Η ίδρυση της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας και οι ελαιώνες των Σαλώνων!
Προκειμένου να αντιμετωπίσει ο Κυβερνήτης Καποδίστριας την οικονομική ανόρθωση της χώρας επεδίωξε να συγκεντρώσει τα ανενεργά κεφάλαια πλούσιων ιδιωτών. Γι’ αυτό, στις 2 Φεβρ. 1828, δημιούργησε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, πρώτη ελληνική Τράπεζα, με διευθύνοντα σύμβουλο τον πρόβουλο της Οικονομίας Γ. Κουντουριώτη και σύμβουλους τους Γ. Σταύρου και Αλεξ. Κοντόσταυλο. Μάλιστα για να δώσει παράδειγμα, κατέθεσε ο ίδιος 1.000 τάληρα. Ο τόκος ορίστηκε στο 8%. Μέτοχοι μπορούσαν να γίνουν και εκείνοι που δεν είχαν ρευστό, αλλά προς πώληση προϊόντα.
Το υψηλό επιτόκιο ερμηνεύεται από τις μεγάλες χρηματικές ανάγκες της χώρας. Πρόθεση του συντάκτη του οργανισμού της Τράπεζας ήταν να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτό το πιστωτικό ίδρυμα. Αυτή λοιπόν η Τράπεζα σχηματίζεται με ιδιωτικά κεφάλαια, αλλά είναι φανερή η παρέμβαση του κράτους, κάτι που ήταν στις προθέσεις του Καποδίστρια. Αυτό έγινε με διάταγμα της 29 Μαρτίου 1828, με το οποίο υπήχθη στο Τμήμα της Οικονομίας του Πανελληνίου. Η δημιουργία αυτής της Τράπεζας απέβλεπε στην αντιμετώπιση των επειγουσών αναγκών της χώρας, έως ότου φθάσουν από το εξωτερικό τα αναμενόμενα χρήματα. Η εμπιστοσύνη όμως του λαού στην Τράπεζα κλονίστηκε, γιατί η άσχημη κατάσταση της οικονομίας τον έκανε να πιστεύει ότι θα συνεχιζόταν η επέμβαση του κράτους σ’ αυτήν και η «αρπαγή» των κεφαλαίων της για την κάλυψη κρατικών αναγκών. Γι’ αυτό οι εκκλήσεις του Καποδίστρια δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Επίσημοι ντόπιοι και ξένοι κατέθεσαν χρήματα, αλλά ο Καποδίστριας δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις καταθέσεις των προκρίτων, ιδίως των Υδραίων. Κατά τον Βακαλόπουλο, η απροθυμία των μεγαλοκτηματιών για κατάθεση χρημάτων στην Τράπεζα δεν οφειλόταν μόνο στην παράλειψη του Κυβερνήτη να ασφαλίσει τους μετόχους με υποθήκευση εθνικών κτημάτων, αλλά και σε άλλους λόγους: στην εξανέμιση κεφαλαίων εξαιτίας του μακροχρόνιου πολέμου ή στη φυγάδευσή τους στο εξωτερικό και στο ότι ο τρόπος καταβολής των κεφαλαίων στην Τράπεζα θεωρήθηκε ως ένα είδος καταναγκαστικού δανείου. Άλλωστε, οι πρόκριτοι είχαν δυνατότητα να δανείζουν χωρικούς με τόκο πέντε φορές μεγαλύτερο, ασφαλίζοντας τα δανειζόμενα χρήματα με υποθήκευση των κτημάτων των δανειζόμενων. Έπειτα, δεν φαινόταν στον ορίζοντα η προοπτική σύναψης νέων δανείων από το εξωτερικό. Έτσι, είτε κρύβουν τα χρήματά τους είτε τα επενδύουν σε αγορές γαιών ή τα δανείζουν με ενυπόθηκα δάνεια και υψηλούς τόκους. Για αύξηση των κεφαλαίων της ψηφίστηκε στις 3. 2. 1830 να δοθούν στην Τράπεζα για υποθήκευση οι σταφιδάμπελοι Κορίνθου και Βοστίτσας (Αιγίου), οι ελαιώνες των Σαλώνων (Άμφισσας), τα σμυριδωρυχεία και οι αλυκές της Νάξου και τα ορυχεία και οι αλυκές της Μήλου. Εντούτοις, οι εργασίες της δεν βελτιώθηκαν· αντίθετα παρατηρήθηκε μείωση των κεφαλαίων της και μαρασμός, παρά την ευχάριστη είδηση (Απρίλιος 1830) ότι η συνδιάσκεψη του Λονδίνου είχε απφασίσει να δοθεί στην Ελλάδα δάνειο ύψους 60.000.000 φράγκων. Μάλιστα, πολλοί καταθέτες άρχισαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, ενώ από τα μέσα του 1830 η Τράπεζα αδυνατούσε να αποδώσει στους καταθέτες πάνω από 50 τάλιρα. Τελικά, η Τράπεζα, ορθότερα η Κυβέρνηση, βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της, επιστρέφοντας τα κατατεθέντα κεφάλαια, δηλ. είχε ουσιαστικά πτωχεύσει, κάτι που πίκρανε τον Καποδίστρια. Γι’ αυτό διαλύθηκε το 1834 από την οθωνική Αντιβασιλεία. Εντούτοις, η διάθεσή του να δημιουργηθεί μία αξιόπιστη Τράπεζα ήταν έκδηλη λίγους μήνες πριν από τη δολοφονία του.
Πηγή: Γ. Β. ΝΙΚΟΛΑΟΥ Αναπληρωτής καθηγητής
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (1828-1831)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου