Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Τα βόδια της Βαρνάκοβας


Τα Βόδια της Βαρνάκοβας
Μια ιστορία ζωοκλοπής του 1925
[Του Κων. Ι. Ασημακόπουλου]
Το Μοναστήρι της Βαρνάκοβας
Πηγή: https://www.google.com/search?q=Μοναστήρι+Βαρνάκοβας&safe


Βρισκόμαστε γύρω στο 1925. Μόλις κατα­λάγιασαν οι πόλεμοι από το 1912-1922 και ξαναγέμισετο χωριό μας από άνδρεςΤο χρήμα σπάνιο και περιορισμένο σχε­δόν σε λίγους τοκογλύφουςΤαμέσα επικοινω­νίας υποτυπώδηοι ανταποκρίσειςμεταξύ των χωριών γίνονταν με αγωγιάτες και οισυναλλαγές είδος με είδος.
Παρόλα αυτά η ζωή συνεχιζόταν και ο κό­σμος κυκλοφορούσε μέρα και νύχτα καλλιεργώντας ταχωράφια του και βόσκοντας τα πολυά­ριθμα τότε γιδοπρόβατα και βοοειδή που αλώνι­ζαν τιςπλαγιές και διατηρούσαν στο ακέραιο τα ήθη και έθιματις αδυναμίες τουςκαι το κυριότε­ρο τοκλέψιμο των ζώωνκουσούρι που κληρονό­μησαν από την εποχή της κλεφτουριάςπου κα­τά τουςδικούς τους άγραφους νόμους αποτε­λούσε λεβεντιά. Δύο γεροδεμένα άνδρες λοιπόν αποφάσισαν να εξορμήσουν στην αγέλη από βόδια της Βαρκάνοβαςπου έβοσκαν ελεύθερα στιςπλαγιές του μοναστηριού και σε ημιάγρια κατάσταση.
Για να πιάσουν οι καλόγεροι ζωντανά έστη­ναν παγίδες και για να τα σφάξουν τα πυροβολούσαν. Ήταν ο ΧαραλΑθΚαρρά (Καροχαραλάμηςκαι ο Χρήστος ΑνδρΑνδρεόπουλος (Ντουζοχρήστος). Ο πρώτος γεννήθηκε το έτος 1884 και ο δεύτερος το 1885. Διαβαίνονταςμονοπάτια και ρουμάνια μέσα στην άγρια νύχταέφτασαν τα ξημερώματα στην περιοχή τηςΒαρνάκοβας την ώρα που τα ζώα ξεκίναγαν για βο­σκήΚρύφτηκαν στο πυκνό δάσος και παραμό­νευαν δίπλα από μια "σύρτανα περάσει το βόδι που ήθελαν για να το πυροβολήσουνΜε τοποδοβολητό των βοδιώνδεν άργησε ένα να πέσει με τον πρώτο πυροβολισμό από τον Ντούζο που είχε οπλισμένο το δίκαννοΤο έδεσαν με μια τρι­χιά το μετέφεραν τραβώντας στο ρέμα και το έγδαραν σε ένα απόμερο μέροςΑφού το κομ­μάτιασαντο έβαλαν σε μεγάλα σακούλια και το μετέφεραν πάνω από τη γέφυρα της Ρέρεσηςακριβώς απέναντι από το μύλο του Κατέλη.

Η γέφυρα τότε ήταν για ζώα και ανθρώπους, διότι ο αμαξητός δρόμος έγινε το 1935-1940. Κά­θισαν κάτω από μια αργιά να ξεκουραστούν. Κρέμασαν και τα σακούλια τους, ενώ, ψιλόβρεχε. Ο Χρήστος ακούμπησε το δίκαννο στον κορμό του δένδρου και παραμέρισε προς την πλαγιά για σωματική του ανάγκη. Ο Καρράς κάθισε σε μια κοτρόνα, έστριψε τσιγάρο και αγρυπνούσε για παν ενδεχόμενο. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το τσιγάρο του, και είδε κάτω από τη γέφυρα να ξεμυτίζουν κάτι κεφάλια με καπέλα που έμοιαζαν με πηλίκια. Πέταξε το τσιγάρο καθώς και τη σα­κούλα με τον καπνό για να γλιτώσει τον τζερεμέ. Δεν έπεσε έξω, διότι έρχονταν ποτάμι-ποτάμι δυο χωροφυλακές με τον επικεφαλή τους. Κρά­τησε την ψυχραιμία του για το πώς θα δικαιολο­γήσει τα κρέατα και να μην πέσει σε αντιφάσεις, ενώ ο Χρήστος μυρίστηκε τους Χωροφύλακες και εξαφανίστηκε. Πλησίασαν οι χωροφύλακες: 
-Γεια σου.
Ήταν η πρώτη κουβέντα του επικεφαλή. 
-Γεια σας. 
-Τι κάνεις εδώ;
Και το μάτι του καρφώθηκε στα σακούλια. 
-Να, αρρώστησε ένα βόδι, από τα δικά μου που έχω εδώ πιο πάνω, το έσφαξα, να μην πάει χαμένο και το έβαλα στα σακούλια.
-Λες αλήθεια; Από πού είσαι; Πώς ονομάζε­σαι;
Και τον κοίταξε πατόκορφα. 
-Αλήθεια σας λέω. Είμαι από το κάτω Παλιοξάρι και λέγομαι Καρράς.
Λίγο πιο πέρα, περνούσε μια γριά από το Κουπάκι με ένα μουλάρι φορτωμένο με άλεσμα. Τη φώναξαν οι χωροφυλακές και τη ρώτησε ο επικεφαλής αν γνώριζε τον Καρρά. Και η γριά με τη βραχνή της φωνή:
-Ναι, τον ξέρω. Πραγματικά τον ήξερε. 
-Καλά πήγαινε.
Το ζουμί όμως θα έβγανε από το δίκαννο που οι χωροφύλακες το "καμάκιασαν" από την πρώτη στιγμή. Μέχρι εδώ, ο Καρράς τα μισομπάλωσε. Τώρα όμως έπρεπε να καλύψει κα την υπόθεση του όπλου. 
-Τίνος είναι το όπλο;
-Ένας κυνηγός πέρασε από δω, χωρίς να τον γνωρίζω, κουβεντιάσαμε λίγο, και άφησε το όπλο του να πάει για σωματική του ανάγκη. Φαίνεται σας κατάλαβε και δεν ξαναγύρισε.
Ένας χωροφύλακας πήρε το όπλο. Είδε όμως το κοντάκι χαραγμένα τα αρχικά Χ.Α.Α., δηλ. Χρήστος Ανδρ. Ανδρεόπουλος, πράγμα που ο μεν Καρράς δε γνώριζε, οι δε χωροφύλακες δεν του είπαν τίποτε.
Πριν προβούν σε άλλη ενέργεια ρώτησαν τον Καρρά αν έπεσε στην αντίληψη του ένα νεα­ρό ζευγάρι να περνάει εκεί κοντά Ο Καρράς απάντησε αρνητικά και από εκείνη τη στιγμή ήταν κρατούμενος. Τον έβαλαν και κουβάλησε τα σακούλια με το κρέας στον κοντινό μύλο του Κατέλη, το οποίο φυσικά κατασχέθηκε, με άγνω­στη την παραπέρα τύχη του. Υποχρέωσαν το μυ­λωνά να βάλει στη γάστρα ένα κομμάτι από το κρέας και αφού ψήθηκε καλά έφαγαν και ήπιαν όλοι μαζί.
Σε όλο αυτό το διάστημα ο Καρράς χάλαγε το μυαλό του για ποιο νεαρό ζευγάρι τον ρώτησε ο Αστυνόμος. Ύστερα από καιρό έμαθε ότι ένας νεαρός απήγαγε, την καλή του, τράβηξαν προς το ποτάμι και εξαφανίστηκαν. Οι γονείς της κοπέ­λας ζήτησαν τη βοήθεια της αστυνομίας και το απόσπασμα τους αναζητούσε. Ο Καρράς έπεσε στα χέρια τουαποσπάσματος τυχαίαΌσο για το Χρήστο πήγε στο χωριό του και έκανε το κορόιδο χωρίς ναβγάλει τσιμουδιά σε κανέναν.
Η αστυνομία εξακρίβωσε με τον τρόπο της σε ποιον ανήκαν τα αρχικά γράμματα του όπλουΤηςαναφέρθηκε η κλοπή του βοδιού στο Μοναστήριδιότι φαίνεται ακούστηκε ο πυροβολι­σμόςαλλάκαι μια άλλη κλοπή άλλου βοδιού στο Τείχιο την ίδια μέραπου φυσικά οι πρωταγωνιστές τηςυπόθεσης Καροχαραλάμης και Ντούζος δεν είχαν καμιά σχέσηενώ του στήθηκε κα­τηγορία και γιατα δυο βόδιαΤράβηξαν με συνο­δεία τον Καρρά στο Μεσολόγγι περπατώντας όλη τη νύχταόπουτον κράτησαν υπόδικο μέχρι να γίνει η δίκη.
Την άλλη μέρα ξεκίνησε ένα απόσπασμα για το Παλιοξάρι για να συλλάβει το Ντούζο που έβοσκεαμέριμνος τα πρόβατα του στην περιοχή Γαύροςμαζί με τον αδελφό του Θάνοκατά δύο χρόνιαμεγαλύτερο τουΠριν μεσημεριάσειεί­δαν χωροφύλακες να κατηφορίζουν στο λόγγοΤο Χρήστοτον έκαψαν τα κρεμμύδια αλλά είχε και μια ελπίδα μήπως οι χωροφυλακές δεν πρό­σεξαν τα αρχικάτου γράμματα στο όπλο και έρ­χονταν τώρα για άλλη υπόθεσηΟ δε Θάνος τους καλοδέχτηκε μηξέροντας ο δόλιος τι περί­μενε κι αυτόν χωρίς πολλή χρονοτριβή συνέλαβαν το Χρήστο ο οποίοςόπως ήταν φυσικό έπε­σε σε αντιφάσειςδιότι δε γνώριζε τι είπε ο Καρράς.
Τον συνέλαβαν τον πήγαν στο Μεσολόγγι με την ίδια κατηγορία με τον Καρρά και τον έκλει­σανστο ίδιο κρατητήριοΈνας χωροφύλακας παρέμεινε να ασχοληθεί με τον ανυποψίαστο ΘάνοΤιείχε όμως συμβεί;
Ο Θάνος είχε υπογράψει κάποτε ένα γραμ­μάτιοστο γνωστό τότε δανειστή χρημάτων ΚωνΚοσσίδαπου είχε λήξει και διαμαρτυρηθείχωρίς ακόμα να το έχει πληροφορηθεί ο ΘάνοςΠριν οιχωροφύλακες φτάσουν στα δυο αδέλ­φιαείχαν περάσει από το Καλύβι του Κασσίδα νατακτοποιήσει και τις δικές του υποθέσειςχω­ρίς ο χωροφύλακας να δώσει εξηγήσεις στο Θά­νοτονσυνέλαβε καιαφού ελήφθη μέριμνα για την εξασφάλιση των γιδοπροβάτων των δυο αδελφώντον τράβηξαν κατευθείαν για την Άμφισσαμε χειροπέδεςΦαίνεται ότι τον είχε ζωγραφίσει καλάο Κασσίδας...
Έφτασαν όλη νύχτα στην Άμφισσαχωρίς να εξηγηθεί στο Θάνο γιατί πάει κρατούμενοςΠριν μπειστο κρατητήριο του ανακοίνωσαν την κατη­γορίαΚρατήθηκε υπόδικος σχεδόν ένα μήναΚατά τηδίκη κάποιοι εγγυήθηκαν και αφέθηκε ελεύθερος.
Οι δυο έγκλειστοι στο κρατητήριο Μεσολογ­γίου ανέμεναν την εκδίκαση της υπόθεσηςΠληροφορήθηκαν όμως ότι στο Μεσολόγγι υπηρε­τούσε ένας αξιωματικός της χωροφυλακής από το ΕυπάλιοΑθανΑναγνωστόπουλοςΤου ζήτη­σαν τη βοήθεια να μεσολαβήσει για την αποφυ­λάκιση τουςαλλά εκείνος δεν έδωσε τόση σημα­σίαΑνάθεσαν σε δυο διακεκριμένους δικηγό­ρους την υπόθεση τους οποίους καλοπλήρωσανΚατά την εκδίκαση τους εκδόθηκε η παράδοξη απόφαση:
Καταδικάστηκαν για το βόδι του Τειχίου που δεν έκλεψαν και αθωώθηκαν για εκείνο τηςΒαρνάκοβας που έκλεψανΤην παραπάνω περιπέ­τεια διηγήθηκαν σε ανύποπτο χρόνο στο καφε­νείο του Γερακάρη ο ένας των πρωταγωνιστών Καρράςμε τον αδελφό του άλλουΘάνου.
Και δεν ήταν η πρώτηΘα μπορούσαμε να συμπληρώναμε ολόκληρους τόμους αν ήταν δυ­νατόννα καταγράφουμε τέτοια γεγονόταπου διαιωνίζονταν από παππού σε εγγονό και σκια­γραφούσαν τον τρόπο ζωής σε ένα κομμάτι του Ελληνικού λαού.

Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Οκτώβριος 2003
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου