Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Παραδοσιακό κλαρίνο


Παραδοσιακό κλαρίνο

[Αφιερώνεται στα γνήσια παγκύρια των χωριών μας]
(της Αγγελικής Ταλαμάγκα)

Το κλαρίνο στη χώρα μας αποτελεί το κυριότερο μελωδικό όργανο στο λαϊκό μουσικό συγκρότημα που ονομάζεται κομπανία και αποτελείται από κλαρίνοβιολίλαούτο η κιθάρα και σαντούριΠρωτοεμφανίστηκε ως λαϊκό όργανο στα βόρεια μέρη της Ελλάδας πριν από περίπου 135 χρονιά στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονίαπριν από 80-90 χρόνια στη Θεσσαλία τη Ρούμελη και το Μωριάκι από γενιά σε γενικά κατέβηκε προς τα παράλιαΠριν από 60-70 χρόνια εμφανίζεται στη Στερεό Ελλάδα ενώ πριν από 40-45 περίπου χρόνια εμφανίζεται στην Αθήνα και σε μερικό νησιά του ΑιγαίουΣτην Κρήτη η παρουσία του είναι σχεδόν ανύπαρκτηΟυσιαστικά δεν ανήκει στη μουσική οργανολογία του λαού μας.


Η ιστορία της εισόδου του στον ελληνικό χώρο είναι
πολυδιάστατηΌπως αναφέρει η Δέσποινα Μαζαράκη
ήρθε με τους Τουρκόγυφτους από την Τουρκία και τα Βαλκάνια το 1835 και κατά τον Σταύρο Καράκαση και από την Ευρώπη μέσω των φιλαρμονικών της ΕπτανήσουΣτην κυρίως Ελλάδα εμφανίστηκε μέσω των τουρκικών στρατευμάτων κι αργότερα μέσω των ελληνικών μουσικών συγκροτημάτων (μπάντες). Ουσιαστικά ακολουθήθηκαν δύο δρόμοι:
1. Από τη Θεσσαλονίκη στη ΔΜακεδονία προς τη Στερεά με κύριο αντιπρόσωπο το Γέρο-Μέτο.
2.Από την Ήπειρο με κύριο αντιπρόσωπο το Σουλεϊμάνη.

Στην αρχή χρησιμοποιούνταν το κλαρίνο σε Ντο με δύο κλειδιά αργότερα με τρία και ύστεραμε έξιώσπου γύρω στα 1810 πήρε την τελειωτική του μορφήαυτή των 13 κλειδιώνΟιΈλληνες κατασκευαστές ακολούθησαν την ίδια ιστορική εξέλιξη στην κατασκευή τουκλαρίνου με εκείνη του κλαρινέτου στη Δυτική Ευρώπη.

Αρχικά λοιπόνέπαιζαν κλαρίνα με λίγα κλειδιάΆλλα από αυτά ήταν ξενόφερτα κι άλλαελληνικής κατασκευήςΕγχώριας παραγωγής ήταν οι τζουράδεςόργανα 40-50 πόντων (με τοπολύ έξι κλειδιά), φτιαγμένα από πουρνάρια κι από έλατοΟι τζουράδες εμφανίζονται αρχικόστη ΣιάτισταΑποτελούσαν ουσιοστικά κλαρίνα κουαρτίνα σε μι μπεμόλ που χρησιμοποιούσανοι στρατιωτικές μπάντεςΒέβαια στην παραδοσιακή μουσική η χρήση τους ήταν πρακτικώςδύσκολη αφού τα βιολιά δεν μπορούσαν να κουρδίσουν τόσο ψηλά.

Στην Ήπειρο και στα περισσότερα μέρη χρησιμοποιούσαν κλαρίνα σε σι μπεμόλΟιπερισσότεροι όμως από τους παλιούς και σχεδόν όλοι οι Τουρκόγυφτοι είχαν χαμηλά κλαρίνα σελα μπεμόλΘεωρούμε ότι ήταν καλύτερα για τους τραγουδιστέςΣτη Δυτική Μακεδονίαχρησιμοποιούν ακόμα κλαρίνα σε σι b.

Δεν έχουν περάσει 40 με 45 χρόνια που συνήθισαν οι λαϊκοί οργανοπαίκτες τα κλαρίνα σε ντοΣύμφωνα με δύο παλιούς οργανοπαίκτες τον Αγαπητό και τον Σταμέλο«Όταν το κλαρίνο είναι χαμηλό θα ‘ναι και το βιολί χαμηλόΤότε δεν μιλάνε τα σαντούριαδεν έχουν απόδοση»2Οξύς ήχος του κλαρίνου σε ντο βοηθάει στο ν’ ακούγεται η μελωδία και να μη σκεπάζεται από το λαούτο και το σαντούρι όταν η κομπανία παίζει στο ύπαιθροΓια τον πρακτικό οργανοπαίχτη τα «πιασίματα» είναι πιο προσιτάΗ μικρότερη αντίσταση στο φύσημα που παρουσιάζεται στο ορντινάριο κλαρίνο σε σχέση με το κλαρίνο Μπεμ βοηθά στο να ξεκουρντίζει ο πρακτικός με τη φύσα πιο εύκολα το ευρωπαϊκό του κούρντισμα και να προσαρμόζει τις φωνές της ελληνικής κλίμακας που ΘέλειΕπίσης το κλαρίνο σε Ντο δεν έχει «δακτυλίδια» (ορισμένα κλειδιάστις τρύπες που αντιστοιχούν στον δείχτητον μεσαίο και τον παράμεσο των δύο χεριώνέτσι ο πρακτικός είναι σε θέση να βγάλει και τις πιο λεπτές αποχρώσεις του τόνου σκεπάζοντας περισσότερο ή λιγότερο με το δάκτυλο του την κάθε τρύπαακριβώς όπως κάνει και στη φλογέρα ή στην καραμούζα.

Οι πρώτοι κλαριντζήδες μεταπήδησαν στο κλαρίνο από το ζουρνά ή την καραμούζαΆλλοι πάλι από την φλογέρα έμαθαν πίπιζα και κατόπιν κλαρίνοΤα περισσότερα κλαρίνα τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι οργανοπαίχτες εξαιτίας της οικονομικής τους δυσχέρειας να αποκτήσουν όργανο εργοστασίου που στοίχιζε σχετικώς ακριβά και που ήταν δυσεύρετο στην ύπαιθροοπότε μιμούνταν τα πρότυπα των αυθεντικών κλαρίνων που είχαν οι τυχεροί.

Μεγάλη ώθηση στην ιστορική εξέλιξη του κλαρίνου έδωσε το Καφέ-Αμάν3Στην ουσίακαταργείται ο ζουρνάς με τον πολύ οξύ ήχοο οποίος ήταν κατάλληλος για γλέντι στηνύπαιθροΈτσι το δίδυμο ζουρνάς - νταούλι αντικαθίσταται στα Καφέ-Αμάν από τηνκομπανίαΣτο Καφέ-Αμάν ο κόσμος δεν χορεύει, ασχολείται κυρίως μ’ αυτό που θα δει ή θ’ ακούσει Οι κλαρινιντζήδες για να κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού αναγκάζονταιπλέον να μελετήσουν.

Στόχος του καλού κλαριντζή είναι η επεξεργασία του δημοτικού μέλουςΧρησιμοποιείαφάνταστη ποικιλία σε μελωδικά και ρυθμικά στολίδια παράλληλα με εντυπωσιακή δακτυλικήδεξιοτεχνίαΤο κλαρίνο εμφανίζεται στην ωρίμανση και την τελευταία λάμψη της δημοτικήςμας μουσικήςΟ πρακτικός στολίζει τους φθόγγους με όλο και περισσότερες «ξένες» νότες σεποικίλους ρυθμούς στο σημεία όπου αλλοιώνονται οι πραγματικές διαστάσεις της μελωδίαςΟρυθμικός σκελετός μεταμορφώνεταικαι οι πραγματικοί φθόγγοι της μελωδίας συνθλίβονταικαι γίνονται αγνώριστοι με αποτέλεσμα να νοθεύεται ο χαρακτήρας του μέλους στο σύνολοτου.

Τα μελίσματα γίνονται κυρίως με τα δάκτυλαΗ δεξιοτεχνία που αναπτύσσουν οι πρακτικοί είναι εκπληκτικήΚαμιά κίνηση δεν γίνεται άσκοπαΗ κατάκτηση βέβαια της δεξιοτεχνίας δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλληΗ εξέλιξη ήρθε σιγά-σιγά από γενιά σε γενιάΈνας χαρακτηριστικός όρος της δεξιοτεχνίας των κλαριντζήδων είναι το τρανσπόρτοΣημαίνει ναχει ο οργανοπαίχτης την ευχέρεια στη χρήση όλων των κλειδιών του οργάνου.

Υπάρχει διαφορά στον τρόπο παιξίματος του οργάνουΥπάρχουν πρακτικοί που τονίζουν το ρυθμικό στοιχείο και
άλλοι που τονίζουν το μελωδικόΌσον αφορά στο ρυθμικό στοιχείουπάρχει μία συγκεκριμένη τεχνική που ονομάζεται ατάκαΗ ατάκα είναι ουσιαστικά χτύπημα της γλώσσας για τον τονισμό του ρυθμούΣχεδόν κάθε μουσικός φθόγγος συνοδεύεται από την ανάλογη ατάκαΠολλές φορές οι πρακτικοί κάνουν κι ένα σχετικό σφίξιμο στα χείληΈτσι ανεβάζουν ή κατεβάζουν το τονικό ύψος του κάθε φθόγγου και τον τοποθετούν εκεί που τον θέλουνΜ’ αυτόν τον τρόπον ο ήχος γίνεται πιο έντονοςπιο τραχύςπιο δυνατόςπιο κατάλληλος για ν’ ακουστεί στον ανοιχτό χώρο της υπαίθρου.Μερικοί κάνοντας μία έντονη ατάκα κι ένα βαθμιαίο σφίξιμο στο κάτω χείλοςπου συνοδεύεται με ανάλογο παραμόρφωμα στο φύσημά τουςπετυχαίνουν και βγάζουν εκείνα τα περίεργα βουητά που δίνουν κέφι και διασκεδάζουν τους χορευτές.

Όσον αφορά τώρα στον μελωδικό τρόπο παιξίματοςβέβαιαεδώ δεν χρησιμοποιούν ατάκα ή ακόμα κι εκεί που είναιυποχρεωμένοι να κάνουν ατάκα γίνεται τόσο απαλή που δύσκολα διακρίνεταιΤην έντασηστο παίξιμο τη δίνουν με εσωτερικό τρόποΟ τονισμός της μελωδίας γίνεται με μελωδικότρόπο (τρίλλιεςτσακίσματα κ.λπ.). Κάνοντας ένα ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα στην αναπνοήτους δίνουν έναν εσωτερικό παλμό στον ήχο τουςΑυτό είναι ένα απ’ τα κύριαχαρακτηριστικά των κλαριντζήδων από την ΉπειροΕπίσηςόταν θέλουν να περάσουν από τημια νότα στην άλλη περνάν διαδοχικά απ’ όλεςκαι τις μικρότερες ακόμα μελωδικέςενδιάμεσες υποδιαιρεθείς του ήχουΤα μελωδικά γλιστρήματα (γκλισάνταδεν έχουν σχέση μετο βούισμα που κάνουν οι κλαριντζήδες που δίνουν έμφαση στο ρυθμικό στοιχείοΣ’ εκείνους είναι απλά ένα παιχνίδι στον ίδιο φθόγγοΕδώ είναι ολόκληρη νοοτροπία παιξίματος.

Οι πρακτικοί οργανοπαίχτες τις φράσεις τους δεν τις δίνουν με ανοίγματα ή σβησίματα του ήχουΤις δίνουν με μελωδικά στολίδια που τα συνδυάζουν και τα προσθέτουν οι ίδιοι στη δοσμένη μελωδία των τραγουδιώνΌταν πρέπει η μελωδία ν’ ακουστεί δυνατά την παίρνουν μία οκτάβα ψηλότερα και το αντίστροφοΟι πρακτικοί μαθαίνοντας να παίζουν κλαρίνο σκοπεύουν και προσπαθούν ν αποδώσουν το σκοπότη μελωδίαΤο κλαρίνο αυτό καθ’ εαυτό ωςόργανο δεν τους ενδιαφέρει«Πρώτα είναι το τραγούδι και μετά έρχεται το παίξιμο»4λένε
χαρακτηριστικάΓια τους πρακτικούς η μελωδία είναι ο γνώμονας που θα τους δείξει το δρόμοΚι αυτό τους ενδιαφέρει και μόνοο δρόμοςΤην τεχνική τη μαθαίνουν μέσα από τα κομμάτια που παίζουν και μαθαίνουν τόση όσο χρειάζονται για να μπορούν να τα εκτελέσουν.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τζουράςτούρκικη λέξη που σημαίνει «μικρός»Οι Τούρκοι έτσι ονομάζουν κάθε μικρό όργανο που βγάζει ψηλή φωνή.
2. Από το βιβλίο της Δέσποινας Μαζαράκη Το Λαϊκό Κλαρίνο.
3.Καφέ-Αμάνκαφενείο που έχει πάλκο για μουσική και χορευτικά νούμεραΟι μουσικοί έπαιζαν τραγούδια αλά τούρκο (γύφτικακαι οι γυναίκες χόρευανΠροπολεμικά υπήρχαν στην Αθήναστις περισσότερες επαρχιακές πόλεις αλλά και στα μεγάλα και πιο εξελιγμένα χωριάΗ μουσική βεβαίως ήταν πιο απαλή και ο ήχος των οργάνων εξευγενισμένος σε σχέση με τον τρόπο παιξίματος στα πανηγύρια της υπαίθρουΤο παίξιμο στα Καφέ-Αμάν έπρεπε να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον ενός κοινού που απλώς παρακολουθούσε και δεν συμμετείχε πλέον ενεργά στα μουσικά τεκτενόμεναΣτα Καφέ-Αμάν πολλά παραδοσιακά κομμάτια προσαρμόστηκαν στις καινούργιες απαιτήσεις του τόπου και του χρόνου.
4.   Από το βιβλίο του Φοίβου Ανωγειανάκη Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Φοίβος ΑνωγειανάκηςΕλληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα.
2. Δέσποινα Μαζαράκη: Το Λαϊκό Κλαρίνο.
3. Σταύρος ΚαράκασηςΕλληνικά Μουσικά ΌργαναΑρχαία Βυζαντινά - Σύγχρονα.


Πηγή: «ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ»

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης 
Λαμίας
1993 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΤΕΦΟΣ & ΘΥΜΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ( φωτογραφικό αρχείο Θ Στέφου ) 

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Παγίδες για πουλιά

Παγίδες για πουλιά
[Λαογραφικά από τη ζωή των παιδιών της υπαίθρου]
(του Γεράσιμου Γρηγόρη σε διασκευή του Τάκη Ευθυμίου)
Οι παγίδες των πουλιών, σε παλιότερες εποχές, για τα παιδιά της υπαίθρου δεν ήταν απλά ένα  παιχνίδι που περνούσαν τις ώρες τους, τα καλοκαίρια, αλλά έπαιζαν και το ρόλο της ωφελιμότητας του κυνηγιού για βιοποριστικούς λόγους.
Τρία ήταν τα είδη των παγίδων που χρησιμοποιούσαν παλιά τα παιδιά της επαρχίας για να πιάνουν τα πουλιά: Η πετροπαγίδα, η ξυλοπαγίδα και το τενέλι.
Η πετροπαγίδα ή τσάκα αποτελούνταν από δυο πέτρες, μια πλακουδερή, την πλάκα, και μια τετράγωνη, το αντιστύλι, από τρία ίσια ξυλαράκια και από ένα πιο κοντό, πελεκημένο ή καμωμένο από σχισμένο καλάμι. Αυτό το τελευταίο το λένε σοφιλιαστάρι επειδή μ’ αυτό σοφιλιάζεται, δηλαδή στήνεται η παγίδα και πάνω σ’ αυτό ακουμπούσαν τα άλλα τρία ξυλαράκια. Αφού διάλεγαν το μέρος που θα έστηναν την τσάκα, έστρωναν στην κατάλληλη θέση τις δυο πέτρες και ανασήκωναν την πλάκα σε λοξή θέση.  Ακουμπούσαν στην κόψη της τετράγωνης πέτρας, με μικρή κλίση, το σοφιλιαστάρι και στην κορυφή του τοποθετούσαν το πρώτο ξυλαράκι, έτσι που να κρατούσε ανασηκωμένη την πλάκα. Δεν άφηναν το χέρι τους από το σοφιλιαστάρι αν δεν έβαζαν και στην κάτω άκρη του και τα δυο άλλα ξυλαράκια ακτινωτά, ώστε να ακουμπούν αντίστοιχα στα πλάγια της πλάκας, προς τη βάση της. Έτσι στήνονταν  η παγίδα. 
Για δόλωμα σκορπούσαν σπειριά δημητριακών κάτω από την πλάκα. Μερικές φορές έσκαβαν από κάτω μια λακούβα για να πιάσουν ζωντανό το πουλί. Συμπληρωματικά, κρεμούσαν κι από πάνω μια ακρίδα, με ανοιγμένα φτερά, ή ένα σκουλήκι για ζωντανό δόλωμα. Δίπλα στην παγίδα έστηναν και το πόστο που ήταν μια μακρουλή πέτρα ή ένα ξύλο μπηγμένο στο έδαφος, για να καθίσει το ανυποψίαστο πουλί. Απ’ αυτή τη θέση το πουλί μόλις έβλεπε το δόλωμα χυμούσε για να χορτάσει την πείνα του. Τρώγοντας όμως λαίμαργα, όλο και κάποιο από τα ξυλαράκια θα σκουντούσε απρόσεχτα με αποτέλεσμα να πέσει η πλάκα και να πιαστεί.
Η ξυλοπαγίδα είχε άλλη κατασκευή και άλλο μηχανισμό. Αποτελούνταν από τη βέργα, τα αδραξούλια (ίσια ξυλάκια), το σκουληκαντήρι, την κολόνα και το σουβλί. Μια γερή βέργα λυγαριάς ή αγριελιάς λυγίζονταν και κρατιόνταν σε σχήμα τόξου, δεμένη με δυο παράλληλα δεσίματα διπλού σπάγκου. Τα αδραξούλια περνούσαν κάθετα, σε κανονικές αποστάσεις, με χιασμό των διπλών σπάγκων και ξαναδένονταν στην καμπύλη του τόξου, αφήνοντας στο κέντρο του να κρεμόταν η θηλιά. Το σκουληκαντήρι γίνεται από χοντρή φρέσκια κληματόβεργα. Την έκοβαν με τον κόμπο της και την πελεκούσαν και την ξεμύτιζαν, τη γύριζαν και έχωναν τη μύτη της στην ψύχα προς τον κόμπο. Κάτω από τον κόμπο κάρφωναν με αγκάθι γκορτσιάς ή παλιουριού το σκουλήκι. Το σκουληκαντήρι το περνούσαν σαν σκουλαρίκι στο μεσιανό αδραξούλι.
Έστηναν την ξυλοπαγίδα περνώντας την κολόνα ανάμεσα από τ’ αδραξούλια της, στο επάνω μέρος, αφού τη στέριωναν στη γη. Στη διχάλα της κολόνας ακουμπούσαν το σουβλί, που η μια άκρη του κρατιόνταν στη θηλιά και η άλλη, η μυτερή, στο σκουλκαντήρι, αλλά ίσα-ίσα να στέκονταν. Φόρτωναν με λίγες αμάδες την παγίδα για να ‘χει βάρος και λίγο πιο πέρα έστηναν το πόστο. Έτσι όλα ήταν έτοιμα. Το σκουλήκι έπρεπε να ήταν ζωντανό για να κουνιόταν. Όταν έβλεπε τέτοιο δόλωμα το πουλί ήταν αδύνατο να μην πέσει στον πειρασμό και να μην ριχτεί. Έτσι, συνήθως, πιανόταν ζωντανό.

Το Τενέλι βασιζόταν στην ευλυγισία χλωρού κλαδιού και στη θηλιά. Υπήρχαν δυο τύποι, ο ένας ήταν με κολόνα (ίσιο ξύλο σε μέγεθος μπαστουνιού) που μπήχνονταν γερά στη γη. Η κορυφή του ήταν πελεκημένη και τρυπημένη για να έμπαινε το ποδόξυλο ή καθίστρα (ένα μικρό ξυλαράκι ξεμυτισμένο σαν μολύβι).
 Είχαν κι ένα γερό σπάγκο διπλό, που την αναδιπλωμένη άκρη του την κομπόθιαζαν, αφήνοντας μια μικρή θηλιά. Η άλλη άκρη του δένονταν χαμηλότερα σε κάποιο κοντινό λυγερό κλαδί ή σε βαθειά μπηγμένο ελαστικό κλαδί. Λύγιζαν το κλαδί προς το μέρος της κολόνας, τεζάροντας τον σπάγκο και πέρναγαν τη θηλιά και τον κόμπο από την τρύπα. Με το ποδόξυλο οριζόντιο βούλωναν την τρύπα για να μην περνάει ο κόμπος και τη στέριωναν τόσο, ίσα-ίσα για να στέκονταν. Άνοιγαν τη θηλιά κύκλο και την ακουμπούσαν με προσοχή πάνω στο ξυλαράκι. Το τενέλι ήταν πια στημένο. Μόλις καθόταν εκεί το πουλί με το βάρος του ενεργοποιούσε την παγίδα και πιανόταν με τη θηλιά από τα πόδια ζωντανό.
Άλλος τύπος τενελιού ήταν μια γερή βέργα λυγισμένη σε σχήμα τόξου, αλλά ανάποδα στημένη, με τις άκρες προς τα πάνω και την καμπύλη προς τα κάτω στερεωμένη στη γη ή πάνω σε κλωνάρι δένδρου. Το ένα άκρο ήταν πελεκημένο και με τρύπα και στο άλλο δεμένος ο διπλός σπάγκος με τη θηλιά. Το πουλί πιάνονταν όπως και στον προηγούμενο τύπο τενελιού.

Οι παγίδες αυτές στήνονταν στα αλώνια, όταν άδειαζαν από τις θημωνιές, στα χωράφια, σε κήπους και σε μέρη που περνούσαν συχνά τα πουλιά. Περιστερουδιές, δαγκανιώροι και συκοφαγάδες ήταν συνήθως τα θηράματα.  Τα σπουργίτια σπάνια πιάνονταν με τις παγίδες επειδή είναι πονηρά πουλιά.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τα παιδιά περνούσαν τα καλοκαίρια τους. Τα πουλιά που έπιανε η παρέα τα θεωρούσε τρόπαια και αποτελούσαν γι’ αυτά μια διαφορετική λιχουδιά όταν τα τηγάνιζαν με κάνα δυο αυγά χτυπημένα. Έτσι αρταίνονταν τα ξελιγωμένα από τη χορτοφαγία και την οσπριοφαγία παιδιά της επαρχίας εκείνους τους στερημένους καιρούς!

Πηγή: «Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο»

Κυνήγι με τη σφενδόνα ( από  το http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr/ )



Κυνήγι με τη σφεντόνα
[Παιδικά κι απερίσκεφτα]
Του Τάκη Ευθυμίου
Η σφεντόνα ή καλύτερα λάστιχο όπως το λέγαμε εμείς ήταν το συνηθισμένο κυνηγητικό μας όπλο. Μερικές φορές χρησιμοποιούσαμε τη σφεντόνα και στον πετροπόλεμο. Την κατασκευάζαμε μόνοι μας μ’ ένα διχαλωτό κλωνάρι (τσιατάλα), δυο λάστιχα που κόβαμε από σαμπρέλα αυτοκινήτου ή στην καλύτερη περίπτωση προμηθευόμασταν από τα μπακάλικα της γειτονιάς κι ένα κομμάτι δέρμα, θήκη για τα βόλια που εκτοξεύαμε, κομμένο από παλιά παπούτσια.
Μη φαντασθείτε βέβαια πως κυνηγούσαμε κοτσύφια και μεγάλα πουλιά. Κανένα σπουργιτάκι, κομπαγιανάκι και τα κιτρινάκια ήταν ο στόχος μας. Τα βόλια ήταν μικρές στρογγυλές πέτρες που αφθονούσαν στο χαλιά του Σπερχειού.
Κάποιο παιδί της μεσαίας γειτονιάς που έμεινε κοντά στο νεκροταφείο σκέφτηκε την εξής ιδέα. Να χρησιμοποιούμε για βόλια χαλικάκια ψηφίδας τυλιγμένα σε χαρτί σαν σκάγια για να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα. Μάλιστα, κατασκευάζαμε και αυτοσχέδιες καραμπίνες με λάστιχο για σταθερότερη σκόπευση. Φυσικά την  ψηφίδα οι τολμηροί την προμηθεύονταν από τα μνήματα του Νεκροταφείου. Με την ψηφίδα είχαμε τη δυνατότητα να σκοτώσουμε δυο μαζί πουλιά κι αυτό θεωρούνταν σπουδαίο κατόρθωμα. Ο Σπύρος και ο Δημητράκης τα κατάφερναν καλύτερα απ’ όλους μας!
Στη γειτονιά μου υπήρχε ένας πλάτανος όπου το σούρουπο κούρνιαζαν κάτι παχιά σπουργίτια. Ο φίλος μας ο Βασίλης μάς παρότρυνε να πάμε το βράδυ με το φακό να τα θαμπώσουμε και να τα τουφεκάμε εύκολα με το λάστιχο. Έτσι κι έγινε! Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι δεν λαθέψαμε ούτε μια φορά. Ήταν μια καθαρή γενοκτονία σπουργιτών που αργότερα βέβαια το μετανιώσαμε πικρά, αφού διαπράξαμε το έγκλημα από καπρίτσιο και παιδικό εγωισμό, ως σπουδαίο κυνηγητικό άθλο!
Μια άλλη φορά που χιόνισε βγήκα μοναχός μου κυνήγι με το λάστιχο στο Κουτσομύλι για κιτρινάκια που ήταν εύκολη λεία μιας και ήταν απολύτως απορροφημένα στο τσιμπολόγημα των πλατανοκούβαρων. Όπως μετακινιόμουν προσεχτικά για να τα σκοπεύσω να σου μπροστά μου ο γυμνασιάρχης με το δίκανο! Πάγωσα!
-Πως πάει το κυνήγι βρε; με ρωτάει. Εγώ προκειμένου ν’ αποφύγω τις συνέπειες, αφού η σφεντόνα θεωρούνταν απαγορευμένη για μας, του λέω:
-Να το χαλάσω το λάστιχο;
-Γιατί βρε τι σου φταίει; μου απαντάει αφοπλιστικά.

Αυτό μου έφτανε. Το βάζω στα πόδια για το σπίτι σχηματίζοντας την εντύπωση πως μου επέτρεψε να κυνηγάω και από τότε το διατυμπάνιζα στους φίλους μου με καμάρι!

Έρχεται το γρήγορο ίντερνετ στα χωριά μας

Ανάπτυξη Ευρυζωνικών Υποδομών σε Αγροτικές “Λευκές” Περιοχές Φωκίδας
Ποια χωριά και συνοικισμοί της Δωρίδας εντάσσονται 

Η Φωκίδα εντάχθηκε, στο μεγαλύτερο τμήμα της, στο έργο με τίτλο «Ανάπτυξη Ευρυζωνικών Υποδομών σε Αγροτικές “Λευκές” Περιοχές της Ελληνικής Επικράτειας και Υπηρεσίες Εκμετάλλευσης - Αξιοποίησης των Υποδομών με ΣΔΙΤ» και συγκεκριμένα στο Lot 2 (περιοχή όπου εντάσσεται η Στερεά Ελλάδα) με ανάδοχο την εταιρεία ειδικού σκοπού RURAL CONNECT ΕΥΡΥΖΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΑΕΕΣ (ΙΝΤΡΑΚΑΤ).

Όπως ανακοίνωσε ο βουλευτής Φωκίδας Ηλίας Κωστοπαναγιώτου εντός του έτους, διαβεβαίωσε η Γενική Γραμματεία Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, αναμένεται και η υλοποίηση του έργου, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα.

Τα χωριά και οι συνοικισμοί της Δωρίδας που εντάχθηκαν είναι:

Άβορος, Αλποχώρι, Αμυγδαλιά , Αρτοτίνα, Βραΐλα, ΔάφνοςΔιακόπιΔιχώρι, Δροσάτο, Δωρικό, Ζωριάνος, Ι.Μ. Βαρνάκοβας, Κάλλιο, Κάμπος, Καρούται, Καστράκι, ΚερασιάΚλήμαΚόκκινοςΚονιάκοςΚουπάκιΚριάτσιΚροκύλειο, Λεύκα, Λευκαδίτη, Μαγούλα, Μοναστηράκι, Παλαιόμυλος, Παλαιοχώρι, Παραλία Σεργούλας, Πενταγιοί, Πεντάπολη, Περιβόλι , Περιθιώτισσα, Πηγή, Πύργος, Σκάλωμα, Στύλια, Συκιά, Σώταινα, Τείχιο, Τρίστενο, Υψηλό Χωριό, Φιλοθέη, Χιλιαδού.



Ασύρματο ίντερνετ στο Κροκύλειο

Η έλευση οπτικής ίνας στα χωριά μας είναι πολύ σημαντική και θα βελτιώσει την ποιότητα διαμονής των κατοίκων και επισκεπτών.  Έχουμε την εντύπωση πως η Φωκίδα αρχικά ήταν εκτός του προγράμματος, κάτι το οποίο απ' ότι φαίνεται γίνονται προσπάθειες να διορθωθεί. Μακάρι το έργο να πραγματοποηθεί γιατί τα χωριά μας εντάσσονται στις "λευκές" περιοχές της επικράτειας, που δεν έχουν δυνατότητα πρόσβασης σε γρήγορο ίντερνετ. Το πρόβλημα αυτό προσπαθούν να το μετριάσουν κάποια από τα χωριά με την ανάπτυξη δικτύου wi-fi, μεταφέροντας σήμα (με ασύρματη ζεύξη) από το Λιδωρίκι (Κροκύλειο, Περιβόλι) ή το Παλιοξάρι (Αλποχώρι). Αυτά τα δίκτυα που αναπτύσσονται με κόστος των ίδιων των κατοίκων, έχουν πολλά προβλήματα και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν σε ταχύτητα, ποιότητα και αξιοπιστία την οπτική ίνα.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Απόσπασμα από το εγκόλπιο , των απανταχού Κοκκινιωτών Δωρίδος ,( συγγραφέας ο  δάσκαλος Θεμιστοκλής  Κοράκης, έκδοση 1990 ).

Οι καστανιές του Χωριού 
Βόρεια - Ανατολικά του χωριού , και σε απόσταση 3 περίπου χιλ. από το χωριό και μετά από πορεία δια μέσου αρκετά καλού βατού αυτοκινητόδρομου , συναντούμε το μικρό δάσος των παμπάλαιων καστανιών . Οι καστανιές αυτές όπως αναφέρω είναι παμπάλαιες και υπολογίζεται περίπου ηλικία τους το λιγότερο 4 αιώνων ( 400 χρόνια ) .  Δηλαδή αρχάς του 1600 μ.χ .
Είναι και αυτές μια από τις όμορφες τοποθεσίες και ωραίο κόσμημα του χωριού . Στο μέσον αυτών βρίσκεται σαν διαμαντόπετρα το ευλαβικό πανοραμικό εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.  Στις 6 Αυγούστου που γιορτάζει το εκκλησάκι οι κάτοικοι του χωριού καθώς και άλλοι προσκυνητές από τα γειτονικά χωριά συγκεντρώνονται στο χώρο αυτόν για να εορτάσουν την Μεταμόρφωση του Σωτήρος , να κουβεντιάσουν για διάφορα ευκαιριακά θέματα και το σπουδαιότερον  να απολαύσουν τον δροσερό και παχυλό ίσκιο , μέσα στην Αυγουστιάτικη ζέστη του καλοκαιριού .
 Οι καστανιές αυτές παλαιότερα αποτελούσαν για το χωριό βασικούς πόρους διατροφής αλλά και εισόδημα με το οποίο κατα ένα μέρος ζούσαν οι κάτοικοι του χωριού.
 Τα κάστανα αυτά τα οποία μάζευαν ήταν ένα μέρος της τροφής των , αλλά ήταν και προϊόν εμπορίου με ανταλλαγή με αλλά προϊόντα .Χαρακτηριστικόν είναι  οτι μερικοί από τους κατοίκους τότε , με ζώα μετέφεραν στην Άμφισσα τα κάστανα και έπαιρναν ελιές .  Ένα κιλό κάστανα - ένα κιλό ελιές έτοιμες προς βρώσην.

Σήμερα οι καστανιές αυτές δεν είναι προσοδοφόρες καθόσον λιγοστά είναι τα κάστανα , αλλά είναι ένας περίπατος και μια ασχολία των κατοίκων , συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
Αυτά έχουμε να γράψουμε για το πανοραμικό τοπίο των καστανιών , ένα ακόμη στόλισμα για το χωριό.