13. «Οι γύπες εφορμούν», από το βιβλίο του Κ Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις
Ο βραδινός ύπνος δεν ήταν καθόλου ευχάριστος. Μια απρο- σδιόριστη ανησυχία με κράτησε ξύπνιο μέχρι τις πρωινές ώρες και, όταν κοιμήθηκα, μια υπνική παράλυση ήρθε και με τρόμαξε. Τους καλοκαιρινούς μήνες η δαιμονική «μό- ρα», όπως την έλεγε η γιαγιά μου, με επισκεπτόταν πού και πού πριν το πρωινό ξύπνημα. Η δαιμονική μόρα είναι μια υπνική παράλυση που νιώθεις όταν, ενώ είσαι ξύπνιος στο κρεβάτι, δεν μπορείς να κουνηθείς. Νιώθεις να πνίγεσαι και σε καταλαμβάνει ένας μεγάλος φόβος, αλλά δεν μπορείς να σηκωθείς ούτε και να φωνάξεις βοήθεια.
Η γιαγιά έλεγε ότι είναι έργο των διαβόλων, που τους αρέσει να ταλαιπωρούν και να τρομάζουν τα ανήμπορα παι- διά στον ύπνο τους.
Όταν κάποτε μίλησα στη γιαγιά μου τη Βασίλω, που όλοι την φώναζαν Νικολού από το όνομα του ανδρός της του Νίκου, αφού μου έκανε κάποια ξόρκια μου είπε:
«Θα κάνεις την προσευχή σου πριν πας για ύπνο και στην κυριακάτικη λειτουργία, όταν βγαίνει το ευαγγέλιο, να στέκεσαι από κάτω, για να σε διαβάσει ο παπάς. Έτσι θα γλυτώσεις από τους νυχτερινούς εφιάλτες.»
Τη συμβουλή της την εφάρμοσα κατά το ήμισυ, την προσευχή μου την έκανα πάντα, αλλά στην εκκλησία σπα- νίως πήγαινα, γι’ αυτό και τα δαιμονικά με έβρισκαν ευά- λωτο, χωρίς την κατάλληλη προστασία.
Ξύπνησα από τις φωνές της γιαγιάς, που είχε έρθει από το χωριό για να μας δει γιατί είχε μάθει ότι το Σάββατο θα φεύγαμε για την Αθήνα. Καθόταν στο μπαλκόνι με τη μάνα μου και την αδελφή μου και τακτοποιούσαν τα πράγματα που θα παίρναμε μαζί μας. Χαρές η γιαγιά μόλις με είδε! – και αμέσως μετά άρχισε το κλάμα.
128
«Φεύγετε και σεις, θα μείνουμε μόνοι μας, θα γίνει και η λίμνη, θα μας πάρουν και τα χωράφια, ο παππούς σου θα τρελαθεί.»
«Μα θα έρθετε και σεις στην Αθήνα», της λέω, «ο θείος ο Γιώργος μου είπε όταν ήμουν στην Αθήνα ότι θα έρθει να σας πάρει, ετοιμάζει κι ένα δωμάτιο που θα είναι δικό σας για να έχετε τη βολή σας.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει ο παππούς από δω, ετοιμάζει στο χωριό, στην Αγία Παρασκευή, το κτήμα για να φυτεύει εκεί τα περιβολικά του μόλις μας διώξουν από τον κάμπο. Έχει αρχίσει να μεγαλώνει αλλά κουβαλάει ό,τι μπορεί από το μποστάνι μας στα Πελεκάνια –θα σκεπαστούν και αυτά από το νερό, έτσι λέει του είπε ο πρόεδρος–, στο κτήμα που έχουμε στο μνήμα της Σωτήρως, κάτω από τον Άγιο Γεώργιο. Εγώ, να σου πω την αλήθεια, θέλω να φύ- γω, τι να κάνω μόνη μου στο χωριό χωρίς εσάς; Αλλά, βλέ- πεις, ο Νικολός είναι ξεροκέφαλος.»
«Καλά, καλά», της λέω, «θα μιλήσουμε στο παππού και θα του εξηγήσουμε, θα έρθετε και σεις στην Αθήνα οπωσ- δήποτε.»
Η γιαγιά φαινόταν συγκαταβατική. Τη στενοχωρούσε που θα μας έχανε και δεν τη βαστούσε ο τόπος. Ήταν πρό- θυμη ν’ αλλάξει συνήθειες αρκεί να είναι μαζί μας. Ο παπ- πούς αντίθετα ήταν δεμένος με τις ρίζες του.
Πήρα τη φωτογραφική μηχανή και ήμουν έτοιμος να συνεχίσω το οδοιπορικό των φωτογραφικών αποτυπώσεων και να ενισχύσω το απόθεμα της μνήμης μου, όπως είχα κατά νου αυτές τις τελευταίες μέρες.
Η μάνα μου άρχισε πάλι την γκρίνια. Ήθελε να μείνω στο σπίτι για να βοηθήσω. Έπρεπε να ξεχωρίσουμε από τα υπάρχοντά μας τι θα παίρναμε μαζί μας στην Αθήνα και τι θα κουβαλούσαμε στο σπίτι που είχαμε πάνω στο χωριό. Της υποσχέθηκα πως θα γύριζα νωρίς, τράβηξα και δυο
φωτογραφίες τη γιαγιά, τη μάνα μου και την αδελφή μου και πήρα το δρόμο προς τα βόρεια και ανατολικά.
Ακριβώς στην πλάτη του σπιτιού μας περνούσε το κα- νάλι –αυλάκι το λέγαμε– που έφερνε το νερό από τον με- γάλο παραπόταμο του Μόρνου, τον Κόκκινο.
Ο Κόκκινος πηγάζει από τα Βαρδούσια όρη. Δυο μεγά- λα στενόμακρα ρέματα με πλούσια βλάστηση, το Δαφνό- ρεμα και το Γρανιτσόρεμα, ενώνονται λίγο έξω από τη Γρανίτσα, στο τελείωμα της μακριάς ράχης, και δημιουρ- γούν τον ποταμό. Το ποτάμι σταδιακά πλαταίνει και η κοίτη του είναι ευμετάβολη ανάλογα με τον όγκο και την ορμή του νερού. Μια χρονιά πλησιάζει στα Λουτσοβιώτικα τοπία και κάποια άλλη προτιμά ως πιο κοντινούς γειτόνους τα Γρανιτσιώτικα και Κλιμακιώτικα εδάφη. Σπανίως θυ- μάμαι να κρατά ουδέτερη στάση και να ισομεριάζει την απόσταση. Πέριξ των πηγών το χώμα ήταν έντονα κόκκινο γι αυτό και, όταν ξεσπούσαν στα Βαρδούσια δυνατές μπό- ρες, το χρώμα του νερού, μέχρι να σμίξει με τον Μόρνο, γί- νεται κατακόκκινο, εξού και το όνομα του ποταμού.
Τελευταία στιγμή μου έρχεται η ιδέα να ακολουθήσω το μονοπάτι δίπλα στο κανάλι και να κάνω την διαδρομή μέχρις εκεί που συναντούσε το ποτάμι. Ήταν μια απόστα- ση περίπου δυο, τριών χιλιομέτρων. Θα διέσχιζα όλο τον κάμπο που ποτιζόταν από τον Κοκκινοπόταμο. Ξεκίναγε από τη δυτική όχθη του ποταμού και έφτανε μέχρι τα ριζά της λοφοσειράς, που η αρχή της ήταν ψηλά, στα ανατολικά του χωριού Λούτσοβο, ενώ η άλλη άκρη τελείωνε ομαλά κάτω στον κάμπο.
Το κανάλι εκείνη την εποχή δεν έφερνε νερό. Ο Κόκκινος είχε νερό σε όλη τη διαδρομή μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Από εκεί και μετά στέρευε στο μεγαλύτερο τμήμα του, προς την πλευρά του Μόρνου, και είχε ροή μόνο στο επάνω μέρος κοντά στο Γρανιτσόρεμα και τους μύλους του Ράπτη.
Οι καλλιεργητές των χωραφιών πορεύονταν με τα δε- δομένα αυτά και φύτευαν πρώιμα ώστε να μην ξεμένουν από νερό.
Περπατούσα στο μονοπάτι δίπλα στο αυλάκι, που αλλού στένευε και αλλού γινόταν πιο ευρύχωρο. Ανάλογα με το ανάγλυφο του εδάφους συχνά άλλαζε η διαδρομή του. Εκεί που βάδιζες αριστερά, λίγο πιο πάνω δρασκέλιζες το κα- νάλι και συνέχιζες από την δεξιά πλευρά. Η συχνή αυτή εναλλαγή και οι αναγκαίοι μαιανδρισμοί του καναλιού, όπως είχαν σχεδιαστεί από τους καλλιεργητές με σκοπό τα νερά να αρδεύουν όσο το δυνατόν περισσότερα χωρά- φια, προσέδιδαν μια ομορφιά που χαιρόσουν να απολαμ- βάνεις.
Συνάμα θαύμαζα την πρακτική σοφία των απλών αν- θρώπων, που μπορεί να μη διέθεταν τις θεωρητικές γνώ- σεις της υδραυλικής επιστήμης αλλά είχαν σχεδιάσει επι- τυχώς ένα πολύπλοκο, χρηστικό αρδευτικό σύστημα, που μετέφερε τα νερά του ποταμιού και στο τελευταίο αγροτε- μάχιο της κοιλάδας.
Αξιοσημείωτος ήταν και ο τρόπος συντήρησης αυτού του αρδευτικού συστήματος. Κάθε χρόνο, περί τα τέλη Απρι- λίου, ο πρόεδρος της κοινότητας και ο άνθρωπος που είχαν ορίσει ως υπεύθυνο διαχείρισης των νερών, –αυλακάρη τον έλεγαν–, επιθεωρούσαν σε όλο το μήκος το κανάλι και ση- μείωναν τις απαιτούμενες εργασίες. Κατόπιν τις κατένει- μαν αναλογικά σύμφωνα με τα στρέμματα του καθενός και προσδιόριζαν τα μέτρα του καναλιού που κάθε αγρότης είχε υποχρέωση να διανοίξει. Μάλιστα, όσους είχαν ομοειδείς υποχρεώσεις, –μοίρες τις έλεγαν–, τους έβαζαν στην ίδια ομάδα και έτσι διευκόλυναν την ταχύτερη και ευκολότερη εκτέλεση του έργου.
Φυσικά, αυτές οι εργασίες αφορούσαν την κοινόχρηστη άρδευση. Η συντήρηση του καναλιού στα σημεία που διέ-
σχιζε τα αγροκτήματα ήταν υποχρέωση κάθε ιδιοκτήτη. Οι πιο πολλές εργασίες γίνονταν στα τμήματα κοντά στο ποτάμι, εκεί που οι χειμωνιάτικες κατεβασιές των ορμητι- κών νερών κατέστρεφαν σχεδόν ολοκληρωτικά τον αρδευ- τικό αύλακα.
Δεν είχα απομακρυνθεί και πολύ από το σπίτι όταν συ- νάντησα τον παππού που γυρνούσε από το βουνό. Κατά- λαβα ότι πρέπει να είχε ανεβεί αρκετά πρωί, όπως συνήθιζε την εποχή που είχε το κοπάδι με τα πρόβατα. Πόσο δύσκο- λα κόβονται οι συνήθειες, σκέφτηκα· είμαστε τελικά δούλοι κάποιων πράξεών μας που, ενώ δεν υπάρχει λόγος να γί- νονται, συνεχίζουμε να τις επαναλαμβάνουμε.
«Που πας;», με ρώτησε πρώτος.
«Θα πάω μια βόλτα μέχρι πάνω, στην Αγία Σωτήρα», του λέω.
«Τελικά θα φύγουμε το Σάββατο;»
«Ναι παππού, θα φύγουμε.»
«Εγώ λέω να μείνω, θα ανέβω πάνω στο χωριό, αφού θα
μείνει και ο πατέρας σου για κάποιο καιρό και βλέπουμε.» Ο παππούς έψαχνε τρόπους να αποφύγει, έστω και προ- σωρινά, τη μετακόμιση στην Αθήνα. Για να μην δώσω συ-
νέχεια στην κουβέντα τον ρωτώ:
«Τη μεγάλη πλάκα που έχουμε στο αλώνι και τρίβουμε
το αλάτι, μου είχες πει, αν καλά θυμάμαι, ότι την είχες βρει σ’ αυτό το σημείο πριν πολλά χρόνια και ήταν από κάποιο τάφο.»
«Ναι, εδώ την είχα βρει, να εκεί στην άκρη του χωρα- φιού. Οργώναμε με τα ζώα το χωράφι για να σπείρουμε ρεβίθια και το αλέτρι πήγε λίγο πιο βαθιά κι έβγαλε στην επιφάνεια αυτή τη θεόρατη πλάκα, πρέπει να ήταν πάνω από δυο μέτρα. Έσκαψα με το τσαπί και βρήκα άλλες τρεις πλάκες, αλλά ήταν σπασμένες. Σίγουρα ήταν τάφος, ήταν όμως άδειος· δεν υπήρχε ούτε ένα κόκκαλο.»
«Μπορεί να είχαν κρύψει τίποτα λίρες», του λέω, «και τις είχαν πάρει.»
«Τι λίρες; Αυτό έγινε πριν από τον πόλεμο, δεν είχαν φανεί ακόμη οι Εγγλέζοι».
«Χρυσές λίρες βρήκαν πριν μερικά χρόνια εκεί, στην άκρη του ποταμιού, που είναι οι ροδιές. Τις βλέπεις;»
«Λες εκεί, στον ψηλό όχθο που στρίβει το ποτάμι;»
«Ναι, εκεί. Ήταν χειμώνας και τα νερά είχαν ανεβεί αρ- κετά και ροκάνιζαν το χωράφι με το τριφύλλι. Έβοσκα τα πρόβατα και παρατήρησα κοντά στις ροδιές ένα πήλινο κιούπι να φαίνεται το μισό. Δεν έδωσα σημασία. Το ίδιο βράδυ είδα ένα φως να πλησιάζει σ’ εκείνο το σημείο και να μένει εκεί για αρκετή ώρα. Πρέπει να ήταν δύο άνδρες. Φο- βήθηκα να πλησιάσω. Την άλλη μέρα το πρωί διαπίστωσα ότι το κιούπι έλειπε. Μετά από χρόνια ακούστηκε στο χωριό ότι βρέθηκαν λίρες. Καλά να είναι οι άνθρωποι να τις χαίρονται.»
«Ξέρεις ποιος τις βρήκε τις λίρες;»
«Ναι, ξέρω, αλλά τι σημασία έχει να το μαρτυρήσω; Ας είναι καλά οι άνθρωποι. Στο κάτω - κάτω της γραφής, σά- μπως τις έκλεψαν; Τις βρήκαν...»
«Στο τάφο, παππού, τι να ήταν;»
«Από τον πατέρα μου είχα ακούσει την εξής ιστορία: Κάποτε στον τόπο αυτό ζούσαν άνθρωποι πολύ δυνατοί και με μεγάλο μπόι, Έλληνες τους έλεγαν. Κάτι σοβαρό όμως έκαναν, που θύμωσαν τον Θεό και θέλησε να τους κατα- στρέψει. Ο Θεός έστελνε ένα κουνούπι στο αυτί τους και τους λαλούσε· και αμέσως πέθαιναν. Επειδή ήξεραν τι τους περίμενε, άρχισαν να φτιάχνουν μόνοι τους τον τάφο, έμπαι- ναν μέσα στο μνήμα και περίμεναν το κουνούπι, που όταν ερχόταν στο αυτί τους και το άκουγαν πέθαιναν...»
«Παράξενη ιστορία, παππού.»
« Τι να σου πω, παιδάκι μου, και ο πατέρας μου την
ιστορία την άκουσε από τον δικό του πατέρα, ποιος μπορεί να ξέρει την αλήθεια...»
Πολλά χρόνια αργότερα ανακάλυψα ότι μια παρόμοια ιστορία αφηγείται ο μεγάλος λαογράφος Δημήτρης Λου- κόπουλος, ο πρωτοπόρος δάσκαλος από την Αρτοτίνα.
Την κουβέντα με τον παππού τη διέκοψε η ξαφνική εμ- φάνιση ενός λαγού, που με ένα πήδημα βρέθηκε στο πάνω μέρος του αυλακιού και χάθηκε αστραπιαία πίσω από μια συστάδα πουρναριών. Το χαρακτηριστικό γαύγισμα κά- ποιου σκύλου, που φαίνεται τον κυνηγούσε, ακουγόταν να σιμώνει προς το μέρος μας. Σε λίγο το σκυλί φάνηκε, ήταν η αγαπημένη μου Κανέλα, μια σκυλίτσα ράτσας γκέκα, που με τον αδελφό μου την είχαμε μεγαλώσει και εκπαι- δεύσει στο κυνήγι του λαγού, αν και μερικές φορές, προς μεγάλη μας στενοχώρια, προτιμούσε να ανιχνεύει και να καταδιώκει αλεπούδες. Έκανε ένα δυο κύκλους γύρω από το αυλάκι, δεν βρήκε τα ίχνη του λαγού και, κλαψουρίζο- ντας, ήρθε προς το μέρος μου κουνώντας την ουρά της, επι- ζητώντας χάδια και παιγνίδια. Τότε συνειδητοποίησα ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα: το σκυλί τι θα το κάνουμε; θα το πάρουμε μαζί μας ή θα το αφήσουμε, και πού;
Να πάρουμε μαζί μας το σκυλί στην Αθήνα, σκέφτηκα, είναι αδύνατο· μοιραία θα το αφήσουμε εδώ. Ένας κόμπος σφίχτηκε στον λαιμό μου και, χωρίς να το καταλάβω, δά- κρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου. Ο παππούς εί- χε ήδη φύγει κι εγώ, με την Κανέλα παρέα, συνέχισα να περπατώ δίπλα στο κανάλι εντελώς μηχανικά. Περπατού- σα έτσι κανένα δεκάλεπτο όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας παράξενος και έντονος θόρυβος, κάτι σαν βουητό από τη μεριά της τσιμεντένιας γέφυρας του Κόκκινου.
Τα μεγάλα στηθαία της γέφυρας μ’ εμπόδιζαν να δω τι γίνεται. Ξαφνικά, ξεπροβάλλουν από την γέφυρα κάτι τε- ρατώδη φορτηγά με πανύψηλους τροχούς που πρώτη φορά
αντίκριζα. Άρχισα να τα μετρώ. Δέκα τέρατα, που έμοια- ζαν σαν γύπες με ανοιχτά τα φτερά, το ένα πίσω απ’ το άλλο, και όσο πλησίαζαν τόσο πιο πολύ μου φαίνονταν ως θηρία της Αποκάλυψης!
Σε λίγο, από τη γέφυρα κάνουν την εμφάνισή τους επτά τεράστιοι γερανοί, κινούμενοι και αυτοί σε σειρά ο ένας πί- σω απ’ τον άλλον. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός και το θέαμα προκαλούσε φόβο και δέος.
Κατάλαβα ότι ήταν μηχανήματα για την κατασκευή της λίμνης και πήγαιναν προς το εργοτάξιο για να αρχίσουν το έργο της καταστροφής της κοιλάδας. Πέρναγαν από μπρο- στά μου και τα παρατηρούσα αποσβολωμένος. Ακόμη και το σκυλί, που είχε τη μανία να κυνηγά τα αυτοκίνητα, στε- κόταν ακίνητο λες και είχε παραλύσει...
Ξαφνικά έχασα κάθε διάθεση να συνεχίσω τον κατα- γραφικό περίπατο και παίρνοντας τον αμαξιτό δρόμο επέ- στρεψα σπίτι.
Η γιαγιά η Νικολού ήταν ακόμη εκεί, βοηθούσε κι αυτή στο συμμάζεμα. Πρέπει να της πω για το σκυλί, σκέφτηκα· τώρα που θα φύγουμε, να το μαζέψουν πάνω στο χωριό και να το φροντίζουν· αλλά δεν είχα διάθεση ούτε γι’ αυτή την κουβέντα.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις
(εκδόσεις οροπέδιο)
Κωνσταντίνος Δ. Μπερτσιάς, ο παππούς, που αναφέρεται στο πιο πάνω διήγημα, το 1964 στην αυλή του σπιτιού του, στη θέση Μαρμαράκι στον Λουτσοβιώτικο κάμπο, που σήμερα είναι θαμμένο στα νερά της λίμνης του Μόρνου.