Ο Κάρκαρος
Είχανε έρθει στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 60 από την Αυστραλία. Τρία αγόρια και δυο κοπέλες, κλασσικοί τουρίστες έφτασαν στο Γαλαξίδι και ξαφνικά, στους πρόποδες ενός λόφου, στο μυχό του λιμανιού είδαν μια φυσική είσοδο που τους παραξένευσε.
Μπαίνοντας διέσχισαν ένα στενό διαδρομάκι, σαν τούνελ για είκοσι-τριάντα μέτρα και μετά στα φώτα των φακών τους, φάνηκε μια μεγάλη αίθουσα, όπως μια πελώρια εκκλησία, επίπεδο το πάτωμα και με δυο λιμνίτσες στις άκρες.
Οι ντόπιοι την ήξεραν σαν τον Κάρκαρο, είχε σταθερή θερμοκρασία 17 βαθμούς χειμώνα-καλοκαίρι και χρησίμευε κάποτε για κοινοτικό ψυγείο τυριών, πριν έρθει το ρεύμα στο χωριό. Σαν ήλθε το ρεύμα, εγκαταλελειμμένη και ανοικτή, στέγαζε εφήμερους έρωτες στα σκοτεινά και την χρησιμοποιούσε για να ψαρεύει χέλια στις λιμνίτσες ο «γιος τ’ παπά ο μεγάλος», όταν ήταν η εποχή τους.
Ο Ιαν ήταν αναμφισβήτητα ο ηγέτης των τουριστών και είχε δαιμόνιο επιχειρηματικό μυαλό και πείσμα. Ετρεξε, έψαξε, ρώτησε και κατάφερε να νοικιάσει σχεδόν τσάμπα την σπηλιά για κάποια χρόνια. Εβγαλε άδεια νυχτερινού κέντρου κι’ έβαλε ρεύμα και μηχανήματα εξαερισμού, η υγρασία ήταν τόση πολλή που μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι μέσα στην σπηλιά. Δεν πείραξε τα βράχια, τα άφησε για φυσικό ντεκόρ, έβαλε κρυφούς φωτισμούς σ’ αυτά, έφτιαξε μια κυκλική πίστα για τον χορό, αγαλματάκια στις λιμνούλες και φωτάκια στο τούνελ της εισόδου.
Η «Σπηλιά» ήταν έτοιμη, έφτανες στην είσοδο και δεν άκουγες τίποτε, προχωρώντας άρχιζε να μισοακούγεται η μουσική και πιο μετά έβλεπες σιγά-σιγά μέσα στους ατμούς της ομίχλης και τον κρυφό φωτισμό, την νεολαία να χορεύει στην πίστα. Εξωπραγματική κατάσταση αν προσθέσεις και την δροσιά των 17 βαθμών όταν έξω πλησίαζε τους σαράντα.
Ο Ιαν είχε προσεγγίσει τους πιτσιρικάδες και τους είχε προτείνει με δυο εισιτήρια κάθε εβδομάδα να έχουν ελεύθερη είσοδο όλες τις μέρες, πράγμα που βόλευε οικονομικά τους πιτσιρικάδες και εξασφάλιζε «μαγιά» για το μαγαζί του ώστε να μην είναι ποτέ άδειο και «κρύο» για τους πρωτοεμφανιζόμενους πελάτες. Εξ άλλου η παραμονή στην σπηλιά πάνω από δυο ώρες ήταν προβληματική λόγω της υγρασίας, οι πιτσιρικάδες βγαίνανε, κάνανε τον περίπατό τους στο παρακείμενο δασάκι και ξαναέμπαιναν.
Μετά τις 12, αν είχαν πλακώσει τα γειτονικά χωριά, ο Ιαν το γύριζε σε «μελαχρινάκι, ντιμπιντιμπιντάι» και κονόμαγε χοντρά, να βγάλει τον χειμώνα πίσω στην Αυστράλια.
Η σπηλιά ήταν κάτι ξεχωριστό, κάτι εκτός σύγκρισης, κάποιοι κοσμογυρισμένοι λέγανε πως υπήρχε μια άλλη τέτοια σπηλιά-ντισκοτέκ στο Μεξικό.
Η ντισκοτέκ έγινε γρήγορα γνωστή και επισκέψιμη από τους έχοντες σκάφος ενώ από στεριά οι επισκέπτες έρχονταν από Πάτρα μέχρι Λειβαδιά, προκαλώντας την μήνιν των άλλων ιδιοκτητών ντισκοτέκ που δεν μπορούσαν να την συναγωνισθούν.
Μουσικά η Ελλάδα τότε υπαγότανε στα γούστα του Μαστοράκη κι έτσι μουσικά γεγονότα όπως το Γούντστοκ, συγκροτήματα όπως οι Τζέφερσον και τραγουδιστές όπως ο Ντύλαν δεν κυκλοφορούσαν σε δίσκους αλλά στην σπηλιά η δισκοθήκη της ερχότανε κάθε άνοιξη από την Αυστραλία και ήταν πλήρως ενημερωμένη με τραγούδια που ακούστηκαν κάποια χρόνια μετά στην Ελλάδα.
Με τα χρόνια οι δυο Αυστραλοί που την λειτουργούσαν και οι δυο κοπέλες που είχαν την δισκοθήκη και το μπαρ είχαν αποκτήσει φιλικές σχέσεις με τους σταθερούς του καλοκαιριού και τους ντόπιους όπως ήταν φυσικό.
Νωρίς, μόλις σκοτείνιαζε, ο γράφων έμπαινε μέσα στην σπηλιά και μόλις τον έβλεπε η αυστραλέζα στους δίσκους έβαζε το Winterlude που του άρεσε και μετά το “Man In Me” που της άρεσε, τα άκουγε κι έφευγε. Οταν καθόταν περισσότερο ακούγανε όλο το ελ πι (New morning, Bob Dylan, 1971), δεν ήταν μουσική για ντίσκο.
Οπως όλα τα καλά πράγματα τελειώνουν κάποτε, έτσι και η περίοδος ενοικίασης της σπηλιάς έληξε (νομίζω μαζί με την χούντα ή κάνα χρόνο μετά) και για την ανανέωση η τιμή εκτινάχτηκε στα ουράνια. Οι αυστραλοί έκριναν ασύμφορο το καινούργιο νοίκι και αποχώρησαν, η σπηλιά περιήλθε στα χέρια ενός επιχειρηματία από την Αμφισσα.
Με αυτόν η σπηλιά άλλαξε, έχασε την αισθητική της που είχαν διατηρήσει οι αυστραλοί, μοντερνοποιήθηκε με προβολείς και εκατοντάδες πολύχρωμα λαμπάκια και άλλα που ίσως συμβάδιζαν με τα γούστα της καινούργιας νεολαίας.
Η καθεστωτική αλλαγή όμως έφερε κι άλλες εκτιμήσεις για την νομιμότητα και οι αγώνες των εχθρικών ντισκοτέκ από Λειβαδιά ως την Πάτρα δικαιώθηκαν. Η σπηλιά δεν είχε έξοδο κινδύνου και μετά μια σεζόν η άδεια της ανακλήθηκε αν και για αρκετά χρόνια είχε λειτουργήσει απρόσκοπτα. Πρακτικά ήταν αδύνατον να φτιαχτεί έξοδος κινδύνου από την κυρίως αίθουσα που βρίσκεται μέσα στο βουνό κυριολεκτικά.
Μια χρονιά βγήκε με μια μέρα ανοικτή, δυο κλειστή, η επόμενη σεζόν με μια-δυο μέρες λειτουργίας στα κρυφά, με υπόγεια πληροφόρηση, μετά ησυχία και η τελευταία μέρα που λειτούργησε πρέπει να ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια στην δεκαετία του 80 που έληξε εν τη γενέσει της.
Μια φωτογραφία δείχνει τους βανδαλισμούς που ακολούθησαν, πριν σφραγισθεί οριστικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου