Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

όταν οι άνθρωποι γλεντούσαν! 1967 στον Κόκκινο (Λούτσοβος).

 

Η φωτογραφία είναι του 1967. Φαίνεται μια ομάδα Κοκκινιωτών να χορεύουν στο ανατολικό προαύλιο του μητροπολιτικού ναού του χωριού-η Κοίμησης της Θεοτόκου-. Όλοι τους εξαίρετοι γλεντζέδες και χορευτές!

Από αριστερά : Θύμιος Καραγιάννης, Αριστείδης Κολοκυθάς, Γεώργιος Μπερτσιάς, Χρήστος Κολοκυθάς, Θύμιος Καλμαντής και Γεώργιος Κολοκυθάς (αγροφύλακας).
Στο βάθος διακρίνεται ο κάμπος και η Στόχοβα, ακόμη δεν είχε κατασκευαστεί η λίμνη του Μόρνου. 


Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

1965, εργάτες στα έργα οδοποιίας Λιδωρικίου-Ναυπάκτου

 

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1965 στις 30 Οχτωβρίου στην θέση Ρέρεση κοντά στο Χάνι.
Οι εργάτες που φαίνονται στην φωτό δούλευαν στο έργο βελτίωσης του δρόμου Λιδωρικίου-Ναυπάκτου και είναι:
Ο Γεώργιος Κ Μπερτσιάς (όρθιος δεξιά ) από τον Κόκκινο, ο Γαλάτης Τέλης από την Άρτα, ο Παναγιώτης Αντωνόπουλος από το Τείχιο και ο Χρήστος Νίκου από κάποιο μέρος της Ηπείρου.
Ο εργολάβος ήταν ο Σκαπανεύς ΕΤΕ. Πρέπει να σημειωθεί ότι το έργο αυτό πρόσφερε δουλειά σε πολύ  κόσμο κυρίως της Δωριδας για αρκετά χρόνια. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι από τότε έχει να γίνει κάποια σημαντική παρέμβαση στο οδικό δίκτυο για την βελτίωση του εκτός από κάποια μικρά έργα συντήρησης....

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων (Γιώργος Δημητρακόπουλος)

 Σήμερα έφυγε από την ζωή ο χωριανός μας ο Γιώργος Δημητρακόπουλος σε ηλικία 79 χρονών. Ο Γιωργος, γιος του Χαράλαμπου από τον Άβορο  και της Άννας από τον Κόκκινο, έμεινε ορφανός από μικρός, όταν ο πατέρας του δολοφονήθηκε  στον εμφύλιο στην θέση Ανάθεμα στην επιστροφή του από την Βιτρινίτσα όπου είχε πάει για να προμηθευτεί  λάδι.

 Ένας θείος του τον πήρε στην Αμερική σε ηλικία  δέκα ετών όπου σπούδασε και σταδιοδρόμησε  στην εκπαίδευση, κάνοντας λαμπρή καριέρα ως καθηγητής πανεπιστημίου.

Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν η Ελλάδα την οποία επισκεπτόταν τακτικά, τα τελευταία μάλιστα χρόνια έμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο σπιτι του στην Ερατεινή.

Αγαπούσε το χωριό και πολλά καλοκαίρια το επισκεπτόταν  μαζί με τον αδελφό του τον Θέμη.

Οι πιο κάτω φωτογραφίες  είναι από το αντάμωμα στου Πρατά τον Λάκο το 2008.

Αιώνια η μνήμη του, 

θερμά συλλυπητήρια στα αδέλφια του: Θέμη, Μαρία και Κατίνα και σε όλους τους οικείους του.





Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Πως σώθηκε ο Κόκκινος (Λούτσοβος);


 Η φωτογραφία είναι γύρω στο 1960. Σε πρώτο φόντο φαίνεται το χωριό Κόκκινος(Λούτσοβος) και είναι εμφανής η ρεματιά στην οποία παρατηρήθηκαν  έντονες ρηγματώσεις. Μεγάλες επίσης ρηγματώσεις είχαν εμφανιστεί και σε πολλά σημεία μέσα στο χωριό Οι γεωλόγοι μηχανικοί του δημοσίου  που είχαν κληθεί να επιθεωρήσουν την περιοχή  είχαν προτείνει να μεταφερθεί το χωριό γιατί κινδύνευε άμεσα από κατολίσθηση. Τελικά η δασική υπηρεσία,  σχεδίασε και υλοποίησε ένα πρωτοποριακό έργο για τα δεδομένα της εποχής, ( κυρίως με την κατασκευή αποστραγγιστικών τάφρων αλλά και πλούσιες δενδροφυτεύσεις σε όλη την περιοχή),  και σύντομα ο τόπος σταθεροποιήθηκε σχεδόν με ελάχιστο κόστος!
Εκείνη την εποχή λειτούργησε και το δασικό φυτώριο στα Χάνια του Καραπιστόλη με επιστάτη τον αείμνηστο Σπύρο Κ Μπερτσιά. 

Στο βάθος φαίνεται ο κάμπος που σήμερα έχει σκεπαστεί από τα νερά της λίμνης του Μόρνου.

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Στο βυθό της λίμνης του Μόρνου

 

Ψάρεμα στον Μόρνο.

Στην φωτογραφία του 1972 διακρίνεται νεαρός ψαράς (Κώστας Κολοκυθάς του Δημητρίου - χάνι Γκέκα) να ψαρεύει στη θέση Λάζος , ακριβώς κάτω από την Αγία Μονή. Σήμερα η περιοχή είναι σκεπασμένη από τα νερά της λίμνης.

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

εκλεκτοί και αξέχαστοι Λουτσοβιώτες

Η φωτογραφία είναι του 1980. Από αριστερά: Γεωργία Καραγιάννη (σύζυγος του Θύμιου) , Γεώργιος Κοράκης, Γεώργιος Κρανιάς και Θύμιος Καραγιάννης.

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Το τελευταίο προσκύνημα στην Αγία Μονή (σήμερα στο βυθό της λίμνης του Μόρνου)

Το τελευταίο  προσκύνημα  στην Αγία Μονή.

 (Απόσπασμα από το βιβλίο (υπό έκδοση ):  θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις.

 


 



Προσκύνημα στην Αγία Μονή

Η Αγία Μονή είναι ακριβώς μπροστά μας  σε απόσταση εξακοσίων περίπου  μέτρων. Δεν φαίνεται από το πτηνοτροφείο του Μήτσου γιατί κρύβεται πίσω από την απόληξη ενός μικρού πυκνόφυτου γεώλοφου που ξεκινά λίγο ψηλότερα, στα βορειοανατολικά, παράλληλα σχεδόν με τον αμαξιτό δρόμο Λιδωρικίου - Ναυπάκτου.

Αυτός ο λόφος φέρει το όνομα Λίθος γιατί, ενώ όλη η έκτασή του είναι χωμάτινη, στο κέντρο του και λίγο πιο ψηλά υπάρχει ένας μεγάλος βράχος που φαίνεται από όλη σχεδόν την κοιλάδα. Άγνωστο ποιος φύτεψε αυτό το λιθάρι. Είναι από τα περίεργα της φύσης που οι άνθρωποι αδυνατούν να εξηγήσουν και προσφεύγουν στους μύθους. Μπορεί να είναι κάποιο απομεινάρι της μεγάλης Τιτανομαχίας, της μάχης δηλαδή, όπως λέει η ελληνική μυθολογία, μεταξύ των Τιτάνων και των Ολύμπιων θεών, ποιος να ξέρει; Ίσως να είναι κάποια λοξοδρομημένη πέτρινη ρουκέτα που οι Τιτάνες έστειλαν ενάντια στον Δία... Συμβαίνει και στις μέρες μας με τα πυραυλοκίνητα βλήματα...

Κοντά στον λίθο υπήρχε ένα μεγαλούτσικο ξέφωτο όπου ο Χαράλαμπος είχε λιγοστά χωράφια και μια καλύβα με ένα στάβλο-μαντρί για τις ανάγκες ενός μικρού κοπαδιού αιγοπροβάτων.  Ο Χαράλαμπος είχε καταγωγή από το απέναντι χωριό, τον Άβορο και ήταν σώγαμπρος εδώ. Πολυφαμελίτης και πολύ καλός άνθρωπος, με μια υπέροχη οικογένεια, λογιζόταν, παρόλο που ήταν στις παρυφές του κάμπου, μέλος της μικρής κοινότητας της κοιλάδας. Με τον παππού μου είχαν άριστες σχέσεις και πολλές φορές τα έλεγαν όταν συναντιόντουσαν με τα κοπάδια τους. Σε κάποιες συζητήσεις ήμουν παρών και τις θυμάμαι με νοσταλγία. Και τι δεν κουβέντιαζαν! ιστορίες του πολέμου, ιστορίες της Αμερικής, ιστορίες από την κατοχή, για την ζωή ανθρώπων που δεν ζούσαν αλλά είχαν γράψει κάποια ιστορία. Άκουγα και δεν χόρταινε τις ωραίες αφηγήσεις και η φαντασία με ταξίδευε σε χρόνους αλλοτινούς και σε μέρη μακρινά...

«Φτάσαμε», ακούγεται η φωνή του Ματσόλα, που διέκοψε τη αναπόλησή μου στου Χαράλαμπου τα χρόνια και τα μέρη.

Μπροστά μας και δεξιά, στο πλάτωμα ενός μικρού λόφου, ξεχωρίζει η σκεπή της εκκλησίας και παραδίπλα, πίσω από δυο τρεις βελανιδιές κάποιοι ρημαγμένοι τοίχοι.

Βγαίνουμε από τον δρόμο και παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι. Σε πέντε λεπτά φτάνουμε στο πλάτωμα και το πρώτο που αντικρίζουμε είναι κάποιες παλιές κολόνες και δυο μισογκρεμισμένους τοίχους. Στο βάθος, προς τα βόρεια, είναι χτισμένη μια μικρή εκκλησία. Σε όλο το χώρο βρίσκονται διάσπαρτες παλιές πελεκημένες πέτρες και σπασμένες μαρμάρινες και λίθινες κολόνες. Ανοίξαμε την πόρτα της εκκλησίας. Το δάπεδο ήταν χωμάτινο και λίγο χαμηλότερα, σχεδόν ένα σκαλί, από την βάση της πόρτας. Οι τοίχοι με πέτρες και άλλα υλικά, κυρίως κεραμικά, προερχόμενα μάλλον από παλιότερα οικοδομήματα, χαμηλοτάβανη και με ένα λιτό τέμπλο με λίγες παμπάλαιες εικόνες. Παρά  την έλλειψη πλούσιου διακόσμου και φανταχτερών εκκλησιαστικών κειμηλίων, ο χώρος εκπέμπει μια γαλήνη που ηρεμεί την ψυχή των προσκυνητών. Αυτή την ηρεμία και τη γαλήνη την αισθάνεσαι και στον εξωτερικό περίβολο.

Προσκυνήσαμε τις παμπάλαιες εικόνες και θελήσαμε να ανάψουμε ένα κερί και τα δυο καντήλια που κρέμονταν  αριστερά και δεξιά του τέμπλου, αλλά δυστυχώς δεν είχαμε φωτιά, το κουτί με τα σπίρτα ήταν άδειο. Αφήσαμε οφειλόμενα από το τελευταίο προσκύνημα, το κεράκι ακόμη το χρωστάμε στην Παναγιά μας, την προστάτιδα της Κοιλάδας. Τα νερά της λίμνης δεν επιτρέπουν τη διαγραφή της οφειλής.

Βγήκαμε έξω και καθίσαμε στις αρχαίες πέτρες, κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά. Από εδώ βλέπαμε όλη σχεδόν την κοιλάδα. Αγναντεύαμε την κοίτη του ποταμιού, που αυτή την εποχή είχε λιγοστό νερό, από το Στενό και το Κάστρο του Βελούχοβου στα ψηλά μέχρι την συμβολή του με το Αβορόρεμα.

«Ελάτε εδώ», μας φωνάζει ο Κώστας, «αυτή η μαρμάρινη πλάκα έχει κάποια επιγραφή στα λατινικά».

Πήγαμε κοντά και είδαμε πράγματι την λατινική επιγραφή.

«Να, και αυτή εδώ η κολόνα έχει λατινικά», ακούμε τον Νίκο, που έψαχνε μέσα σε κάποια ερείπια που έμοιαζαν με ιερό εκκλησίας.

«Τόσα χρόνια ερχόμασταν εδώ στο πανηγύρι, στις 23 Αυγούστου, και ποτέ δεν είχαμε προσέξει τις λατινικές επιγραφές», μας λέει ο Ματσόλα.

Στο πανηγύρι μόνο επιγραφές δεν κοιτάζαμε, είχε τόσα αλλά ενδιαφέροντα...

«Εγώ θυμάμαι κάποιον, πριν πέντε έξι χρόνια, που ήρθε στο Χάνι και μας είπε πως είναι αρχαιολόγος ή κάτι τέτοιο και ζήτησε να του ετοιμάσουμε κάτι για φαγητό. Πιάσανε την κουβέντα με τον πατέρα μου και έλεγε πως καταγράφει παλιά μοναστήρια και έτσι είχε έρθει κι εδώ στην Αγία Μονή. Επίσης, είπε πως όταν η περιοχή είχε κατακτηθεί από τους Ενετούς ή τους Φράγκους, εδώ λειτουργούσε καθολικό μοναστήρι.»

«Έτσι εξηγείται, Κώστα, γιατί υπάρχουν οι λατινικές επιγραφές», του απαντώ. «Όμως βλέπεις αυτές τις κολόνες; Δεν μοιάζουν με κολόνες δωρικού ρυθμού; Κοίταξε πόσο λιτό είναι το κιονόκρανο. Ο δωρικός ρυθμός διακρίνεται για την αυστηρή γραμμή και την έλλειψη περίτεχνων διακοσμήσεων, αυτά δεν μάθαμε στο Γυμνάσιο;»

«Πράγματι, μοιάζουν», συμφώνησαν και οι υπόλοιποι.

«Ποιος να ξέρει; μπορεί να προϋπήρχε και αρχαίος ναός...»

«Γεια σας, ρε παιδιά, τι κάνατε εδώ;» Ήταν ο Θεμιστοκλής, που όλοι τον ξέραμε ως Μούστο. Ο Μούστος ήταν ο ακρίτας της κοιλάδας. Διέθετε ένα μεγάλο κοπάδι αιγοπροβάτων και είχε την βάση του στο τέλος της κοιλάδας, στη θέση Μαυρονέρι, εκεί που θα ανυψωνόταν το φράγμα για να γίνει η λίμνη.

«Φεύγουμε μεθαύριο για την Αθήνα και ήρθαμε να προσκυνήσουμε για τελευταία φορά», του απαντώ.

«Ναι, το ξέρω. Ακόμα δεν ξεκίνησαν τα έργα και άρχισαν οι αποχωρήσεις. Κι εγώ πρέπει να φύγω. Χθες έφτασαν κάποια μηχανήματα στο Μαυρονέρι, πολύ κοντά στην ταράτσα που έχω το μαντρί. Ήταν μεσημέρι και είχα ξαπλώσει στη μεγάλη αριά όταν με ξύπνησαν κάτι περίεργοι θόρυβοι και τα γαυγίσματα των σκυλιών. Ήταν δυο μεγάλοι γερανοί και μια μπουλντόζα. Σταμάτησαν κοντά στη γέφυρα, εκεί που είναι η πηγή.  Φαίνεται σ’ αυτό το μέρος θα φτιαχτεί το φράγμα».

«Να δω πού θα πάω με τα ζωντανά μέχρι να τα πουλήσω. Τελείωσε το Μαυρονέρι για μένα...»

Το κοπάδι του μπάρμπα Μούστου κατηφόρισε προς την πλευρά του ποταμιού με τα σκυλιά να γαβγίζουν σε κάποια ξεκομμένα ζωντανά, για να πάνε μαζί με τα άλλα.

«Άντε, παιδιά, να σας χαιρετίσω και να πείτε στην Ευθυμία να μην μας ξεχάσει τώρα που θα γίνει πρωτευουσιάνα». Η Ευθυμία, η μητέρα μου, ήταν πρώτη ξαδέλφη του Θεμιστοκλή.

«Παιδιά, εγώ πείνασα και θέλω και μια ώρα μέχρι να φτάσω στο Χάνι, δεν είναι καιρός να γυρίσουμε;»

Αμέσως συμφώνησαν και οι υπόλοιποι. Εγώ ήθελα να μείνω λίγο ακόμη και δεν τους ακολούθησα. Παρέμεινα μόνος, καθισμένος σε μια πεσμένη κολόνα στο άκρο του πλατώματος, απολαμβάνοντας την όμορφη θέα. Έβλεπα κάποιες εικόνες, που θαρρείς αντίκριζα για πρώτη φορά.  Μπορεί να ήταν και η σκέψη μου που μου έλεγε: τελευταία σου ευκαιρία, παρατήρησε καλύτερα και κατάγραψε τα πάντα, αύριο δεν θα υπάρχουν...  Παλιότερα δεν υπήρχε τέτοια απειλή, τα μάτια έβλεπαν αλλά το μυαλό δεν κατέγραφε, το ανέβαλλε για αργότερα, «και αύριο εδώ θα είναι, έχουμε καιρό να εμβαθύνουμε και να αποτυπώσουμε...» Τώρα όμως άλλαξαν τα πράγματα, δεν υπάρχει αύριο…

Έβλεπα με έκπληξη την ομορφιά του μικρού κάμπου ακριβώς απέναντί μου, στολισμένου με αναβαθμίδες και περιτριγυρισμένου με μια πλούσια συστάδα πλατάνων στην συμβολή του Αβορορέματος με τον Μόρνο.

«Α, να και το άλλο, τι ομορφιά εκπέμπει! Πώς δεν το είχα προσέξει τόσο καιρό;» μονολογούσα. Αυτός ο μικρός ο γήλοφος σε σχήμα αβγού ακριβώς κάτω από το Σεβεδίκο, και το μεγάλο ρέμα που έρχεται από ψηλά από τον Πύρνο να τρέχει περιμετρικά, να το κυκλώνει στην βάση του και να φεύγει μετά προς το ποτάμι, δίνοντας την αίσθηση ενός μικρονησιού…

Πρέπει να είχε περάσει κανένα μισάωρο, που στεκόμουν σαν εκστασιασμένος, εκεί στην αρχαία κολόνα, και κατέγραφα εικόνες οικείες αλλά και εικόνες πρωτοφανέρωτες, όταν ο θόρυβος του λεωφορείου του ΚΤΕΛ με επανέφερε στην πραγματικότητα. Σε αυτό το μισάωρο μου φάνηκε πως άκουσα την απόλυση της Λειτουργίας και το δι΄ευχών από τον παπά Δημήτρη και αμέσως μετά ένα ανθρώπινο βουητό από ευχές για την μεγάλη γιορτή της Παναγίας. Άκουσα καθαρά το Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές, τραγούδι πρόκριμα για να ξεκινήσει ο χορός από τους μεγαλύτερους και, τελευταίο, Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται, με τον γλυκύτατο ήχο του κλαρίνου και του νταουλιού τον ξεσηκωτικό ρυθμό. Κατόπιν απόλυτη σιγή κι έπειτα μια εξαίσια μουσική συνοδευόμενη από ανθρώπινη οχλοβοή με θύμισες από θίασο δαιμονικής συνέργιας που οι κάτοικοι του κάμπου πίστευαν, παραδόξως δεν μου προκάλεσε φόβο αλλά ήρθε στο νου μου το Απολείπειν ο θεός Αντώνιον, το καλύτερο για μένα ποίημα του Καβάφη:

Σαν έξαφνα, ακουσθεί

αόρατος θίασος να περνά

με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -....

μη ανωφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια πού φεύγει.

Ναι, και εφάνη έξαφνα ο αόρατος για μας θίασος να περνά και συνάμα ακούστηκαν οι αποκρουστικοί θόρυβοι από τις μπουλντόζες, τους γερανούς και τα γυποειδή φορτηγά. Ναι, αποχαιρετούμε την κοιλάδα των ανέμελων χρόνων και της απέραντης ελευθερίας και φεύγουμε, χωρίς όμως να την ξεχνούμε.

Θαμμένη θα είναι πάντα στο μυαλό μας και στα όνειρα μας θα ξαναζωντανεύει συχνά- πυκνά στου ύπνου μας την σχόλη…


Κ.Γ.Μπερτσιάς 


Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Στο βυθό της λίμνης του Μόρνου.

 Η Αγία Μονή, που σήμερα είναι στο βυθό της λίμνης του Μόρνου, ήταν ακριβώς απέναντι από το αβορόρεμα, δίπλα στις όχθες του Μόρνου σε ένα στένωμα του, στη δεξιά πλευρά  του δημοσίου δρόμου Λιδωρικίου-Ναυπάκτου. Χτισμένη πάνω σε μικρό λόφο που δέσποζε στην περιοχή και είχε θέα σε ένα μεγάλο μέρος του κάμπου.Υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες* που αποδεικνύουν ότι ήταν βυζαντινό μοναστήρι πιθανώς μετόχι της Βαρνάκοβας. Οι λατινικές επιγραφές που υπήρχαν στα ερείπια μαρτυρούν ότι είχε  μετατραπεί σε καθολικό μοναστήρι όταν οι Ενετοί  είχαν καταλάβει την περιοχή.

Ανήκε στο χωριό Κόκκινος (Λούτσοβος) και γιόρταζε στις 23 Αυγούστου, το μεγάλο πανηγύρι που γινόταν συγκέντρωνε πλήθος κόσμου από την γύρω περιοχή.


Η φωτογραφία όπου φαίνονται τα ερείπια είναι του 1972 η άλλη που φαίνεται η εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία είναι του 1960.
1198 μ.Χ. κτίστηκε η Αγία Μονή με την επαναχρησιμοποίηση υλικών αρχαίου κτηρίου. Για τα εκεί ερείπια, Ελληνιστικά και Βυζαντινά, κάνει λόγο και ο Woodhouse. Λόφος και μοναστήρι βρίσκονται τώρα στον βυθό της τεχνητής λίμνης του Μόρνου. Ακριβώς απέναντι από την Αγία Μονή, στην αριστερή, ανατολική, όχθη του Μόρνου, στα ΒΑ. του Στενού, είναι χτισμένο με αρχαίο υλικό, πιθανώς πάνω σε αρχαίο ιερό, το προαναφερθέν εκκλησάκι του Αγίου Βασιλείου, τώρα βυθισμένο στην τεχνητή λίμνη. Ευνόητο είναι ότι αυτή η οχυρή θέση θα αποτελούσε προφανώς το δυτικότερο περιφερειακό φρούριο της επικράτειας των Καλλιέων. 

Απόσπασμα από το βιβλίο του

IΩΑΝΝΗ ΝΕΡΑΝΤΖΗ: 


Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ [ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ]

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Στο βυθό της λίμνης Μόρνου

 

Αυτό το τοπίο σήμερα είναι θαμμένο από τα νερά της λίμνης του Μόρνου και ήταν τμήμα του Λουτσοβιώτικου κάμπου.Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη τον Σεπτέμβρη του 1972 από την θέση όπου  ήταν η καλύβα του Βαγγέλη του Ανέστου ακριβώς δίπλα στο δημόσιο δρόμο Λιδωρικίου - Ναυπάκτου. Στο βάθος διακρίνεται ο λόφος του Κάστρου του Βελούχοβου και το Στενό. Επίσης διακρίνεται δεξιά το αγροτόσπιτο του Μήτσου του Κοράκη (Καμάρας) στη θέση ψηλά αμπέλια. Στο κέντρο φαίνεται η περιοχή Μαρμαράκι όπου ήταν το σπίτι του Μπερτσιά (Κατσαβός).

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Στο βυθό της λίμνης

 

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη τον Σεπτέμβρη του 1972  από την  μεγάλη λάκα που ήταν πάνω από την Αγία Μονή. Στο βάθος διακρίνεται η Στόχοβα και ένα μεγάλο μέρος του ποταμού, όλη η περιοχή σήμερα είναι σκεπασμένη από τα νερά της λίμνης του Μόρνου.

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων, (Κωστας Κολοκυθάς)

 Άλλος ένας χωριανός μας έφυγε σήμερα ...

Ο Κώστας Κολοκυθάς  γεννήθηκε το 1933 και ήλθε από μικρή ηλικία στην Αθήνα αναζητώντας ευκαιρίες  για να προκόψει. Εργάστηκε σκληρά και προόδευσε, σταδιοδρόμησε με επιτυχία στο οργανισμό των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας. Δημιούργησε με την αξέχαστη Ολυμπία μια εξαιρετική οικογένεια,  ζούσε στην Κηπούπολη στο Περιστέρι. Ήταν άνθρωπος καλοσυνάτος, πολύ αγαπητός και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης.Αγαπούσε την γενέθλια γη και μέσα από τον Σύλλογο του χωριού για πολλά χρόνια προσέφερε τις υπηρεσίες του. Στην δεκαετία του 70 είχα την χαρά να συνεργαστούμε  στο ΔΣ του Συλλόγου και διαπίστωσα το πάθος και την αγάπη για το χωριό.

Η πιο κάτω φωτογραφία (5/4/1981) είναι στην αυλή του Καραγιάννη από δράση του συλλόγου για την απογραφή.

θερμά συλλυπητήρια στους οικείους.

Καλό ταξίδι Κώστα

Κ Μπερτσιάς 



Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

αξέχαστα χρόνια!!

 


ξεχασμένες ιστορίες με μεγάλη αξία!!

 Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΡΑΚΗΣ, Αντγος ε.α.,
τέως πρόεδρος ΕΑΑΣ, με καταγωγή από τον Κόκκινο, γιός του Πέτρου  και της Μαρίας .

 Tο περιστατικό είναι παλιό, αλλά το μήνυμά του είναι πάντα επίκαιρο. Είναι από εκείνες τις «ξεχασμένες» ιστορίες που σπάνια έρχονται στην δημοσιότητα και συ- νήθως τις περισσότερες τις «καταπίνει» ο χρόνος όχι διότι δεν έχουν ενδιαφέρον αλλά διότι οι πρωταγωνιστές τους δεν επιδίωξαν να τις εξαργυρώσουν με παράσημα και προβολή.
Όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Ελλάδα τον Οκτ. του 1944 δεν συνέβη το ίδιο και στα Δωδεκάνησα καθώς οι Σύμμαχοι κυριαρχούσαν στην Θάλασσα και η αποχώρηση των Γερμανών από τα νησιά ήταν δύσκολή. Τα Γερμανικά Στρατεύματα που απέμειναν στην Ρόδο αναγκάσθηκαν να παραδοθούν στους Συμμάχους και η σχετική συνθήκη υπογράφθηκε στις 9 Μαΐου 1945 στην Σύμη. Οι Συμμαχικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τα Δωδεκάνησα αλλά δεν τα παραχώρησαν στην Ελλάδα.
Τον Μάρτιο του 1946 έγιναν οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές στη χώρα μας και τον Ιούλιο άρχισαν στο Παρίσι οι εργασίες της διάσκεψης για την σύναψη συνθηκών ειρήνης με τους δορυφόρους της Γερμανίας (Ουγγαρία-Ρουμανία-Φιλανδία-Βουλγαρία και Ιταλία). Την Ελλάδα εκπροσώπησε στο Παρίσι αντιπροσωπία με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό Κων/νο Τσαλδάρη και η οποία ενισχύθηκε από τους ηγέτες των κοινοβουλευτικών κομμάτων όταν εμφανίσθηκαν οι πρώτες δυσχέρειες. Η χώρα μας στην συνδιάσκεψη πρόβαλε μετριοπαθείς και δίκαιες διεκδικήσεις (Απελευθέρωση Δωδεκανήσου και Βορείου Ηπείρου, προσάρτηση Λωρίδας Ανατολικής Ρωμυλίας που ενίσχυε τη συνοριακή ασφάλεια της χώρας μας από τις συχνές επιδρομές των Βουλγάρων και περιελάμβανε μικρό πληθυσμό Πομάκων που μετά δυσφορίας ανέχονταν την Βουλγαρική κυριαρχία και τέλος ανάλογες επανορθώσεις για τις καταστροφές που έγιναν από τις επιθέσεις των Ιταλών και Βουλγάρων). Από τις παραπάνω διεκδικήσεις ικανοποιήθηκε μόνο μία, η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.
Κατά την διάρκεια των διαβουλεύσεων στο Παρίσι για την υπογραφή της συνθήκης παραχώρησης των Δωδεκανήσων, στην Ελληνική Κυβέρνηση περιήλθαν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι Τούρκοι επρόκειτο να ζητήσουν την χάραξη νέων θαλασσίων συνόρων ισχυριζόμενοι ότι ουδέποτε είχαν χαραχθεί οριστικά θαλάσσια σύνορα μεταξύ Δωδεκανήσου και Μικράς Ασίας. Φαίνεται ότι η Ιταλία, πιθανώς έναντι ανταλλαγμάτων, είχε δεχθεί να βοηθήσει την Τουρκία στο ζήτημα αυτό και αυτό επιβεβαιώνεται από την άρνηση της Ιταλίας να ανταποκριθεί στο αίτημα της Ελλάδος να της παραχωρηθεί αντίγραφο της συμφωνίας με το αιτιολογικό ότι μέσα στην αναταραχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε χαθεί και δεν βρέθηκε στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών. Παράλληλα και η Τουρκία έδωσε την ίδια απάντηση που έδωσε και η Ιταλία στο αίτημα της χώρας μας να της δοθεί αντίγραφο της συνθήκης ότι δηλαδή κάπου είχε χαθεί στα παλαιά αρχεία. H Ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Τουρκίας αλλά και την διαφαινομένη Ιταλο-Τουρκική μεθόδευση, ζήτησε από τον τότε Αρχηγό της «Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου» Ταξίαρχο Χρ. Τσιγκάντε, πρώην Διοικητή Ιερού Λόχου, να αναζητήσει και αποστείλει στο Υπουργείο Εξωτερικών, το δυνατόν συντομότερα, το τρίτο και τελευταίο αντίγραφο της συνθήκης που έπρεπε να υπάρχει στο αρχείο της Ιταλικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου στη Ρόδο. Η Ελληνική αποστολή απευθύνθηκε αμέσως στην εκεί Βρετανική Διοίκηση η οποία της επέτρεψε να ερευνήσει τα αρχεία της Ιταλικής Διοίκησης που είχαν περιέλθει στους Βρετανούς μετά την παράδοση της Δωδεκανήσου τον Μάιο του 1945.
Παρά την συστηματική έρευνα η συνθήκη δεν βρέθηκε. Η αποστολή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συνθήκη είχε κλαπεί και συνέχισε τις προσπάθειες ανεύρεσής της. Στο πλαίσιο των ερευνών η Στρατιωτική Αποστολή πληροφορήθηκε από Δωδεκανήσιο τέως υπάλληλο της Ιταλικής Διοίκησης ότι ανώτερος Ιταλός Υπάλληλος την ημέρα της παράδοσης είχε μεταφέρει φακέλους και άλλα υλικά από το γραφείο της Διοίκησης στο σπίτι του και ότι ενώ η οικογένειά του είχε επιστρέψει στην Ιταλία μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Ιταλικής Διοίκησης, αυτός παρέμεινε ακόμη στην Ρόδο (προφανώς για να διευθετήσει την πραμάτεια του). Με την παρέμβαση της Ελληνικής Αποστολής ο Ιταλός κλήθηκε από την Βρετανική Διοίκηση να επιστρέψει ότι είχε υπεξαιρέσει από τα γραφεία πλην όμως αυτός αρνήθηκε τα αποδιδόμενα σ΄ αυτόν. Στην συνέχεια η Ελληνική Αποστολή επεδίωξε την εξαγορά των εγγράφων με διαπραγμάτευση μέσω τρίτων προσώπων, χωρίς αποτέλεσμα. Στην επιτροπή περιήλθε η πληροφορία ότι εκτός των άλλων ο Ιταλός είχε πάρει μαζί του το επίχρυσο αγαλματίδιο της Θέμιδος που κάθε Σεπτέμβριο με την έναρξη λειτουργίας των δικαστηρίων, τοποθετείτο σε περίοπτο θέση στην αίθουσα τελετών.
Η Ελληνική αποστολή πληροφορήθηκε από Κύπριους Αστυνομικούς (Αγγλικής υπηκοότητας που υπηρετούσαν στην Βρετανική αστυνομία στην Ρόδο) την ημερομηνία αναχώρησης του Ιταλού από την Ρόδο και με την βοήθεια αυτών, όταν επιβιβάσθηκε στο πλοίο, του έγινε λεπτομερής έλεγχος των αποσκευών του. Δεν βρέθηκε η συνθήκη αλλά βρέθηκε το επίχρυσο αγαλματίδιο και οι Αστυνομικοί τον κατηγόρησαν για υπεξαίρεση κρατικής περιουσίας, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα γραφεία της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής και έφυγαν. Ήταν μια σπουδαία πατριωτική πράξη των Κυπρίων Αστυνομικών που θα είχαν σοβαρές συνέπειες εάν η Βρετανική Διοίκηση πληροφορείτο την εμπλοκή τους στις έρευνες της Ελληνικής Αποστολής. Ήταν βράδυ όταν ο Ιταλός μεταφέρθηκε στα γραφεία της αποστολής και την επομένη το πρωί το πλοίο επρόκειτο να αναχωρήσει για Ιταλία. Οι Έλληνες Αξιωματικοί περί το μεσονύκτιο έστειλαν στο δωμάτιο που κρατείτο ο Ιταλός, Δωδεκανήσιο υπάλληλο της αποστολής που μιλούσε Ιταλικά, για να του ψιθυρίσει κρυφά ότι οι Αξιωματικοί και ιδιαιτέρως ο Αρχηγός ήταν εξαγριωμένοι μαζί του διότι «όπως πήρε το αυτί του» δεν ήθελε να τους παραδώσει κάποιο έγγραφο που είχε στην κατοχή του και γι αυτό θα τον εξαφάνιζαν πνίγοντάς τον στην θάλασσα. Ο Ιταλός προσπάθησε να τον εξαγοράσει προσφέροντάς του μεγάλο χρηματικό ποσό προκειμένου να ενημερώσει Άγγλο Αξιωματικό, να τον φέρει στα γραφεία της Αποστολής για να κάνει αυτός την σχετική έρευνα. Ο υπάλληλος προσποιήθηκε ότι φοβόταν διότι θα τον σκότωναν και αυτόν. Το «κόλπο έπιασε και ο Ιταλός έσπασε» και τότε ζήτησε να τον παρουσιάσουν στον αρχηγό. Ο Τσιγκάντε με πολύ αυστηρό ύφος του είπε ότι αυτό που είχε κάνει να υπεξαιρέσει την Συνθήκη Ιταλίας-Τουρκίας (έριχνε τουφεκιά στα κούφια αφού δεν γνώριζε εάν στα έγγραφα που είχε πάρει ο Ιταλός ήταν και η συνθήκη) αποτελεί έγκλημα κατά της Ελλάδος και θα τον τιμωρούσαν όπως τιμωρούν οι Έλληνες τους προδότες εκτός εάν ομολογούσε πού είχε αποκρύψει την Συνθήκη και την εύρισκαν, θα τον συγχωρούσε και θα τον βοηθούσε να επιβιβασθεί στο πλοίο ώστε το πρωί να αναχωρήσει για την πατρίδα του. Ύστερα από πολλούς δισταγμούς, απαιτήσεις να παραδοθεί στη Βρετανική Διοίκηση, απειλές ότι θα ζητήσει ευθύνες η χώρα του από την Ελλάδα για την ταλαιπωρία που υπέστη, ο Ιταλός υποχώρησε όταν στο τέλος της συζήτησης ο Τσιγκάντε είπε δήθεν εκνευρισμένος «πάρτε τον από εδώ και να μην τον ξαναδώ» αφού χρόνια στα Δωδεκάνησα καταλάβαινε τα Ελληνικά. Ο Ιταλός αντιλαμβανόμενος την δυσχερή θέση του ζήτησε να μεταβεί σε φιλικό του σπίτι που είχε αφήσει ένα μπαούλο κλειδωμένο για να το φυλάξουν. Με συνοδεία δύο Αξιωματικών της αποστολής πήγε στο σπίτι όπου οι Αξιωματικοί βρήκαν την συνθήκη μαζί με διάφορα άλλα έγγραφα. Ολίγα λεπτά αργότερα επιβίβασαν τον Ιταλό στο πλοίο για να επιστρέψει στην πατρίδα του κρυφά διότι όλα αυτά είχαν γίνει με την βοήθεια Κυπρίων Αγγλικής υπηκοότητας Αστυνομικών και εν αγνοία της Βρετανικής Διοίκησης.
Την επομένη ημέρα αναχώρησε μέλος της Στρατιωτικής αποστολής για την Αθήνα και παρέδωσε την Συνθήκη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρωθυπουργός όταν πληροφορήθηκε το γεγονός απέστειλε τηλεγράφημα στον αρχηγό της Στρατιωτικής Αποστολής στην Ρόδο, εκφράζοντας τα συγχαρητήρια της Κυβέρνησης. Την τελευταία στιγμή ο Αρχηγός της Ελληνικής αντιπροσωπίας παρουσιάζοντας την συνθήκη στην συνδιάσκεψη στο Παρίσι πέτυχε να εξουδετερώσει την Τουρκική αντίδραση και να χαραχθούν τα ίδια θαλάσσια σύνορα που υπήρχαν μεταξύ της Ιταλικής Δωδεκανήσου και της Τουρκίας στην συνθήκη παραχώρησης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.
Το περιστατικό είναι παλιό, αλλά το μήνυμά του είναι πάντα επίκαιρο. Επαληθεύεται η συνεχής προσπάθεια της γείτονας χώρας να δημιουργεί εξελίξεις σε βάρος των Εθνικών μας συμφερόντων. Σε ότι αφορά την δική μας πλευρά αποδεικνύεται από πόσους αστάθμητους παράγοντας εξαρτώνται καμιά φορά τα Εθνικά μας συμφέροντα και το σπουδαιότερο ότι όταν το Δημόσιο αντλεί στελέχη από την δεξαμενή των ικανών και όχι «των φίλων» και αξιοποιεί αυτά, θα καταγράφονται επιτυχίες όπως η προαναφερομένη.
Το ιστορικό αυτό γεγονός δημοσιοποιήθηκε από επιστολή που έστειλε ο αείμνηστος Αντιστράτηγος ε.α. Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος σε εφημερίδα των Αθηνών και αναδημοσιεύθηκε στις 26 Απριλίου 1981 από την εφημερίδα Ελληνικός Βορράς της Θεσσαλονίκης. Ο Στρατηγός ήταν μέλος της Ελληνικής Στρατιωτικής επιτροπής Δωδεκανήσου και «έζησε τα γεγονότα από κοντά». Πρόκειται για έναν υπέροχο Αξιωματικό με πλούσια Στρατιωτική δράση που άφησε άριστες εντυπώσεις στους νεώτερους Αξιωματικούς ως Διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων.

  • Από την ΕΘΝΙΚΗ ΗΧΩ της ΕΑΑΣ – Π. Καρβουνόπουλος
    Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΡΑΚΗΣ, Αντγος ε.α.,
    τέως πρόεδρος ΕΑΑΣ.

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

 


 



 

Προγόνων αναμνήσεις


 


 

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Κάρκαρος, Γαλαξιδιωτικό διήγημα

Ο Κάρκαρος

Είχανε έρθει στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 60 από την Αυστραλία. Τρία αγόρια και δυο κοπέλες, κλασσικοί τουρίστες έφτασαν στο Γαλαξίδι και ξαφνικά, στους πρόποδες ενός λόφου, στο μυχό του λιμανιού είδαν μια φυσική είσοδο που τους παραξένευσε.

Μπαίνοντας διέσχισαν ένα στενό διαδρομάκι, σαν τούνελ για είκοσι-τριάντα μέτρα και μετά στα φώτα των φακών τους, φάνηκε  μια μεγάλη αίθουσα, όπως μια πελώρια εκκλησία, επίπεδο το πάτωμα και με δυο λιμνίτσες στις άκρες.

Η είσοδος σήμερα

Οι ντόπιοι την ήξεραν σαν τον Κάρκαρο, είχε σταθερή θερμοκρασία 17 βαθμούς χειμώνα-καλοκαίρι και χρησίμευε κάποτε για κοινοτικό ψυγείο τυριών, πριν έρθει το ρεύμα στο χωριό. Σαν ήλθε το ρεύμα, εγκαταλελειμμένη και ανοικτή, στέγαζε εφήμερους έρωτες στα σκοτεινά και την χρησιμοποιούσε για να ψαρεύει χέλια στις λιμνίτσες ο «γιος τ’ παπά ο μεγάλος», όταν ήταν η εποχή τους.

Ο Ιαν ήταν αναμφισβήτητα ο ηγέτης των τουριστών και είχε δαιμόνιο επιχειρηματικό μυαλό και πείσμα. Ετρεξε, έψαξε, ρώτησε και κατάφερε να νοικιάσει σχεδόν τσάμπα την σπηλιά για κάποια χρόνια. Εβγαλε άδεια νυχτερινού κέντρου κι’ έβαλε ρεύμα και μηχανήματα εξαερισμού, η υγρασία  ήταν τόση πολλή που μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι μέσα στην σπηλιά. Δεν πείραξε τα βράχια, τα άφησε για φυσικό ντεκόρ, έβαλε κρυφούς φωτισμούς σ’ αυτά, έφτιαξε μια κυκλική πίστα για τον χορό, αγαλματάκια στις λιμνούλες και φωτάκια στο τούνελ της εισόδου.

Η «Σπηλιά» ήταν έτοιμη, έφτανες στην είσοδο και δεν άκουγες τίποτε, προχωρώντας άρχιζε να μισοακούγεται η μουσική και πιο μετά έβλεπες σιγά-σιγά μέσα στους ατμούς της ομίχλης και τον κρυφό φωτισμό,  την νεολαία να χορεύει στην πίστα.  Εξωπραγματική κατάσταση αν προσθέσεις και την δροσιά των 17 βαθμών όταν έξω πλησίαζε τους σαράντα.

 

Ο Ιαν είχε προσεγγίσει τους πιτσιρικάδες και τους είχε προτείνει με δυο εισιτήρια κάθε εβδομάδα να έχουν ελεύθερη είσοδο όλες τις μέρες, πράγμα που βόλευε οικονομικά τους πιτσιρικάδες και εξασφάλιζε «μαγιά» για το μαγαζί του ώστε να μην είναι ποτέ άδειο  και «κρύο» για τους πρωτοεμφανιζόμενους πελάτες. Εξ άλλου η παραμονή στην σπηλιά πάνω από δυο ώρες ήταν προβληματική λόγω της υγρασίας, οι πιτσιρικάδες βγαίνανε, κάνανε τον περίπατό τους στο παρακείμενο δασάκι και ξαναέμπαιναν.

Μετά τις 12, αν είχαν πλακώσει τα γειτονικά χωριά, ο Ιαν το γύριζε σε «μελαχρινάκι, ντιμπιντιμπιντάι» και κονόμαγε χοντρά, να βγάλει τον χειμώνα πίσω στην Αυστράλια.

Η σπηλιά ήταν κάτι ξεχωριστό, κάτι εκτός σύγκρισης, κάποιοι κοσμογυρισμένοι λέγανε πως υπήρχε μια άλλη τέτοια σπηλιά-ντισκοτέκ στο Μεξικό.

Η ντισκοτέκ έγινε γρήγορα γνωστή και επισκέψιμη από τους έχοντες σκάφος ενώ από στεριά οι επισκέπτες έρχονταν από Πάτρα μέχρι Λειβαδιά, προκαλώντας την μήνιν των άλλων ιδιοκτητών ντισκοτέκ που δεν μπορούσαν να την συναγωνισθούν.

Μουσικά η Ελλάδα τότε υπαγότανε στα γούστα του Μαστοράκη κι έτσι μουσικά γεγονότα όπως το Γούντστοκ,  συγκροτήματα όπως οι Τζέφερσον και τραγουδιστές όπως ο Ντύλαν  δεν κυκλοφορούσαν σε δίσκους αλλά στην σπηλιά η δισκοθήκη της ερχότανε κάθε άνοιξη από την Αυστραλία και ήταν πλήρως ενημερωμένη με τραγούδια που ακούστηκαν κάποια χρόνια μετά στην Ελλάδα.

Με τα χρόνια οι δυο Αυστραλοί που την λειτουργούσαν και οι δυο κοπέλες που είχαν την δισκοθήκη και το μπαρ είχαν αποκτήσει φιλικές σχέσεις με τους σταθερούς του καλοκαιριού και τους ντόπιους όπως ήταν φυσικό.

Νωρίς, μόλις σκοτείνιαζε, ο γράφων έμπαινε μέσα στην σπηλιά και μόλις τον έβλεπε η αυστραλέζα στους δίσκους έβαζε το Winterlude που του άρεσε και μετά το “Man In Me” που της άρεσε, τα άκουγε κι έφευγε. Οταν καθόταν περισσότερο ακούγανε όλο το ελ πι (New morning, Bob Dylan, 1971), δεν ήταν μουσική για ντίσκο.

Οπως όλα τα καλά πράγματα τελειώνουν κάποτε, έτσι και η περίοδος ενοικίασης της σπηλιάς έληξε (νομίζω μαζί με την χούντα ή κάνα χρόνο μετά) και για την ανανέωση η τιμή εκτινάχτηκε στα ουράνια. Οι αυστραλοί έκριναν ασύμφορο το καινούργιο νοίκι και αποχώρησαν, η σπηλιά περιήλθε στα χέρια ενός επιχειρηματία από την Αμφισσα.

Με αυτόν η σπηλιά άλλαξε, έχασε την αισθητική της που είχαν διατηρήσει οι αυστραλοί, μοντερνοποιήθηκε με προβολείς και εκατοντάδες πολύχρωμα λαμπάκια και άλλα που ίσως συμβάδιζαν με τα γούστα της καινούργιας  νεολαίας.

Η καθεστωτική αλλαγή όμως έφερε κι άλλες εκτιμήσεις για την νομιμότητα και οι αγώνες των εχθρικών ντισκοτέκ από Λειβαδιά ως την Πάτρα δικαιώθηκαν. Η σπηλιά δεν είχε έξοδο κινδύνου και μετά μια σεζόν η άδεια της ανακλήθηκε αν και για αρκετά χρόνια είχε λειτουργήσει απρόσκοπτα. Πρακτικά ήταν αδύνατον να φτιαχτεί  έξοδος κινδύνου από την κυρίως αίθουσα που βρίσκεται μέσα στο βουνό κυριολεκτικά.

Μια χρονιά βγήκε με μια μέρα ανοικτή, δυο κλειστή, η επόμενη σεζόν με μια-δυο μέρες λειτουργίας στα κρυφά, με υπόγεια πληροφόρηση, μετά ησυχία και η τελευταία μέρα που λειτούργησε πρέπει να ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια στην δεκαετία του 80 που έληξε εν τη γενέσει της.

Μια φωτογραφία δείχνει τους βανδαλισμούς που ακολούθησαν,  πριν σφραγισθεί οριστικά.







διήγημα του Gpointofview 

Πηγή: sarantakos.Wordpress.com









Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Γεώργιος Καψάλης

 Είχα τύχη να γνωρίζω πολύ καλά και τον Γιώργο και τον αδελφό του Κώστα και την ιδιαίτερη χαρά να με τιμήσουν με την φιλία τους . Το έργο τους για την Λιδωρίκι και για την Δωρίδα είναι τεράστιο και οφείλουμε ως Δωριείς μεγάλη ευγνωμοσύνη σε αυτούς τους άνδρες .

Κ Γ Μπερτσιάς 

Γεώργιος Καψάλης (1938 - 1999): ο "βιογράφος" του Λιδωρικίου και της Φωκίδας

Πηγή:orinidorida.blogspot.com

 





















Ο  Γεώργιος Καψάλης του Ευθυμίου, δημοσιογράφος και συγγραφέας,  γεννήθηκε στις 
11.11.1938 στο Λιδωρίκι. Παντρεύτηκε την  Χρύσα Γρ. Χασάπη με την οποία απέκτησε δύο γιούς.
 Σπούδασε στο Κέντρο Δημοσιολογικών Ερευνών και προσλήφθηκε στην ΑΤΕ (Αγροτική Τράπεζα), 
τοποθετήθηκε αρχικά το 1965 στο Λιδωρίκι  και μετά από λίγα χρόνια αποσπάστηκε στο 
κεντρικό Κατάστημα των Αθηνών. Αργότερα υπήρξε μετακλητός διευθυντής του υπουργείου Παιδείας 
και του υπουργείου Δημ. Έργων.
 

Υπήρξε μέλος του Συμβουλίου των Ελλήνων, του ΕΕΣ, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της 

Εταιρείας Ελλήνων Δημοσιολόγων, της Δωρικής Αδελφότητας, του Συνδέσμου Λιδωρικιωτών κ.α. 

 Αφιέρωσε τον ελεύθερο χρόνο του στην ιστορική έρευνα του Λιδωρικίου και ευρύτερης περιοχής 

καταφέρνοντας να εκδόσει σημαντικά λαογραφικά και ιστορικά βιβλία. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει 

στην Εφημερίδα "Λιδωρίκι" που εξέδιδε την δεκαετία του '80. 


 Έργα του:

  • Δωριείς που ξεχώρησαν
  • Προσωπικότητες της Ρούμελης
  • Φωκίδα - Λησμονημένες σελίδες
  • Οι εφημερίδες του '21
  • Θανάσης Νανίκας και οι πολιορκητές του κάστρου των Σαλώνων
  • Στην Φωκίδα του 1851
  • Η πρώτη Δωρική εφημερίδα
  • Λιδωρικιώτικα 1983
  • Το Θέμα της Αλεξανδρέττας
  • Λιδωρίκι: επιτέλους Δήμος

Για την προσφορά του τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου, με το παράσημο 

του Τάγματος Αγιάς Αικατερίνης Σινά κ.α.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

"Παροιμίες και εκφράσεις της Δωρίδας"

 

 "Παροιμίες και εκφράσεις της Δωρίδας"
















Η Δωρίδα, η Παρνασσίδα, η Φωκίδα ολόκληρη, βρίσκεται στην καρδιά της Ρούμελης. Η Ρούμελη, τόπος 

με πολύ βαθιά ιστορία με πρώτους κατοίκους τους Πελασγούς, υπήρξε στην ιστορική της πορεία 

τόπος ιερός, 

σεβαστός, τόπος αντρειοσύνης και αυτοθυσίας, που τόσα και τόσα πρόσφερε στο Έθνος και 

τη φυλή μας. 

Ύψιστες αρετές του Ελληνισμού όπως η ελευθερία, η άδολη περηφάνια, η λιτότητα, η σεμνότητα, 

η ευθύτητα, η 

φιλοξενία, η φιλοτιμία, βρήκαν γόνιμο έδαφος και ρίζωσαν σ' έναν κακοτράχαλο ορεινό όγκο 

των Βαρδουσίων, 

της Οίτης, της Γκιώνας του Παρνασσού, της μάνας Ρούμελης. 

Οι ορεσίβιοι της Δωρίδας, Παρνασσίδας, Φωκίδας καλλιέργησαν αυτές τις αρετές και με τα ήθη, 

τα έθιμα, τους

 μύθους τους θρύλους, τις παραδόσεις, τις δοξασίες, τις παροιμίες, τα γνωμικά τους, τις στερεότυπες

 εκφράσεις τους, 

τον πλούσιο συναισθηματικό τους πλούτο, την ντοπιολαλιά τους που εκφράζει τη λαϊκή ψυχή 

και σφραγίζει

 όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής τους ζωής, σμίλεψαν το λαϊκό μας πολιτισμό της Λωρίδας,

 της Παρνασσίδας, 

της Φωκίδας, της Ρούμελης ολάκερης. [...]

  Εκδόσεις: ΠΛΗΘΩΡΑ, Έκδοση: 28/05/2020, ISBN: 9789608203600, Αρ. Σελίδων 123

 

Ο Φώτης Κατσούδας γεννήθηκε στο Παλαιοξάρι Δωρίδας-Φωκίδας το 1949. Τελείωσε το Δημοτικό

 Σχολείο 

στο χωριό του και το Γυμνάσιο στο Ευπάλιο Δωρίδας. Έδωσε εξετάσεις το 1967 στο Πανεπιστήμιο

 και

 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έλαβε το πτυχίο του και μετά την 

στρατιωτική 

του θητεία διορίστηκε στη μέση εκπαίδευση ως φιλόλογος καθηγητής και υπηρέτησε στο 

Λύκειο Αρρένων 

του Αγίου Δημητρίου (Μπραχάμι), στο Γυμνάσιο και Λύκειο Κατούνας Ξηρομέρου 

Αιτωλοακαρνανίας, στο 2ο 

Γυμνάσιο Αρρένων Ναυπάκτου , στο Γυμνάσιο και Λύκειο Δροσιάς Αττικής ,

 στο 2ο Γυμνάσιο και Λύκειο 

Χολαργού και τέλος στο 1ο Λύκειο Νέου Ψυχικού ως καθηγητής και Διευθυντής Λυκείου, 

απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Παράλληλα με το διδακτικό του έργο ασχολήθηκε και με τα κοινά του χωριού. Διετέλεσε 

μέλος και Πρόεδρος

 της Ένωσης Παλαιοξαριτών και αρθρογραφούσε στην εφημερίδα της Ένωσης «Το Παλαοξάρι».

 Με τη συνταξιοδότηση του εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα στο χωριό του και ασχολείται αποκλειστικά

 με την συγγραφή. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. 

 

Περπατώντας προς το χωριό Κάλλιο. Μία Τοπολογία Συνύπαρξης.

 Το χωριό Κάλλιο και η τεχνητή λίμνη του Μόρνου, συνιστούν την βάση του 

θέματος αυτής της διπλωματικής εργασίας. Προσεγγίζεται ο τόπος στον οποίο 

αυτά συνυπάρχουν, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο ενός υδάτινου οικοσυστήματος - με 

αυτό να σημαίνει, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του, τα δυναμικά του στοιχεία και

 τις μεταβολές που αυτά επιφέρουν στο τοπίο, σε βάθος χρόνου. Το χωριό Κάλλιο, μέσα 

στα νερά του ταμιευτήρα, αποδομείται στον δικό του φυσικό χρόνο, συνιστά την μορφολογία 

του βυθού και υπενθυμίζει τον ανθρωπογενή χαρακτήρα του τοπίου. Κατά την μελέτη

 του τόπου, γίνεται η προσπάθεια κατανόησης των εμφανών στο τοπίο στοιχείων - των

 ιζηματικών αυτών αφηγήσεων -  που εξιστορούν τί συνέβη αλλά και τί συμβαίνει 

σε αυτό το συνεχώς μεταβαλλόμενο πεδίο.

 Oι πρακτικές που προτείνονται για την υποστήριξη του υδάτινου βιοτικού κι αβιοτικού 

κόσμου, σε συνδυασμό με την διάθεση μιας διαδρομής στον επισκέπτη της λίμνης, 

επιχειρούν την ανάπτυξη συμβιωτικών σχέσεων, προβάλλουν ένα ξεκίνημα συνύπαρξης, 

μέσα από τον σχεδιασμό, κι ίσως ένα διάλογο μεταξύ των humanκαι non-humanοργανισμών 

της περιοχής.

Επιβλέποντες: Κοτιώνης Ζήσης, Κουζούπη Ασπασία



Αριθμός Αναφοράς: 813

Στο βυθό της λίμνης


 Μερική άποψη του κάμπου του Λούτσοβου-σήμερα στο βυθό της λίμνης Μόρνου-

Η φωτογραφία είναι του 1972 τον Σεπτέμβριο. Έχει τραβηχτεί από την πανύψηλη καρυδιά του παππού μου Νίκου Κοράκη στην θέση Τσαμπάδες . Σε πρώτο φόντο είναι το αγροτόσπιτο του Γιώργου Κολοκυθά (αγροφύλακας) και στο βάθος ,στο τέλος του δρόμου, ο μικρός λόφος  της Αγίας Μονής.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

Κων Σάθας

 


Κων Σάθας: Ο αφοσιωμένος στην Πατρίδα ιστορικός

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

 

          Ο Κωνσταντίνος Σάθας (1842-1914), Γαλαξειδιώτης στην καταγωγή, είναι

 ο « αφοσιωμένος πολυγραφώτατος, ερευνητικώτατος και εμβριθέστατος

 φυσιοδίφης» της Ελλάδος, όπως επιγραμματικά τον χαρακτηρίζει ο εξαίρετος

 ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος ( Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία,

 Τόμος 10ος, στηλ. 1117-1119). Επί μία πεντηκονταετία ο Σάθας αναλώθηκε 

στην αποκάλυψη μιας εξόχου εποχής της Ελληνικής Ιστορίας, εντός της 

οποίας κυοφορήθηκε η μεγάλη Επανάσταση του 1821 και κερδήθηκε η ελευθερία 

του Έθνους.  Γράφει στην ίδια σελίδα ο Γριτσόπουλος: «Το όνομα του Κ. Σάθα

 εις την ιστορικήν έρευναν καταλαμβάνει θέσιν σπουδαίαν δια το πολύ και 

πρωτότυπον υλικόν, που περισυνέλεξε και εξέδωκε με πολλάς στερήσεις και

 υγείαν των οφθαλμών του όχι σταθεράν...Επομένως πρόκειται δια

χαλκέντερον ερευνητήν».

          Ο διατελέσας πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων. Τσάτσος, ανηψιός του Κ. Σάθα

 εκ μητρός, σημειώνει: «Ησχολήθη εκ των πρώτων με την σκοτεινήν αυτήν περίοδον 

της ιστορίας του Έθνους (Σημ. γρ. Την Τουρκοκρατία)  και έφερε πρώτος εις

 φως ανεκτιμήτου αξίας κείμενα και σημαντικά γεγονότα...Απέθανε εις

 Παρισίους πτωχός και εγκαταλελειμένος, με την πικρίαν ότι δεν εβοηθήθη 

εις το εκδοτικόν του έργον».(Πρόλογος Κων. Τσάτσου εις βιβλίο Κων. Σάθα

 «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Τόμος πρώτος, Εκδ. Οργ. Λιβάνη, Αθήνα, 1995, σελ. 11-12).

 Το πλείστο μέρος του βίου του ο Σάθας το πέρασε στις βιβλιοθήκες 

της Βενετίας, των Παρισίων, των Αθηνών και των Πατριαρχείων της Ανατολής.

          Στο βιβλίο του «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς» (1η Εκδ. τέκνων Αν. Κορομηλά, 

Αθήνησι, 1869) με εμπεριστατωμένο και τεκμηριωμένο  τρόπο περιγράφει το 

πώς οι Έλληνες από της ημέρας της Αλώσεως της Βασιλεύουσας αγωνίσθηκαν

 να διατηρήσουν την ταυτότητά τους και να αποτινάξουν τον ζυγό της τυραννίας. 

Γράφει στον πρόλογο (τον ονομάζει «Είδηση») του εν λόγω έργου ότι οι Έλληνες

 που διεσπάρησαν στην Δυτική Ευρώπη αποδείχθηκαν «στοιχεία ζωτικά, έκαστον

 των οποίων έφερεν εντός αυτού ολόκληρον το έθνος» και «το τέως

 μυκτηριζόμενον όνομα του Βυζαντινού Γραικύλου εθαυμάσθη υπό της Ευρώπης, 

την οποίαν εξεπαίδευσε και της οποίας τους στρατούς ωδήγησεν εις τα πεδία των νικών». Γράφει και για τον Έλληνισμό, που έμεινε στην υπό τυραννία πατρίδα, 

«αμέσως ανακύψας και επί των ορέων κατασκηνώσας κατά τον μέγαν εκείνον 

και πολυχρόνιον κλύδωνα ηνδρούτο διωκόμενος και εναλλάξ νικών και 

νικώμενος παρθένος διετηρήθη, ως οι διασώσαντες αυτόν παρθενικοί βράχοι» 

(Σελ. α΄ και β΄).

          Για όλη αυτή τη δράση του Έθνους τονίζει ο Σάθας, στην ίδια «Είδηση»:

 «Υπέρ πίστεως και πατρίδος ηγωνίσθη το έθνος. Δια του σταυρού και της

 ρομφαίας απέκτησε την ελευθερίαν. Οι μάρτυρες της ορθοδόξου πίστεως 

και οι αρειμάνιοι του εθνισμού πρόμαχοι εισίν οι δίδυμοι της ελληνικής 

ελευθερίας αστέρες» (Σελ. β΄).

Γράφει και κάτι πολύ επίκαιρο σήμερα ο Σάθας: «Η Δύση με την Άλωση

 είδε να εκπληρώνεται ο σκοπός, τον οποίο «από εξακοσίων ετών 

λυσσωδώς επεδίωκεν» (Σελ. 1). Αλλά η χαρά της εκείνη ήταν στιγμιαία, 

διότι οι Φράγκοι αμέσως έκπληκτοι είδαν ότι οι Τούρκοι εξ ίσου 

θεωρούσαν εχθρούς και τους λατρεύοντας τον Χριστόν και τους ασπαζομένους 

τα σανδάλια του θεωρουμένου διαδόχου του αλιέως (Απ. Πέτρου). Και

 σήμερα στη Δύση κάποιοι δεν θέλουν να καταλάβουν ότι οι προκλήσεις

 των Τούρκων σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου αφορούν άμεσα και τους ίδιους.

          Η επίμοχθη εργασία του Σάθα στη Βενετία, από το 1872 έως το 1894, 

στη Μαρκιανή βιβλιοθήκη και σε αυτή της ενορίας του Αγ. Γεωργίου των Ελλήνων, απέδωσε την έκδοση της επτάτομης «Μεσαιωνικής Βιβλιοθήκης». Αυτή 

περιέχει συλλογή βυζαντινών και μεταβυζαντινών κειμένων, μετά εισαγωγών 

και υπομνημάτων. Σημαντικό για την κατανόηση της εποποιίας των Ελλήνων για 

να φθάσουν στην Επανάσταση του 1821 είναι το άνω των χιλίων σελίδων 

σύγγραμμά του «Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων

 (1453 – 1821)» (Εν Αθήναις, Τυπ. Τέκνων Ανδρ. Κορομηλά, 1868).  Στο εν λόγω 

πόνημά καταγράφει 1315 διδασκάλους του Γένους, από τους οποίους οι 365 τον

 18ο αιώνα. Σχεδόν όλοι τους είναι κληρικοί, ή λαϊκοί πιστά μέλη της 

Ορθοδόξου Εκκλησίας (Βλ. σχ. Γ.Ν. Παπαθανασόπουλου «Ο Διαφωτισμός και ο 

Ελληνισμός», Εκδ. «Τήνος», Αθήναι, 2019, σελ. 28-29).    

          Ο Σάθας ζει στην εποχή, που πολλοί μορφωμένοι Έλληνες επηρεάζονται 

από το μίσος του Κοραή προς τον άνω της χιλιετίας διατηρηθέντα Βυζαντινό πολιτισμό. Ο ίδιος δεν έμεινε ανεπηρέαστος. Στην εργασία του «Έλληνες στρατιώται εν τη 

Δύσει και αναγέννησις της Ελληνικής τακτικής» γράφει ότι υπήρχε αντίθεσις

 μεταξύ Βυζαντίου και Ελλήνων, λες και οι Έλληνες δεν ήσαν το Βυζάντιο. 

Στη συνέχεια απεναντίας αναφέρει: «Η αληθής αναγέννησις του ελληνικού 

έθνους άρχεται από της ιδρύσεως (Σημ. γρ. Αμέσως μετά την Άλωση) των πρώτων

 εν Ελλάδι σχολείων, εν οις παραδόξως βλέπομεν αυτούς τους 

καλογήρους διδασκάλους, εμπνέοντας εις τους ακροατάς των ίσην προς την πατρίδα

 και την πίστιν αγάπην. Εν ονόματι του Λεωνίδα και του Χριστού πίπτουσιν

 εν Θερμοπύλαις δύο καλόγηροι, ο Διάκος και ο Σαλώνων Ησαΐας....» 

 (Περ/κό «ΕΣΤΙΑ», τόμος ΙΘ΄ -2/6/1885 και Τόμος Κ΄ -8/9/1885, Ανατύπωση Βιβλ.

 Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα, 1986, σελ. 40).

          Ως έντιμη προσωπικότητα ο Σάθας διχάζεται ανάμεσα στα όσα

 γράφει αβασάνιστα  ο Κοραής και σε όσα ο ίδιος ανακαλύπτει στην 

μακροχρόνια ιστορική έρευνά του. Ένα παράδειγμα: Στη μελέτη για τους 

στρατιώτες στη Δύση γράφει πως στα μέσα του 15ου αιώνα στην Βενετία 

υπήρχαν αρκετές χιλιάδες Έλληνες, που ζούσαν «περιφρονούμενοι ως σχισματικοί

 και αναγκαζόμενοι να φοιτώσι εις τους καθολικούς ναούς. Ούτε τα πτώματα

 των νεκρών εσέβετο ο φανατικός παπικός κλήρος, όστις ελάμβανε μεν χρήματα, 

όπως τοις χορηγήση ταφήν, αλλά μετ’ ολίγον τους εξέθαπτε και τους έρριπτε εις

 την θάλασσαν». Τότε οι υπηρετούντες στον ενετικό στρατό άνδρες υπέβαλαν 

στο συμβούλιο των Δέκα αναφορά, με την οποία ζήτησαν να επιτραπεί στο

 ελληνικό γένος να κατασκευασθεί ναός στο όνομα του προστάτη τους Αγίου

 Γεωργίου. Το αίτημα έγινε δεκτό και έκτοτε οι Έλληνες στη Βενετία έχουν το Ναό τους. Η αναφορά των Ελλήνων στρατιωτών άρχιζε έτσι: « Έκαστος πιστός 

χριστιανός χρεωστεί να προτιμά παντός άλλου την αγίαν θρησκείαν, θεραπεύων 

ταύτην πάση δυνάμει και επιμελεία, ως αρχήν και θεμέλιον πάσης πράξεως και

 οδηγόν προς το ποθητόν τέλος της μακαριότητος» (Αυτ. σελ. 247-249). 

          Όπως συμβαίνει με πολλούς λογίους, που προσέφεραν πολλά στην Πατρίδα, 

έτσι και ο Κων. Σάθας και το σπουδαίο έργο του έχουν αποθάνει στη μνήμη των 

περισσοτέρων Ελλήνων. Ακόμη και των Γαλαξειδιωτών, των απογόνων της ιδιαίτερης Πατρίδος του. Για το Γαλαξείδι εξέδωσε, με δική του επιμέλεια, το 1865 ένα από τα σημαντικότερα μεταβυζαντινά κείμενα, με τον τίτλο «Το χρονικό του Γαλαξειδίου», γραμμένο το 1703 από τον ιερομόναχο Ευθύμιο (Πενταγιώτη) στη μονή του Σωτήρος Χριστού, στο Γαλαξείδι.