Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Δεκαπενταύγουστο στο πάνω μαγαζί του Γιάννη Καραμπέτσου.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Χάρμαινα, η γειτονιά των ταμπάκηδων

Χάρμαινα, η γειτονιά των ταμπάκηδων

Η Αμφισσα, η πρωτεύουσα της Φωκίδας δεν διακρίνεται για τις τουριστικές περγαμηνές της και σπάνια θα τη δείτε να φιγουράρει στους ταξιδιωτικούς οδηγούς ως δημοφιλής προορισμός. Και όμως το μεσαιωνικό της κάστρο, οι βυζαντινοί της ναοί, οι παλιοκαιρίτικες γειτονιές της, γοητεύουν τον ψαγμένο επισκέπτη.
Βέβαια τις εντυπώσεις κερδίζει –όχι άδικα– η Χάρμαινα, η γειτονιά των ταμπάκηδων με τα παραδοσιακά λιθόκτιστα εργαστήρια επεξεργασίας δέρματος, τα βυρσοδεψεία (η λέξη «βυρσοδέψης» προέρχεται από τη λέξη «βύρσα» που σημαίνει «τομάρι ζώου»). Η γειτονιά βρίσκεται στην ψηλότερη κατάληξη της πόλης, πολύ κοντά στο φράγκικο κάστρο των Σαλώνων (παλιά ονομασία της Αμφισσας) και λίγα μέτρα χαμηλότερα από την αξιόλογη βυζαντινή εκκλησία του Σωτήρος (11ος αι.).
Η ιστορική αυτή συνοικία προσμετρά ζωή τουλάχιστον 500 χρόνων! Το 1989 σαράντα δύο κτίρια της Χάρμαινας χαρακτηρίστηκαν διατηρητέα, μερικά αναπαλαιώθηκαν, τα περισσότερα όμως παραμένουν ακόμη και σήμερα όπως ήταν παλιά.
Στις αρχές του 19ου αιώνα από τη Χάρμαινα πέρασε ο Αγγλος περιηγητής Dodwell και περιέγραψε τον τρόπο που επεξεργάζονταν οι ντόπιοι τεχνίτες το δέρμα, ενώ επαίνεσε την εξαιρετική του ποιότητα και τα λαμπερά του χρώματα. Μάλιστα, στάθηκε ιδιαίτερα στη χρήση του νερού από την πηγή Τουλασίδι, στο οποίο απέδιδε και τη φίνα υφή των παραγόμενων δερμάτων.
Τα επεξεργασμένα δέρματα χρησιμοποιούνταν στη βιβλιοδεσία, αλλά και για να κατασκευαστούν τσάντες, πορτοφόλια, χαρτοφύλακες και περγαμηνές. Η παρακμή των ταμπάκικων ξεκίνησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το δέρμα άρχισε να εκτοπίζεται από το πλαστικό και τα φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα από την Ασία.
Σήμερα έχουν απομείνει μόλις δυο ενεργά εργαστήρια ταμπάκηδων, του Αυγερινού και του Μερινόπουλου, που συνεχίζουν να λειτουργούν με τον παραδοσιακό τρόπο και δύσκολα επιβιώνουν υπό την πίεση της κουλτούρας της μαζικής κατανάλωσης, αφού ελάχιστα πια αυτή εκτιμά τη χειροποίητη ποιότητα. Τις καθημερινές, ο επισκέπτης θα έχει την τύχη να δει τους ταμπάκηδες να δουλεύουν στα σκοτεινά τους εργαστήρια το δέρμα, με την ίδια ακολουθώντας την ίδια διαδικασία με τους προκατόχους τους.
📍 Κείμενο - φωτογραφίες: Θοδωρής Αθανασιάδης / viewsofgreece.com

Τρίτη 5 Μαΐου 2020

ΠΑΝΗΓΥΡΙ Τ’ ΑΗ ΓΙΩΡΓΙΟΥ ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΟΞΑΡΙ 

 
Στο δημοτικό τραγούδι η Παγώνα  και στο κλαρίνο ο Κοντογιάννης

Φωτο: WWW.Lidorik.Com 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ Ν ΚΟΡΑΚΗ  (ΝΙΚΟΛΟΥ)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ

ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ


ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Ε


Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Μακαρέτζος!

Απόσπασμα από το βιβλίο “εμπειριών το ανάγνωσμα “
….Σχολικό έτος 1971-1972 ήμουν μαθητής της τελευταίας τάξης του εξαταξίου γυμνασίου μιας όμορφης και ήσυχης επαρχιακής κωμόπολης κτισμένης στις υπώρειες της δυτικής πλευράς μιας μεγάλης οροσειράς, έχοντας αντίκρυ έναν επίσης ορεινό όγκο . Στην έξοδο της κωμόπολης ξεκίναγε μια μικρή πανέμορφη κοιλάδα εκτεινόμενη και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά που προσομοίαζε σαν μια καλοφτιαγμένη αυλή για την μικρή αυτή πόλη διαμορφωμένη ένα επίπεδο κάτω από τα τελευταία σπίτια της .
Ένας μικρός χείμαρρος, που ξεκίναγε από τα ανατολικά, διέσχιζε την μικρή κοιλάδα και στο τέρμα του συναντούσε τον Μέγα ποταμό που έρεε τα νερά του προς τα νοτιοδυτικά αφού περνούσε μέσα από ένα πολύ μικρό στένωμα. Ουσιαστικά ήταν μια βραχοσχισμή περίπου 50 μέτρων, όπου από παλιά οι κάτοικοι είχαν φτιάξει ένα πέτρινο μονότοξο γιοφύρι για να διαβαίνουν χωρίς να διακινδυνεύουν από τα ορμητικά νερά του ποταμιού.
Η θέση, που βρισκόταν η κωμόπολη, της πρόσφερε μια φυσική απομόνωση, που ήταν πλεονέκτημα για τις παλιότερες εποχές και μεγάλο μειονέκτημα για την σύγχρονη εποχή . Γιαυτό το λόγο ήταν ανάμεσα στις πολύ λίγες στεριανές πόλεις, που είχαν επιλέγει από το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου ως ιδανικός τόπος εκτοπισμού των αντιφρονούντων …
Η φοίτηση στο Γυμνάσιο των παιδιών, που καταγόντουσαν από τα απομακρυσμένα χωριά της πέριξ περιοχής απαιτούσε αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση από την ηλικία των δώδεκα ετών .
Σε αυτή την πόλη, σε ένα μικρό δωμάτιο -μια χαμοκέλα- που η οικογένεια μου είχε νοικιάσει, έζησα τις έξι σχολικές χρονιές.
Τα δυο πρώτα χρόνια ήμουν μόνος μου και τα επόμενα χρόνια με τα δυο μικρότερα αδέλφια μου .
Δεν ήταν εύκολη βέβαια η διαβίωση των νεαρών μαθητών, που πέρα από τις σχολικές υποχρεώσεις έπρεπε να φροντίζουν και τους εαυτούς τους . Το καθάρισμα, το μαγείρεμα ,το πλύσιμο και όλες τις σχετικές εργασίες, που ένα νοικοκυριό, έστω και μικρό, απαιτεί, ήταν αποκλειστική ευθύνη των νεαρών μαθητών .
Η έλλειψη της γονικής εποπτείας γεννούσε και άλλους κινδύνους για τα νεαρά παιδιά, που έπρεπε να τους διαχειριστούν μόνα τους , έπρεπε να μάθουν να διαχειρίζονται τον χρόνο , να βάζουν προτεραιότητες , να θέτουν στόχους , να παίρνουν μόνοι τους αποφάσεις και να ασκούνται στην αυτοπειθαρχία και βασικά να διαχειρίζονται την ελευθερία τους . Το τελευταίο μάλιστα ήταν και το πιο δύσκολο , τα περισσότερα τα κατάφερναν και ωρίμαζαν νωρίτερα από συνομηλίκους τους, που μεγάλωναν στις οικογενειακές εστίες τους. Υπήρχαν βέβαια και αποτυχίες, κάποιοι ευτυχώς ελάχιστοι παρασυρόντουσαν και οδηγούνται σε επικίνδυνες παρεκτροπές .
Τα δικά μου σχολικά χρόνια συνέπεσαν με την διακυβέρνηση της χώρας από το στρατιωτικό καθεστώς, που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα τον Απρίλιο του 1967, όταν ήμουν μαθητής της πρώτης τάξης του εξαταξίου Γυμνασίου .
Θυμάμαι έντονα  το πρωινό της Παρασκευής της 21ης Απριλίου 1967 , αν και δεν υπήρχαν κάποια σημάδια , που να το διαφοροποιούν σε κάτι από τα συνήθη σχολικά πρωινά .
Ο ηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ρεύματος που τροφοδοτούσε την κωμόπολη σταμάτησε να λειτουργεί όπως κάθε μέρα στις έξι. Ο τοπικός ηλεκτρικός σταθμός λειτουργούσε  από τις έξι το απόγευμα μέχρι τις έξι το πρωί , μιας και ΔΕΗ δεν είχε ακόμη παρουσία στην ορεινή επαρχία της Κεντρικής Ρούμελης.
Οι πρώτοι κάτοικοι από τα γύρω χωριά άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη με τα υποζύγια  τους , άλλοι μετέφεραν διάφορα προϊόντα για πώληση και άλλοι ερχόντουσαν για να κάνουν τις αγορές τους ή να επισκεφθούν τις δημόσιες υπηρεσίες για να διεκπεραιώσουν κάποια υπόθεση τους.
Στις οχτώ , όπως  κάθε μέρα , οι μαθητές είχαν πάει στο σχολικό συγκρότημα και περίμεναν να κτυπήσει το κουδούνι, μάλιστα είχαν έλθει κανονικά με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και οι μαθητές που πηγαινοερχόντουσαν καθημερινά από τα διπλανά χωριά .
Το κουδούνι κτύπησε και αντί για προσευχή, τον λόγο πήρε ο Γυμνασιάρχης και μας ανακοινώνει πως έγινε επανάσταση και δεν θα κάνουμε μάθημα , συμπληρώνοντας ότι ούτε αύριο θα γίνει μάθημα . Μας ευχήθηκε καλό Πάσχα, η επόμενη εβδομάδα ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και μας έδωσε ραντεβού για την Δευτέρα του Θωμά.
Επακολούθησε πανζουρλισμός από τις φωνές των μαθητών και χαρούμενοι που γλιτώναμε δυο μέρες μαθήματα τρέξαμε στα σπίτια μας και εμείς, που ήμασταν από τα γειτονικά χωριά , πήραμε τα πράγματα μας και αναχωρήσαμε οι περισσότεροι με τα πόδια για τις οικογενειακές μας εστίες .
Κανένας νομίζω ακόμη και οι μεγάλοι μαθητές και πιθανώς και αρκετοί καθηγητές κατάλαβαν εκείνη την στιγμή σε τι προβλήματα έμπαινε η Πατρίδα μας και φυσικά όλοι οι Έλληνες…
Όμως στο μυαλό μου χαράχτηκε βαθιά μια κουβέντα που άκουσα από ένα ”περίεργο” τύπο , έτσι μου φαινόταν τότε, που συζητώντας σε μια κυρία της είπε :
-θα έχουμε προβλήματα κυρά Λένη , εμάς τους αριστερούς θα μα πιάσουν..
Τι πάει να πει αριστερός ; γιατί να  πιάσουν ένα ήσυχο άνθρωπο που το μόνο περίεργο ήταν το  γαρύφαλλο, που τοποθετούσε στο πέτο του σακακιού του;
Αυτές οι σκέψεις με βασάνισαν για αρκετά χρόνια και νομίζω απαντήσεις άρχισα να παίρνω  όταν η Βραδυνή του Τζώρτζη Αθανασιάδη άρχισε να γράφει εναντίον της Χούντας, θυμάμαι ακόμη, τα πύρινα άρθρα του Σταματόπουλου, πρώην χουντικού, κατά των Συνταγματαρχών .
Θυμάμαι ως μαθητές του Γυμνασίου κάναμε, άθελα μας βέβαια, και την πρώτη μας αντιχουντική ενέργεια . Όταν το 1968 επισκέφθηκε την κωμόπολη μας ο Μακαρέζος , (ο επί των οικονομικών της Χούντας ). Παραταχθήκαμε όλοι οι μαθητές πάνω από 400, αριστερά και δεξιά του δρόμου, με σκοπό να τον επευφημήσουμε. Το σύνθημα μας το έδωσε ο γυμναστής αλλά δεν ήτα σαφής με το όνομα…
Αρχίσαμε όλοι με στεντόρεια φωνή να φωνάζουμε:
Μακαρέτζος , Μακαρέντζος αντί Μακαρέζος !!!
Κρύος ιδρώτας έλουσε τον γυμναστή, που προσπαθούσε μάταια να μας διορθώσει!!! Εμείς συνεχίζαμε στο Μακαρέτζος ….  Η πράξη μας αυτή μας πρόσθεσε κάποιους γύρους τροχάδην στο γήπεδο την επόμενη μέρα…..
Απόσπασμα από το προς εκδοση  βιβλίο “εμπειριών το ανάγνωσμα “
Κ. Γ. Μπερτσιάς

Οικογένεια Μπερτσιά ,1964 παραμονή της Αγίας Μονής . Τεμαχισμός ψητού 

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ήθελε ο θεός και ζήσαμε

Διήγημα, από το υπό έκδοση βιβλίο με τίτλο : ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ ,ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

ήθελε ο θεός και ζήσαμε 


Η Πρωτομαγιά του 1964 συνέπεσε με την Μεγάλη Παρασκευή , ήταν μια από τις σπάνιες χρονιές που το Πάσχα θα το γιορτάζαμε Μάιο . Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά στη κοιλάδα του ποταμού Ύλαίθου η Δαφνούς.
Το ποτάμι προσέφερε με τα πλούσια νερά του τη ζωή στις μικρές καλλιέργειες που υπήρχαν στους παρακείμενους αγρούς   και από τους οποίους οι κάτοικοι συγκομιδούσαν τα βασικά τους αγαθά.
Με το πέρασμα του χρόνου οι κάτοικοι άλλαξαν το όνομα του ποταμιού τους σε Μόρνο γιατί τα νερά του είχαν το ίδιο χρώμα με τα μούρα που ευδοκιμούσαν στις όχθες του , Μουρινός ποταμός , και όπως συμβαίνει με τα ονόματα κόψε από εδώ πρόσθεσε από κει κατέληξε να λέγεται εδώ και πολλά χρόνια Μόρνος .

Τα χωριά στα οποία ανήκε ο κάμπος είχαν κτιστεί πέριξ της κοιλάδας σε χώρους ηλιόλουστους καλά προστατευόμενους από την υγρασία του κάμπου και από τους βοριάδες . Οι παλιοί κάτοικοι διάλεγαν με προσοχή. που θα κτίσουν τον οικισμό τους , Τα κριτήρια τους ήσαν κυρίως η ασφάλεια και το καλό κλίμα που θα τους προφύλασσε από αρρώστιες
Αυτό βέβαια είχε  το μειονέκτημα ότι έπρεπε καθημερινά να πεζοπορούν τουλάχιστον μια ώρα  για να πηγαίνουν στα αγροκτήματα τους .
Κάποιοι είχαν προνοήσει να είχαν κατασκευάσει και τα αγροτόσπιτα τους εκεί ώστε να αποφεύγουν αυτό το καθημερινό βασανιστικό πήγαινε - έλα , ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες .
Μια από τις λίγες οικογένειες που είχαν αυτό το προνόμιο ήταν και η δικιά μου . Ο παππούς που είχε κάνει μετανάστης στην Αμερική για 25 χρόνια στις αρχές του εικοστού αιώνα είχε φροντίσει όταν γύρισε πίσω στην πατρίδα να αγοράσει μια συνεχόμενη έκταση 50 στρεμμάτων δίπλα στις όχθες του ποταμού . Εκεί έκτισε ένα δίπατο αγροτόσπιτο με όλα υποστατικά που ήσαν απαραίτητα για την αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα .
Ο πατέρας μου εδώ έφερε την μητέρα μου ως νύφη και μαζί με τον παππού και την γιαγιά καλλιεργούσαν την πλούσια γη κυρίως με καλαμπόκια , σιτηρά και κηπευτικά και βιοπόριζαν την οικογένεια τους . Σε αυτό το αγροτόσπιτο γεννήθηκα και μεγάλωσα εγώ , ο μεγαλύτερος , ο αδελφός μου και η αδελφή μου .

Εκείνη την Μεγάλη Παρασκευή του 1964 ο πατέρας μου είχε τελειώσει με την σπορά  των χωραφιών που ήσαν γύρω από το σπίτι  με καλαμπόκι . Τα χρόνια εκείνα το όργωμα και η σπορά γινόταν με το παραδοσιακό τρόπο δηλαδή με τα άλογα η τα μουλάρια και με το αλέτρι του Ησίοδου ,ήταν μια δύσκολη δουλειά και για τον άνθρωπο και για ζώα .
Δεν έπρεπε ούτε σπυρί να πάει χαμένο ,για να πιάσει ο κόπος τόπο όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι άνθρωποι του μόχθου.
Στα φρέσκα οργώματα έπεφταν τα κάθε είδους πουλιά για να κλέψουν κανένα σπόρο. Οι επιδρομές δε των κορακιών ήταν η μεγάλη μάστιγα για τους γεωργούς και κατά την σπορά αλλά και μετά κατά την περίοδο της ωρίμανσης και συγκομιδής .
Για να μειώσουν αυτές τις επιδρομές οι γεωργοί έφτιαχναν με παλιά ρούχα κάποια σκιάχτρα και τα τοποθετούσαν στα χωράφια τους . Στην αρχή ήταν αποτελεσματικό μέτρο αλλά σιγά σιγά τα πουλιά εξοικειωνόντουσαν και στο τέλος καθόντουσαν και πάνω στα σκιάχτρα ..
Χρησιμοποιούσαν επίσης κάποιες αυτοσχέδιες κατασκευές από τενεκέδες που με τον άνεμο δημιουργούσαν έντονο θόρυβο και φόβιζε τα πουλιά .
Κάποιοι γεωργοί θεωρούσαν πιο αποτελεσματικό μέτρο  το να κρεμούν σε κάποιους στύλους μέσα στα χωράφια τους νεκρά πουλιά που είχαν τουφεκίσει.

Ο πατέρας μου  είχε ένα παλιό τυφέκιο  στρατιωτικό μακρύκανο ,τύπου γκρα, που το είχε μετατρέψει σε κυνηγετικό ,έπαιρνε κυνηγετικό φυσίγγιο στην θαλάμη αντί για σφαίρα λειτουργούσε με κινητό ουραίο .
εκείνο το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής το είχε  κατεβάσει από το ταβάνι του σπιτιού μας όπου το φύλασσε και το όπλισε και παραμόνευε στην αυλή μας ώστε όταν πέσουν τα πουλιά στα οργωμένα χωράφια να τα τουφεκίσει . Κάποια στιγμή κάπου θέλησε να πάει και άφησε το όπλο πάνω στον φράχτη και απομακρύνθηκε .
Εγώ με τα αδέλφια μου που παρακολουθούσαμε την σκηνή τρέξαμε και εγώ πήρα το όπλο και άρχισα να σημαδεύω πρώτα το αδελφό μου και μετά την αδελφή μου λέγοντας τους αστειευόμενος , σας "σκοτώνω'' ....πιστεύοντας μάλλον ότι δεν έχει φυσίγγι .
Το χαρακτηριστικό κλικ του επικρουστήρα ακούστηκε και στις δυο περιπτώσεις χωρίς να γίνει εκπυρσοκρότηση ....
μετά έστρεψα το όπλο προς τον ουρανό και ξαναπάτησα την σκανδάλη και ο εκκωφαντικός ήχος της εκπυρσοκρότησης ακόμη ακούγεται στα αυτιά μου ......

Κωνσταντίνος Γ.Μπερτσιάς 

Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή

Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή .

απόσπασμα από το προς έκδοση βιβλίο : "ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ , ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ"

Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή .

Τα καιρικά φαινόμενα του Φλεβάρη του 1962 ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστα για την μικρή κοιλάδα του Μόρνου . Για αρκετές μέρες χιόνιζε διαρκώς και το ύψος του χιονιού μέσα στο κάμπο είχε φθάσει τους πενήντα πόντους, στα χωριά δε, που ήσαν ψηλότερα, το ύψος ξεπέρασε το μέτρο και η ζωή ανθρώπων και ζώων είχε γίνει πάρα πολύ δύσκολη . Τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα με τον ερχομό κάποιων ημερών με ηλιοφάνεια -Αλκυονίδες μέρες τις λέγαμε - που αντί να καλυτερεύσουν την κατάσταση την χειροτέρευσαν γιατί οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες της νύχτας πάγωσαν τα χιόνια σε τέτοιο βαθμό που ο ήλιος της ημέρας δεν κατάφερνε να τα ξεπαγώσει ούτε στο ελάχιστο .
Μετά από μια βδομάδα υπερβολικής παγωνιάς ξαφνικά ο καιρός άλλαξε και το γύρισε σε βροχή . Έβρεχε καταρρακτωδώς, άνοιξαν οι ουρανοί για σχεδόν μια βδομάδα, τα παγωμένα χιόνια έλιωσαν και στο κάμπο και στα γύρω βουνά. Το νερό είχε πλημμυρίσει τα πάντα . Τα χωράφια γύρω από το σπίτι μας έγιναν μια απέραντη λίμνη που είχε σκεπάσει όλα τα δημητριακά που είχαμε σπείρει το φθινόπωρο. Όλα τα ρέματα , τα ρυάκια και τα αυλάκια έφερναν τόσο μεγάλες ποσότητες νερού που δεν τις χωρούσαν οι χαραγμένες από χρόνια κοίτες τους . Είχαν υπερπηδήσει τις όχθες και έτρεχαν επικίνδυνα αριστερά και δεξιά παρασύροντας και καταστρέφοντας ότι έβρισκαν στο διάβα τους .
Είμαστε κλεισμένοι όλη η οικογένεια στο σπίτι μας , ένα δίπατο αγροτόσπιτο , που ήταν καλά θεμελιωμένο σε θέση που προσέφερε φυσική προστασία . Ο μικρός λοφίσκος με την συστάδα των βελανιδιών, μας προστάτευε από το βοριά και το υπερυψωμένο πλάτωμα όπου ήταν χτισμένο το σπίτι ,  μας παρείχε ασφάλεια από τα νερά του διπλανού ρέματος .
Οι άσχημες καιρικές συνθήκες μας είχαν σχεδόν απομονώσει αλλά δεν υπήρχε ανησυχία γιατί υπήρχαν τα απαραίτητα βασικά εφόδια που μας επέτρεπαν να ζήσουμε χωρίς σοβαρά προβλήματα για αρκετό καιρό .
Η απόκοσμη βουή που ερχόταν από την πλευρά των ποταμιών και του μεγάλου ποταμιού, του Μόρνου, και του παραποτάμου, του Κόκκινου, προκαλούσαν έναν ενδόμυχο φόβο που τα βράδια γινόταν ακόμη πιο αποκρουστικός, λόγω της αντήχησης στην βουνοσειρά της Στόχοβας.  Επειδή το σπίτι μας ήταν κοντά στην συμβολή των δυο ποταμιών η βουή από την σύγκρουση των νερών των υπερχειλισμένων ποταμιών αποκτούσε μια αλλόκοτη χροιά που δύσκολα περιγράφεται .
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν τα ζώα για τα οποία δεν υπήρχε η δυνατότητα να βγουν έξω από τον στάβλο να βοσκήσουν γιατί όλα τα λιβάδια ήταν σκεπασμένα με νερό . Ο παππούς ο Κώτσιος , που είχε την φροντίδα του κοπαδιού ήταν πολύ ανήσυχος γιατί οι μπάλες με το τριφύλλι που είχαμε στις αχυροκαλύβες τελείωναν ,το ίδιο συνέβαινε και με βαμβακόπιτα και το κριθάρι που είχαμε στα αμπάρια .
Ήταν επίσης αδύνατο να πάει στο μικρό δάσος με τις κουμαριές και τις αγλανιές, που ήταν περίπου πεντακόσια μέτρα δυτικά από το σπίτι, όπου θα μπορούσε να κόψει κλαδιά και με το μουλάρι να τα φέρει για τροφή στα πρόβατα .
Η συνεχής και καταρρακτώδης βροχή και κυρίως τα πλημμυρισμένα ρέματα εμπόδιζαν μια τέτοια προσπάθεια .
Ο στάβλος ήταν ευτυχώς δίπλα στο σπίτι, ήταν καλής κατασκευής, οι τοίχοι ήταν πέτρινοι και η σκεπή -ταράτσα την λέγαμε - από ξύλα και χώμα δεν έβαζε νερά και τα ζώα τουλάχιστον δεν κινδύνευαν άμεσα από τα ακραία αυτά καιρικά φαινόμενα.
Αυτή την εποχή είχαν αρχίσει οι γέννες , που απαιτούσαν ιδιαίτερες φροντίδες, που αυτός ο παλιόκαιρος τις δυσκόλευε και μεγάλωνε την ανησυχία του παππού.
Ο παππούς αγαπούσε τα ζώα του και τα φρόντιζε με ιδιαίτερη επιμέλεια , μάλιστα στην εποχή που γεννούσαν, τα βράδια κοιμόταν κοντά στο κοπάδι.Σε κάποια γωνιά του στάβλου είχε φτιάξει το δικό του κονάκι με ένα πρόχειρο παραγώνι, όπου άναβε φωτιά για να ζεσταίνετε ο ίδιος αλλά και κανένα νεογνό που είχε πρόβλημα .
Αυτός ο παλιόκαιρος δεν ήταν εμπόδιο για τον παππού να είναι κοντά στο κοπάδι του και τα βραδιά συνέχιζε να κοιμάται μαζί τους .
Το ψωμί τελείωνε και η μάνα αφού ζύμωσε τρία τεσσάρα μικρά καρβέλια αποφάσισε να τα ψήσει στο τζάκι, ούτε λόγος να ανάψει τον φούρνο παρόλο που ήταν δίπλα στο σπίτι, στο άκρο της αυλής.
Βάλαμε αρκετά ξύλα στο τζάκι και κάηκε καλά και αφού φούσκωσαν και τα καρβέλια καθάρισε το παραγώνι ακούμπησε κάτω τα καρβέλια και από πάνω έβαλε την λαμαρινένια γάστρα την οποία σκέπασε με τα κάρβουνα . Στην άκρη έβαλε μια μικρή κουλούρα, που είχε κάνει με ζύμη , γεμισμένη με τυρί .
Σε μερικά λεπτά άρχισε να έρχεται στα ρουθούνια μας η γαργαλιστική μυρουδιά του ψωμιού που ψηνόταν και η ευχάριστη οσμή του τυριού από την κουλούρα. Τέτοια ερεθίσματα ανοίγουν την όρεξη ακόμη και σε χορτασμένους, πόσο μάλλον σε ανθρώπους σαν και μας που με πολύ δυσκολία η μάνα μας, κάλυπτε τις βασικές μας διατροφικές ανάγκες .
Πρέπει να βράδιαζε, αν και ήταν δύσκολο να το καταλάβεις, γιατί η χαμηλή νέφωση μαζί με την καταρρακτώδη βροχή δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που έμοιαζε μονίμως σαν σούρουπο, όταν η γιαγιά η Μαρία έδωσε το σινιάλο:
-ελάτε να φάμε, φωνάξτε και το παππού-
Βγαίνω στο μπαλκόνι , έβρεχε ακατάπαυστα που μαζί με το σκοτάδι που είχε αρχίσει να γίνεται πυκνό ήταν αδύνατο να δεις πέρα από την μύτη σου.
Φωνάζω δυνατά:
-Παππού, παππού έλα να φάμε, το επαναλαμβάνω δυο τρεις φορές καμία απόκριση . Κατεβαίνω τις σκάλες και στα γρήγορα διασχίζω ένα διάδρομο έξι με επτά μέτρα και μπαίνω στο στάβλο και βάζω τις φωνές. Η φωνή του παππού ακούγεται κάπου στο βάθος να μου αποκρίνεται πως έρχεται.
Καθόμαστε όλοι γύρω από το τραπέζι . Το αχνό φως του λυχναριού που ήταν κρεμασμένο δίπλα στο παραγώνι και της λάμπας πετρελαίου που ήταν πίσω από το αργαλειό, που είχε στήσει η μάνα μου στην μια άκρη του δωματίου, ρομαντικότητα πρόσθετε στο σκηνικό, παρά φως για να διακρίνουμε τι θα τρώγαμε .
Αυτό μάλλον δεν μας ενοχλούσε απεναντίας μας ένωνε σαν παρέα και οικογένεια.
Απόψε είχαμε μια σούπα από τραχανά που είχε ρίξει μέσα η γιαγιά κάποια κομμάτια από σύγκλινο και μπόλικη φέτα δίκης μας παραγωγής. Το σύγκλινο ήταν κομμάτια χοιρινού που είχαν πάρει μια βράση και τα συντηρούσαν σε πήλινα λαγήνια γεμάτα λίπος αφού ψυγεία δεν υπήρχαν .
Το καρβέλι που μόλις βγήκε ζεστό από την γάστρα,και η αχνίζουσα μυρωδάτη σούπα του τραχανά, μας απορρόφησε όλους στο φαγητό και κανείς μας δεν είχε χρόνο και διάθεση για κουβέντα . Όλοι ρουφούσαμε λαίμαργα τις κουταλιές και έτσι δεν δόθηκε στον παππού η ευκαιρία να μας πει την αγαπημένη χιλιοειπωμένη φράση του :
- όταν τρώμε δεν μιλάμε και δεν κουτσομπολεύουμε ...
Τελειώνοντας το φαγητό , ο παππούς πήγε στο στάβλο με τα πρόβατα που θα περνούσε το βράδυ και η μάνα μου έπιασε τον αργαλειό όπου αυτό τον καιρό ύφαινε κουρελούδες. Οι υπόλοιποι καθίσαμε γύρω από το τζάκι και ο πατέρας μου έριξε ένα μεγάλο ξερό πουρναρίσιο κούτσουρο που γρήγορα άρπαξε και οι φλόγες του φώτισαν όλο το δωμάτιο. Έξω ο καιρός λυσσομανούσε, να βρέχει καρεκλοπόδαρα, οι κεραυνοί να πέφτουν απανωτά και οι αστραπές να σχίζουν το βαθύ σκοτάδι κάνοντας την νύχτα μέρα. Η γιαγιά άρχισε να μουρμουρίζει κάτι για καταστροφή του κόσμου και να εκλιπαρεί την Παναγία να μας λυπηθεί.
Μάλλον και ο πατέρας μου πρέπει να ανησύχησε και για το κρύψει άρχισε να φωνάζει στην μάνα να σταματήσει με τον αργαλειό γιατί αυτό το τάκα τούκα μας έσπασε τα νεύρα .
Άλλες ήσυχες βραδιές, η αλήθεια είναι, ότι ο ήχος από τον αργαλειό ήταν μελωδικός και μας νανούριζε αλλά απόψε με τους εκκωφαντικούς κρότους των κεραυνών έξω, η μελωδία του αργαλειού μετατράπηκε σε ενοχλητική παραφωνία .
Εγώ θα πάω να κοιμηθώ, λέει ο πατέρας μου, κοιμηθείτε και σεις. Αύριο θα έχουμε καλό καιρό , που θα πάει; θα ξεθυμάνει, πόσο θα ρίξει ακόμη ;
Μας καληνύχτισε και πήγε στο κρεβάτι του που ήταν στο διπλανό δωμάτιο .

ο Μόρνος κοντά στην Αιμονή στην συμβολή του με το Αβορόρεμα όταν ήταν ήρεμος




Δυο δωμάτια ήταν όλο το σπίτι, το μεγάλο, όπου είχαμε το τζάκι, είχε δυο μεγάλα κρεβάτια και χρησίμευε και για καθιστικό και για κουζίνα . Το ένα κρεβάτι προς την πλευρά των δυο παραθύρων κάποιες φορές το έβγαζε η μάνα μου και τοποθετούσε στην θέση του τον αργαλειό .
Το άλλο δωμάτιο το ανατολικό, που ήταν πολύ μικρότερο το διαχώριζε ένας ξύλινος τοίχος με μια μικρή πόρτα. Αυτό το δωμάτιο ήταν η κρεβατοκάμαρα των γονιών, υπήρχε ένα τραπέζι και μια καρέκλα κοντά στο μοναδικό παράθυρο με ένα μεγάλο ραδιόφωνο με λυχνίες, μάρκας philips με μια μεγάλη ξηρή μπαταρία.
Στον τοίχο πάνω από το τραπέζι υπήρχε ένας καθρέπτης, ο κλασικός της εποχής με την επιγραφή «καλημέρα» στην βάση του.
Ένα μεγάλο μπαούλο ήταν δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι σε ένα μικρό κοίλωμα με τα κλινοσκεπάσματα,τα χοντρά  ρούχα και τα στρωσίδια τακτοποιημένα με πολύ φροντίδα μέχρι το ύψος του ταβανιού, σαν γιούκο τον ξέραμε όλο αυτό τον μπόγο .
Στον γιούκο έκρυβε η μάνα κανένα  γλυκό  του κουταλιού από σταφύλι ή κυδώνι με την ψευδαίσθηση ότι δεν θα το βρίσκαμε...
Σε μια γωνιά του ταβανιού υπήρχε ένα ξύλινο πορτάκι, καταρράκτη το λέγαμε. που μπορούσαμε με την βοήθεια μιας σκάλας να σκαρφαλώσουμε και να μπούμε στον κενό χώρο που άφηνε η σκεπή με το ταβάνι.
Εδώ έβαζαν πράγματα που δεν πολύχρησιμοποιούσαμε ή αντικείμενα που δεν ήθελαν να είναι προσιτά στα παιδιά, όπως τα κυνηγητικά όπλα.
Στο μεγάλο δωμάτιο υπήρχε σε μια άκρη του πατώματος κοντά στο τζάκι ένα παρόμοιο πορτάκι που το λέγαμε καταπακτή, που μπορούσες εύκολα να κατέβεις στην αποθήκη του ισογείου όπου υπήρχαν τα αμπάρια με τα γεννήματα ,τα βαρέλια με το κρασί και το τυρί, τα λαγήνια με το σύγκλινο,τα καλάθια με τις τροφές και όλα τα αγροτικά εφόδια στοιβαγμένα με τάξη.
Δεν πέρασε πολύ ώρα από την στιγμή που ο πατέρα πήγε για ύπνο που η γιαγιά μας φώναξε να κοιμηθούμε και ‘μεις τα παιδιά . Το φαρδύ κρεβάτι από ξύλα πλάτανου μας χωρούσε άνετα και τους τέσσερις .
Για να ζεσταινόμαστε καλύτερα εφαρμόζαμε το σύστημα του φακέλου, δηλαδή διπλώναμε καλά την φαρδιά κουβέρτα στα δυο άκρα και στο κάτω μέρος, που ήσαν τα πόδια μας και έτσι δεν υπήρχε ο κίνδυνος να ξεσκεπαστούμε κατά την διάρκεια του ύπνου. Προνομιακές θέσεις ήσαν οι ακραίες γιατί μπορούσες εύκολα να σηκωθείς γιαυτό υπήρχε πάντα ένας μικρό καυγάς για αυτές .
Βέβαια η μια θέση , η εξωτερική ανήκε δικαιωματικά στην γιαγιά που μας προστάτευε μην πέσουμε από το κρεββάτι και έμενε μόνο αυτή που ακουμπούσε στον τοίχο για τον σχετικό καυγά .
Κοιμηθήκαμε και ‘μεις και έμενε μόνο η μάνα να συνεχίζει την ύφανση των κουρελούδων στον αργαλειό .
Δεν πρέπει να έχει περάσει πολύ ώρα όταν ξυπνήσαμε όλοι από τι φωνές του παππού,που με ένα φανάρι λαδιού αναμμένο όρμησε στο δωμάτιο φωνάζοντας
-σηκωθείτε , θα πνιγούμε το ποτάμι έχει ξεχειλίσει και τα νερά του φθάνουν μέχρι το αλώνι.
Πεταχτήκαμε όλοι επάνω και βγήκαμε στο μπαλκόνι . Η βροχή είχε κοπάσει και τα σύννεφα είχαν αραιώσει και έβλεπες που και που κάποια αστέρια αλλά η βουή του νερού ήταν τέτοια που τρόμαζες στο άκουσμα της .
Είμασταν συνηθισμένοι με την βουή του ποταμού αλλά αυτό που ακούγαμε τώρα ήταν κάτι πρωτόγνωρο .
Ένας αλλόκοτος απειλητικός θόρυβος που ένιωθες την ορμή του νερού συνοδευόμενος από τριγμούς λες και έσερνε κάποιος αλυσίδες ανάκατα με πέτρες και ξύλα. Τρομάξαμε ,εμείς τα παιδιά βάλαμε τα κλάματα και η γιαγιά με την μάνα μου άρχιζαν να ουρλιάζουν αλλόφρονες και να ζητούν έλεος από την Παναγία. Ο πατέρας μου μάλλον ήταν ο πιο ψύχραιμος και άρχισε να φωνάζει να σταματήσουμε τα κλάματα και τις υστερικές κραυγές γιατί δεν κινδυνεύαμε, αρπάζει από το παππού το φανάρι κατεβαίνει τα σκαλιά και πλησιάζει το αλώνι .
-Το νερό από το ποτάμι δεν μπορεί να ανεβεί εδώ , τα νερά στο αλώνι είναι από το μικρό ρυάκι και το αυλάκι που ήταν δίπλα στο σπίτι . Το ποτάμι, μας φωνάζει, έχει πηδήξει στα χωράφια που είναι στα τριακόσια μέτρα από εδώ στη θέση Καρασόνια .
-Μην φοβόσαστε είμαστε πολύ ψηλά .
-Μα ακούγεται δίπλα μας, τον διέκοψε η μάνα μου .
-Είναι νύχτα και ξεγελιέσαι Ευθυμία της απαντά
Συμφώνησε και ο παππούς με τα λεγόμενα του πατέρα και έτσι αισθανθήκαμε και ‘μεις καλύτερα , μπήκαμε μέσα στο σπίτι και η γιαγιά έβαλε ξύλα στο τζάκι και καθίσαμε όλοι αμίλητοι δίπλα στην φωτιά .
-Πρέπει να είναι πολύ μεγάλη η ζημιά διέκοψε την σιωπή ο παππούς , πολλά χωράφια θα έχουν γίνει ξεριάς . Κοντεύω τα75  και τέτοια καταστροφή δεν θυμάμαι, να έλθει ο Κόκκινος και ο Μόρνος στα Καρασόνια ... δεν μπορούσα να το φανταστώ ...
-Άστο θα το δούμε αύριο που θα ξημερώσει .. απαντά ο πατέρας μου.
Η μέρα που ξημέρωσε ήταν μια άλλη μέρα . Ουρανός κατακάθαρος και τα νερά γύρω από το σπίτι είχαν αποτραβηχτεί . Η άγρια όμως βουή του ποταμιού ακουγόταν ακόμη και τα κατακόκκινα νερά φαινόντουσαν να καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος του κάμπου που εκτεινόταν σε μια απόσταση περίπου πεντακόσια μέτρα μπροστά από το σπίτι μας. Όσο περνούσε η ημέρα αποκαλυπτόταν η μεγάλη καταστροφή που είχε γίνει στα χωράφια που ήσαν κάτω από το αρδευτικό αυλάκι και προς την πλευρά του ποταμιού. Το πρόβλημα δεν ήταν τα νερά αλλά τα φερτά υλικά, κυρίως ποταμολίθια , που είχαν σκεπάσει το γόνιμο χώμα των χωραφιών και είχαν αχρηστεύσει παντελώς τους αγρούς.
Μετά το μεσημέρι κάποιοι ιδιοκτήτες των πλημμυρισμένων χωραφιών ήλθαν από το χωριό για να δουν τις ζημιές , δύσκολες ώρες για τους φτωχούς αγρότες , για μερικούς μάλιστα ήταν και η μοναδική αγροτική έκταση που είχαν και που με αυτή ζούσαν τις πολυμελείς οικογένειες τους. Ο θρήνος σιγά σιγά απλώθηκε σε όλους τους κατοίκους της κοιλάδας .
 Τους πρώτους ανθρώπους που είδαμε μετά από σχεδόν δέκα μέρες ήταν η αδελφή του παππού μου η Ρήνα με τον γιό της τον Γιώργο και την γυναίκα του την Έλλη.
Όλοι έκλαιγαν για το κακό που τους συνέβη, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι τα τρία στρέμματα εύφορο χωράφι που είχαν αγοράσει ακριβώς πριν τέσσερις μήνες δεν υπήρχε. Ο Κόκκινος μαζί με τον Μόρνο το είχαν μετατρέψει σε μια άγονη πλέον έκταση γεμάτη ποταμολίθια, είχε γίνει ένας ξεριάς ..
-ξέρεις τι είναι να έχεις πάρει δανεικά, να χρωστάς και να μην υπάρχει αυτό που αγόρασες; μονολογούσε με δάκρυα στα μάτια ο μπάρμπα Γιώργος ο Κρανιάς..
Αργά το απόγευμα ήλθαν στο σπίτι μας ο παππούς ο Νικολός και η γιαγιά, από την πλευρά της μάνας μου, σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση . Τα μοναδικά τους κτήματα που ήσαν κοντά στην συμβολή του Μόρνου με τον Κόκκινο είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά . Η γιαγιά έκλαιγε γοερά και η αδελφή μου, η μικρή τετράχρονη Μαρία, προσπαθούσε να την παρηγορήσει λέγοντας της :
-μην κλαις γιαγιά , μην στενοχωριέσαι , θα σου δίνουμε εμείς μπομπότα να τρως ....έχουμε εμείς χωράφια και θα σπέρνουμε καλαμπόκια και σιτάρια και θα σας δίνουμε ...

Νοέμβρης 2019
πόνημα δημιουργικής γραφής
Κωνσταντίνος Γ. Μπερτσιάς

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

 ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ ΦΥΣΚΟΣ
Στην περιοχή του Μαλανδρίνου στον Δήμο Δωρίδας σε απόσταση 10 km από το Λιδορίκι έχει εντοπιστεί ο αρχαίος Φύσκος, μία από τις αρχαιότερες Δωρικές πόλεις που αποτελούσε θρησκευτικό κέντρο των Εσπεριών Λοκρών κατά την διάρκεια το 4ου π.χ.  Το γεγονός αυτό επαληθεύεται από τις διάφορες ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν κατά το παρελθόν, από την πρώτη ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε από τον αρχαιολόγο  Lolling κατά την διάρκεια της οποίας εντοπίστηκαν τέσσερις απελευθερωτικές πράξεις μια από αυτές αναφέρεται με το όνομα << Φυσκεύς >> κι έπειτα ακολούθησαν κι επόμενες.  Στο νότιο τμήμα του χωριού σώζονται μικρά τμήματα της αρχαίας οχύρωσης κοντά στο νεκροταφείο του ενώ αλλά μέρη βρίσκονται ακόμα στο έδαφος, σύμφωνα με τον Lerat.

Πηγή κειμένου  :  Τμήμα Μηχανικών Η/Υ & Πληροφορικής Πανεπιστήμιο Πατρών/ΔΡΟΜΟΙ  ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ/ ΑΡΧΑΙΑΑ ΦΥΣΚΟΣ( Μαλανδρίνο ) /(http://arcadia.ceid.upatras.gr/pausanias/article.php?id=107)

Απόγευμα στο Καραούλι


Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

1821: Οι επαναστάτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη εισέρχονται στο Βουκουρέστι.
Την ίδια μέρα ο Αθανάσιος Διάκος, μετά από δοξολογία στη Μονή του Οσίου Λουκά, κηρύσσει την Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, ενώ ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον αρματολό Πανουργιά, ελευθερώνουν την πρωτεύουσα της Φωκίδας, Σάλωνα (Άμφισσα).
1821: Ο Αθανάσιος Διάκος, μετά από δοξολογία στη Μονή του Οσίου Λουκά, κηρύσσει την Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον αρματολό Πανουργιά, ελευθερώνουν την πρωτεύουσα της Φωκίδας, Σάλωνα (Άμφισσα).

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων

Σήμερα το μεσημέρι στο νεκροταφείο της Ηλιούπολης 
έγινε η εξόδιος ακολουθία της δεκαεννιάχρονης Μαρίας Πυροβολικού , κόρης της Χριστίνας Σαράφη (και εγγονής του Λευτέρη και της Νίκης). Δυστυχώς η μοίρα, για την νεαρά Μαρία, έπαιξε άσχημο παιγνίδι  και απρόσμενα διέκοψε το νήμα της ζωής της. Βαρύ το πένθος στην οικογένεια Σαράφη, να προσευχόμεθα να τους δίνει ο θεός δύναμη και υπομονή .
Θερμά συλλυπητήρια . .

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Το καλύτερο σημείο θέασης της λίμνης Μόρνου είναι στο χωριό μας και ο χώρος  πανέμορφος !
Μπράβο στους συντελεστές !!



Ωραία πράγματα στο χωριό μας !! Μπράβο στους συντελεστές .


Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Πώς έγραφε ο Μακρυγιάννης.

Πώς έγραφε ο Μακρυγιάννης:

πηγή: sarantakos.wordpress.com . Posted by sarant στο 22 Ιανουαρίου, 2020

Καθώς πλησιάζει η επέτειος των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821 είναι επόμενο να αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για κείμενα της εποχής -και ανάμεσά τους αναγκαστικά ξεχωριστή θέση έχουν τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, που είναι ίσως το μοναδικό εκτενές δείγμα κειμένου αγωνιστών του 1821 που μας έχει έρθει χωρίς να περάσει από το φίλτρο κάποιου εγγράμματου διαμεσολαβητή, όπως του Κολοκοτρώνη από τον Τερτσέτη.
Στο Διαδίκτυο μπορούμε να βρούμε το κείμενο του Μακρυγιάννη, ας πούμε στη Βικιθήκη. μπορούμε να μελετήσουμε τη γλώσσα του και να θαυμάσουμε το ύφος του. Αλλά για τη γλώσσα και για την προσωπικότητα του Μακρυγιάννη έχουν γραφτεί εκατοντάδες άρθρα και δεκάδες βιβλία, οπότε δεν θα έχει νόημα να πούμε κάτι ακόμα στο ιστολόγιο. Στο σημερινό άρθρο θα εστιαστούμε σε μια πτυχή που μάλλον είναι λιγότερο γνωστή, δηλαδή στο πώς από το χειρόγραφο του Μακρυγιάννη φτάσαμε στο κείμενο που έχουμε σήμερα και διαβάζουμε στην οθόνη μας.
Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη τα χρωστάμε ολοκληρωτικά στον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον ακαταπόνητο λόγιο που έβαλε σκοπό ζωής να σώσει από την αφάνεια και τη φθορά κάθε λογής αρχειακό υλικό, αλλά κυρίως υλικό σχετικό με το 1821. Ο Βλαχογιάννης έφερε στην επιφάνεια και εξέδωσε πάρα πολλά κείμενα, αλλά το διαμάντι του στέμματος, μπορούμε να πούμε, είναι τα γραφτά του Μακρυγιάννη.
Όπως έγραψε ο ίδιος, από τις έρευνές του σε παλιές εφημερίδες της εποχής του Όθωνα, είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Μακρυγιάννης, άνθρωπος που επιδίωκε επίμονα να εκφράζει τη γνώμη του στον Τύπο, ήταν πολύ πιθανό να είχε γράψει και κάποιου είδους απομνημονεύματα. Οπότε, ο Βλαχογιάννης άρχισε να επισκέπτεται ταχτικά τον γιο τού αγωνιστή, τον συνταγματάρχη του Μηχανικού Κίτσο Μακρυγιάννη, ο οποίος έμενε στο ίδιο σπίτι, και να τον πιέζει να ψάξει σε υπόγεια και σε κασέλες μήπως βρει γραφτά του πατέρα του. Και πράγματι, μια μέρα ο Κίτσος Μακρυγιάννης του ανάγγειλε με κραυγές χαράς πως μέσα σε έναν τενεκέ, χωμένο κάτω από παλιοκάσονα, είχε βρει μισοσαπισμένο ένα χειρόγραφο του στρατηγού.
Ο Βλαχογιάννης αφιέρωσε δεκαεφτά μήνες στην ανάγνωση και τη μεταγραφή του χειρογράφου. Τα απομνημονεύματα εκδόθηκαν αρχικά με έξοδα του Κίτσου Μακρυγιάννη και της αδελφής του.
Το χειρόγραφο του Μακρυγιάννη ίσως να το έχετε δει σε κάποιο οπισθόφυλλο. Ο στρατηγός γράφει με πολύ κόπο, στρογγυλά μεγάλα γράμματα, αλλά χωρίς τόνους και στίξη. Να μια σελίδα:

Τα βγάζετε τα γράμματα;
Ιδού η πιστή μεταγραφή που έκανε ο Βλαχογιάννης, πριν ακόμα διορθωσει τίποτε:
κε τιν βασιλιατο κε τος οδιγισα εις τις πορτες κι αλες θεσες οπουτε μας ριχτονε να πεθανομεν) εισος μοτος εστιλες εσι λεονιδα οτι μιναν οταν σκοτοθις οτι ειγε(νει) αυτι καθαρι απογονισου κε σι κε ει σιτροφισου επερ τις πατριδοσου σκοτοθικειτε κε τις θρισκιασας κεμις αυτο ετιμαζομαςτε) ει αγαθοτι το θεο εινι αβισος τις θαλασις τος μορος κανι σουφος τος σουφος μορος τος αντριος διλος τος διλος αντριος δια να δοξάζετε ο πιλαστις το παντος εκει οπου τελιοσαμεν αυτα κι ετιμαζομαστε να πεθανομεν ετεκα ο θεος στελνι κε τον αγαθον κε γενεον πατριοτι τον γιανι κοςτα μαλος πετε κε απουμεσα απου αυτος τος στραβονι ο θεος κε δεν τος βιλεπουν κε τος αννιγο κε πενον κε αυτα τα πετε λιονταρια σε ολίγον μορχετε κι ο γενεος κειργιακος αργιροκαστριτις μ αλος οχτο πατριοτες το απου τον περεα οτι τοννιχα εις τον ορκον κε το παρακιλα κε το ειδιον στραβοσε τος απατεονες ο θεος πικαν κε αυτινι ει γενεει ατρες αυλαβι ει απουγονι τοπιρο σε καναδιο ορες ερχοτε κι ειγενει κι αγαθι πατριοτες ο γιανακει σουλιος με τον αδελφοντο διμιτρακει κι γαπροτο κειζα κε ο μελετις παπαδαμι κοντοργιοτις με εικοσιετε ανθρωπος κε με μεγαλον κειντινον τις ζοεις τος αυτινι ολι σουθικαν μεσα οτι τος είδαν τα στρατεματα αυτος τοτε αρχισε το τοφεκι απου τος αννατιος κιαυτινι ει γενεει κιαγαθι πατριοτες ολι ει 25 απουμεσα απουλος τος αννατιος ριχτικαν ος λιοταριγα τος ριχτικαν απανοτος ει ανατιει ολι ριξαν κε σκοτοσαν μονον εναν νοματαρχι αυτός μονον εσκοτοθι εις το σινταμα οτι οσα νεργαγι ει θια προνια ετζι γενοτε τοτε πικαν ολι μεσα κι ανναψαμεν το τοφεκι κε ει μεσα κε ει εξο ομος εμις δεν θελαμεν να ριξομεν εις το κρεας οτι ειτον αδελφι μας κι εκεινι τοτε τοφεκεισμος εμις κι εκεινι κι αρχισαμεν εμις ζιτο το σινταμα κι εθνικει σιννελεψι(ν) αρχισαν απου το κάστρο εκείνοι οπουχα οδιγισι κε ει φοτιες απο τα βυνα τις καπανες πιγε ο διμαρχος προδοτις ανναργιρος πετρακεις κι ο αςτινομος μιμικος μισαραλιοτις κε ει οπαδιτος κε δεν αφισαν να βαρεσον μαλιστα ειρθαν εις το σπιτιμο εις τον καφενεμο κε γιρεβαν με προδοσία ος φιλι να με βιγαλον εξο να μιλισουμεν να με πιασουν μαπιστια να με δοσον εις τος φίλος τος αυτο το σικειδιον ταπετιχαν τοτε κεινιθι κε ταχτικον κε ειπικον με τον καλερι κε σκαριβελι ακογοτας τος τοφεκεισμος μας κε πιγαν εις το παλατι ευτις κι εγο αφισα τιν αννακεια φρορα κεπιγα κιεγο βιγενοτας εξο μακολοθισαν ολι ει πουλιτες ειρθαν κε απου τα χορια οποτος ειχα παρακειλι κε μας πιραν εις τα χέρια ολος ο λαος χαλεβαν να πουνε απουταπαλεθιρια εις το παλατι τοτε τος μιλισα ναχον τιν μεγαλιτερα αρετι κε πατριοτισμον εμις θελομεν να μας δοσι ο βα…
Δεν είναι και πολύ κατανοητό, έτσι;
Μερικές παρατηρήσεις του Βλαχογιάννη για τον τρόπο που γράφει ο Μακρυγιάννης:
Ο Μακρυγιάννης γεμίζει ολόκληρες τις σελίδες με πυκνότατο γράψιμο, με μάλλον μεγάλα γράμματα, στρογγυλά. Αυτό έχει αποτέλεσμα πολλά γράμματα να μοιάζουν με άλλα. Δεν βάζει τόνους και δεν χρησιμοποιεί σημεία στίξης.
Ο Μακρυγιάννης δεν ξέρει ορθογραφία. Γράφει όπως ακούει. Χωρίζει τις λέξεις αλλά ενώνει άρθρα με ονόματα ή συνδέσμους με ρήματα ή εγκλιτικά: ταλαθι (τα λάθη), οπουγραφο (οπού γράφω), ναιδι (να ιδεί), πεθαμοτου (πεθαμό του).
Χρησιμοποιεί τις «διφθόγγους» ου, αυ και ει αλλά όχι άλλες. Γράφει εβροπι, εβεργετι, λεμος, πινα. Το άτονο ου το ακούει ρουμελιώτικα ο και το γράφει έτσι: τοφεκι, βονα (βουνά), σκλαβοσον, σουροπομα. Άλλες όμως φορές γράφει με ο και το τονιζόμενο ου: τορκος (τούρκους), βαστοσαν, αφο.
Συχνά παρεμβάλλει το γ ανάμεσα στα φωνήεντα των διφθόγγων: νεγος (νέος), αθινεγι (Αθηναίοι), γονεγι (γοναίοι), αγιμνιστος (αείμνηστος). Επίσης παρεμβάλλει ένα ι ανάμεσα σε ορισμένα συμφωνικά συμπλέγματα: βιλαβον (βλάβουν), αναπιλι (Ανάπλι), γιμινος (γυμνός), τιπιτι (τύπτει).
Δυσκολεύεται να γράψει μπ, γκ, ντ και σχεδόν πάντα προτιμά, αντ’ αυτών, τα π, κ, τ: τιθικα (ντύθηκα), πατο (παντού), ακλια (Αγγλία), κιτι (γκιντί, τούρκικη λέξη), πενου (μπαίνω), λαπρός (λαμπρός).
Όσο κι αν οι «κανόνες» αυτοί βοηθάνε, καταλαβαίνει κανείς το ηράκλειο έργο που είχε να κάνει ο Βλαχογιάννης. Και ιδού το απόσπασμα της παραπάνω χειρόγραφης σελίδας, που το είδαμε και σε αρχική, ανεπιμέλητη μεταγραφή, πώς έγινε αφού το επιμεληθηκε ο Βλαχογιάννης (και πολύ λιγότερο οι μεταγενέστεροι):
και την βασιλεία του και τους οδήγησα εις τις πόρτες κι άλλες θέσες, όποτε μας ριχτούνε να πεθάνομεν.
Ίσως μου τους έστειλες εσύ, Λεωνίδα, ότι μείναν όταν σκοτώθης· ότι οι γενναίοι αυτοί καθαροί απογόνοι σου – κι εσύ και οι συντρόφοι σου υπέρ της πατρίδος σας σκοτωθήκετε και της θρησκείας σας – κι εμείς σ’ αυτό ετοιμαζόμαστε. Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, διά να δοξάζεται ο πλάστης του παντός. Εκεί οπού τελειώσαμεν αυτά κι ετοιμαζόμαστε να πεθάνομεν έντεκα, ο Θεός στέλνει και τον αγαθόν και γενναίον πατριώτη τον Γιάννη Κώστα μ’ άλλους πέντε· κι από μέσα από αυτούς – τους στραβώνει ο Θεός και δεν τους βλέπουν. Και τους ανοίγω και μπαίνουν αυτά τα έξι λιοντάρια. Σε ολίγον μο ’ρχεται κι ο γενναίος Κυργιάκος Αργυροκαστρίτης μ’ άλλους οχτώ πατριώτες του από τον Περαία· ότι τον είχα εις τον όρκον και του παράγγειλα· και το ίδιον στράβωσε τους απατεώνες ο Θεός – μπήκαν κι αυτείνοι οι γενναίοι άντρες άβλαβοι, οι απόγονοι του Πύρρου. Σε κάνα δυο ώρες έρχονται και οι γενναίοι κι αγαθοί πατριώτες ο Γιαννάκη Σούλης με τον αδελφόν του Δημητράκη και γαμπρό του Γκίτζα κι ο Μελέτης Παπαδάμη Κουντουργιώτης με εικοσιπέντε ανθρώπους, και με μεγάλον κίντυνον της ζωής τους αυτείνοι όλοι σώθηκαν μέσα, ότι τους είδαν τα στρατέματα αυτούς· τότε άρχισε το ντουφέκι από τους αναντίους, κι’ αυτείνοι οι γενναίοι κι’ αγαθοί πατριώτες όλοι, οι εικοσιπέντε, από μέσα απ’ ούλους τους αναντίους ρίχτηκαν ως λιοντάργια· τους ρίχτηκαν απάνου τους οι αναντίοι όλοι. Ρίξαν και σκότωσαν μόνον έναν νωματάρχη. Αυτός μόνον εσκοτώθη εις το Σύνταμα· ότι όσα ’νεργάγει η Θεία Πρόνοια έτσι γένονται. Τότε μπήκαν όλοι μέσα κι ανάψαμεν το ντουφέκι και οι μέσα και οι έξω. Όμως εμείς δεν θέλαμεν να ρίξομεν εις το κρέας, ότι ήτον αδελφοί μας κι εκείνοι. Τότε ντουφεκισμούς εμείς κι εκείνοι, κι’ αρχίσαμεν εμείς· «Ζήτω το Σύνταμα κι η Εθνική Συνέλεψη!» Άρχισαν από το κάστρο εκείνοι οπού ’χα οδηγήσει και οι φωτιές από τα βουνά. Τις καμπάνες πήγε ο προδότης δήμαρχος Ανάργυρος Πετράκης κι ο αστυνόμος Μιμίκος Μισαραλιώτης και οι οπαδοί τους και δεν άφησαν να βαρέσουν. Μάλιστα ήρθαν εις το σπίτι μου, εις τον καφενέ μου, και γύρευαν με προδοσιά, ως φίλοι, να με βγάλουν έξω να μιλήσομεν, να με πιάσουν μ’ απιστιά να με δώσουν εις τους φίλους τους. Αυτό το σκέδιον τ’ απέτυχαν. Τότε κινήθη και το Ταχτικόν και ιππικόν με τον Καλλέργη και Σκαρβέλη, ακούγοντας τους ντουφεκισμούς μας, και πήγαν εις το Παλάτι. Ευτύς κι εγώ άφησα την αναγκαία φρουρά και πήγα κι εγώ. Βγαίνοντας έξω μ’ ακολούθησαν όλοι οι πολίτες. Ήρθαν κι από τα χωριά, οπού τους είχα παραγγείλει. Και μας πήραν εις τα χέρια όλους ο λαός. Χάλευαν να μπούνε από τα παλεθύρια εις το Παλάτι. Τότε τους μίλησα να ’χουν την μεγαλύτερη αρετή και πατριωτισμόν· «Εμείς θέλομεν να μας δώση ο Βα…
Αν βάλετε πλάι-πλάι τις δυο εκδοχές θα δείτε μία προς μία τις επεμβάσεις που χρειάστηκε να κάνει ο Βλαχογιάννης σε μία μόνο σελίδα κειμένου.
Δεν θα έκανε και λάθη ο Βλαχογιάννης στη μεταγραφή; Ανθρωπίνως αδύνατο να μην έκανε. Και πώς δεν ξαναείδε κανείς το χειρόγραφο από το 1945 (που πέθανε ο Βλαχογιάννης) και μετά; Και πού βρίσκεται το χειρόγραφο σήμερα;
Τα χειρόγραφα του Μακρυγιάννη ποτέ δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας. Ο Βλαχογιάννης ήταν πολύ φειδωλός με το εύρημά του. Πήγε στα γραφεία της Ακρόπολης και έδειξε τα χειρόγραφα στους συντάκτες, και η Ακρόπολις δημοσίευσε ομοιότυπα τριών σελίδων (η μία είναι αυτή που βλέπετε πιο πάνω). Κάποια στιγμή, γύρω στο 1910, επέστρεψε τα χειρόγραφα στον Κίτσο Μακρυγιάννη.
Και μετά;
Στο βιβλίο απ’ όπου άντλησα υλικό για το σημερινό άρθρο (αυτή την τρίτομη έκδοση) στον τρίτο τόμο, υπάρχει η εισαγωγή του Σπύρου Ασδραχά στην έκδοση του 1957, όπου αναφέρεται ότι μετά τον θάνατο του Βλαχογιάννη κάποιοι έγραψαν στις εφημερίδες ότι το χειρόγραφο του Μακρυγιάννη το είχε καταστρέψει ο Βλαχογιάννης για να μην δουν οι επόμενες γενεές τις επεμβάσεις που είχε κάνει στο κείμενο. Ωστόσο, αυτό αποκλείεται από διάφορες μαρτυρίες (πχ του Φ. Κουκουλέ) με βάση τις οποίες ο Κίτσος Μακρυγιάννης κληροδότησε τα χειρόγραφα στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία. Το 1957, γράφει ο Ασδραχάς, τα χειρόγραφα βρίσκονταν ακόμη εγκιβωτισμένα στα γραφεία της Εταιρείας.
Ο Ασδραχάς πειστικά απορρίπτει την ιδέα ότι ο Βλαχογιάννης έκανε ριζικές και αυθαίρετες επεμβάσεις στο κείμενο του Μακρυγιάννη, φέρνοντας σαν επιχείρημα ότι ξέρουμε πώς δούλεψε στην έκδοση των απομνημονευμάτων του Κασομούλη (όπου δηλώνει τις διορθώσεις του) και του Σπυρομίλιου. Άλλοι όμως υποθέτουν ριζικές επεμβάσεις και κάποιοι φτάνουν στο σημείο να υποθέσουν ότι ο Βλαχογιάννης είναι ο πραγματικός συγγραφέας! -εδώ βλέπουμε μια ανασκόπηση που έχει και αυτές τις εκδοχές.
Να πούμε ότι ο Βλαχογιάννης το 1936 αγόρασε από τον παλαιοβιβλιοπώλη Σπανό το χειρόγραφο του άλλου έργου του Μακρυγιάννη, το Οράματα και θάματα, αλλά δεν θέλησε να το εκδώσει -αφενός είχε γεράσει και αφετέρου το θεωρούσε παραληρηματικό έργο που θα διέσυρε τη φήμη του στρατηγού. Το έδωσε όμως στον συνεργάτη του Άγγελο Παπακώστα. Αυτό το χειρόγραφο υπάρχει, είναι κατατεθειμένο στη Γεννάδειο και έχει εκδοθεί και σε πανομοιότυπη έκδοση -πέρα από την κανονική έκδοση σε επιμέλεια Άγγελου Παπακώστα.
Ομολογώ πως δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια νεότερη έγκυρη άποψη για το χειρόγραφο των Απομνημονευμάτων. Περιμένω από τα σχόλιά σας να με διαφωτίσετε. Σκέφτομαι πάντως δεν θα υπάρχει καλύτερος τρόπος να γιορταστούν τα 200 χρόνια του ξεσηκωμού από το να γίνει προσπάθεια να βρεθεί το χειρόγραφο. Αυτή θα είναι εθνική προσπάθεια, σε αντίθεση με τις κοσμικές φιεστες.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Μαρία Πενταγιώτισσα

Μαρία Πενταγιώτισσα


ΜΑΡΙΑ Η ΠΕΝΤΑΓΙΩΤΙΣΣΑ
[Του Γιάννη Μάκκα]

Η πανέμορφη Ρουμελιωτοπούλα Μαρία από του Πενταγιούς Φωκίδας, που τραγουδήθηκε και έχουν γραφεί πολλά λαϊκά μυθιστορήματα γύρω από τη ζωή της, κυρίως στις αρχές του περασμένου αιώνα!
Φανταχτερά, πολύχρωμα λιθόγραφα τα βιβλιοεξώφυλλα, αποτελούν σήμερα το "θήραμα" των συλλεκτών, που τα κυνηγούν μανιωδώς.
(φωτο! Εξώφυλλο συλλεκτικού μου λαϊκού μυθιστορήματος)

Πηγή: F/B Ioannis Elatos Makkas
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων

Μια ακόμη απώλεια ..
Ο Σπύρος Κοράκης  του Χαράλαμπος ετών 73 απεβίωσε στην Αθήνα όπου ζούσε και κηδεύτηκε την Πέμπτη στο νεκροταφείο του χωριού μας . Παρόλο που από μικρός είχε μετακομίσει στην Αθήνα δεν έπαψε να υπεραγαπά το χωριό του και να είναι από τους πιο σταθερούς επισκέπτες ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες . Μόνο φίλους είχε ο αγαπητός Σπύρος σε αυτή την γήινη διαδρομή του . Θα μας λείψει σίγουρα αλλά θα τον έχουμε ανεξίτηλα χαραγμένο στην μνήμη μας με τις καλύτερες αναμνήσεις .
Θερμα συλλυπητήρια στους οικείους του.
αιωνία του η μνήμη ,καλό παράδεισο  Σπύρο .

Στην φωτογραφία με τον ανιψιό του τον Μίλτο

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων

Μήτσος Κ Κοράκης 

Ένας ακόμη χωριανός μας μας αποχαιρέτησε οριστικά . Σήμερα στο νεκροταφείο του χωριού συγγενείς και φίλοι συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία του τον Δημήτρη Κοράκη του Κωνσταντίνου που απεβίωσε προχθές στην Αθήνα οπου διέμενε τα τελευταία χρόνια.  Ο Μήτσος , ένας από τους πιο αγαπητούς χωριανούς μας ήταν γιος του Κώστα  (Καμάρα) και της Κωνστάντως και είχε δημιουργήσει μια εξαίρετη οικογένεια με την Τασία, που πριν μερικούς μήνες είχε φύγει και αυτή για το μεγάλο ταξίδι .
Με το μπάρμπα Μήτσο και την οικογένεια του είχαμε την τύχη να είμαστε γειτόνοι και στο χωριό  και στο κάμπο . Εμείς στο Μαρμαράκι και αυτοί στα Ψηλά Αμπέλια που διέμεναν τα καλοκαίρια  . Η σχέση μας ήταν τόσο καλή που αισθανόμασταν σαν μια οικογένεια ,αλληλοβοηθιόμασταν στις διάφορες αγροτικές εργασίες και συμμετείχαμε στις χαρές και στις λύπες όπως γίνεται στις οικογένειες . Χρόνια όμορφα που μένουν ανεξίτηλα στις μνήμες μας . Εκτός από  τα  Ψηλά  Αμπέλια το άλλο βασίλειο του Μήτσου ήταν η Μάλλιαρη που είχε τα μαντριά του και εκεί ξεχειμώνιαζε με το κοπάδι του.
Άνθρωπος εργατικός και της ανιδιοτελούς προσφοράς και παράδειγμα οικογενειάρχη, θα λείψει σίγουρα από τα παιδιά και τα εγγόνια του αλλά και σε όλους εμάς που μόνο καλές αναμνήσεις έχουμε από τον Μπάρμπα Μητσο . 
Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια του ,στον Κώστα , στον Γιάννη, στην Κατίνα και στην Κική.

Καλό ταξίδι μπάρμπα Μήτσο ...


Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Θεμιστοκλής Μπερτσιάς
κάμπος λουτσόβου . Στο βάθος το αβορόρεμα , στο κοντινό πλάνο τα ψηλά αμπέλια. Η Φωτογραφία είναι τραβηγμένη τον Σεπτέμβρη του 1972 από την θέση Μαρμαράκι.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Το ρύζι που δεν φύτρωσε ..



7. Το ρύζι που δεν φύτρωσε ..

Μεγάλο γεγονός ήταν για τον Έπαχτο και για την γύρω περιοχή η ζωοεμποροπανήγυρης  που κάθε χρόνο ξεκίναγε ανήμερα του Αγίου Δημητρίου.
Στην δεκαετία του πενήντα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα διαρκούσε ολόκληρη βδομάδα και η κοσμοσυρροή από τα χωριά της Ναυπακτίας, της Δωρίδας αλλά και από την Αχαΐα ήταν τόσο έντονη που εκείνες τις μέρες τριπλασιαζόταν ο πληθυσμός της πόλης . Χαράς ευαγγέλια για τους εμπόρους και τα πανδοχεία της Ναυπάκτου !!
Κάθε χρόνο ο παππούς μου έπαιρνε τον Γιώργο τον πατέρα μου, που ήταν ο μικρότερος γιος του, και επισκεπτόντουσαν το επαχτίτικο παζάρι όπως ήταν πιο γνωστό .
Στο παζάρι έβρισκες τα πάντα, από άλογα, γαϊδούρια , μοσχάρια και αιγοπρόβατα μέχρι υφάσματα , ρούχα ,παπούτσια ,τρόφιμα, σπόρους, γεωργικά εργαλεία και ό,τι ήταν αναγκαίο για την ζωή στη επαρχία εκείνη την εποχή . Δεν έλειπαν βέβαια και κάποια νεωτερίστικα εμπορεύματα που για πρώτη φορά τα έβλεπαν οι άνθρωποι της επαρχίας . Ήσαν κυρίως αγροτικά και κτηνοτροφικά εργαλεία. Δύσκολα τα αποδεχόντουσαν οι άκρως συντηρητικοί κάτοικοι εκείνης της εποχής. Η κρατούσα αντίληψη ήταν:
“όπως τα βρήκαμε από τους γονείς μας έτσι πρέπει να τα παραδώσουμε στα παιδιά μας”.
Σε εκείνο το παζάρι ο μικρός Γιώργος έβλεπε πράγματα για πρώτη φορά στη ζωή του και οι ορίζοντές του άνοιγαν, τον εντυπωσίαζαν και του καλλιεργούσαν την νοοτροπία πως πρέπει να αγκαλιάζει τα καινούργια και άρχισε σιγά σιγά  να πιστεύει  ότι οι αλλαγές είναι πρόοδος..
Ο μικρός ο Γιώργος έβλεπε με άλλο μάτι τα καινούργια εργαλεία, καταλάβαινε ποσό θα τον βοηθούσαν στην δουλειά του και ποσό πιο παραγωγικές θα ήταν οι προσπάθειες του .
Έπειθε τον πατέρα του και κάθε φορά που γύριζαν από το παζάρι κάτι καινούργιο θα κουβάλαγαν με την κυρά Μαρία, την μάνα του, να γκρινιάζει, που σπαταλούν τα χρήματα τους σε άχρηστα πράγματα .
Έφεραν από τους πρώτους στη μικρή κοιλάδα του Μόρνου το σιδερένιο άροτρο , την μηχανή όπως την  έλεγαν, την σιδερένια σβάρνα και την ραντιστήρα πλάτης .
Την χρονιά της γέννησης μου, έφεραν ένα πουλάρι που εξελίχθηκε σε ένα υπέροχο άλογο. Η μάνα μου είχε να το λέει για πολλά χρόνια, όταν αναφερόταν στην γέννηση μου ή στην ηλικία μου, αμέσως συμπλήρωνε: έχεις την ίδια ηλικία με την Κούλα, που ήταν το όνομα του αλόγου .
Η Κούλα μαζί με ένα ψηλόσωμο μουλάρι, που ήταν δώρο από την Αμερικανική βοήθεια και την UNRRA, έφτιαξαν ένα ταιριαστό δίδυμο που όργωνε για δυο περίπου δεκαετίες τα χωράφια μας ,τα ποτιστικά στο κάμπο και τα άνυδρα μπαΐρια, που καλλιεργούσαμε και ήσαν έξω από τους αρδευτικούς αύλακες στις πλαγιές των μικρών λόφων στην βορειοδυτική πλευρά του κάμπου.
Ο παππούς του άρεσαν οι ήχοι των κουδουνιών και πάντα αγόραζε κάποια κουδούνια με διάφορους ήχους για να κάνουν ιδιαίτερη την βουκολική μουσική, που τις νύχτες του καλοκαιριού αντιλαλούσε στους λόφους πέριξ της κοιλάδας δημιουργώντας μια πανδαισία ηχητικών ακουσμάτων. Υπήρχε ένας άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ των βοσκών για το ποιου τα κουδούνια των κοπαδιών θα παράσχει την πιο ιδιαίτερη και σαγηνευτική μουσική.
Πρέπει να ήταν ή το 1960 ή το 1961, που θυμάμαι τον πατέρα να εξιστορεί στην μητέρα μου ότι στο παζάρι γνώρισε κάποιον από το Αγρίνιο που καλλιεργούσε ρύζι-έχει  ορυζώνες- θυμάμαι την φράση που είπε στην μητέρα μου .
«Του χρόνου θα αγοράσω ρύζι να σπείρουμε και μεις» συνέχισε να λέει στην κυρά Ευθυμία , «ρώτησα και έμαθα τα πάντα για την καλλιέργεια του ρυζιού».
-Δεν ξέρω εγώ από αυτά.. του απαντά η μάνα μου. Αλλά για πες μου, γιατί κανείς όλα αυτά χρόνια δεν έχει σπείρει εδώ στο κάμπο ρύζι ;  Μήπως δεν γίνεται; Μήπως θέλει αλλά χώματα που ο δικός μας κάμπος δεν έχει ; Δεν το αφήνεις καλύτερα Γιώργο...
-Κοίταξε γυναίκα πρέπει να δοκιμάσουμε, γιατί δεν το έχουν κάνει άλλοι εμένα δεν με ενδιαφέρει, εμένα ο Αγρινιώτης μου είπε πως είμαστε βλάκες, έχετε μου λέει εύφορα χωράφια, μπόλικο νερό και ασχολείστε ακόμη με καλαμπόκια και σιτάρια που δεν έχουν λεφτά ..  βάλε ρύζι να κονομήσεις μου είπε, άστο Ευθυμία του χρόνου θα το κάνουμε .
Αυτή η λουγκιά δίπλα στο ποτάμι που είναι επτά στρέμματα θα την καλλιεργήσουμε ρύζι θα είμαστε οι πρώτοι ! και μην το πεις σε κανένα θα τρίβουν τα μάτια τους οι χωριανοί μας !
Την επόμενη άνοιξη η πρώτη δουλειά του πατέρα ήταν να προετοιμάσει τα επτά στρέμματα για την σπορά του ρυζιού . Διπλοόργωσε πολύ καλά το χωράφι, το ίσιωσε με την σβάρνα , το αλφάδιασε,έφτιαξε στα άκρα μικρά αναχώματα ώστε το νερό που θα κατέκλυζε την  έκταση να μην έχει δυνατότητα διαφυγής και το ύψος του να μην ξεπερνά τους δέκα πόντους .
Αρχές Μαΐου πήγε στην πρωτεύουσα και αγόρασε δυο σακιά ρύζι των πενήντα κιλών. Ο έμπορος παραξενεύτηκε για την ποσότητα και τον ρώτησε:
-Τι θα το κανείς τόσο ρύζι ρε Γιώργο ; Κρατώντας μυστικό το σχέδιο του απάντησε :
⁃ Δεν  είναι όλο δικό μου Θόδωρε ..
Μόλις ζέστανε ο καιρός, κάπου στα μέσα Μαΐου, έσπειρε το ρύζι όπως τον είχε δασκαλέψει ο Αγρινιώτης και περίμενε με ανυπομονησία να φυτρώσει το πρώτο ρύζι στην ιστορία της κοιλάδας.
Οι μέρες περνούσαν, φθάσαμε στο μήνα και ούτε ένα φυτό δεν είχε ξεμυτίσει από το νερό.
Απογοητευμένος άρχισε να λέει το πρόβλημα του αριστερά και δεξιά, βέβαια κανείς δεν μπορούσε να του δώσει κάποια εξήγησε . Δεν έφτανε η στενοχώρια του είχε και την μάνα μου,που του γκρίνιαζε, πως κάνει του κεφαλιού του, δεν ρωτά κανένα, χάσαμε τόσα χρήματα και δουλειά ενός μήνα με τα πειράματα του μουρμούριζε ..
Στα μέσα Ιουνίου μας επισκέφθηκε ο αδελφός της μάνας μου που υπηρετούσε την θητεία του στη αεροπορία και είχε πάρει άδεια .
Γαμπρέ του λέει:
-Τι ρύζι φύτεψες;  από που αγόρασες τον σπόρο;
-Από το Γκομόζια, από το Λιδωρίκι .
-Άσπρο ρύζι , αυτό που μαγειρεύουμε, αγόρασες;
Άρχισε να γελά και του λέει, μα αυτό είναι αποφλοιωμένο , είναι επεξεργασμένο και δεν φυτρώνει ... έπρεπε να προμηθευτείς σπόρο γνήσιο ....
Έτσι άδοξα έσβησε η προσπάθεια να γίνουν ορυζώνες τα καλαμποχώραφα της κοιλάδας !!

Πέρασαν χρόνια και όσες φορές θύμιζα στον πατέρα μου το πάθημα του φαινόταν καθαρά ότι τον ενοχλούσε και η αντίδραση του ήταν:   Ότι κάτι άλλο έφταιγε και όχι ο σπόρος και ότι ήμουν μικρός τότε και δεν θυμάμαι καλά την ιστορία ... Τέλος πάντως όπως και να έχουν τα πράγματα ο πατέρας ήταν προοδευτικός και ας μην ευοδώθηκαν τα όνειρα του για τους ορυζώνες. Και  οι πρωτοπόροι πατέρα έχουν τις αποτυχίες τους χωρίς αυτό να τους στερεί τον τίτλο του νεωτεριστή !!.


Πόνημα δημιουργικής γραφής, ( απόσπασμα από το προς έκδοση βιβλίο : θαμμένα όνειρα ζωντανές αναμνήσεις )
Κωνσταντίνος Γ. Μπερτσιάς
Δεκέμβρης 2019 .
Η κοιλάδα πριν σκεπαστεί από τα νερά της λίμνης του Μόρνου .