη γλυκιά σου γη                                    σαν κλέφτης, µες στ' αντρίκιο σου το χέρι το τουφέκι,
                                    παλικαρίσια χίµαγες µε λιονταρίσια οργή 
                                    µες στου πολέµου τη φωτιά και µες σταστροπελέκι.
                                    Αθώα ψυχή! Την όµορφη που έζησες ζωή 
                                    να την αφήσειςσκέφτηκεςνα τη θωρούνε κι οι άλλοι                                    φακό στο χέρι άρπαξε ς και κίναες το πρωί 
                                    κι ως τη νυχτιά κουβάλαγες σοδειά πολύ µεγάλη. 
                                    Με το φακό σταµάτησες τους παλιακούς καιρούς                                    κοπάδια φωτογράφισες µε τους τσοπαναραίους 
                                    και γάµους ρουµελιώτικους και νύφες και γαµπρούς
                                    να ροβολάν απόκοντα µε τους συµπεθεραίους
                                    Νύχτες φεγγαροπλούµιστες και νύχτες απαλές                                    νύχτες που οι κωλοφωτιές φωτίζουν οι φωτίστρες                                    νυχτέριαξεφλουδίσµατα στις σπιτικες αυλές 
                                    και κορασιές που τραγουδάν σαν βρύσες κελαηδήστρες. 
                                    Βόιδια να οργώνουνθεριστές στο θέρο τον ξανθό                                    αλώνια όπου οι αλωνιστές µε τ' άλογα αλωνίζουν                                    βουνά µε χιόνια και βουνά µε ροδαµίσιο ανθό                                    γιοφύρια τοξοκάµωτα, πηγές που γαργαρίζουν. 
                                    Πόσα ακόµα δεν άφησεςαµέτρητα πολλά
                                    ω έναν κόσµον άφησεςτον κόσµο το δικό σου
                                    και έβαλες τη βούλα σου σ
αυτά να µας µιλά, 
                                    για κάτι που λαµποκοπά σαν στάλαµα λες δρόσου. 

Παρατηρήσεις
1. Όλες οι φωτογραφίες του Αποστόλη Παντέλη που δημοσιεύονται παραπάνω είναι πρωτότυπες και δωρήθηκαν από τον ίδιο στο Γιάννη Σαντάρμη και στον Γιάννη Μάκκα που ευγενικά μάς τις παραχώρησαν.
2.Οι λεζάντες είναι αυθεντικές, γραμμένες από το χέρι του φωτογράφου.  
3.Μετά το θάνατό του οι περισσότερες φωτογραφίες έμειναν στα αζήτητα και δυστυχώς παραμερίστηκαν και χάθηκαν.
4.Το παρόν αφιέρωμα στο Βαρδουσιώτη φωτογράφο Αποστόλη Παντέλη είναι το μοναδικό που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο.
5.Ευχαριστούμε τους αγαπητούς φίλους  Γιάννη Σαντάρμη και Γιάννη Μάκκα για τη συνεργασία ώστε να δημιουργηθεί αυτό το άρθρο.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

πηγή, tymfristos.bogspot.com