Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Εξαιρετική τιμή για την Δωρίδα ,ποιήμα του συμπατριώτη μας ( από το Λιδωρίκι ) Κώστα Καψάλη περιλαμβάνεται : 
στη Διαθεματική διδασκαλία στο μάθημα των Κειμένων της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου.


            Από την ενότητα «Θρησκευτική ζωή» επελέγησαν τα ποιήματα : « Στην εκκλησία » του Κ.Π. Καβάφη, « Τ’ άσπρο ξωκλήσι » του Γ. Ρίτσου και διδάχτηκαν συγκριτικά με το ανέκδοτο – ακόμη – ποίημα  του Κ. Καψάλη « Προσκύνημα στην Αρσαλή ».
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ 
Στην εκκλησία
         Το ποίημα γράφτηκε το 1912 και αναφέρεται στην ελληνορθόδοξη εκκλησιαστική τελετουργία, η σοβαρότητα και η λαμπρότητα της οποίας θυμίζουν στον Αλεξανδρινό ποιητή την ένδοξη εποχή του Βυζαντίου.
Tην εκκλησίαν αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της, 
τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της, 
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών· 
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες, 
μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες, 
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες 
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό - 
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό - 
ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας, 
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, τόμ. 1, Ίκαρος
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ 
Τ' άσπρο ξωκλήσι 
         Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973). Έχει θέμα του ένα από τα φωτεινά άσπρα ξωκλήσια που, διασπαρμένα σε όλη την ελληνική ύπαιθρο, δίνουν μια λιτή, οργανικά ενταγμένη στο φυσικό περιβάλλον, εικόνα της ανθρώπινης θρησκευτικότητας και του λαϊκού πανηγυριού.
T άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά, κατάγναντα στον ήλιο, 
πυροβολεί με το παλιό, στενό παράθυρό του,
Και την καμπάνα του αψηλά, στον πλάτανο δεμένη, 
τηνε κουρντίζει ολονυχτίς για του Αϊ-Λαού τη σκόλη. 
Γ. Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα 
της πικρής πατρίδας, Κέδρος



ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ  ΣΤΗΝ ΑΡΣΑΛΗ  

Αρσαλή: Σημαίνει Αγία Ιερουσαλήμ, είναι εξωκλήσι στο Λιδορίκι  χτισμένο μέσα σε σπηλιά, όπου λέγεται ότι στην εποχή της διαμάχης ανάμεσα στους εικονολάτρες και εικονομάχους βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας. Το εκκλησάκι γιορτάζει την Παρασκευή Του Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής.



 Στο  ταπεινό  της  Αρσαλής  το  εκκλησάκι ,
πουν' ριζωμένο  στην  αητοφωλιά  τη  Γκιώνας 
πηγαίνω  πάντα , για  ν' ανάψω  κεράκι
σαν  θα  φθινοπωριάσει , κι' έρθει  ο  χειμώνας.
           
*        

Απ' έξω ,  η  παλιά  καμπάνα  κρεμασμένη , 
στης  γέρικης  βελανιδιάς , το  ροζιασμένο  μπράτσο
πρόχειρα , λες ,  μ' ένα   παλιό  σκοινί  δεμένη ,
τον  κάμπο  αγναντεύει , από  ψηλά  σαν κάστρο .
                             
                                     *

Μοσχοβολάει  ολόγυρα το χώμα  το  βρεγμένο , 
κι αυτή η  άγρια  ομορφιά , με  συνεπαίρνει , 
καθώς  το  χώμα  της  σπηλιάς  το  νοτισμένο 
όλα  της  γης τ' αρώματα  μου  φέρνει ..

                                       *
       
Μόνος  στο  μισοσκόταδο,  μ' ένα  κερί αναμμένο , 
μονάχη  συντροφιά  μου πάντα ,  στο  σκοτάδι , 
και  κάπου  στη  γωνιά , το  λαδοκάντηλο σβησμένο ,
θα 'χει  σωθεί , ως  φαίνεται  από  καιρό το  λάδι .
        
                                       *

Χρυσούς πολυελαίους και' άμφια  χρυσά  δεν  έχει 
ούτ' Άγια  Τράπεζα , μονάχα ένα τραπέζι μ' ένα  τάσι 
κι' εκεί  στο  μισοσκόταδο , καθώς  τριγύρω βρέχει ,
νοιώθεις πως όπου να’ναι, θα' μπει κι' ο Χριστός   να  ξαποστάσει .

Kωνσταντίνος Ευθ . Καψάλης 



  


            Τα τρία ποιήματα εξετάστηκαν από άποψη περιεχομένου και μορφής.  
Αρχικά, οι μαθητές αναζήτησαν στοιχεία από την ελληνική θρησκευτική παράδοση που προβάλλει κάθε ποιητής.
            Ο Καβάφης περιγράφει ένα ναό ο οποίος αντιπροσωπεύει το μεγαλείο,  τον υλικό και πνευματικό πλούτο της Ορθοδοξίας που συνδέεται στενά με τη μεγαλοπρέπεια της πλούσιας τότε Ορθόδοξης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Επισημάνθηκε ότι ο Καβάφης τονίζει τη μεγαλοπρέπεια των ιερέων («λαμπρότατοι μες των αμφίων τον στολισμό»). Επίσης φαίνεται η επιβλητικότητα και η επισημότητα των θρησκευτικών τελετών («τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της»).
            Όσον αφορά στα εκφραστικά μέσα υπάρχουν εικόνες οσφρητικές, («θυμιαμάτων ευωδίες»), ακουστικές («λειτουργικές φωνές και συμφωνίες»), σύνθετες εικόνες οπτικές και κινητικές («τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό – λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό»).
            Επιπλέον ο Καβάφης περιγράφει το εσωτερικό του ναού με αναφορική λειτουργία της γλώσσας χωρίς ιδιαίτερα εκφραστικά μέσα και σχήματα λόγου. Οι γλωσσικές ιδιοτυπίες που εντοπίζονται στο ποίημα («τες», «πηαίνει») είναι χαρακτηριστικά δείγματα της καβαφικής γραφής (πεζολογική). Ο στίχος είναι ελεύθερος χωρίς ομοιοκαταληξίες.
            Ο Ρίτσος με το λιανοτράγουδο δίνει τη γραφική εικόνα από ένα λευκό ξωκλήσι και τονίζει τον άρρηκτο δεσμό του θρησκευτικού τοπίου με τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Ο ποιητής επικεντρώνεται στο λιτό ξωκλήσι και στη γραφικότητα του ελληνικού τοπίου συνδέοντας τα στοιχεία αυτά με την πολιτισμική παράδοση (λαϊκό πανηγύρι). Δεν περιγράφει εσωτερικά το ξωκλήσι, αλλά προβάλλει τη φωτεινότητά του και την ετοιμασία του για το πανηγύρι. 
            Το ποίημα το χαρακτηρίζει η αφαιρετικότητα, καθώς δίνονται σε αδρές γραμμές τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του. Επίσης υπάρχει υπαινικτικότητα, επειδή η ανθρώπινη παρουσία δίνεται έμμεσα.
            Η γλώσσα του ποιήματος είναι απλή με δύο χαρακτηριστικές μεταφορές («πυροβολεί», «κουρντίζει»). Η δομή του με τα δύο δίστιχα ακουμπά στο δημοτικό τραγούδι,  καθώς ο ποιητής χρησιμοποιεί ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό 15σύλλαβο που χωρίζεται σε δύο ημιστίχια. Υπάρχουν εικόνες οπτικές («τ’ άσπρο ξωκλήσι», «στενό παράθυρο») και ακουστικές («πυροβολεί», «κουρντίζει»).


            Ο Καψάλης περιγράφει ένα απόκρημνο εκκλησάκι ξεκινώντας με εικόνες του εξωτερικού χώρου και στη συνέχεια προχωρά στο εσωτερικό της εκκλησίας. Τονίζεται η δυσκολία προσέγγισης της εκκλησίας («αητοφωλιά»), καθώς και η επιλογή του ποιητή για προσκύνημα το φθινόπωρο και το χειμώνα που έχει μικρότερη επισκεψιμότητα.
            Αναπόσπαστο κομμάτι του εξωτερικού περίγυρου είναι η οπτική εικόνα της καμπάνας κρεμασμένης στη βελανιδιά που με το σχήμα λόγου της προσωποποίησης («τη ρεματιά αγναντεύει»)επιτελεί το ρόλο του βιγλάτορα από τη βουνοκορφή. Το μαγευτικό τοπίο συμπληρώνει η οσφρητική εικόνα του νοτισμένου χώματος («μοσχοβολάει ολόγυρα»).
            Από τον εξωτερικό χώρο περνά στο εσωτερικό της εκκλησίας που είναι φτωχικό και λιτό. «Το σβησμένο λαδοκάντηλο»και το σκοτάδι που κυριαρχεί υπαινίσσονται την απουσία προσκυνητών για αρκετό καιρό. Στην ατμόσφαιρα επικρατεί γαλήνη και ηρεμία που φέρνει τον επισκέπτη πιο κοντά στο Χριστό. Η κατανυκτική ατμόσφαιρα τονίζεται ιδιαίτερα στο στίχο «νιώθεις πως θα ’ μπει κι ο Χριστός να ξαποστάσει» καθώς η έλλειψη πολυτέλειας συμβάλλει στην ουσιαστική επικοινωνία με το Χριστό.
            Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα χαρακτηριζόμενη από κατάνυξη και δέος λειτουργεί ως γέφυρα των ανθρώπων με το Χριστό. Τα λιτά εκκλησιαστικά σκεύη και η απλότητα του χώρου υποβάλλουν την ουσιαστική επαφή των πιστών με το νόημα της χριστιανοσύνης, καθώς ο άνθρωπος χρειάζεται πίστη για να επικοινωνήσει με το θείο κι όχι υλικά αγαθά. Εξάλλου η λιτότητα συνάδει με την απλότητα του ίδιου του Κυρίου.
            Το ποίημα αποτελείται από πέντε (5) τετράστιχες στροφές με πλεχτή ομοιοκαταληξία. Η γλώσσα είναι απλή δημοτική. Χρησιμοποιεί δραματικό ενεστώτα που προσδίδει ζωντάνια και θεατρικότητα.

Ομοιότητες και διαφορές των τριών ποιημάτων

            Αρχικά ο Καβάφης δε δίνει καμία εξωτερική περιγραφή, αλλά απευθείας περνά στον εσωτερικό χώρο ενός μεγαλοπρεπούς ναού. Αντιθέτως, ο Ρίτσος δεν περιγράφει εσωτερικά το ξωκλήσι και τέλος ο Καψάλης ξεκινά από το χώρο γύρω από το ερημοκλήσι και περνά στο εσωτερικό τονίζοντας τη λιτότητα και ιερότητά του. 
            Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με τους άλλους δύο ποιητές, ο Καβάφης παρουσιάζει ένα λαμπρό ναό που επιβάλλεται με την πολυτέλεια των σκευών και την επισημότητα των ιερέων. Ο Ρίτσος και ο Καψάλης εστιάζουν στη λαϊκή θρησκευτικότητα που κύρια χαρακτηριστικά της είναι η παντελής έλλειψη χλιδής. Τα δύο ξωκλήσια είναι αρμονικά ενταγμένα στο φυσικό περιβάλλον και προκαλούν το πρωτογενές θρησκευτικό συναίσθημα του λαού μας. 
            Ο Καβάφης προσεγγίζει τον ένδοξο βυζαντινισμό νιώθοντας περήφανος για ό,τι επιβιώνει μέχρι σήμερα στο τυπικό της χριστιανικής τελετουργίας. Σε αντίθεση ο Ρίτσος και ο Καψάλης συσχετίζουν τη θρησκευτική παράδοση με τη γραφικότητα του ελληνικού τοπίου και τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου