Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

 Το σπίτι του Χαράλαμπου, του Θανάση, του Κώστα και της Βασιλικής Στέφου.. όλα αδέρφια και ο τόπος ο Κόκκινος Δωρίδας. Ζωγραφισμένο από τον Χαράλαμπο Στέφο το 1966.




Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

 

Το κλαδόπλεκτο μαντρί για μάντρωμα και άρμεγμα του κοπαδιού, κάτω απ’ τις βελανιδιές και το δισάκι του βοσκού στα κλαδιά του δένδρου.  «Η διάρθρωση του χώρου, το ορεινό της περιοχής, με τις ψηλές κορφές, τα μικροχώραφα και τις λιγοστές πεδιάδες κοντά στο Μόρνο, δεν επέτρεπαν εκτεταμένες καλλιέργειες.  Έτσι οι κάτοικοι επιδίδονταν στην περιορισμένη καλλιέργεια σιταριού, καλαμποκιού και διαφόρων κηπευτικών, λιγοστών αμπελιών, που απέδιδαν ωστόσο ωραίο κρασί και την κτηνοτροφία.  Ουσιαστικά η κτηνοτροφία κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος της τοπικής παραγωγής, που τα προϊόντα της, όσα περίσσευαν από την τοπική εγχώρια κατανάλωση, διοχετεύονταν και σε κοντινές μικροπολιτείες και κυρίως στο Γαλαξίδι, το Αίγιο και την Άμφισσα.  Στα Σάλωνα μεταφέρονταν τα τομάρια των γιδοπροβάτων που σφάζονταν, για επεξεργασία στα γνωστά βυρσοδεψεία που λειτουργούσαν εκεί»  (Σταμέλου Δημήτρη1986:36)

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Κάλλιο: Το χωριό φάντασμα που αναπαύεται στην υδάτινη αγκαλιά του Μόρνου

 

Κάλλιο: Το χωριό φάντασμα που αναπαύεται στην υδάτινη αγκαλιά του Μόρνου

Σήμερα, 40 ολόκληρα χρόνια μετά, το χωριό αναδύεται για ακόμα μια φορά μέσα από την υδάτινη κρυψώνα του
.
.

Πολλές φορές, ατενίζοντας από ψηλά μια λίμνη, μαγεύεσαι με την ομορφιά και το καθαρό της χρώμα που λαμπυρίζει κάτω από το φως του ήλιου. Όταν μάλιστα περιβάλλεται από πυκνή βλάστηση με ψηλά καταπράσινα δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια, τότε μπορεί να συγκριθεί άνετα με πίνακα ζωγραφικής και να μείνει χαραγμένη βαθιά μέσα στο μυαλό και την καρδιά σου.

Τι γίνεται όμως όταν αυτή η λίμνη είναι τεχνητή;

Τι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος έχει συνεισφέρει ώστε να γίνει αυτή που είναι;

Κανένας δεν μπαίνει στην διαδικασία να σκεφτεί τι έχει καλύψει αυτή η λίμνη και πόσο βαθιά είναι κρυμμένα τα μυστικά που έχει παρασύρει στα δροσερά νερά της. Το μόνο σίγουρο σε αυτή την περίπτωση, είναι πως ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα και έχει διαφοροποιήσει τον χάρτη προς όφελός του… Και τα μυστικά θα μείνουν για πάντα κρυμμένα σε μια νέα υγρή πραγματικότητα…

Κι όμως…

Υπάρχουν χρονιές που η ανομβρία είναι το ουσιαστικό που τις χαρακτηρίζει και τα πάντα ξεραίνονται. Η γη τότε διψά, τα ποτάμια χάνουν την ορμητικότητα τους και οι λίμνες σιγά – σιγά τείνουν να εξατμιστούν. Και τότε, όταν πρόκειται για τεχνάσματα των ανθρώπων, τα θαμμένα μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια και μαρτυρούν τις δικές τους αλήθειες, που όσο πικρές και αν είναι, δεν παύει να είναι αληθινές.

Φωκίδα, έτος 1969: Ξεκινούν οι εργασίες για την κατασκευή ενός φράγματος με σκοπό την υδροδότηση της Αθήνας που τα χρόνια εκείνα, με την αστυφιλία να είναι πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός, άρχισε να παρουσιάζει τα πρώτα έντονα προβλήματα. Το φράγμα, ύψους 125 μέτρων, όταν πλέον θα έχει ολοκληρωθεί, θα έχει δημιουργήσει την τεχνητή λίμνη του Μόρνου και θα έχει καλύψει την πεδιάδα που βρίσκεται βορειοδυτικά του Λιδωρικίου και περιβάλλεται από τα Βαρδούσια όρη και την Γκιώνα.

Και εάν τα γεφύρια των ποταμών που ρέουν στην πεδιάδα δεν αποτελούν ιδιαίτερο πρόβλημα, υπάρχει ένα πετρόχτιστο χωριό, το Κάλλιο, που με τους υπολογισμούς όλων θα χαθεί για πάντα κάτω από το νερό της λίμνης. Και μαζί του θα χαθεί και μια ιστορία πολλών χιλιάδων χρόνων…

Η αρχαία Καλλίπολις, το ανατολικότερο μέρος της αιτωλικής φυλής των Οφιονέων κατά τον Θουκυδίδη αλλά και από μαρτυρίες του Παυσανία, όπου το 1915 μετονομάστηκε από το Σλάβικο όνομα Βελούχοβο που είχε την εποχή εκείνη, σε Κάλλιο, πλησιάζει στην οριστική του πλέον εξαφάνιση από τον χάρτη της Ελλάδας. Και είναι πραγματικά κρίμα, ένα χωριό που κατά το παρελθόν ανοικοδομήθηκε εκ νέου δύο ακόμα φορές, να χαθεί οριστικά. Η ιδιαίτερα στρατηγική του θέση οδήγησε σε ολοκληρωτική καταστροφή κατά την επέλαση των Γαλατών το 279 π.Χ. , ενώ εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 167 π.Χ. καταστρέφεται και πάλι, από πυρκαγιά αυτή τη φορά που ενδεχομένως οφειλόταν σε εμπρησμό.

/
/

Στα λίγα χρόνια που του απομένουν λοιπόν, οι κάτοικοι του χωριού σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού και τον καθηγητή Π. Θέμελη, αποκαλύπτουν δημόσια κτίσματα, νεκροταφεία, τα ιερά της Δήμητρας και της Κόρης, το θέατρο, την αγορά, τον οχυρωματικό περίβολο αλλά και διάφορους άλλους θησαυρούς της περίφημης «Οικίας του αρχείου», που σώζονται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Λιδωρικίου και Αμφίσσης και που για πολλά χρόνια έμεναν θαμμένοι κάτω από το χώμα, μαρτυρώντας την πολύ σπουδαία ιστορίας τους ανά τους αιώνες. Όμως είναι γραπτό τους να χαθούν και πάλι από το οπτικό μας πεδίο μιας και η κατασκευή του φράγματος έχει πια ολοκληρωθεί.

Φωκίδα, έτος 1979: Η ολοκλήρωση του φράγματος είναι πλέον γεγονός.

Στα δύο επόμενα χρόνια, η πεδιάδα γεμίζει με νερό και τα πέτρινα σπίτια του Καλλίου, φωλιάζουν για πάντα στην υδάτινη κρυψώνα τουςΟι κάτοικοι στεναχωρημένοι, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αφήνοντας τις περιουσίες του με δάκρυα στα μάτια, τη στιγμή που το νερό φτάνει κυριολεκτικά στις αυλές των σπιτιών τους, ενώ σπαρακτικές είναι οι κραυγές ορισμένων που βλέπουν τον τόπο τους να βυθίζεται στην αδηφάγα λίμνη. Οι περισσότεροι μένουν εκεί μέχρι που να χαθεί και η τελευταία καμινάδα και μεταφέρουν τις εικόνες από την εκκλησία του χωριού τους σε πιο ασφαλές μέρος. Αποζημιωμένοι από το κράτος, χτίζουν το νέο Κάλλιο σε ψηλότερο σημείο, ενώ πολλοί από αυτούς εγκαθίστανται στο Λιδωρίκι, την Αθήνα και τις γύρω περιοχές.

Η τεχνητή λίμνη του Μόρνου, με χωρητικότητα 800 εκατ. κυβικά μέτρα νερού, μέσω του υδραγωγείου της, ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης μήκους 192 χιλιομέτρων, υδροδοτεί ολόκληρο το λεκανοπέδιο αλλά και χωριά της Βοιωτίας.

Όμως έρχονται στιγμές που τα «πλάσματα» του νερού αναζητούν λίγη από τη ζεστασιά του ήλιου καθώς και την ηρεμία που τους προσέφερε η φύση που κάποτε ανέπνεαν. Έτσι σε περιόδους μεγάλης λειψυδρίας, όπως αυτή του 1993 και του 2007, που η στάθμη της λίμνης κατεβαίνει, το χωριό αναδύεται μέσα από τα νερά της σαν ένα φάντασμα του παρελθόντος, μα με την άνοδο της στάθμης της, χάνεται και πάλι στην υγρή αγκαλιά της λίμνης.

.
.

Σήμερα, 40 ολόκληρα χρόνια μετά, το χωριό αναδύεται για ακόμα μια φορά μέσα από την υδάτινη κρυψώνα του,θέλοντας να μας θυμίσει την παρουσία του, και σε κατάσταση μερικής «αποσύνθεσης»,μαρτυρά σε όλους μας τον αγώνα που δίνει σε καθημερινή βάση με το υγρό στοιχείο που το περιβάλλει και που του χαρίζει ένα άλλο είδος ζωής…

Συγκλονιστική και γεμάτη πόνο η φράση κατοίκου του αλλοτινού Καλλίου, σε ταινία μικρού μήκους που διεκδικεί μάλιστα το πρώτο βραβείο σε φεστιβάλ του εξωτερικού…

«Όποιος έρχεται το τέλος του και θα πάει στον άλλο κόσμο, θα πάει εκεί... Ξαναμαζεύεται το χωριό…»


Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

 Απόσπασμα .......Η στρατηγική τοποθεσία στη σύνοδο των τριών ποταμών Μόρνου, Κόκκινου, Μπελεσίτσας στη θέση Στενό, η οποία επιλέχθηκε από τους Καλλιείς για την ίδρυση της πρωταρχικής κώμης τους, όχι μόνο αποτελούσε το επίκεντρο των βασικότερων οδικών δικτύων της όλης ορεινής περιοχής της ανατολικής Αιτωλίας, αλλά παρείχε και τη δυνατότητα αγροτοκτηνοτροφικής εκμετάλλευσης της διευρυμένης λεκάνης που δημιουργούσε η σύνοδος των ποταμών. Συγκεκριμένα, στη θέση Στενό ελάμβανε τέλος το Μέγα-Ποτάμι, δηλαδή ο άνω ρους του αρχαίου Δάφνου και από εκεί ως τις εκβολές του το ποτάμι ονομάζεται πλέον Μόρνος. Λίγο πριν από το Στενό συμβάλλει στο Μέγα-Ποτάμι, ερχόμενος από τα νοτιοανατολικά του, ο παραπόταμος Μπελεσίτσα (πριν Λιδωρικιώτικο Ρέμα) δημιουργώντας σημαντική διεύρυνση της κοίτης του πρώτου. Ακολούθως το Μέγα- Ποτάμι περνάει από "στενό" μήκους περίπου 700 μ., στο τέλος του οποίου έρχεται να συμβάλλει, ερχόμενος από τα ΒΔ., ένας άλλος παραπόταμος, ο Κόκκινος. Από εκεί και κάτω ο Μόρνος παίρνει πορεία προς ΔΝΔ. Στην ουσία πρόκειται για συμβολή κοιλάδων-διόδων που συγκλίνουν προς τον λόφο της οχυρωμένης πόλης κοντά στο χωριό Κάλλιον (Βελούχοβο). Μάλιστα, στο σημείο της συμβολής, δηλαδή στη θέση Στενό, η δίοδος γίνεται τόσο στενή, ώστε ένα πέτρινο γεφύρι που υπήρχε εκεί  έζευε τον λόφο στη ΒΔ. πλευρά με την απέναντι όχθη επιτρέποντας την μόνη δυνατή επικοινωνία προς το εσωτερικό της Αιτωλίας  και προς τη Ναύπακτο. Η θέση συνεπώς είναι και στρατηγική, καθώς δεσπόζει σε τρεις κοιλάδες. Του Μόρνου, της Μπελεσίτσας και του Κόκκινου. Από την άλλη, η ανάπτυξη εδώ ενός αστικού κέντρου των Καλλιέων, δηλαδή της Καλλιπόλεως, προϋποθέτει την ύπαρξη πολύ ευρύτερου ζωτικού χώρου, γεγονός που υποδηλώνει παράλληλα ότι τη χώρα των Καλλιέων πρέπει να την αποτελούσε μία ακόμα πιο ευρύτερη περιοχή, η οποία συμπεριελάμβανε -πλην της λεκάνης στη σύνοδο των τριών ποταμών- ολόκληρη την κοιλάδα του Κόκκινου καθώς και το τελευταίο τμήμα του Μέγα-Ποτάμι ανάμεσα στο Στενό στα νότια και τον τετράγωνο, πιθανώς Κλασσικής/Ελληνιστικής περιόδου, πύργο στη θέση Υπαπαντή στα βόρεια. Παραμένει μόνο αναπάντητο το ερώτημα αν οι διασπαρμένες σ' αυτήν την διευρυμμένη επικράτεια κώμες των Καλλιέων διατηρούσαν η κάθε μία και ιδιαίτερο εθνικό, διότι ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει ρητά υποδιαιρέσεις των Καλλιέων. 

Η χώρα της πρωταρχικής κώμης των Καλλιέων η οποία εξελίχτηκε σε αστικό κέντρο, την Καλλίπολιν, εκτεινόταν και στις δύο πλευρές εκείνου του τμήματος της κοιλάδας το οποίο συναπαρτίζουν αφενός το τελευταίο τμήμα του Μέγα-Ποτάμι, που περιλαμβάνεται μεταξύ του σημερινού χωριού Τριβίδι στα βόρεια και του Στενού στα νότια, και αφ' ετέρου το εφεξής του Στενού τμήμα του Μόρνου μέχρι το δυτικώς του Βελουχόβου χωριό Κόκκινον (Λούτσοβον). 

Μάλιστα, μία σειρά περιφερειακών οχυρώσεων και πύργων/ παρατηρητηρίων και επί των δύο πλευρών των ως άνω τμημάτων του ποταμού οριοθετούν την χώρα/επικράτεια της Καλλιπόλεως: Μια σειρά από τρεις οχυρώσεις και έναν πύργο βρίσκονται στη λοφώδη


περιοχή πάνω από την αριστερή όχθη του Μέγα-Ποτάμι, στο τελευταίο τμήμα του που περιλαμβάνεται ανάμεσα στη θέση Υπαπαντή στα βόρεια και το Στενό στα νότια. Οριοθετούσαν και προστάτευαν από την πλευρά αυτή, απέναντι από την οχύρωση της Καλλιπόλεως, τις προσβάσεις προς εκείνη μέσω της κοίτης του ποταμού, καθώς και από τις πλαγιές της Γκιώνας.

Συνέχεια.......

Απόσπασμα από:


Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ [ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ]

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ (ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ)


IΩΑΝΝΗΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ

Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης


Δυνατός σαν το σίδερο και γλυκός σαν τη ζάχαρη!!

πρωτοδημοσιεύθηκε στις: 26/1/2019

Ασυνήθιστη κίνηση εκείνο το πρωινό της εικοστής Οκτωβρίου, στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, στο σπιτικό του Μπάρμπα Κώστα ή Κώτσιου, όπως ήταν πιο γνωστός στον μικρό, εξωχώριο αγροτικό  οικισμό στην κοιλάδα του Μόρνου, με διάσπαρτα σπίτια και όμορφα, γόνιμα παρόχθια αγροκτήματα.

Στα παλιότερα χρόνια οι άνθρωποι είχαν  καλύτερη, συνήθως βιωματική αντίληψη για τη φύση και τους κινδύνους που αυτή περικλείει, και με περισσή φροντίδα επέλεγαν να χτίζουν τα χωριά τους σε μέρη με το κατάλληλο κλίμα.

Οι κάμποι και οι παραποτάμιες τοποθεσίες με τις έντονες υγρασίες και τους πάγους, τα έλη με τα κουνούπια και τις θανατηφόρες ελονοσίες δεν ήταν ιδανικοί τόποι για μόνιμη διαμονή.

Έχτιζαν τα σπίτια τους σε κατάλληλες ημιορεινές και ορεινές τοποθεσίες και πηγαινοέρχονταν στους κάμπους για τις καθημερινές εργασίες.

Έτσι κι εδώ, στην κοιλάδα του Μόρνου, σχεδόν όλα τα χωριά ήταν χτισμένα στα ψηλά, πέριξ της κοιλάδας, σε μέρη που ήταν καλά προφυλαγμένα και με πιο υγιεινό κλίμα.

Το καθημερινό πηγαινέλα, οπωσδήποτε βασανιστικό και χρονοβόρο, ανάγκαζε πολλούς να χτίζουν  στους αγρούς  πρόχειρα καταλύματα όπου, σε κάποιες περιόδους, κυρίως το καλοκαίρι, έμεναν  σχεδόν μόνιμα.

Μια τέτοια περίπτωση ήταν και του μπάρμπα Κώτσιου ο οποίος, καμιά τριανταπενταριά  χρόνια πριν, γυρίζοντας από την Αμερική, αγόρασε μια μεγάλη έκταση και άρχισε να την καλλιεργεί. Έχτισε στην αρχή ένα μικρό υπόστεγο που σιγά σιγά μετεξελίχθηκε σε  ολοκληρωμένο αγροτόσπιτο – σε  πλήρες μόνιμο νοικοκυριό.

Ο μπάρμπα Κώτσιος, με πατημένα τα εβδομήντα, είχε δουλέψει σκληρά στην Αμερική επί  είκοσι σχεδόν χρόνια ανοίγοντας δρόμους και σήραγγες στα γρανιτώδη όρη και απλώνοντας σιδηροτροχιές στη Μινεσότα. Στην μακρόχρονη παραμονή του στα ξένα μόνο δύο φορές έκανε το ταξίδι της επιστροφής:  οριστικά λίγο πριν το κραχ του είκοσι εννιά  και, αρκετά χρόνια παλιότερα, για να πολεμήσει στους βαλκανικούς πολέμους.

Ήταν  πράος και καλοκάγαθος άνθρωπος με χαλύβδινη θέληση και υπομονή και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους συγχωριανούς του για την ακεραιότητα του χαρακτήρα  και τη σοφία του.

Η μακρόχρονη παραμονή του στην Αμερική, πέρα από τη μεγάλη ευχέρεια στα εγγλέζικα, του πρόσφερε επίσης πλούσια εμπειρία και πρωτόγνωρες γνώσεις από τον Νέο Κόσμο, που σαφώς έλλειπαν από την μικρή και απομονωμένη κοινωνία της ορεινής Δωρίδας.

Ο μπάρμπα  Κώτσιος ήταν πολύ καλός αφηγητής και με υπερηφάνεια διηγείτο πάμπολλες φορές τη συμμετοχή του στη πολιορκία των Ιωαννίνων, τη πτώση του Μπιζανίου και την είσοδό του στα Γιάννενα με το στρατιωτικό σώμα που συνόδευε τον διάδοχο Κωνσταντίνο.

Είχε αποκτήσει έξι  παιδιά, τέσσερα από τον πρώτο του γάμο και δυο από τον δεύτερο. Είχε χάσει τις δυο κόρες  και την πρώτη του γυναίκα  από αρρώστιες  που σήμερα θα θεραπεύονταν  πανεύκολα.

Αυτό το πρωινό φαίνεται να είναι πολύ σημαντικό για τον μπάρμπα Κώστα.

Η νύφη του η Ευθυμία, γυναίκα του μικρού του γιου, του Γιώργου, θα έφερνε στο κόσμο μια καινούργια ζωή. Ο Γιώργος ήταν το στερνοπούλι του κι ο μόνος που έμεινε μαζί του, μιας και οι υπόλοιποι τρεις γιοί  είχαν διαλέξει από χρόνια τον δρόμο της ξενιτιάς.

Ο Δημήτρης και ο Θεμιστοκλής, από τον πρώτο του γάμο, είχαν μετακομίσει πριν από τον πόλεμο στην Αθήνα, όπου είχαν αποκατασταθεί επαγγελματικά και είχαν δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες.

Ο Σπύρος, από τον δεύτερο γάμο, είχε εδώ και πέντε χρόνια μετακομίσει κι αυτός στην Αθήνα όπου δούλευε μαθαίνοντας την τέχνη του μηχανικού αυτοκινήτων σε στρατιωτικό εργοστάσιο.

Τα εργατικά χέρια της οικογένειας του μπάρμπα Κώστα  που μπορούσαν να βοηθήσουν στις αγροκτηνοτροφικές εργασίες λιγόστευαν και έπρεπε επειγόντως να ενισχυθούν.

Τη λύση έδωσε ο γάμος του νεαρού Γιώργου, σε ηλικία μόλις 19 χρόνων, με την Ευθυμία, δυο χρόνια μεγαλύτερή του και από τις  αξιότερες κοπέλες του χωριού.

Πριν δέκα μήνες η Ευθυμία ήρθε νύφη σε αυτό το σπίτι και σήμερα ετοιμάζεται να φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί. Μεγάλο γεγονός τα γεννητούρια για ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Έφτανε η στιγμή της ολοκλήρωσης του γάμου, η ευχή για «καλούς απογόνους» έπιανε τόπο. Έχουν έλθει να της συμπαρασταθούν και οι λίγες γυναίκες που ζουν στα πέντε -έξι σπίτια που είναι διάσπαρτα στα παρακείμενα αγροκτήματα σε ακτίνα τριών-τεσσάρων χιλιομέτρων.

Η Ευθυμία έχει αρχίσει να πονά ενώ δίπλα η μάνα της και η πεθερά της την ενθαρρύνουν και τη στηρίζουν ψυχολογικά, «σιώπα κορούλα μου, κουράγιο καλή μου, όλα θα τελειώσουν καλά», ακούγονται όλα γλύκα οι κουβέντες τους, βάλσαμο για την νεαρή ετοιμόγεννη.

«Καλή ξελευτεριά», ακούγεται και ξανακούγεται στο μικρό δωματιάκι.

Η Ευθυμία, καλοκαμωμένη γυναίκα, συνεσταλμένη με τόσους ανθρώπους γύρω της, συγκρατούσε όσο μπορούσε τους λυγμούς και τα φωνητά, αλλά κάποιες στιγμές δεν άντεχε και ξεφώνιζε.

Ο Γιώργος, ο άνδρας της, όπως και οι υπόλοιποι άνδρες, περίμενε με αγωνία έξω στο μπαλκόνι όταν ξαφνικά ακούγεται ο μπάρμπα Κώστας να φωνάζει με στεντόρεια φωνή: «Έρχεται!»

Όλοι στρέφουν το βλέμμα στον απέναντι λοφίσκο. Στο μονοπάτι που ερχόταν από το χωριό διακρίνεται καθαρά ένα μουλάρι και η μορφή της Γαλάτως, της πρακτικής μαμής, που είναι καβάλα στο ζώο και του φωνάζει επιτακτικά να πάει πιο γρήγορα.

Σε λίγα λεπτά η μαμή ξεπεζεύει και ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά. Διαβαίνοντας την πόρτα αφήνει να συρθεί η ζώνη της. Ήταν το γούρι. «Έτσι να σύρει το μωρό και να βγει εύκολα!».

Φτάνει κοντά στην Ευθυμία και, πριν της μιλήσει, βάζει στο στόμα της νερό, που της προσφέρει η κυρά Βασιλική, η μάνα της επίτοκης, και  το φυσάει ανάμεσα στα στήθια της ετοιμόγεννης και λέει την ευχή: «Όπως τρέχει το νερό έτσι να κατέβει το παιδί».

Μετά χαϊδεύει την Ευθυμία,  της εύχεται καλή λευτεριά και αρχίζει την εξέταση. Την κοίταξε από δω, την ψηλάφισε από κει και  ακολούθησε η γνωμάτευση: «Όλα καλά!»

Η ώρα περνούσε βασανιστικά για όλους. Οι πόνοι δυνάμωναν και η Γαλάτω βοηθούσε με τα λόγια και τα χέρια της την Ευθυμία. Η μαμή ήταν μεν πρακτική, αλλά οι γνώσεις που είχε αποκτήσει από τις δεκάδες γέννες της έδιναν την αυτοπεποίθηση και τον αέρα να λειτουργεί αποτελεσματικά και να την εμπιστεύονται απόλυτα οι ετοιμόγεννες.

Οι πόνοι έφτασαν στην κορύφωσή τους και με την χρηστική βοήθεια της Γαλάτως η Ευθυμία λευτερώθηκε και γέννησε ένα υγιέστατο αγόρι.

Οι άλλες γυναίκες ανέλαβαν να φροντίσουν τη λεχώνα, η μαμή άρχισε να φροντίζει το μωρό ενώ ακούστηκαν και τα πρώτα κλάματα προς μεγάλη ανακούφιση όλων.

Τότε μπαίνει στο δωμάτιο, ευθυτενής και κοτσονάτος, ο μπάρμπα Κώστας και φωνάζει δυνατά στην γυναίκα του: «Μαρία, φέρε το ταψί και το κουτί με τη ζάχαρη».

Λάμποντας από χαρά και ευχαρίστηση, παίρνει προσεκτικά το μωρό και το βάζει στο σιδερένιο ταψί φωνάζοντας δυνατά: «Να γίνεις δυνατός σαν το σίδερο…» και ταυτόχρονα, με ένα μικρό κουταλάκι, του βάζει ζάχαρη στο στόμα και συνεχίζει την ευχή: «…και γλυκός σαν τη ζάχαρη».

 

 απόσπασμα από το βιβλίο (υπό έκδοση) :"θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις"

πόνημα δημιουργικής γραφής.
Κ.Γ.Μπερτσιάς

  26/1/2019