Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

ΝΙΚΟΣ Γ ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Σ ΣΤΕΦΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

ΟΡΘΙΟΙ
ΚΑΤΙΝΑ Σ ΜΠΕΡΤΣΙΑ Θ ΚΑΡΑΔΗΜΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑ Γ ΜΠΕΡΤΣΙΑ 
1992
Θεμιστοκλής Κοράκης  
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ  στα έργα κατασκευής του δρόμου Λιδορικίου Ναυπάκτου

ΚΟΡΑΚΗΣ  ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

σχεδόν όλες οι πιο κάτω λέξεις μιλιόντουσαν και στην δική μας την περιοχή και όχι μόνο στην Ήπειρο που αναφέρει το κείμενο. 

Κ Μ



Πρόσφατα ασχοληθήκαμε στην τάξη με το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου: «Να 'σαι καλά, δάσκαλε», όπου ένας νεαρός φιλόλογος, σε κάποιο χωριό της ελληνικής υπαίθρου, κατάφερε να κάνει τους μαθητές του να νιώσουν περήφανοι για τη γλώσσα τους, τα τραγούδια τους, την παράδοση του τόπου τους και να μην τα θεωρούν όπως χαρακτηριστικά λέει ως «παλιατσαρίες». 
Ανάλογα αισθήματα μας διακατείχαν κι εμάς, όσους μεγαλώσαμε σε κάποιο ηπειρώτικο χωριό,  όταν ερχόμασταν αντιμέτωποι με το ιδίωμα των γονιών μας, των γεροντότερων, των πιο λαϊκών και αυθεντικών ανθρώπων του χωριού.
Ντρεπόμασταν, προσπαθούσαμε να το αποφύγουμε όπως «ο διάολος το λιβάνι» και επικρίναμε και τους δικούς μας, όταν μιλούσαν τη ντοπιολαλιά τους μπροστά σε ξένους, μορφωμένους.
Μεγαλώνοντας, σπουδάζοντας τη ζωή, μαθαίνεις να εκτιμάς περισσότερο το αυθεντικό, το ανεπιτήδευτο, το γνήσια λαϊκό κι αρχίζεις να αναζητάς τη ρίζα του.
Έτσι αυτό απενοχοποιείται, αποκτά αξία και σταδιακά κερδίζει το σεβασμό σου. Η έκπληξη γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν διαπιστώνεις ότι πολλές απ’ αυτές τις λέξεις, έλκουν κατευθείαν την καταγωγή τους από την αρχαία ελληνική διάλεκτο και αποτελούν ζωντανές αποδείξεις της συνέχειας της γλώσσας μας.
Σταχυολόγησα ορισμένες τέτοιες ηπειρώτικες λέξεις με αρχαιοελληνική προέλευση και τις μοιράζομαι μαζί σας.
·          Αγγειά = Αγγεία, οικοσκευή. Ομηρική λέξη «άγγος». 
      Ιλιάδα Β, 471και Οδύσσεια 286 α β, 
·          Αγκίδα = μυτερή σχίζα ξύλου. Από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό:«ακίς – ίδος».
·          Αγκούσα, (η) = Μεγάλο άγχος που συνοδεύεται με αναστεναγμό και μερικές φορές με κλάμα, το βάρος στο στήθος. (Κατά τον Γ. Χατζιδάκη η λέξη είναι αρχαία ελληνική και αποτελεί παραφθορά του τύπου ογκούσα, μετοχής του ρήματος ογκούμαι (= συσσωρεύομαι, εξογκώνομαι. Κατά άλλους προέρχεται από το λατινικό angustia (= τα στενά, η στενοχώρια, οι πύλες ).
·          Αγκωνή=η δεξιά και αριστερή πλευρά του τζακιού. Μεσαιωνική ελληνική αγκωνή < αγκών + γωνία (συμφυρμός). 
·    Ακουρμάζομαι και ακουρμαίνομαι= Ακούω με μεγάλη προσοχή, μερικές φορές βάζοντας το χέρι και στο αυτί. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κρομαι= ακούω με προσοχή κάποιον.
·          Απιθώνω=αφήνω κάτω. Από τη μεσαιωνική ελληνική αποθώνω που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό αποθέτω.
·          Αψυχάω=τσιγκουνεύομαι. Από το στερητικό α- και τη λέξη ψυχή
·          Γάστρα = μετάλλινος κινητός καμπύλος φούρνος. Παράγεται από την ομηρική λέξη «γάστρη» =το κοίλον του αγγείου). Οδύσσεια θ 437.
·          Γούπατο= γούπατο. Από συμφυρμό των ομηρικών λέξεων «γη» και «πάτος» (Ιλιάδα Ζ, 202, Ι, 1190).
·          Δοκήθηκα (το δοκήθηκα)=το αντιλήφθηκα, το κατάλαβα, το ένιωσα. Από το αρχαίο ρήμα δοκέω-ῶ=μου φαίνεται, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω.
·          Ζεύλα και ζεύγλα= το καμπύλο μέροςτου ζυγού μέσα από το οποίο περνά ο λαιμός  του ζώου. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ζεύγνυμι= βάζω κάτω από το ζυγό.
·          Θημωνιά = θημωνιά. Ομηρική λέξη «θημών – ωνος». Οδύσσεια ε, 368
·          Κοσσιά= κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων. Από το ρήμα «κόσσω»=κόβω.
·          Καλοπίχειρα=εύκολα (επίρρημα). Από το επίθετο καλός και το ρήμα επιχειρώ.
·          Λανάρι=Ξύλινο εργαλείο από μονοκόμματο επίπεδο ξύλο στη μια άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένα σιδερένια δόντια για το ξάσιμο το μαλλιού. Από τη Ομηρική λέξη «λήνος»=μαλλί
·          Λιμασμένος=κατεχόμενος από άγρια πείνα. Από την αρχαία λέξη λιμός=πείνα.
·          Λυσιά=ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από το ρήμα λύω=λύνω, ανοίγω
·          Μολόημα=περιστατικό που αξίζει να διηγηθεί. Από το ρήμα ομολογέω-ώ, ομολόγημα, μολόημα.
·          Μπούτα = ξύλινο δοχείο για το χτύπημα του γάλακτος. Από την αρχαία ελληνική λέξη «βύτις» ή «βύττις».
·          Μαστάρι=Εξέλιξη της αρχαίας λέξης μαστός.
·          Νήλα και νίλα= συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική λέξη «νηλής –ές» (Ιλιάδα, 632, Λ, 484, Π, 233) =ανηλεής, σκληρός.
·          Νίβομαι=πλένω το πρόσωπό μου, από το αρχαίο ρήμα νίπτω
·          Ξυθάλι = μασιά για τα κάρβουνα, εξάρτημα τζακιού για το σκάλισμα της θράκας. Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» =ξύνω και «αιθάλη» =στάχτη, καπνιά.
·          Ορμηνεύω=συμβουλεύω. Παραφθορά από το ρήμα ερμηνεύω.
·          Παραγκώμι=παρατσούκλι. Από την πρόθεση παρά και την αρχαία λέξη εγκώμιον.
·          Πάφλας= τενεκές. Από το ρήμα «παφλάζω» =κάνω κρότο. (Παφλασμός= ο ήχος από τα κύματα που σκάνε στην ακτή).Ο τενεκές, όπως είναι γνωστό, παράγει κρότο με την κάθε μετακίνησή του ή με κάθε χτύπημα.
·          Ποδένομαι=φοράω τα παπούτσια μου, από τη λέξη υπόδημα, μεταγενέστερο ρήμα υποδένομαι.
·          Ποριά= ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από τη λέξη πόρος=πέρασμα, άνοιγμα.
·          Πυρομάδα= πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347 και μ, 396).
·          Πυροστιά = πυροστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο εξάρτημα-βοήθημα, που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και «ιστίη»=εστία.
·          Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός. Οδύσσεια χ, 143.
·          Ρούσα= ξανθή. Από τη λέξη  «ρύσσιος», «ρούσιος» =κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος.
·          Στέρφο = άγονο(από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η λέξη «στέριφος»).
·          Στουρνάρι = στουρνάρι, αχμηρό σκληρό πέτρωμα. Παράγεται από το ρήμα «στόρνυμι» ή «στορέννυμι» (μεσαιωνική λέξη «στόρνυμαι» =εξομαλύνω). Από το ρήμα αυτό παράγεται και το «στορύνη» (=χειρουργικό εργαλείο με οξεία αιχμή) και η λέξη «στορεύς –έως» (= παραγωγή πυρός με την τριβή).
·          Στρέω=συμφωνώ, αποδέχομαι κάτι που με συμφέρει.(Συνήθης έκφραση:"δε με στρέει"= δε με συμφέρει, δε συμφωνώ) Από το αρχαίο ρήμα στέργω.
·          Τάλαρος = μεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο για κρασί. Από την ομηρική λέξη «τάλαρος»: «πλεκτοίς εν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν =σε πλεκτά καλάθια καρπούς γλυκούς», Ιλιάδα, 568, «πλεκτοίς εν ταλάροισι αμησάμενοι κατέθηκεν = σε πλεκτά τυροβόλια έβαλε», Οδύσσεια ι, 247.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Και στα δικά μας τα μέρη υπήρχαν Χάνια με γνωστότερα 

Το χάνι του Καραπιστόλη στη θέση ΧΑΝΙΑ κοντά στις όχθες του ποταμιού Κόκκινου ακριβώς απέναντι από το εξωκκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος .
Το χάνι του Κωνστανελου στο Στενό και λίγο πιο πέρα στον οικισμό Χάνια το χάνι του Κτσάκου.
Νεότερο χάνι ήταν του Γκέκα στην γέφυρα του Κόκκινου .

Τα χάνια και ο αγωγιάτης


Τα χάνια & ο αγωγιάτης
(του Ζάχου Ξηροτύρη)


Ποιος από τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας ξέρει ή θα πι­στέψει τί ήταν τα χάνια; Ακούν καμιά φορά χάνια και χάνει ο νους τους, θέλουν διερμηνέα να τους εξηγήσει τί ήταν αυτά τα χάνια.
Ήταν απομονωμένα. κατοικητήρια, κάτι μακρόστενα κτίρια που ξεφύτρωναν στα σταυροδρόμια και στις πιο ειδυλλιακές τοποθεσίες με μαγικές της φύσης ομορφιές, έργα μαστόρων τεχνιτών, που η δόμη­ση τους γινόταν με μεράκι. Ήταν τα λεγόμενα Πανδοχεία, που δια­νυκτέρευαν περαστικοί κι αλαργινοί και ολόκληρα καραβάνια, σαν αυτά του Ρόβο. Ειδυλλιακές οι τοποθεσίες των χανιών στην ύπαιθρο, τόσο που όλοι ζήλευαν τη ζωή του χατζή. «Ήθελα, να ‘μουνα χατζής να κάθομαι στη στράτα, και να νταραβερίζομαι τον κόσμο π' αραδιά­ζει».
Και δεν ήταν χάνια μόνο στην ερημιά, γιατί ερημιά ήταν όλος ο τόπος, αφού δρόμοι και συγκοινωνία δεν υπήρχε τότε, αλλά και στις πόλεις και τις κωμοπόλεις, γιατί εκεί θα πήγαιναν οι χωρικοί όλοι με τα ζώα τους, για τις υποθέσεις τους, να ψωνίσουν ή να πουλήσουν προϊόντα κι έπρεπε να στεγασθούν και τα ζώα τους να ξεκουραστούν και να τροφισθούν, για να πάρουν το δρόμο της επιστροφής την ίδια ή την άλλη μέρα  βαρυφορτωμένοι.
Σήμερα, αυτά τα χάνια ρήμαξαν κι έμεινε η λέξη χάνια μόνο, που άλλοτε καραβάνια από αλογομούλαρα διακινούνταν και εξυπηρε­τούσαν τον άνθρωπο. Μ ένα λόγο, τα χάνια ήταν τα λιμάνια της ξηράς. Δεν ήξεραν οι παλιοί τι θα πει ρόδα, όλη η συγκοινωνία και διακόμιση γινόταν με ζώα. Σήμερα έχασαν τα χάνια και την αξία τους και τη μορφή τους, άλλα ερειπώθηκαν και άλλα έγιναν ξενοδο­χεία  ή εξοχικά κέντρα  ή πολυκατοικίες.

  Ήταν τα χάνια τότε ξενοδοχεία ύπνου και φαγητού για τους αν­θρώπους και σταύλους για τα ζώα, γι’ αυτό πήραν και τ' όνομα παν­δοχείο.
Τα ζώα τότε —και ήταν αναρίθμητα, γιατί κανένας χωρικός δεν ήταν χωρίς ζώο— ήταν η κούρσα, το φορτηγό, το λεωφορείο του σήμερα, για να μεταφέρουν ανθρώπους και όλα τα απαραίτητα..
Για τη δουλειά αυτή υπήρχε και ιδιαίτερο επάγγελμα, ο αγωγιά­της, ο συνοδός των ζώων, που διήνυε μιας και δυο ημερών διαδρομή ώσπου να φθάσουν στον προορισμό τους οι μισθωτές των ζώων. Το επάγγελμα αυτό του αγωγιάτη, που τόσες θετικές υπηρεσίες προσέ­φερε, είναι πανάρχαιο,  όπως μας λέει ο μύθος «περί όνου σκιάς».
Τα Άβδηρα, μέσα στους μύθους και την παράδοση και τους τό­σους Αβδηρητισμούς, παρέδωσαν στην αιωνιότητα, και τη δίκη περί όνου σκιάς, κάτι που σήμερα το μεταχειριζόμαστε κάθε λίγο για ασή­μαντα πράγματα.
Να όμως, που η ασήμαντη! σκιά του όνου κάποτε έγινε τόσο ση­μαντική, που έφερε διαπληκτισμούς μεταξύ αγωγιάτη και επιστάτη και δικαστικούς αγώνες που συγκλόνισαν τα Άβδηρα. Και να, πώς έ­γινε, όπως μας λέει ο Γερμανός Βίλατ, μυθιστοριογράφος, στο μυθι­στόρημα του «Η  των  Αβδηριτών   ιστορία»:
Ένας οδοντογιατρός ονόματι Στρουθίων, ήθελε να πάει από τα Άβδηρα σ' ένα γειτονικό χωριό όπου γινόταν παζάρι. Ιούλιος μή­νας, που ο ήλιος έψηνε το καρβέλι, ζέστη αφόρητη, δεντράκι να ισκιώ­σουν για λίγο δεν υπήρχε. Άξαφνα, του γιατρού του ήρθε μια σοφή ιδέα, να εκμεταλλευθεί τη σκιά του γαϊδάρου. Σταματάει το γάιδαρο, κατεβαίνει και τρυπώνει κάτω από την κοιλιά του γαϊδάρου που έ­κανε σκιά. Ο αγωγιάτης όμως ήθελε τη σκιά για τον εαυτό του και η φιλονικία δεν άργησε, ο καθένας διεκδικούσε τη σκιά, ο γιατρός σαν μισθωτής και ο αγωγιάτης σαν ιδιοκτήτης. Ο ένας έλεγε ότι είχε μισθώσει το γάιδαρο και του ανήκει η σκιά, ο άλλος ότι δεν του μί­σθωσε τη σκιά, αλλά το γάιδαρο μόνο. Ευτυχώς επικράτησε νηφαλιότερη σκέψη, γύρισαν πίσω στα Άβδηρα και κατέφυγαν στην κρίση της δικαιοσύνης. Εις μάτην δικαστές και δικηγόροι προσπαθούσαν να εύρουν λύση και όλοι οι Αβδηρίτες τότε, προ του αδιεξόδου, πρότει­ναν να τεθεί το θέμα προς κρίση στη Βουλή και  τη Γερουσία.
Λύση όμως δε βρέθηκε και τότε οι Αβδηρίτες βρήκαν τη δική τους πρακτικότερη: Διαμέλισαν το ατυχές ζώο, γιατί το θεώρησαν σαν αιτία κακού, αποζημίωσαν όλοι οι Αβδηρίτες τον ιδιοκτήτη και ξαναβρήκαν τη γαλήνη τους.
Το επάγγελμα του αγωγιάτη είναι ένα ιδιόρρυθμο επάγγελμα, μα άκρως εξυπηρετικό. Δουλειά του είναι η μεταφορά, με ζώα, ανθρώπων και παντοειδών πραγμάτων και εμπορευμάτων, για τη διακίνηση ό­μως όλων αυτών υπάρχει ιδιαίτερο δίκαιο, το δίκαιο των μεταφορών. Ο αγωγιάτης αναλαμβάνει  τον  κίνδυνο της μεταφοράς, ο δε  εντολέας του θα τον αποζημιώσει για την ημεραργία του, αν το εμπόρευμα δεν είναι έτοιμο να του παραδοθεί συμφωνά με την εντολή που του έ­δωκε. Με την εντολή που θα λάβει υπογράφεται συμβόλαιο άτυπο μεν, αλλά ισχυρό. Μόνο μια περίπτωση απαλλάσσει τον μεταφορέα αγωγιάτη, αν το ζώο του αρρωστήσει ή ψοφήσει. Τότε απαλλάσσεται γιατί αυτός έπαθε τη μεγάλη ζημιά και διότι δεν είναι υπαίτιος.
Ο αγωγιάτης ξέρει καλά τους δρόμους και τα μονοπάτια για να συντομεύει το δρόμο και να σε βγάλει πάλι στον κύριο δρόμο, να συ­νεχίσεις το δρομολόγιο σου. Πολλές φορές οι αγωγιάτες είναι ανα­γκασμένοι να περάσουν και μικροπόταμα και κατεβασμένα ρέματα. Τό­τε μπαίνουν μέσα και κρατώντας από τα χαλινάρια το ζώο, το τραβάνε δυνατά και με φωνές το προτρέπουν και το ενθαρρύνουν. Ο επιβάτης το μόνο που έχει να κάνει, είναι να κλείσει τα μάτια του, κατά προ­τροπή του αγωγιάτη, να μη βλέπει και ζαλιστεί. Άλλοτε πάλι πιά­νεται από  την ουρά του αλόγου και βγαίνει στην αντίπερα όχθη.
Αν ο δρόμος είναι μακρινός και δεν τους παίρνει η ώρα, θα μεί­νουν σε κάποιο χάνι, που θα βρουν πάντα ανοικτό, θα μείνουν, θα φάνε την περιβόητη φασολάδα ή καμιά γίδα βραστή, θα πιουν το κρασάκι τους, θα κοιμηθούν και θα συνεχίσουν την άλλη μέρα. Όσο για το μενού, δεν πολυσκοτίζονταν, «καλαμπαλίκι έπεσε, νερό στη φα­σολάδα». Αν έρχονταν πολλοί πελάτες, έριχναν νερό στη φασολάδα και χόρταιναν πεντακισχίλιοι. Μια έννοια είχαν, να ‘χει ξιδόκρασο, για καλό κρασί δεν γινόταν λόγος, «να πίνουν οι διαβάτες και να μην πολυπροσέχουν το ζύγι στο τριφύλλι».
Άπληστος ο χατζής σαν το μυλωνά, άλλωστε πόσους απ' αυτούς τους περαστικούς θα ξανάβλεπε; Κι αν ξαναπερνούσε κανένας ύστε­ρα από ένα χρόνο και τον θυμούνταν, του ‘λεγε εκείνο που έμεινε πα­ροιμιώδες για τους χατζήδες και τους μπακάληδες: «Φίλοι, με το συμπάθιο, πέρσι που ξαναπέρασες, ξέχασες να πληρώσεις στη βία σου μι­σή οκά κρασί». Κι εκείνος, αμφιβάλλοντας, το πλήρωνε, χωρίς βέ­βαια να το χρωστάει.
Και δεν ήταν τα χάνια μόνο λιμάνια της ξηράς για τους διακινούμενους, αλλά και πρακτορεία ειδήσεων και ο αγωγιάτης ταχυδρό­μος και διαλαλητής των νέων που μάθαινε. Και θα μάθει πολλά ο α­γωγιάτης, γιατί είναι ο μόνος πολυταξιδεμένος από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη, άλλωστε συχνά μεταφέρει πρωτευουσιάνους και επίσημα πρόσωπα, που κάτι θα  ξέρουν από την πόλη ή την πρωτεύουσα.
Σήμερα χάθηκαν τα χάνια, έλειψαν οι αγωγιάτες, μαράζωσε και αυτό το επάγγελμα, το τόσο εξυπηρετικό άλλοτε. Τα χάνια τα κα­τάπιε ο οικοδομικός οργασμός και η βιομηχανία με το μεγάλο στόμα και τους  αγωγιάτες  τους κατήργησε η ρόδα..

Πηγή: Ζάχος Ξηροτύρης, «Ήθη Έθιμα & Δοξασίες του λαού μας»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Χαιρετισμός αναχωρησάντων ...
Ο συγχωριανός μας Γεωργιος Καραμπέτσος του Χαράλαμπους ( Τσαλδάρης ) και της ευθυμίας που ζούσε στην Αθήνα , εργολάβος στο επάγγελμα , έφυγε από αυτό τον κόσμο ....
Η κηδεία έγινε το περασμένο Σάββατο στο νεκροταφείο της Βουλας .

Καλό ταξίδι και θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του .