Και στα δικά μας τα μέρη υπήρχαν Χάνια με γνωστότερα
Το χάνι του Καραπιστόλη στη θέση ΧΑΝΙΑ κοντά στις όχθες του ποταμιού Κόκκινου ακριβώς απέναντι από το εξωκκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος .
Το χάνι του Κωνστανελου στο Στενό και λίγο πιο πέρα στον οικισμό Χάνια το χάνι του Κτσάκου.
Νεότερο χάνι ήταν του Γκέκα στην γέφυρα του Κόκκινου .
Τα χάνια και ο αγωγιάτης
Τα χάνια & ο αγωγιάτης
(του Ζάχου Ξηροτύρη)
Ποιος από τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας ξέρει ή θα πιστέψει τί ήταν τα χάνια; Ακούν καμιά φορά χάνια και χάνει ο νους τους, θέλουν διερμηνέα να τους εξηγήσει τί ήταν αυτά τα χάνια.
Ήταν απομονωμένα. κατοικητήρια, κάτι μακρόστενα κτίρια που ξεφύτρωναν στα σταυροδρόμια και στις πιο ειδυλλιακές τοποθεσίες με μαγικές της φύσης ομορφιές, έργα μαστόρων τεχνιτών, που η δόμηση τους γινόταν με μεράκι. Ήταν τα λεγόμενα Πανδοχεία, που διανυκτέρευαν περαστικοί κι αλαργινοί και ολόκληρα καραβάνια, σαν αυτά του Ρόβο. Ειδυλλιακές οι τοποθεσίες των χανιών στην ύπαιθρο, τόσο που όλοι ζήλευαν τη ζωή του χατζή. «Ήθελα, να ‘μουνα χατζής να κάθομαι στη στράτα, και να νταραβερίζομαι τον κόσμο π' αραδιάζει».
Και δεν ήταν χάνια μόνο στην ερημιά, γιατί ερημιά ήταν όλος ο τόπος, αφού δρόμοι και συγκοινωνία δεν υπήρχε τότε, αλλά και στις πόλεις και τις κωμοπόλεις, γιατί εκεί θα πήγαιναν οι χωρικοί όλοι με τα ζώα τους, για τις υποθέσεις τους, να ψωνίσουν ή να πουλήσουν προϊόντα κι έπρεπε να στεγασθούν και τα ζώα τους να ξεκουραστούν και να τροφισθούν, για να πάρουν το δρόμο της επιστροφής την ίδια ή την άλλη μέρα βαρυφορτωμένοι.
Σήμερα, αυτά τα χάνια ρήμαξαν κι έμεινε η λέξη χάνια μόνο, που άλλοτε καραβάνια από αλογομούλαρα διακινούνταν και εξυπηρετούσαν τον άνθρωπο. Μ’ ένα λόγο, τα χάνια ήταν τα λιμάνια της ξηράς. Δεν ήξεραν οι παλιοί τι θα πει ρόδα, όλη η συγκοινωνία και διακόμιση γινόταν με ζώα. Σήμερα έχασαν τα χάνια και την αξία τους και τη μορφή τους, άλλα ερειπώθηκαν και άλλα έγιναν ξενοδοχεία ή εξοχικά κέντρα ή πολυκατοικίες.
Ήταν τα χάνια τότε ξενοδοχεία ύπνου και φαγητού για τους ανθρώπους και σταύλους για τα ζώα, γι’ αυτό πήραν και τ' όνομα πανδοχείο.
Τα ζώα τότε —και ήταν αναρίθμητα, γιατί κανένας χωρικός δεν ήταν χωρίς ζώο— ήταν η κούρσα, το φορτηγό, το λεωφορείο του σήμερα, για να μεταφέρουν ανθρώπους και όλα τα απαραίτητα..
Για τη δουλειά αυτή υπήρχε και ιδιαίτερο επάγγελμα, ο αγωγιάτης, ο συνοδός των ζώων, που διήνυε μιας και δυο ημερών διαδρομή ώσπου να φθάσουν στον προορισμό τους οι μισθωτές των ζώων. Το επάγγελμα αυτό του αγωγιάτη, που τόσες θετικές υπηρεσίες προσέφερε, είναι πανάρχαιο, όπως μας λέει ο μύθος «περί όνου σκιάς».
Τα Άβδηρα, μέσα στους μύθους και την παράδοση και τους τόσους Αβδηρητισμούς, παρέδωσαν στην αιωνιότητα, και τη δίκη περί όνου σκιάς, κάτι που σήμερα το μεταχειριζόμαστε κάθε λίγο για ασήμαντα πράγματα.
Να όμως, που η ασήμαντη! σκιά του όνου κάποτε έγινε τόσο σημαντική, που έφερε διαπληκτισμούς μεταξύ αγωγιάτη και επιστάτη και δικαστικούς αγώνες που συγκλόνισαν τα Άβδηρα. Και να, πώς έγινε, όπως μας λέει ο Γερμανός Βίλατ, μυθιστοριογράφος, στο μυθιστόρημα του «Η των Αβδηριτών ιστορία»:
Ένας οδοντογιατρός ονόματι Στρουθίων, ήθελε να πάει από τα Άβδηρα σ' ένα γειτονικό χωριό όπου γινόταν παζάρι. Ιούλιος μήνας, που ο ήλιος έψηνε το καρβέλι, ζέστη αφόρητη, δεντράκι να ισκιώσουν για λίγο δεν υπήρχε. Άξαφνα, του γιατρού του ήρθε μια σοφή ιδέα, να εκμεταλλευθεί τη σκιά του γαϊδάρου. Σταματάει το γάιδαρο, κατεβαίνει και τρυπώνει κάτω από την κοιλιά του γαϊδάρου που έκανε σκιά. Ο αγωγιάτης όμως ήθελε τη σκιά για τον εαυτό του και η φιλονικία δεν άργησε, ο καθένας διεκδικούσε τη σκιά, ο γιατρός σαν μισθωτής και ο αγωγιάτης σαν ιδιοκτήτης. Ο ένας έλεγε ότι είχε μισθώσει το γάιδαρο και του ανήκει η σκιά, ο άλλος ότι δεν του μίσθωσε τη σκιά, αλλά το γάιδαρο μόνο. Ευτυχώς επικράτησε νηφαλιότερη σκέψη, γύρισαν πίσω στα Άβδηρα και κατέφυγαν στην κρίση της δικαιοσύνης. Εις μάτην δικαστές και δικηγόροι προσπαθούσαν να εύρουν λύση και όλοι οι Αβδηρίτες τότε, προ του αδιεξόδου, πρότειναν να τεθεί το θέμα προς κρίση στη Βουλή και τη Γερουσία.
Λύση όμως δε βρέθηκε και τότε οι Αβδηρίτες βρήκαν τη δική τους πρακτικότερη: Διαμέλισαν το ατυχές ζώο, γιατί το θεώρησαν σαν αιτία κακού, αποζημίωσαν όλοι οι Αβδηρίτες τον ιδιοκτήτη και ξαναβρήκαν τη γαλήνη τους.
Το επάγγελμα του αγωγιάτη είναι ένα ιδιόρρυθμο επάγγελμα, μα άκρως εξυπηρετικό. Δουλειά του είναι η μεταφορά, με ζώα, ανθρώπων και παντοειδών πραγμάτων και εμπορευμάτων, για τη διακίνηση όμως όλων αυτών υπάρχει ιδιαίτερο δίκαιο, το δίκαιο των μεταφορών. Ο αγωγιάτης αναλαμβάνει τον κίνδυνο της μεταφοράς, ο δε εντολέας του θα τον αποζημιώσει για την ημεραργία του, αν το εμπόρευμα δεν είναι έτοιμο να του παραδοθεί συμφωνά με την εντολή που του έδωκε. Με την εντολή που θα λάβει υπογράφεται συμβόλαιο άτυπο μεν, αλλά ισχυρό. Μόνο μια περίπτωση απαλλάσσει τον μεταφορέα αγωγιάτη, αν το ζώο του αρρωστήσει ή ψοφήσει. Τότε απαλλάσσεται γιατί αυτός έπαθε τη μεγάλη ζημιά και διότι δεν είναι υπαίτιος.
Ο αγωγιάτης ξέρει καλά τους δρόμους και τα μονοπάτια για να συντομεύει το δρόμο και να σε βγάλει πάλι στον κύριο δρόμο, να συνεχίσεις το δρομολόγιο σου. Πολλές φορές οι αγωγιάτες είναι αναγκασμένοι να περάσουν και μικροπόταμα και κατεβασμένα ρέματα. Τότε μπαίνουν μέσα και κρατώντας από τα χαλινάρια το ζώο, το τραβάνε δυνατά και με φωνές το προτρέπουν και το ενθαρρύνουν. Ο επιβάτης το μόνο που έχει να κάνει, είναι να κλείσει τα μάτια του, κατά προτροπή του αγωγιάτη, να μη βλέπει και ζαλιστεί. Άλλοτε πάλι πιάνεται από την ουρά του αλόγου και βγαίνει στην αντίπερα όχθη.
Αν ο δρόμος είναι μακρινός και δεν τους παίρνει η ώρα, θα μείνουν σε κάποιο χάνι, που θα βρουν πάντα ανοικτό, θα μείνουν, θα φάνε την περιβόητη φασολάδα ή καμιά γίδα βραστή, θα πιουν το κρασάκι τους, θα κοιμηθούν και θα συνεχίσουν την άλλη μέρα. Όσο για το μενού, δεν πολυσκοτίζονταν, «καλαμπαλίκι έπεσε, νερό στη φασολάδα». Αν έρχονταν πολλοί πελάτες, έριχναν νερό στη φασολάδα και χόρταιναν πεντακισχίλιοι. Μια έννοια είχαν, να ‘χει ξιδόκρασο, για καλό κρασί δεν γινόταν λόγος, «να πίνουν οι διαβάτες και να μην πολυπροσέχουν το ζύγι στο τριφύλλι».
Άπληστος ο χατζής σαν το μυλωνά, άλλωστε πόσους απ' αυτούς τους περαστικούς θα ξανάβλεπε; Κι αν ξαναπερνούσε κανένας ύστερα από ένα χρόνο και τον θυμούνταν, του ‘λεγε εκείνο που έμεινε παροιμιώδες για τους χατζήδες και τους μπακάληδες: «Φίλοι, με το συμπάθιο, πέρσι που ξαναπέρασες, ξέχασες να πληρώσεις στη βία σου μισή οκά κρασί». Κι εκείνος, αμφιβάλλοντας, το πλήρωνε, χωρίς βέβαια να το χρωστάει.
Και δεν ήταν τα χάνια μόνο λιμάνια της ξηράς για τους διακινούμενους, αλλά και πρακτορεία ειδήσεων και ο αγωγιάτης ταχυδρόμος και διαλαλητής των νέων που μάθαινε. Και θα μάθει πολλά ο αγωγιάτης, γιατί είναι ο μόνος πολυταξιδεμένος από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη, άλλωστε συχνά μεταφέρει πρωτευουσιάνους και επίσημα πρόσωπα, που κάτι θα ξέρουν από την πόλη ή την πρωτεύουσα.
Σήμερα χάθηκαν τα χάνια, έλειψαν οι αγωγιάτες, μαράζωσε και αυτό το επάγγελμα, το τόσο εξυπηρετικό άλλοτε. Τα χάνια τα κατάπιε ο οικοδομικός οργασμός και η βιομηχανία με το μεγάλο στόμα και τους αγωγιάτες τους κατήργησε η ρόδα..
Πηγή: Ζάχος Ξηροτύρης, «Ήθη Έθιμα & Δοξασίες του λαού μας»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου