Η ολοζώντανη περιγραφή των Ρουμελιώτικων “ χειμωνιάτικων γιορτών “ , είναι παρμένη απ’ το βιβλίο “ Γεωργικά της Ρούμελης “ του Δωριέα , Αρτοτινού , λαογράφου Δημ. Λουκόπουλου
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Μπρος – πίσω τ’ Άι Νικολάου είναι ο χειμώνας , λένε οι γεωργοί . Κι΄όταν βλέπουν πως χιόνισε αυτή τη μέρα :
- Σήμερα τ΄άσπρισε τα γένια του , τους ακούς .
Τότε περνάει ο Δεκέμβρης που κι αν θέλουν οι γεωργοί , δουλειά δεν μπορεί να κάμουν . Παρακολουθούν το σαρανταλείτουργο που κάνει ο παπάς στην εκκλησιά τους , λειτουργάει δηλαδή σαράντα μέρες τη νύχτα το πρωί , κι’ αυτοί φέρνουν με τη σειρά τους λειτουργιά κι ανάμα για να μνημονεύει τους πεθαμένους τους .
Έτσι φτάνει του Χ’στού , όπως λένε τα Χριστούγεννα ( τα λένε και Χ’στόϊαννα ) . Είναι μέρες μεγάλης χαράς , κι αυτή και όλο το δωδεκαήμερο . Γιατί τότε ο γεωργός σφάζει το θρεφτό του το γουρούνι , τρώει τα λουκάνικά του , τις αιματιές του , το κιπάπι του , τις τσιγαρήθρες , τη γλίνα του και τόσα άλλα φαγητά που φτιάνει απ’ το γουρνοκρίατο .
Απολλώντας η εκκλησία , το πρωί των Χριστουγέννων , ο παπάς πάει από σπίτι σε σπίτι και σηκώνει το ύψωμα , ένα πιάτο που έχει μέσα σιτάρι άβραστο κι ένα πρόσφορο . Στη μέση του πρόσφορου κερί αναμμένο . Πιάνουν όλοι οι σπιτικοί το πιάτο μαζί και με τον παπά το υψώνουν , απ’ αυτού το ύψωμα .
Μετά ο παπάς παίρνει το Χριστόψωμο , ένα μεγάλο ψωμί που έχει απάνω του κολλημένα η νοικοκυρά , κουλουράκια σε σχήματα προβατιών , κατσικιών , σταυρουδάκια και μικρά πρόσφορα και τα ονομάζει αρνιά και κατσίκια , παίρνει λοιπόν το ψωμί αυτό , το βάζει στο κεφάλι του , το πιέζει και το σπάζει στα δύο , αν το μεγαλύτερο κομμάτι πέσει κατά το δεξί του χέρι , μαντεύει πως το χρόνο εκείνο θα γίνουν πιο πολλά σιτάρια , αν όμως πέσει κατά περνάει ο Δεκέμβρης το αριστερό χέρι , λέει πως θα γίνουν πιο πολλά καλαμπόκια .
Την παραμονή των Χριστουγέννων , το βράδυ , παντρεύουν τη φωτιά τους , βάζουν πολλά ξύλα και γίνεται μεγάλη για να φεύγουν τα Καλικατζούρια , και για να τα φοβίζουν πιο πολύ , ρίχνουν αγριοκερασιά να καίγεται .
Τη στάχτη της βραδιάς εκείνης την κρατούν γιατί είναι ακατούριγη απ’ τα Καλικατζούρια και τη μέρα των Φώτων που θα πέσουν οι σταυροί στο νερό και θα γίνει ο αγιασμός , παίρνουν αγίασμα ρίχνουν μέσα και τη στάχτη και ραντίζουν τ’ αμπέλια τους και λένε :
- Φεύγα , καλαβρέ απ’ τ’ αμπέλια , έχω παγανίσια στάχτη και μεγάλο αγιασμό ! ( Το τελευταίο τούτο γίνεται στη Φθιώτιδα ).
Έτσι περνάει ο Δεκέμβρης κι έρχεται ο Γενάρης .
OI XEIMΩΝΙΑΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ :
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Μπρος – πίσω τ’ Άι Νικολάου είναι ο χειμώνας , λένε οι γεωργοί . Κι΄όταν βλέπουν πως χιόνισε αυτή τη μέρα :
- Σήμερα τ΄άσπρισε τα γένια του , τους ακούς .
Τότε περνάει ο Δεκέμβρης που κι αν θέλουν οι γεωργοί , δουλειά δεν μπορεί να κάμουν . Παρακολουθούν το σαρανταλείτουργο που κάνει ο παπάς στην εκκλησιά τους , λειτουργάει δηλαδή σαράντα μέρες τη νύχτα το πρωί , κι’ αυτοί φέρνουν με τη σειρά τους λειτουργιά κι ανάμα για να μνημονεύει τους πεθαμένους τους .
Έτσι φτάνει του Χ’στού , όπως λένε τα Χριστούγεννα ( τα λένε και Χ’στόϊαννα ) . Είναι μέρες μεγάλης χαράς , κι αυτή και όλο το δωδεκαήμερο . Γιατί τότε ο γεωργός σφάζει το θρεφτό του το γουρούνι , τρώει τα λουκάνικά του , τις αιματιές του , το κιπάπι του , τις τσιγαρήθρες , τη γλίνα του και τόσα άλλα φαγητά που φτιάνει απ’ το γουρνοκρίατο .
Απολλώντας η εκκλησία , το πρωί των Χριστουγέννων , ο παπάς πάει από σπίτι σε σπίτι και σηκώνει το ύψωμα , ένα πιάτο που έχει μέσα σιτάρι άβραστο κι ένα πρόσφορο . Στη μέση του πρόσφορου κερί αναμμένο . Πιάνουν όλοι οι σπιτικοί το πιάτο μαζί και με τον παπά το υψώνουν , απ’ αυτού το ύψωμα .
Μετά ο παπάς παίρνει το Χριστόψωμο , ένα μεγάλο ψωμί που έχει απάνω του κολλημένα η νοικοκυρά , κουλουράκια σε σχήματα προβατιών , κατσικιών , σταυρουδάκια και μικρά πρόσφορα και τα ονομάζει αρνιά και κατσίκια , παίρνει λοιπόν το ψωμί αυτό , το βάζει στο κεφάλι του , το πιέζει και το σπάζει στα δύο , αν το μεγαλύτερο κομμάτι πέσει κατά το δεξί του χέρι , μαντεύει πως το χρόνο εκείνο θα γίνουν πιο πολλά σιτάρια , αν όμως πέσει κατά περνάει ο Δεκέμβρης το αριστερό χέρι , λέει πως θα γίνουν πιο πολλά καλαμπόκια .
Την παραμονή των Χριστουγέννων , το βράδυ , παντρεύουν τη φωτιά τους , βάζουν πολλά ξύλα και γίνεται μεγάλη για να φεύγουν τα Καλικατζούρια , και για να τα φοβίζουν πιο πολύ , ρίχνουν αγριοκερασιά να καίγεται .
Τη στάχτη της βραδιάς εκείνης την κρατούν γιατί είναι ακατούριγη απ’ τα Καλικατζούρια και τη μέρα των Φώτων που θα πέσουν οι σταυροί στο νερό και θα γίνει ο αγιασμός , παίρνουν αγίασμα ρίχνουν μέσα και τη στάχτη και ραντίζουν τ’ αμπέλια τους και λένε :
- Φεύγα , καλαβρέ απ’ τ’ αμπέλια , έχω παγανίσια στάχτη και μεγάλο αγιασμό ! ( Το τελευταίο τούτο γίνεται στη Φθιώτιδα ).
Έτσι περνάει ο Δεκέμβρης κι έρχεται ο Γενάρης .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου