Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Μακαρέτζος!

Απόσπασμα από το βιβλίο “εμπειριών το ανάγνωσμα “
….Σχολικό έτος 1971-1972 ήμουν μαθητής της τελευταίας τάξης του εξαταξίου γυμνασίου μιας όμορφης και ήσυχης επαρχιακής κωμόπολης κτισμένης στις υπώρειες της δυτικής πλευράς μιας μεγάλης οροσειράς, έχοντας αντίκρυ έναν επίσης ορεινό όγκο . Στην έξοδο της κωμόπολης ξεκίναγε μια μικρή πανέμορφη κοιλάδα εκτεινόμενη και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά που προσομοίαζε σαν μια καλοφτιαγμένη αυλή για την μικρή αυτή πόλη διαμορφωμένη ένα επίπεδο κάτω από τα τελευταία σπίτια της .
Ένας μικρός χείμαρρος, που ξεκίναγε από τα ανατολικά, διέσχιζε την μικρή κοιλάδα και στο τέρμα του συναντούσε τον Μέγα ποταμό που έρεε τα νερά του προς τα νοτιοδυτικά αφού περνούσε μέσα από ένα πολύ μικρό στένωμα. Ουσιαστικά ήταν μια βραχοσχισμή περίπου 50 μέτρων, όπου από παλιά οι κάτοικοι είχαν φτιάξει ένα πέτρινο μονότοξο γιοφύρι για να διαβαίνουν χωρίς να διακινδυνεύουν από τα ορμητικά νερά του ποταμιού.
Η θέση, που βρισκόταν η κωμόπολη, της πρόσφερε μια φυσική απομόνωση, που ήταν πλεονέκτημα για τις παλιότερες εποχές και μεγάλο μειονέκτημα για την σύγχρονη εποχή . Γιαυτό το λόγο ήταν ανάμεσα στις πολύ λίγες στεριανές πόλεις, που είχαν επιλέγει από το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου ως ιδανικός τόπος εκτοπισμού των αντιφρονούντων …
Η φοίτηση στο Γυμνάσιο των παιδιών, που καταγόντουσαν από τα απομακρυσμένα χωριά της πέριξ περιοχής απαιτούσε αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση από την ηλικία των δώδεκα ετών .
Σε αυτή την πόλη, σε ένα μικρό δωμάτιο -μια χαμοκέλα- που η οικογένεια μου είχε νοικιάσει, έζησα τις έξι σχολικές χρονιές.
Τα δυο πρώτα χρόνια ήμουν μόνος μου και τα επόμενα χρόνια με τα δυο μικρότερα αδέλφια μου .
Δεν ήταν εύκολη βέβαια η διαβίωση των νεαρών μαθητών, που πέρα από τις σχολικές υποχρεώσεις έπρεπε να φροντίζουν και τους εαυτούς τους . Το καθάρισμα, το μαγείρεμα ,το πλύσιμο και όλες τις σχετικές εργασίες, που ένα νοικοκυριό, έστω και μικρό, απαιτεί, ήταν αποκλειστική ευθύνη των νεαρών μαθητών .
Η έλλειψη της γονικής εποπτείας γεννούσε και άλλους κινδύνους για τα νεαρά παιδιά, που έπρεπε να τους διαχειριστούν μόνα τους , έπρεπε να μάθουν να διαχειρίζονται τον χρόνο , να βάζουν προτεραιότητες , να θέτουν στόχους , να παίρνουν μόνοι τους αποφάσεις και να ασκούνται στην αυτοπειθαρχία και βασικά να διαχειρίζονται την ελευθερία τους . Το τελευταίο μάλιστα ήταν και το πιο δύσκολο , τα περισσότερα τα κατάφερναν και ωρίμαζαν νωρίτερα από συνομηλίκους τους, που μεγάλωναν στις οικογενειακές εστίες τους. Υπήρχαν βέβαια και αποτυχίες, κάποιοι ευτυχώς ελάχιστοι παρασυρόντουσαν και οδηγούνται σε επικίνδυνες παρεκτροπές .
Τα δικά μου σχολικά χρόνια συνέπεσαν με την διακυβέρνηση της χώρας από το στρατιωτικό καθεστώς, που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα τον Απρίλιο του 1967, όταν ήμουν μαθητής της πρώτης τάξης του εξαταξίου Γυμνασίου .
Θυμάμαι έντονα  το πρωινό της Παρασκευής της 21ης Απριλίου 1967 , αν και δεν υπήρχαν κάποια σημάδια , που να το διαφοροποιούν σε κάτι από τα συνήθη σχολικά πρωινά .
Ο ηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ρεύματος που τροφοδοτούσε την κωμόπολη σταμάτησε να λειτουργεί όπως κάθε μέρα στις έξι. Ο τοπικός ηλεκτρικός σταθμός λειτουργούσε  από τις έξι το απόγευμα μέχρι τις έξι το πρωί , μιας και ΔΕΗ δεν είχε ακόμη παρουσία στην ορεινή επαρχία της Κεντρικής Ρούμελης.
Οι πρώτοι κάτοικοι από τα γύρω χωριά άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη με τα υποζύγια  τους , άλλοι μετέφεραν διάφορα προϊόντα για πώληση και άλλοι ερχόντουσαν για να κάνουν τις αγορές τους ή να επισκεφθούν τις δημόσιες υπηρεσίες για να διεκπεραιώσουν κάποια υπόθεση τους.
Στις οχτώ , όπως  κάθε μέρα , οι μαθητές είχαν πάει στο σχολικό συγκρότημα και περίμεναν να κτυπήσει το κουδούνι, μάλιστα είχαν έλθει κανονικά με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και οι μαθητές που πηγαινοερχόντουσαν καθημερινά από τα διπλανά χωριά .
Το κουδούνι κτύπησε και αντί για προσευχή, τον λόγο πήρε ο Γυμνασιάρχης και μας ανακοινώνει πως έγινε επανάσταση και δεν θα κάνουμε μάθημα , συμπληρώνοντας ότι ούτε αύριο θα γίνει μάθημα . Μας ευχήθηκε καλό Πάσχα, η επόμενη εβδομάδα ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και μας έδωσε ραντεβού για την Δευτέρα του Θωμά.
Επακολούθησε πανζουρλισμός από τις φωνές των μαθητών και χαρούμενοι που γλιτώναμε δυο μέρες μαθήματα τρέξαμε στα σπίτια μας και εμείς, που ήμασταν από τα γειτονικά χωριά , πήραμε τα πράγματα μας και αναχωρήσαμε οι περισσότεροι με τα πόδια για τις οικογενειακές μας εστίες .
Κανένας νομίζω ακόμη και οι μεγάλοι μαθητές και πιθανώς και αρκετοί καθηγητές κατάλαβαν εκείνη την στιγμή σε τι προβλήματα έμπαινε η Πατρίδα μας και φυσικά όλοι οι Έλληνες…
Όμως στο μυαλό μου χαράχτηκε βαθιά μια κουβέντα που άκουσα από ένα ”περίεργο” τύπο , έτσι μου φαινόταν τότε, που συζητώντας σε μια κυρία της είπε :
-θα έχουμε προβλήματα κυρά Λένη , εμάς τους αριστερούς θα μα πιάσουν..
Τι πάει να πει αριστερός ; γιατί να  πιάσουν ένα ήσυχο άνθρωπο που το μόνο περίεργο ήταν το  γαρύφαλλο, που τοποθετούσε στο πέτο του σακακιού του;
Αυτές οι σκέψεις με βασάνισαν για αρκετά χρόνια και νομίζω απαντήσεις άρχισα να παίρνω  όταν η Βραδυνή του Τζώρτζη Αθανασιάδη άρχισε να γράφει εναντίον της Χούντας, θυμάμαι ακόμη, τα πύρινα άρθρα του Σταματόπουλου, πρώην χουντικού, κατά των Συνταγματαρχών .
Θυμάμαι ως μαθητές του Γυμνασίου κάναμε, άθελα μας βέβαια, και την πρώτη μας αντιχουντική ενέργεια . Όταν το 1968 επισκέφθηκε την κωμόπολη μας ο Μακαρέζος , (ο επί των οικονομικών της Χούντας ). Παραταχθήκαμε όλοι οι μαθητές πάνω από 400, αριστερά και δεξιά του δρόμου, με σκοπό να τον επευφημήσουμε. Το σύνθημα μας το έδωσε ο γυμναστής αλλά δεν ήτα σαφής με το όνομα…
Αρχίσαμε όλοι με στεντόρεια φωνή να φωνάζουμε:
Μακαρέτζος , Μακαρέντζος αντί Μακαρέζος !!!
Κρύος ιδρώτας έλουσε τον γυμναστή, που προσπαθούσε μάταια να μας διορθώσει!!! Εμείς συνεχίζαμε στο Μακαρέτζος ….  Η πράξη μας αυτή μας πρόσθεσε κάποιους γύρους τροχάδην στο γήπεδο την επόμενη μέρα…..
Απόσπασμα από το προς εκδοση  βιβλίο “εμπειριών το ανάγνωσμα “
Κ. Γ. Μπερτσιάς

Οικογένεια Μπερτσιά ,1964 παραμονή της Αγίας Μονής . Τεμαχισμός ψητού 

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ήθελε ο θεός και ζήσαμε

Διήγημα, από το υπό έκδοση βιβλίο με τίτλο : ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ ,ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

ήθελε ο θεός και ζήσαμε 


Η Πρωτομαγιά του 1964 συνέπεσε με την Μεγάλη Παρασκευή , ήταν μια από τις σπάνιες χρονιές που το Πάσχα θα το γιορτάζαμε Μάιο . Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά στη κοιλάδα του ποταμού Ύλαίθου η Δαφνούς.
Το ποτάμι προσέφερε με τα πλούσια νερά του τη ζωή στις μικρές καλλιέργειες που υπήρχαν στους παρακείμενους αγρούς   και από τους οποίους οι κάτοικοι συγκομιδούσαν τα βασικά τους αγαθά.
Με το πέρασμα του χρόνου οι κάτοικοι άλλαξαν το όνομα του ποταμιού τους σε Μόρνο γιατί τα νερά του είχαν το ίδιο χρώμα με τα μούρα που ευδοκιμούσαν στις όχθες του , Μουρινός ποταμός , και όπως συμβαίνει με τα ονόματα κόψε από εδώ πρόσθεσε από κει κατέληξε να λέγεται εδώ και πολλά χρόνια Μόρνος .

Τα χωριά στα οποία ανήκε ο κάμπος είχαν κτιστεί πέριξ της κοιλάδας σε χώρους ηλιόλουστους καλά προστατευόμενους από την υγρασία του κάμπου και από τους βοριάδες . Οι παλιοί κάτοικοι διάλεγαν με προσοχή. που θα κτίσουν τον οικισμό τους , Τα κριτήρια τους ήσαν κυρίως η ασφάλεια και το καλό κλίμα που θα τους προφύλασσε από αρρώστιες
Αυτό βέβαια είχε  το μειονέκτημα ότι έπρεπε καθημερινά να πεζοπορούν τουλάχιστον μια ώρα  για να πηγαίνουν στα αγροκτήματα τους .
Κάποιοι είχαν προνοήσει να είχαν κατασκευάσει και τα αγροτόσπιτα τους εκεί ώστε να αποφεύγουν αυτό το καθημερινό βασανιστικό πήγαινε - έλα , ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες .
Μια από τις λίγες οικογένειες που είχαν αυτό το προνόμιο ήταν και η δικιά μου . Ο παππούς που είχε κάνει μετανάστης στην Αμερική για 25 χρόνια στις αρχές του εικοστού αιώνα είχε φροντίσει όταν γύρισε πίσω στην πατρίδα να αγοράσει μια συνεχόμενη έκταση 50 στρεμμάτων δίπλα στις όχθες του ποταμού . Εκεί έκτισε ένα δίπατο αγροτόσπιτο με όλα υποστατικά που ήσαν απαραίτητα για την αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα .
Ο πατέρας μου εδώ έφερε την μητέρα μου ως νύφη και μαζί με τον παππού και την γιαγιά καλλιεργούσαν την πλούσια γη κυρίως με καλαμπόκια , σιτηρά και κηπευτικά και βιοπόριζαν την οικογένεια τους . Σε αυτό το αγροτόσπιτο γεννήθηκα και μεγάλωσα εγώ , ο μεγαλύτερος , ο αδελφός μου και η αδελφή μου .

Εκείνη την Μεγάλη Παρασκευή του 1964 ο πατέρας μου είχε τελειώσει με την σπορά  των χωραφιών που ήσαν γύρω από το σπίτι  με καλαμπόκι . Τα χρόνια εκείνα το όργωμα και η σπορά γινόταν με το παραδοσιακό τρόπο δηλαδή με τα άλογα η τα μουλάρια και με το αλέτρι του Ησίοδου ,ήταν μια δύσκολη δουλειά και για τον άνθρωπο και για ζώα .
Δεν έπρεπε ούτε σπυρί να πάει χαμένο ,για να πιάσει ο κόπος τόπο όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι άνθρωποι του μόχθου.
Στα φρέσκα οργώματα έπεφταν τα κάθε είδους πουλιά για να κλέψουν κανένα σπόρο. Οι επιδρομές δε των κορακιών ήταν η μεγάλη μάστιγα για τους γεωργούς και κατά την σπορά αλλά και μετά κατά την περίοδο της ωρίμανσης και συγκομιδής .
Για να μειώσουν αυτές τις επιδρομές οι γεωργοί έφτιαχναν με παλιά ρούχα κάποια σκιάχτρα και τα τοποθετούσαν στα χωράφια τους . Στην αρχή ήταν αποτελεσματικό μέτρο αλλά σιγά σιγά τα πουλιά εξοικειωνόντουσαν και στο τέλος καθόντουσαν και πάνω στα σκιάχτρα ..
Χρησιμοποιούσαν επίσης κάποιες αυτοσχέδιες κατασκευές από τενεκέδες που με τον άνεμο δημιουργούσαν έντονο θόρυβο και φόβιζε τα πουλιά .
Κάποιοι γεωργοί θεωρούσαν πιο αποτελεσματικό μέτρο  το να κρεμούν σε κάποιους στύλους μέσα στα χωράφια τους νεκρά πουλιά που είχαν τουφεκίσει.

Ο πατέρας μου  είχε ένα παλιό τυφέκιο  στρατιωτικό μακρύκανο ,τύπου γκρα, που το είχε μετατρέψει σε κυνηγετικό ,έπαιρνε κυνηγετικό φυσίγγιο στην θαλάμη αντί για σφαίρα λειτουργούσε με κινητό ουραίο .
εκείνο το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής το είχε  κατεβάσει από το ταβάνι του σπιτιού μας όπου το φύλασσε και το όπλισε και παραμόνευε στην αυλή μας ώστε όταν πέσουν τα πουλιά στα οργωμένα χωράφια να τα τουφεκίσει . Κάποια στιγμή κάπου θέλησε να πάει και άφησε το όπλο πάνω στον φράχτη και απομακρύνθηκε .
Εγώ με τα αδέλφια μου που παρακολουθούσαμε την σκηνή τρέξαμε και εγώ πήρα το όπλο και άρχισα να σημαδεύω πρώτα το αδελφό μου και μετά την αδελφή μου λέγοντας τους αστειευόμενος , σας "σκοτώνω'' ....πιστεύοντας μάλλον ότι δεν έχει φυσίγγι .
Το χαρακτηριστικό κλικ του επικρουστήρα ακούστηκε και στις δυο περιπτώσεις χωρίς να γίνει εκπυρσοκρότηση ....
μετά έστρεψα το όπλο προς τον ουρανό και ξαναπάτησα την σκανδάλη και ο εκκωφαντικός ήχος της εκπυρσοκρότησης ακόμη ακούγεται στα αυτιά μου ......

Κωνσταντίνος Γ.Μπερτσιάς 

Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή

Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή .

απόσπασμα από το προς έκδοση βιβλίο : "ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ , ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ"

Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή .

Τα καιρικά φαινόμενα του Φλεβάρη του 1962 ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστα για την μικρή κοιλάδα του Μόρνου . Για αρκετές μέρες χιόνιζε διαρκώς και το ύψος του χιονιού μέσα στο κάμπο είχε φθάσει τους πενήντα πόντους, στα χωριά δε, που ήσαν ψηλότερα, το ύψος ξεπέρασε το μέτρο και η ζωή ανθρώπων και ζώων είχε γίνει πάρα πολύ δύσκολη . Τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα με τον ερχομό κάποιων ημερών με ηλιοφάνεια -Αλκυονίδες μέρες τις λέγαμε - που αντί να καλυτερεύσουν την κατάσταση την χειροτέρευσαν γιατί οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες της νύχτας πάγωσαν τα χιόνια σε τέτοιο βαθμό που ο ήλιος της ημέρας δεν κατάφερνε να τα ξεπαγώσει ούτε στο ελάχιστο .
Μετά από μια βδομάδα υπερβολικής παγωνιάς ξαφνικά ο καιρός άλλαξε και το γύρισε σε βροχή . Έβρεχε καταρρακτωδώς, άνοιξαν οι ουρανοί για σχεδόν μια βδομάδα, τα παγωμένα χιόνια έλιωσαν και στο κάμπο και στα γύρω βουνά. Το νερό είχε πλημμυρίσει τα πάντα . Τα χωράφια γύρω από το σπίτι μας έγιναν μια απέραντη λίμνη που είχε σκεπάσει όλα τα δημητριακά που είχαμε σπείρει το φθινόπωρο. Όλα τα ρέματα , τα ρυάκια και τα αυλάκια έφερναν τόσο μεγάλες ποσότητες νερού που δεν τις χωρούσαν οι χαραγμένες από χρόνια κοίτες τους . Είχαν υπερπηδήσει τις όχθες και έτρεχαν επικίνδυνα αριστερά και δεξιά παρασύροντας και καταστρέφοντας ότι έβρισκαν στο διάβα τους .
Είμαστε κλεισμένοι όλη η οικογένεια στο σπίτι μας , ένα δίπατο αγροτόσπιτο , που ήταν καλά θεμελιωμένο σε θέση που προσέφερε φυσική προστασία . Ο μικρός λοφίσκος με την συστάδα των βελανιδιών, μας προστάτευε από το βοριά και το υπερυψωμένο πλάτωμα όπου ήταν χτισμένο το σπίτι ,  μας παρείχε ασφάλεια από τα νερά του διπλανού ρέματος .
Οι άσχημες καιρικές συνθήκες μας είχαν σχεδόν απομονώσει αλλά δεν υπήρχε ανησυχία γιατί υπήρχαν τα απαραίτητα βασικά εφόδια που μας επέτρεπαν να ζήσουμε χωρίς σοβαρά προβλήματα για αρκετό καιρό .
Η απόκοσμη βουή που ερχόταν από την πλευρά των ποταμιών και του μεγάλου ποταμιού, του Μόρνου, και του παραποτάμου, του Κόκκινου, προκαλούσαν έναν ενδόμυχο φόβο που τα βράδια γινόταν ακόμη πιο αποκρουστικός, λόγω της αντήχησης στην βουνοσειρά της Στόχοβας.  Επειδή το σπίτι μας ήταν κοντά στην συμβολή των δυο ποταμιών η βουή από την σύγκρουση των νερών των υπερχειλισμένων ποταμιών αποκτούσε μια αλλόκοτη χροιά που δύσκολα περιγράφεται .
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν τα ζώα για τα οποία δεν υπήρχε η δυνατότητα να βγουν έξω από τον στάβλο να βοσκήσουν γιατί όλα τα λιβάδια ήταν σκεπασμένα με νερό . Ο παππούς ο Κώτσιος , που είχε την φροντίδα του κοπαδιού ήταν πολύ ανήσυχος γιατί οι μπάλες με το τριφύλλι που είχαμε στις αχυροκαλύβες τελείωναν ,το ίδιο συνέβαινε και με βαμβακόπιτα και το κριθάρι που είχαμε στα αμπάρια .
Ήταν επίσης αδύνατο να πάει στο μικρό δάσος με τις κουμαριές και τις αγλανιές, που ήταν περίπου πεντακόσια μέτρα δυτικά από το σπίτι, όπου θα μπορούσε να κόψει κλαδιά και με το μουλάρι να τα φέρει για τροφή στα πρόβατα .
Η συνεχής και καταρρακτώδης βροχή και κυρίως τα πλημμυρισμένα ρέματα εμπόδιζαν μια τέτοια προσπάθεια .
Ο στάβλος ήταν ευτυχώς δίπλα στο σπίτι, ήταν καλής κατασκευής, οι τοίχοι ήταν πέτρινοι και η σκεπή -ταράτσα την λέγαμε - από ξύλα και χώμα δεν έβαζε νερά και τα ζώα τουλάχιστον δεν κινδύνευαν άμεσα από τα ακραία αυτά καιρικά φαινόμενα.
Αυτή την εποχή είχαν αρχίσει οι γέννες , που απαιτούσαν ιδιαίτερες φροντίδες, που αυτός ο παλιόκαιρος τις δυσκόλευε και μεγάλωνε την ανησυχία του παππού.
Ο παππούς αγαπούσε τα ζώα του και τα φρόντιζε με ιδιαίτερη επιμέλεια , μάλιστα στην εποχή που γεννούσαν, τα βράδια κοιμόταν κοντά στο κοπάδι.Σε κάποια γωνιά του στάβλου είχε φτιάξει το δικό του κονάκι με ένα πρόχειρο παραγώνι, όπου άναβε φωτιά για να ζεσταίνετε ο ίδιος αλλά και κανένα νεογνό που είχε πρόβλημα .
Αυτός ο παλιόκαιρος δεν ήταν εμπόδιο για τον παππού να είναι κοντά στο κοπάδι του και τα βραδιά συνέχιζε να κοιμάται μαζί τους .
Το ψωμί τελείωνε και η μάνα αφού ζύμωσε τρία τεσσάρα μικρά καρβέλια αποφάσισε να τα ψήσει στο τζάκι, ούτε λόγος να ανάψει τον φούρνο παρόλο που ήταν δίπλα στο σπίτι, στο άκρο της αυλής.
Βάλαμε αρκετά ξύλα στο τζάκι και κάηκε καλά και αφού φούσκωσαν και τα καρβέλια καθάρισε το παραγώνι ακούμπησε κάτω τα καρβέλια και από πάνω έβαλε την λαμαρινένια γάστρα την οποία σκέπασε με τα κάρβουνα . Στην άκρη έβαλε μια μικρή κουλούρα, που είχε κάνει με ζύμη , γεμισμένη με τυρί .
Σε μερικά λεπτά άρχισε να έρχεται στα ρουθούνια μας η γαργαλιστική μυρουδιά του ψωμιού που ψηνόταν και η ευχάριστη οσμή του τυριού από την κουλούρα. Τέτοια ερεθίσματα ανοίγουν την όρεξη ακόμη και σε χορτασμένους, πόσο μάλλον σε ανθρώπους σαν και μας που με πολύ δυσκολία η μάνα μας, κάλυπτε τις βασικές μας διατροφικές ανάγκες .
Πρέπει να βράδιαζε, αν και ήταν δύσκολο να το καταλάβεις, γιατί η χαμηλή νέφωση μαζί με την καταρρακτώδη βροχή δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που έμοιαζε μονίμως σαν σούρουπο, όταν η γιαγιά η Μαρία έδωσε το σινιάλο:
-ελάτε να φάμε, φωνάξτε και το παππού-
Βγαίνω στο μπαλκόνι , έβρεχε ακατάπαυστα που μαζί με το σκοτάδι που είχε αρχίσει να γίνεται πυκνό ήταν αδύνατο να δεις πέρα από την μύτη σου.
Φωνάζω δυνατά:
-Παππού, παππού έλα να φάμε, το επαναλαμβάνω δυο τρεις φορές καμία απόκριση . Κατεβαίνω τις σκάλες και στα γρήγορα διασχίζω ένα διάδρομο έξι με επτά μέτρα και μπαίνω στο στάβλο και βάζω τις φωνές. Η φωνή του παππού ακούγεται κάπου στο βάθος να μου αποκρίνεται πως έρχεται.
Καθόμαστε όλοι γύρω από το τραπέζι . Το αχνό φως του λυχναριού που ήταν κρεμασμένο δίπλα στο παραγώνι και της λάμπας πετρελαίου που ήταν πίσω από το αργαλειό, που είχε στήσει η μάνα μου στην μια άκρη του δωματίου, ρομαντικότητα πρόσθετε στο σκηνικό, παρά φως για να διακρίνουμε τι θα τρώγαμε .
Αυτό μάλλον δεν μας ενοχλούσε απεναντίας μας ένωνε σαν παρέα και οικογένεια.
Απόψε είχαμε μια σούπα από τραχανά που είχε ρίξει μέσα η γιαγιά κάποια κομμάτια από σύγκλινο και μπόλικη φέτα δίκης μας παραγωγής. Το σύγκλινο ήταν κομμάτια χοιρινού που είχαν πάρει μια βράση και τα συντηρούσαν σε πήλινα λαγήνια γεμάτα λίπος αφού ψυγεία δεν υπήρχαν .
Το καρβέλι που μόλις βγήκε ζεστό από την γάστρα,και η αχνίζουσα μυρωδάτη σούπα του τραχανά, μας απορρόφησε όλους στο φαγητό και κανείς μας δεν είχε χρόνο και διάθεση για κουβέντα . Όλοι ρουφούσαμε λαίμαργα τις κουταλιές και έτσι δεν δόθηκε στον παππού η ευκαιρία να μας πει την αγαπημένη χιλιοειπωμένη φράση του :
- όταν τρώμε δεν μιλάμε και δεν κουτσομπολεύουμε ...
Τελειώνοντας το φαγητό , ο παππούς πήγε στο στάβλο με τα πρόβατα που θα περνούσε το βράδυ και η μάνα μου έπιασε τον αργαλειό όπου αυτό τον καιρό ύφαινε κουρελούδες. Οι υπόλοιποι καθίσαμε γύρω από το τζάκι και ο πατέρας μου έριξε ένα μεγάλο ξερό πουρναρίσιο κούτσουρο που γρήγορα άρπαξε και οι φλόγες του φώτισαν όλο το δωμάτιο. Έξω ο καιρός λυσσομανούσε, να βρέχει καρεκλοπόδαρα, οι κεραυνοί να πέφτουν απανωτά και οι αστραπές να σχίζουν το βαθύ σκοτάδι κάνοντας την νύχτα μέρα. Η γιαγιά άρχισε να μουρμουρίζει κάτι για καταστροφή του κόσμου και να εκλιπαρεί την Παναγία να μας λυπηθεί.
Μάλλον και ο πατέρας μου πρέπει να ανησύχησε και για το κρύψει άρχισε να φωνάζει στην μάνα να σταματήσει με τον αργαλειό γιατί αυτό το τάκα τούκα μας έσπασε τα νεύρα .
Άλλες ήσυχες βραδιές, η αλήθεια είναι, ότι ο ήχος από τον αργαλειό ήταν μελωδικός και μας νανούριζε αλλά απόψε με τους εκκωφαντικούς κρότους των κεραυνών έξω, η μελωδία του αργαλειού μετατράπηκε σε ενοχλητική παραφωνία .
Εγώ θα πάω να κοιμηθώ, λέει ο πατέρας μου, κοιμηθείτε και σεις. Αύριο θα έχουμε καλό καιρό , που θα πάει; θα ξεθυμάνει, πόσο θα ρίξει ακόμη ;
Μας καληνύχτισε και πήγε στο κρεβάτι του που ήταν στο διπλανό δωμάτιο .

ο Μόρνος κοντά στην Αιμονή στην συμβολή του με το Αβορόρεμα όταν ήταν ήρεμος




Δυο δωμάτια ήταν όλο το σπίτι, το μεγάλο, όπου είχαμε το τζάκι, είχε δυο μεγάλα κρεβάτια και χρησίμευε και για καθιστικό και για κουζίνα . Το ένα κρεβάτι προς την πλευρά των δυο παραθύρων κάποιες φορές το έβγαζε η μάνα μου και τοποθετούσε στην θέση του τον αργαλειό .
Το άλλο δωμάτιο το ανατολικό, που ήταν πολύ μικρότερο το διαχώριζε ένας ξύλινος τοίχος με μια μικρή πόρτα. Αυτό το δωμάτιο ήταν η κρεβατοκάμαρα των γονιών, υπήρχε ένα τραπέζι και μια καρέκλα κοντά στο μοναδικό παράθυρο με ένα μεγάλο ραδιόφωνο με λυχνίες, μάρκας philips με μια μεγάλη ξηρή μπαταρία.
Στον τοίχο πάνω από το τραπέζι υπήρχε ένας καθρέπτης, ο κλασικός της εποχής με την επιγραφή «καλημέρα» στην βάση του.
Ένα μεγάλο μπαούλο ήταν δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι σε ένα μικρό κοίλωμα με τα κλινοσκεπάσματα,τα χοντρά  ρούχα και τα στρωσίδια τακτοποιημένα με πολύ φροντίδα μέχρι το ύψος του ταβανιού, σαν γιούκο τον ξέραμε όλο αυτό τον μπόγο .
Στον γιούκο έκρυβε η μάνα κανένα  γλυκό  του κουταλιού από σταφύλι ή κυδώνι με την ψευδαίσθηση ότι δεν θα το βρίσκαμε...
Σε μια γωνιά του ταβανιού υπήρχε ένα ξύλινο πορτάκι, καταρράκτη το λέγαμε. που μπορούσαμε με την βοήθεια μιας σκάλας να σκαρφαλώσουμε και να μπούμε στον κενό χώρο που άφηνε η σκεπή με το ταβάνι.
Εδώ έβαζαν πράγματα που δεν πολύχρησιμοποιούσαμε ή αντικείμενα που δεν ήθελαν να είναι προσιτά στα παιδιά, όπως τα κυνηγητικά όπλα.
Στο μεγάλο δωμάτιο υπήρχε σε μια άκρη του πατώματος κοντά στο τζάκι ένα παρόμοιο πορτάκι που το λέγαμε καταπακτή, που μπορούσες εύκολα να κατέβεις στην αποθήκη του ισογείου όπου υπήρχαν τα αμπάρια με τα γεννήματα ,τα βαρέλια με το κρασί και το τυρί, τα λαγήνια με το σύγκλινο,τα καλάθια με τις τροφές και όλα τα αγροτικά εφόδια στοιβαγμένα με τάξη.
Δεν πέρασε πολύ ώρα από την στιγμή που ο πατέρα πήγε για ύπνο που η γιαγιά μας φώναξε να κοιμηθούμε και ‘μεις τα παιδιά . Το φαρδύ κρεβάτι από ξύλα πλάτανου μας χωρούσε άνετα και τους τέσσερις .
Για να ζεσταινόμαστε καλύτερα εφαρμόζαμε το σύστημα του φακέλου, δηλαδή διπλώναμε καλά την φαρδιά κουβέρτα στα δυο άκρα και στο κάτω μέρος, που ήσαν τα πόδια μας και έτσι δεν υπήρχε ο κίνδυνος να ξεσκεπαστούμε κατά την διάρκεια του ύπνου. Προνομιακές θέσεις ήσαν οι ακραίες γιατί μπορούσες εύκολα να σηκωθείς γιαυτό υπήρχε πάντα ένας μικρό καυγάς για αυτές .
Βέβαια η μια θέση , η εξωτερική ανήκε δικαιωματικά στην γιαγιά που μας προστάτευε μην πέσουμε από το κρεββάτι και έμενε μόνο αυτή που ακουμπούσε στον τοίχο για τον σχετικό καυγά .
Κοιμηθήκαμε και ‘μεις και έμενε μόνο η μάνα να συνεχίζει την ύφανση των κουρελούδων στον αργαλειό .
Δεν πρέπει να έχει περάσει πολύ ώρα όταν ξυπνήσαμε όλοι από τι φωνές του παππού,που με ένα φανάρι λαδιού αναμμένο όρμησε στο δωμάτιο φωνάζοντας
-σηκωθείτε , θα πνιγούμε το ποτάμι έχει ξεχειλίσει και τα νερά του φθάνουν μέχρι το αλώνι.
Πεταχτήκαμε όλοι επάνω και βγήκαμε στο μπαλκόνι . Η βροχή είχε κοπάσει και τα σύννεφα είχαν αραιώσει και έβλεπες που και που κάποια αστέρια αλλά η βουή του νερού ήταν τέτοια που τρόμαζες στο άκουσμα της .
Είμασταν συνηθισμένοι με την βουή του ποταμού αλλά αυτό που ακούγαμε τώρα ήταν κάτι πρωτόγνωρο .
Ένας αλλόκοτος απειλητικός θόρυβος που ένιωθες την ορμή του νερού συνοδευόμενος από τριγμούς λες και έσερνε κάποιος αλυσίδες ανάκατα με πέτρες και ξύλα. Τρομάξαμε ,εμείς τα παιδιά βάλαμε τα κλάματα και η γιαγιά με την μάνα μου άρχιζαν να ουρλιάζουν αλλόφρονες και να ζητούν έλεος από την Παναγία. Ο πατέρας μου μάλλον ήταν ο πιο ψύχραιμος και άρχισε να φωνάζει να σταματήσουμε τα κλάματα και τις υστερικές κραυγές γιατί δεν κινδυνεύαμε, αρπάζει από το παππού το φανάρι κατεβαίνει τα σκαλιά και πλησιάζει το αλώνι .
-Το νερό από το ποτάμι δεν μπορεί να ανεβεί εδώ , τα νερά στο αλώνι είναι από το μικρό ρυάκι και το αυλάκι που ήταν δίπλα στο σπίτι . Το ποτάμι, μας φωνάζει, έχει πηδήξει στα χωράφια που είναι στα τριακόσια μέτρα από εδώ στη θέση Καρασόνια .
-Μην φοβόσαστε είμαστε πολύ ψηλά .
-Μα ακούγεται δίπλα μας, τον διέκοψε η μάνα μου .
-Είναι νύχτα και ξεγελιέσαι Ευθυμία της απαντά
Συμφώνησε και ο παππούς με τα λεγόμενα του πατέρα και έτσι αισθανθήκαμε και ‘μεις καλύτερα , μπήκαμε μέσα στο σπίτι και η γιαγιά έβαλε ξύλα στο τζάκι και καθίσαμε όλοι αμίλητοι δίπλα στην φωτιά .
-Πρέπει να είναι πολύ μεγάλη η ζημιά διέκοψε την σιωπή ο παππούς , πολλά χωράφια θα έχουν γίνει ξεριάς . Κοντεύω τα75  και τέτοια καταστροφή δεν θυμάμαι, να έλθει ο Κόκκινος και ο Μόρνος στα Καρασόνια ... δεν μπορούσα να το φανταστώ ...
-Άστο θα το δούμε αύριο που θα ξημερώσει .. απαντά ο πατέρας μου.
Η μέρα που ξημέρωσε ήταν μια άλλη μέρα . Ουρανός κατακάθαρος και τα νερά γύρω από το σπίτι είχαν αποτραβηχτεί . Η άγρια όμως βουή του ποταμιού ακουγόταν ακόμη και τα κατακόκκινα νερά φαινόντουσαν να καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος του κάμπου που εκτεινόταν σε μια απόσταση περίπου πεντακόσια μέτρα μπροστά από το σπίτι μας. Όσο περνούσε η ημέρα αποκαλυπτόταν η μεγάλη καταστροφή που είχε γίνει στα χωράφια που ήσαν κάτω από το αρδευτικό αυλάκι και προς την πλευρά του ποταμιού. Το πρόβλημα δεν ήταν τα νερά αλλά τα φερτά υλικά, κυρίως ποταμολίθια , που είχαν σκεπάσει το γόνιμο χώμα των χωραφιών και είχαν αχρηστεύσει παντελώς τους αγρούς.
Μετά το μεσημέρι κάποιοι ιδιοκτήτες των πλημμυρισμένων χωραφιών ήλθαν από το χωριό για να δουν τις ζημιές , δύσκολες ώρες για τους φτωχούς αγρότες , για μερικούς μάλιστα ήταν και η μοναδική αγροτική έκταση που είχαν και που με αυτή ζούσαν τις πολυμελείς οικογένειες τους. Ο θρήνος σιγά σιγά απλώθηκε σε όλους τους κατοίκους της κοιλάδας .
 Τους πρώτους ανθρώπους που είδαμε μετά από σχεδόν δέκα μέρες ήταν η αδελφή του παππού μου η Ρήνα με τον γιό της τον Γιώργο και την γυναίκα του την Έλλη.
Όλοι έκλαιγαν για το κακό που τους συνέβη, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι τα τρία στρέμματα εύφορο χωράφι που είχαν αγοράσει ακριβώς πριν τέσσερις μήνες δεν υπήρχε. Ο Κόκκινος μαζί με τον Μόρνο το είχαν μετατρέψει σε μια άγονη πλέον έκταση γεμάτη ποταμολίθια, είχε γίνει ένας ξεριάς ..
-ξέρεις τι είναι να έχεις πάρει δανεικά, να χρωστάς και να μην υπάρχει αυτό που αγόρασες; μονολογούσε με δάκρυα στα μάτια ο μπάρμπα Γιώργος ο Κρανιάς..
Αργά το απόγευμα ήλθαν στο σπίτι μας ο παππούς ο Νικολός και η γιαγιά, από την πλευρά της μάνας μου, σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση . Τα μοναδικά τους κτήματα που ήσαν κοντά στην συμβολή του Μόρνου με τον Κόκκινο είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά . Η γιαγιά έκλαιγε γοερά και η αδελφή μου, η μικρή τετράχρονη Μαρία, προσπαθούσε να την παρηγορήσει λέγοντας της :
-μην κλαις γιαγιά , μην στενοχωριέσαι , θα σου δίνουμε εμείς μπομπότα να τρως ....έχουμε εμείς χωράφια και θα σπέρνουμε καλαμπόκια και σιτάρια και θα σας δίνουμε ...

Νοέμβρης 2019
πόνημα δημιουργικής γραφής
Κωνσταντίνος Γ. Μπερτσιάς

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

 ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ ΦΥΣΚΟΣ
Στην περιοχή του Μαλανδρίνου στον Δήμο Δωρίδας σε απόσταση 10 km από το Λιδορίκι έχει εντοπιστεί ο αρχαίος Φύσκος, μία από τις αρχαιότερες Δωρικές πόλεις που αποτελούσε θρησκευτικό κέντρο των Εσπεριών Λοκρών κατά την διάρκεια το 4ου π.χ.  Το γεγονός αυτό επαληθεύεται από τις διάφορες ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν κατά το παρελθόν, από την πρώτη ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε από τον αρχαιολόγο  Lolling κατά την διάρκεια της οποίας εντοπίστηκαν τέσσερις απελευθερωτικές πράξεις μια από αυτές αναφέρεται με το όνομα << Φυσκεύς >> κι έπειτα ακολούθησαν κι επόμενες.  Στο νότιο τμήμα του χωριού σώζονται μικρά τμήματα της αρχαίας οχύρωσης κοντά στο νεκροταφείο του ενώ αλλά μέρη βρίσκονται ακόμα στο έδαφος, σύμφωνα με τον Lerat.

Πηγή κειμένου  :  Τμήμα Μηχανικών Η/Υ & Πληροφορικής Πανεπιστήμιο Πατρών/ΔΡΟΜΟΙ  ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ/ ΑΡΧΑΙΑΑ ΦΥΣΚΟΣ( Μαλανδρίνο ) /(http://arcadia.ceid.upatras.gr/pausanias/article.php?id=107)

Απόγευμα στο Καραούλι