Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Ωραίος ο βόρειος Παρνασσός, εντυπωσιακή η Γκιώνα αλλά τα Βαρδούσια είναι από άλλη διάσταση!!

 ……..Βγήκαμε στη δημοσιά, πάνω απ’ το χωριό Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) και κάνουμε αριστερά για να πέσουμε κατά τον ποταμό Μόρνο. Πριν πέσουμε, στο χαρακτηριστικό διάσελο – λάκες, νάσου και είχε στηθεί κέντρο υπαίθριων δραστηριοτήτων, με mobile scooter, retrack μεταφοράς κόσμου, διαμόρφωση πίστες για παιδιά, τύπου western farm, συνέχεια των εγκαταστάσεων με τα άλογα στην Κάτω Παύλιανη. Το μέρος προσφέρεται, διότι είναι διάσελο, λάκες, γύρω έλατα, πιο πίσω οι εντυπωσιακές κορφές της Γκιώνας, κοντά στην Παύλιανη και Καλοσκοπή και πριν πέσει κανείς κατά τη μεριά του Μόρνου. Ιδιαίτερο μέρος! Αφήνουμε στα αριστερά ένδειξη για χ. Πανουργιά και δεξιά ένδειξη για τα χωριά: Πυρρά, Καστριώτισσα, Μαυρολιθάρι και «βουτάμε» στο κέντρο, όπου ένα πανόραμα ανοίγεται μπροστά μας, τα Βαρδούσια. Ωραίος ο βόρειος Παρνασσός, εντυπωσιακή η Γκιώνα αλλά τα Βαρδούσια είναι από άλλη διάσταση. Καλύπτουν ολόκληρο το «κάδρο» θέασης, δεν μπορείς να ξεφύγεις, χαμηλώνεις τα μάτια και υποκλίνεσαι.

Στην κορφή Κούκος 2.119μ. Παρνασσού

Πέφτουμε στο ποτάμι και ανηφορίζουμε απ’ την άλλη μεριά για τις «Μουσουνίτσες». Το σκεπτικό μας τώρα είναι να περπατήσουμε στη διαδρομή που φεύγει πάνω απ’ το χωριό Κάτω Μουσουνίτσα και ανεβαίνει στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, εκεί στο καταπληκτικό μπαλκόνι, που είχαμε επισκεφθεί το περασμένο καλοκαίρι, για να ανεβούμε στο Κοκκινιά. Φυσικά δεν το πολύ-πιστεύουμε ότι ο δρόμος θα ανεβαίνει, αλλά σημασία έχει να βάζει κανείς στόχους.
Περνάμε τη διασταύρωση αριστερά για την Κάτω Μουσουνίτσα και λίγο πιο πάνω, αφήνουμε τη δημοσιά που οδηγεί στην Πάνω Μουσουνίτσα (Αθανάσιος Διάκος) και κάνουμε αριστερά, ένδειξη Κονιάκος 11 χιλ. Ακολουθούμε τον χωμάτινο δρόμο, που είναι πολύ όμορφος για περπάτημα ή ρακέτες, εάν έχει χιόνι. Λόγω της σύστασης του εδάφους και της πλευράς, ο δρόμος δεν έχει χιόνι και έτσι βρισκόμαστε καβάλα στο όχημα να βγαίνουμε ψηλά στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. «Καβάλα πάει στην εκκλησιά καβάλα και να προσκυνήσει». Βγαίνουμε στο χαρακτηριστικό μέρος, με το εξωκλήσι και το πανέμορφο δένδρο, μ’ έναν ήλιο να τα κάνει όλα εξώκοσμα. Οι όρθιες πλαγιές της νότιας κορυφογραμμής, χιονισμένες, ασπρισμένες και μετά το απόλυτο μπλε του ουρανού, δίνουν μια άλλη διάσταση στην οπτική μας παραζάλη. Βρισκόμαστε, χωρίς να περπατήσουμε, ψηλά στις πλαγιές των Βαρδουσίων, αιχμάλωτοι μιας μέρας, «καλοσύνη καιρού», που δεν λέει να τελειώσει.

Στο χ. Κάτω Αγόριανη (Λιλαία) Παρνασσίδος

Κολατσίζουμε ξαπλωμένοι στο χιόνι, μακαρίζοντας την τύχη μας και έχοντας ξεχάσει ότι δεν περπατήσαμε καθόλου σήμερα. Άλλα «θέλαμε», άλλα προέκυψαν. Στη Γκιώνα θα σκαρφαλώναμε την κόψη αλλά μας προέκυψε σπρώξιμο αυτοκινήτου και χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε με αυτοκινητάδα στα ψηλά. Κάτι πρέπει να κάνουμε και εμείς.. Βρισκόμαστε σε υψ.1500μ. και έχουμε μπροστά μας ένα πεδίο, ως «τείχος» της νότιας κορυφογραμμής των Βαρδουσίων. Θέλουμε δεν θέλουμε καμιά 500ριά μέτρα υψομετρική διαφορά, για να βγούμε στη ράχη. Η πλαγιά δείχνει να «απλώνεται» ομαλά. Φορτωνόμαστε τα σακίδια, παίρνουμε σκοινί, γκραμπόν και βάζουμε τα πόδια να ανηφορίσουν. Μπροστά είναι τυφλή από θέα, αλλά ξέρουμε ότι βρισκόμαστε στην ευθεία του Κόρακα. Περνάμε τοποθεσίες (σύμφωνα με τον χάρτη) Πύργος, με το χιόνι να βοηθάει. Κάθε τόσο σταματάμε και κωλοκαθόμαστε σε ξέχιονο βραχάκι και απολαμβάνουμε τη θέα των ψηλωμάτων της.. Γκιώνας. Ψηλότερα δενόμαστε, έγινε πολύ ενδιαφέρουσα η προσπάθειά μας, είναι τότε που βγαίνουμε στο «φρύδι», στο χείλος στης πλαγιάς και βλέπουμε απέναντι τον Κόρακα, 2.495μ. Εμείς τότε προσδιορίζουμε την θέση μας και καταλήγουμε ότι είμαστε στην Ανώνυμη κορφούλα 2.383μ.
Έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί βγήκαμε στη ράχη, είμαστε ψηλά και αντικρύζουμε απέναντι τον Κόρακα, χειμωνιάτικα. Πώς μας ήρθε να βγούμε εδώ; Δεν το είχαμε κουβεντιάσει νωρίτερα. Χρόνια γυροφέρναμε στα Βαρδούσια, να που βρεθήκαμε σε κάτι «άγνωστο», αλλά υπέροχο.. Για τις θέες δεν το συζητάμε, η νότια κορυφογραμμή των Βαρδουσίων είναι «μαγική». Ξεκολλάμε απ’ την Ανώνυμη κορφή και προσεκτικά κατηφορίζουμε – χαμηλώνουμε, προσέχοντας να μην στουκάρουμε.. Βγαίνουμε στον Προφήτη Ηλία, ουφ αλλά στην παραζάλη απ’ τον πολύ χειμωνιάτικο ήλιο και ανασυντασσόμεθα.

Η Πλατυβούνα ή Παληοβούνα Γκιώνας, 2.317μ.

Αφήνουμε το μπαλκόνι του Προφήτη Ηλία και επιστρέφουμε κατά κάτω. Σε διασταύρωση, κάνουμε δεξιά, ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί στο χ. Κονιάκο. Τώρα αρχίζουμε και κάνουμε όνειρα για ζυμωτό ψωμί, αυγουλάκια και πατάτες με ρίγανη, σε κάποιο μαγαζάκι στο χωριό, μόλις έχουμε κολατσίσει!
Η διαδρομή είναι πολύ όμορφη διότι στα δεξιά μας έχουμε τα χιονισμένα ντουβάρια της νότιας των Βαρδουσίων και αριστερά την Γκιώνα με την ορθοπλαγιά του Λαζορρέματος, που να μην ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις. Περνάμε εικονοστάσι, όπου δεξιά μας παλιά πεζούλια και λεωφορείο αφημένο στο πουθενά. Στη συνέχεια εικονοστάσι, από κάτω ποτίστρα και μπαίνουμε στο χωριό απ’ την οδό Αγίου Γεωργίου. Στο χωριό, εγώ να προσπαθώ να το φωτογραφίσω και ο Γιώργος επιχειρεί να βρει τη θεια με το να φάμε κάτι, αλλά το μόνο που βρίσκει είναι πόρτες κλειστές. Χειμωνιάτικα, μετά από γιορτές, δευτεριάτικα μεσημέρι, μάλλον τρελοί μπορούσαν να φανταστούν ότι θα εύρισκαν μαγαζάκι ανοικτό. Δεν είδαμε και άνθρωπο, οπότε λέμε να κατηφορίσουμε κατά το Λιδορίκι και να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα. Έλα όμως που ο καιρός μας έχει πάρει τα μυαλά. Αφήνουμε το χωριό και βγαίνοντας έξω απ’ αυτό σταματάμε στο εξωκλήσι Κων/νου και Ελένης πιο πολύ για να απολαύσουμε τις πλαγιές της Γκιώνας, ενώ έχουμε χορτάσει αυτές της νότιας κορυφογραμμής των Βαρδουσίων. Χαμηλότερα και κατά τον ποταμό Μόρνο, που κυλάει στα πόδια μας, παλιά πεζούλια με τα κοπάδια προβάτων να βόσκουν (λιάζονται) στο φως της ημέρας.

Στον Προφ. Ηλία Βαρδουσίων, 1.500μ. υψόμετρο, ανάμεσα στα χ. Κάτω Μουσουνίτσα – Κονιάκος

Στο ποτάμι του Μόρνου
Φορτωνόμαστε στο αυτοκίνητο και κατηφορίζουμε στην καινούργια γέφυρα που οδηγεί στην απέναντι πλευρά, abeam χωριού Λευκαδίτη. Στο ποτάμι όμως ξανασταματάμε. Ο Μόρνος που είχαμε συναντηθεί ψηλά στον καταρράκτη, έξω απ’ το χωριό Στρώμη και τα νερά απ’ τις πλαγιές της Οίτης, σχηματίζουν τώρα ένα δέλτα, πριν φτάσουν στη λίμνη. Τα νερά γυαλίζουν στο φως του ήλιου και αυτό το θεϊκό κάλεσμα δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε. Μεσημέρι είναι, αφού δεν έχουμε περπατήσει για σήμερα ούτε έχουμε γευτεί τα αυγουλάκια με τις ριγανάτες πατάτες, προτιμάμε να ρίξουμε από μια βουτιά στα χρυσίζοντα νερά του ποταμού, κλέβοντας κάτι απ’ το χρυσάφι τους, πριν αυτά καταλήξουν στη λίμνη. Για να ξεπεράσουμε το sock του νερού, σκεφτόμαστε ότι θα μπορούσαμε να βρεθούμε αυτόματα τούτη τη στιγμή, στο νεροχύτη της κουζίνας μας εάν κάποιος άνοιγε τη βρύση του αθηναϊκού σπιτιού μας, καθώς τούτα τα νερά μεταφέρονται στην πρωτεύουσα.. Τι μπορεί να σκεφθεί το μυαλό του ανθρώπου!

Ο Μόρνος ποταμός..

Παραμένουμε ζωντανοί, φορτωνόμαστε στο αυτοκίνητο και σε άσφαλτο πια, ολότελα μελωμένοι, φτάνουμε στο Λιδορίκι. Μπαίνοντας στην κωμόπολη, διαπιστώνουμε κάποια ασυνήθιστη κίνηση. Το επιβεβαιώνουμε καθώς πιο κάτω είδαμε ανθρώπους με τα καλά τους να οδηγούνται προς κάπου και λίγο πιο κάτω μία τροχονόμο που ρύθμιζε την κίνηση. Προλάβαμε και είδαμε αυτοκίνητα «επίσημα» και τύπους με κοστούμια. «Κάνας επίσημος θα επισκέφθηκε το τόπο» σκεφθήκαμε, οπότε ούτε εδώ είμαστε για να φάμε κάτι, πάμε, δεν τόχει η μέρα μας. Πιάνουμε το δρόμο που φεύγει από το Λιδωρίκι και όσο και να ερωτοτροπούν τα νερά της λίμνης με το ανεπαίσθητο αεράκι, εμείς «βλέπουμε» να μας παρακολουθούν αυτοκίνητα ασφαλείας υψηλών προσώπων πίσω μας. Τρομάζουμε να φτάσουμε στο ύψος του χ. Μαλανδρίνου και των φυλακών, για να ηρεμήσουμε. Μετά ο δρόμος, οι πλαγιές και οι φόρμες τους, τα πηγάδια, οι πέτρινες στάνες (αριστουργήματα), οι ξερολιθιές, τα όρη Λιδορικίου, η θάλασσα, ο Παρνασσός ξανά, παύουν να μας κάνουν εντύπωση. Περνάμε τη Βουνιχώρα (μαρτυρικό χωριό), - το έκαψαν και αυτό οι Γερμανοί, όπως το Δίστομο και τα Καλάβρυτα – καίτοι βρήκαμε φούρνο κανονικό, για το κάτι τι που ήθελε ο Γιώργος αλλά δεν έχουμε όρεξη για να σταματήσουμε. Μετά ακολουθεί ο στενός δρόμος, που ελίσσεται ανάμεσα σε πετρώδες έδαφος, όπου οι πέτρες του τόπου ανακατεύονται με αυτές των αρχαιοτήτων και παράγουν υπέροχα γλυπτά. Μετά το ύψος του χωριού Αγία Ευθυμία ο δρόμος φτιάχνει – μετά το τελευταίο μου πέρασμά μου απ’ τον τόπο - φαρδύς, άνετος μέχρι και διαστημικό διπλό τούνελ έστησαν στο τελείωμά του και στρωτά μπαίνουμε στην Άμφισσα. Τελευταία ευκαιρία μας δίνεται με την Άμφισσα, που είναι όμορφη, η πλατεία πλακοστρωμένη, τα μαγαζάκια ολόγυρα μας προσκαλούν, αλλά εμείς έχουμε βγει εκτός πια. Ίσα να βάλουμε βενζίνη και δρόμο…
Μη τα θέλουμε και όλα δικά μας. Η μέρα μας έχει ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Αφήσαμε τις αδυναμίες μας και τις μικρότητες και παίρνουμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής. Μία κορφή, δυο βουνά, σε δυο μέρες και ένα ποταμίσιο μπάνιο, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, μόνο με τέτοιο καιρό τα κάνεις και ο καιρός τούτη τη φορά μας περίμενε!.


Πηγή:ορεινογραφίες.
Τάκη Ντάσιου Φεβρουάριος 2007

Το ταφικό μνημείο αγνώστου στην περιοχή της αρχαίας Καλλίπολης (Λίμνη Μόρνου)


Το ταφικό μνημείο αγνώστου στην περιοχή της αρχαίας Καλλίπολης (Λίμνη Μόρνου)

Ήξερες ότι το ταφικό μνημείο ενός αγνώστου αλλά εύρωστου πολίτη ήταν από τα πρώτα μνημεία που ερευνήθηκαν στην αρχαία Καλλίπολη;

Ένα από τα πρώτα μνημεία που ερευνήθηκαν στην αρχαία Καλλίπολη, την πόλη που, ευρισκόμενη στην όχθη του ποταμού Δάφνου, του σημερινού Μόρνου, κατακλύστηκε από τα νερά του τελευταίου, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 διαμορφώθηκε η ομώνυμη τεχνητή λίμνη, υπήρξε ένα ταφικό μνημείο που εντοπίστηκε σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από το τείχος της πόλης.

Ο τρόπος κατασκευής του αλλά και η θέση του, παραπλεύρως της κύριας οδού που οδηγούσε στη νότια πύλη της πόλης, επιτρέπει το συμπέρασμα ότι προοριζόταν για κάποιον οικονομικά εύρωστο πολίτη. Πρόκειται για τάφο ορθογώνιο και καμαροσκεπή, ο οποίος στέγαζε μία λίθινη σαρκοφάγο. Αν και συλημένο, πιθανώς ήδη από την αρχαιότητα, το μνημείο απέδωσε πολλά και πολύτιμα ευρήματα: ιατρικά εργαλεία από σίδερο και χαλκό, περιδέραια από χρυσό και ημιπολύτιμους λίθους, εξαρτήματα ένδυσης, καθώς και αρκετά νομίσματα. Από αυτά τα αρχαιότερα είναι δύο κίβδηλα δηνάρια, φαινομενικά κοπής επί της αρχής του αυτοκράτορα Αδριανού μεταξύ των ετών 119-122 μ.Χ. και του Μάρκου Αυρηλίου, κοπής κατά το έτος 161 μ.Χ., ενώ τα υπόλοιπα είναι αντωνινιανοί κοπής τοπικών νομισματοκοπίων που κυκλοφόρησαν επί της αρχής του αυτοκράτορα Γαλλιηνού το 267 μ.Χ. ένα χρόνο προτού διέλθουν από την περιοχή οι Γότθοι, οι οποίοι στο πέρασμά τους άφηναν μόνο καταστροφή και θάνατο. Τα νομίσματα μέσα στον τάφο, όπως και μια δεύτερη ομάδα σύγχρονων νομισμάτων που βρέθηκαν κάτω από μια πλάκα δαπέδου οικίας, αποτελούν έναν «θησαυρό», μία απόκρυψη έκτακτης ανάγκης στην οποία κατέφυγε ο ιδιοκτήτης τους με την ελπίδα -εις μάτην- ότι θα μπορούσε να επανέλθει και να ανακτήσει.