Παραθέτουμε πιο κάτω το επίμετρο, γραμμένο από τον Βαγγέλη Σπύρου, από το βιβλίο του Κ. Γ. Μπερτσιά με τίτλο: «θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις»
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
«ξηρασία» πολιτισμού μέσα στο νερό
της λίμνης Μόρνου
Είχαν σκεπαστεί, θα έλεγα είχαν «θαφτεί» στη χώρα της λήθης, από καιρό, πολλές μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια στον μικρό συνοικισμό Πέραμα του Διστράτου Άρτας, μαζί με όλα εκείνα που η λίμνη Πουρναρίου της ΔΕΗ σκέπασε και έθαψε στα θολοπράσινα σχεδόν νερά του ποταμού Άραχθου όταν,στα μέσα Ιανουαρίου 2021, έλαβα έναν άσπρο φάκελο από τον Κώστα Μπερτσιά με τη συλλογή διηγημάτων του και τίτλο «Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις».
Ήταν αφηγήσεις από τη ζωή του στον τόπο που γεννήθηκε, ώς τα 18 του χρόνια, σε μια όμορφη κοιλάδα που διέσχιζε ο Μόρνος ποταμός, πριν η κυβέρνηση αποφασίσει να «απαλλοτριώσει» την περιοχή και τους ανθρώπους για να κάνει μια τεχνητή λίμνη, να μαζέψει νερά και να τα μεταφέρει στην Αθήνα, να ξεδιψάσει τα εκατομμύρια Ελλήνων, που με λάθος πολιτικές στοίβαξε στην πρωτεύουσα στερώντας τους τη γη τους, τις πατρίδες, τους τόπους που γεννήθηκαν, το νερό σε κρύες βρύσες που είχαν στα χωριά και τις πόλεις, τον καθαρό αέρα στα διάσελα και προσήλια, τα χυμώδη φρούτα και νόστιμα κηπευτικά τους, τους γαλανούς ουρανούς, τα πολύχρωμα πουλιά, τα υγιεινά κυνήγια και κατοικίδια ζώα, τα ψάρια, το μοσχοβολιστό ψωμί στις γάστρες με ξύλα, τα γλυκοκελαϊδίσματα πουλιών και τις φωνές των κοπαδιών, τα πράσινα δέντρα γεμάτα οξυγόνο και τα πολύχρωμα λουλούδια στους κήπους και τα λιβάδια.
Μαζί με τα υλικά αγαθά κάθε τόπου, «αλλοτρίωσαν» και αποξένωσαν τον κοσμάκη από τις παραδόσεις, τους συγγενείς, τα έθιμα, το σχολείο, τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια, τα ιστορικά μνημεία, τα ιερά και όσια, τα πατροπαράδοτα, τις μνήμες καιρών και ανθρώπων, τις γέννες, τις γιορτές, τις συνήθειες, το εορτολόγιο, την προγονική συνέχεια, τους έρωτες, τα αρραβωνιάσματα, τους γάμους, τα μοιρολόγια, τις τελευταίες συνοδείες αποχαιρετισμών, τους επιτάφιους, τις γιορτές στα σχολεία, τις φωτογραφίες ξενιτεμένων που δεν ξαναήρθαν και περιμένουν, τα μνημόσυνα και τρισάγια των παπάδων στους τάφους, τους χορούς με κλαρίνα και κομπανίες στα προαύλια εκκλησιών και σχολείων, τους ήχους μανάδων που τριγυρνούσαν στα σπίτια, τους χωρισμούς ξενιτεμένων, τα «σημεία» αποχαιρετισμού ή επιστροφών, τα βλέμματα των συντρόφων της καθημερινότητας στα χωράφια, αλλά και τα εργαλεία, το τσαπί, το φτυάρι, το αλέτρι, τη σβάρνα, τη βαρέλα με το νερό και τόσα άλλα…
Μου ήρθε να σκούξω σαν μικρό παιδί και ν’ αφήσω δάκρυα να θαμπώσουν μάτια και σημειώσεις, καθώς οι διηγήσεις του Κώστα Μπερτσιά για τα χωριά και το χωριό του, που πνίγηκαν στα νερά του Μόρνου, ξέθαβαν δικές μου μνήμες, που ήταν ίδιες με τις δικές του. Ειλικρινά, μπέρδεψα πολλές φορές δικές μου μνήμες και θαμμένα όνειρα, όταν η πλανεύτρα σκέψη ήταν σίγουρη πως ήταν αλήθεια πως περπατούσα κι εγώ με τον Κώστα στα μέρη του, στα παραλίμνια του Μόρνου, στην ορεινή Δωρίδα, στο Λιδωρίκι, στην Καλλίπολη (Κάλλιο-Βελούχι), στο Λούτσοβο-Κόκκινο, στο Κροκύλειο, στο δρόμο Λιδωρικίου-Αρτοτίνας, στο Σεβεδίκο-Δωρικό, στον Άβορο, στο Αβορόρεμα, στο Κόκκινο, στο Περιβόλι-Αγλαβίστα, στα εκκλησάκια της Αγίας Μονής,Κοίμησης Θεοτόκου, Αγίας Τριάδας, Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, Προφήτη Ηλία, Μονή Προδρόμου, Αγίου Γρηγορίου, στο Στιλόρεμα, στο Γρανιτσόρεμα, στο Στενό που έκαναν διακοπές τα παιδιά του Αλή Πασά, στη γέφυρα του Μακρυγιάννη, στο Χάνι του Γκέκα, στις πλαγιές του Πύρνου και της Στάχοβας και στα Χάνια Λιδωρικίου…
Ξαναζωντάνεψε ο Κώστας, έτσι για την ιστορία, εικόνες ενός χωριού που μοιάζει με πολλά άλλα, χωρίς να είναι το ίδιο. Εικόνες όπου οι άνθρωποι «συνηθίζουν» να είναι ευτυχισμένοι το πρωί με τη δροσούλα, το μεσημέρι με το κάμα, το βράδυ με την αστροφεγγιά και τη σιωπή που σπάει ένα σκυλί που γαυγίζει, ένα κατσίκι που βελάζει, ένα κουδούνισμα προβάτου, ένα χλιμίντρισμα μουλαριού… Έτσι και στην κοιλάδα του Μόρνου είχαν «συνηθίσει» να βλέπουν εποχές να αλλάζουν, δέντρα με φύλλα και χωρίς, καλοκαίρια να αλλάζουν σε φθινόπωρο, τους χειμώνες να δέχονται την άνοιξη, βροχές μετά τον ήλιο, φως μετά το σκοτάδι, τον ήσυχο Μόρνο να φουσκώνει και να τους πνίγει τα χωράφια, μέχρι που σαν κεραυνός στη μικρή κοιλάδα ήρθαν οι μπουλντόζες να ισοπεδώσουν τις ζωές τους και τα χωράφια του Μπερτσοκώστα, του Καραγιάννη, του Κολοκύθα Γκέκα, του Τσιριμώκου, του Κασιμέρη, του Ανέστου, και να υψώσουν φράγμα στο Μόρνο και «ξηρασία» στον ρου μιας ήσυχης ζωής των χωριανών, που το «νερό της ύπαρξής» τους πότιζε περιβόλια, σπίτια, ζωντανά, πλατάνια, χωράφια, σπαρτά, αμπέλια, και από απέναντι η Γκιώνα κατέγραφε σαν φωτογραφική μηχανή της Ιστορίας, όπως κατέγραψε και τις φωνές του αγαθό-Βαγγέλη, που μπήκε μπροστά στα μηχανήματα καταστροφής της ζωής στον τόπο τον μικρό, τον μέγιστο, κάποτε εκεί μεταξύ 1972 και 1982, 180 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, στην πικρή δεκαετία που κράτησε να γίνει το «έργο».
Διαβάζοντας τα κείμενα του Κώστα για το «πνίξιμο» του χωριού και την πικρή άρνηση των συγχωριανών να το παραδεχτούν και να μην θέλουν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, θυμήθηκα παρόμοιες σκηνές λίγο πριν ο Άραχθος «πνίξει» και το δικό μου χωριό.
Ο πατέρας μου στο χωριό Πέραμα Διστράτου, λίγο πριν τα νερά «ανεβούν» και σκεπάσουν τον τόπο, έκανε έναν μεγάλο σταυρό δακρυσμένος, καθώς έβλεπε να μπαίνει το νερό της λίμνης από την άδεια πόρτα και τα θλιμμένα παράθυρα του σπιτιού μας και να «θάβει» στη βρεγμένη σιωπή τα όνειρά μας, τη γωνιά στο τζάκι που ζεσταινόμασταν και διαβάζαμε στη λάμπα ιχνογραφία και προπαίδεια, το δωμάτιο με το εικόνισμα της Παναγιάς και του Αϊ-Θανάση, εκεί που σαν έπεφταν κεραυνοί σταυροκοπιόμασταν λέγοντας «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδας», εκεί που έρχονταν κουμπάροι και συγγενείς μετά το πανηγύρι, εκεί που μπήκαν Ιταλοί και Γερμανοί και αντάρτες του Άρη και του Ζέρβα, ν’ αρπάξουν ό,τι βρισκούμενο και έξω τη γελάδα και τις γίδες, εκεί που κρυβόταν ο πατέρας στα αιματηρά κυνήγια των «εθνοπατέρων», εκεί που κάποιοι ήθελαν να ξεκοιλιάσουν με ξιφολόγχες μια έγκυο γυναίκα και η κραυγή της «μη ωρέ» ακούγονταν για χρόνια, εκεί που ήπιαμε αγιασμό και γάλα γαϊδάρας, στο «καρκαλέτσι- κοκκύτη » και στο κρεβάτι μας έβαζε λαδάκι από το εικόνισμα όταν πονούσε το αυτί, εκεί που πρωτοφορέσαμε καθαρά ρούχα να πάμε σχολείο… Ανέβαινε, ανέβαινε γύρω-γύρω στα λοφάκια το νερό και αγνάντευε από ένα πρόχειρο καλυβάκι ο πατέρας, που φρόντισε και πήρε από το σπίτι την πράσινη ξύλινη πόρτα και δύο παράθυρα για το νέο του στέκι, έξω από τα νερά. Εκεί έκανε μια νέα αρχή ζωής, πριν φύγει για πάντα μετανάστης στο Αγρίνιο, με όλους εμάς. Πήγε στη Μελίνα Μερκούρη στην Αθήνα και πήρε άδεια να κάνει το άδειο Σχολείο, που σώθηκε, Αγροτικό Μουσείο, μαζεύοντας διάφορα συντρίμμια και απομεινάρια μνήμης, εργαλεία και ενθυμήματα του χωριού. Όπως ορμά το γεράκι στα κλωσοπούλια αφήνοντας στο θρήνο την κλώσσα, έτσι όρμησε το νερό για να φτιάξει υδροηλεκτρικό σταθμό για φως η ΔΕΗ και μας σκόρπισε, άλλους στην Άρτα, άλλους στο Αγρίνιο, άλλους στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στη Γερμανία, στην Αλεξανδρούπολη, στην Πάτρα… (Τελευταίο το χωριό μας συνδέθηκε με ηλεκτρικό ρεύμα).
Το ίδιο σκόρπισαν και οι άνθρωποι της κοιλάδας του Μόρνου και κάποιοι πέθαναν μαραζωμένοι από το χτικιό του ξεριζωμού. Έτσι και στο χωριό του Κώστα Μπερτσιά, που με αυτό το βιβλίο δημιούργησε ένα «πνευματικό» καφενείο «Η Συνάντηση», για να μπαινοβγαίνουν και να συναντιούνται μνήμες και άνθρωποι από την κοιλάδα του Μόρνου και να θυμούνται τα καλαμπόκια και τα πλούσια περιβόλια των φιλοπρόοδων κατοίκων, που έμοιαζαν με τουςπροκομένους κατοίκους των ορεινών της Άρτας.
Κάποια μέρα θα ήθελα να τους διαβάσω ένα ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, με τίτλο «Ζωή», έτσι σαν φιλοσοφία, σαν παρηγόρια, σαν άποψη για την τρελή, ωραία, ευτυχισμένη και ασυλλόγιστη ζωή μας, που ίσως ταιριάζει πιο πολύ σ’ εμάς, τους ξενιτεμένους μετανάστες του τόπου μας, που είχαμε τόσα νερά, αλλά κάποιοι εφήρμοσαν ξηρασία πολιτισμού μέσα στα νερά της λίμνης, στη θέση Μαυρονέρι και στο Πουρνάρι ‘Άρτας.
Ζωή
Μαύρα κι ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά.
Μαύρα κι ανήσυχα γίδια σταθήκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κοιτάζουν.
Μες απ' το λόγγο, μες απ' τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο.
Α! ζωή τρελή που είσαι! Α ζωή!
Στον κόρφο του βουνού, σαν καλοσύνη που κρύβεται είν’ ένα εκκλησάκι.
Χρόνια διακόσια κοιμάται από ΄ξω ο καλόγερος που το ζωγράφισε – χρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια.
Στον κόρφο του βουνού είν΄ένα κάτασπρο εκκλησάκι.
Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή!
Απάνω στις λιλά μολόχες, απάμω στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθαν – έφυγαν.
Οι γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ’ τον πλάτανο.
Στον ίσκιο του ο γερο-πεύκος κοίμισεν ένα κοπάδι.
Στο λαμπρό γαλάζιο τ’ ουρανού άσπρα σύννεφα σβήνουν από ηδονή...
Α ζωή ευτυχισμένη που είσαι! Α ζωή!
Κι όμως την ώρα του δειλινού – δεν ξέρω τι θέλει το φως του άλλου κόσμου και χύνεται στα πεύκα, τι θέλει το φως του άλλου κόσμου...
Κι όμως τώρα που βράδιασε δεν ξέρω γιατί όλα στον κόσμο συλλογίζονται την αιτία των – γιατί το σκοτάδι απλώνεται σαν ένα μεγάλο νόημα...
Κι όμως τώρα που σκοτείνιασε, τα πλάσματα συλλογίζονται το νόημα τούτο, που το είχανε ξεχάσει το πρωί σήμερα με τον ήλιο, σήμερα με τις χαρές, και πάλι θα το ξεχάσουν αύριο με τον ήλιο, αύριο με τις χαρές...
Α ζωή ασυλλόγιστη που είσαι! Α ζωή!
(Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Πεζοί ρυθμοί»)
Ευάγγελος Σπύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου