Τα βόδια της Βαρνάκοβας
Τα Βόδια της Βαρνάκοβας
Μια ιστορία ζωοκλοπής του 1925
[Του Κων. Ι. Ασημακόπουλου]
Το Μοναστήρι της Βαρνάκοβας
Πηγή: https://www.google.com/search?q=Μοναστήρι+Βαρνάκοβας&safe
Βρισκόμαστε γύρω στο 1925. Μόλις καταλάγιασαν οι πόλεμοι από το 1912-1922 και ξαναγέμισετο χωριό μας από άνδρες. Το χρήμα σπάνιο και περιορισμένο σχεδόν σε λίγους τοκογλύφους. Ταμέσα επικοινωνίας υποτυπώδη, οι ανταποκρίσεις, μεταξύ των χωριών γίνονταν με αγωγιάτες και οισυναλλαγές είδος με είδος.
Παρόλα αυτά η ζωή συνεχιζόταν και ο κόσμος κυκλοφορούσε μέρα και νύχτα καλλιεργώντας ταχωράφια του και βόσκοντας τα πολυάριθμα τότε γιδοπρόβατα και βοοειδή που αλώνιζαν τιςπλαγιές και διατηρούσαν στο ακέραιο τα ήθη και έθιμα, τις αδυναμίες τους, και το κυριότερο τοκλέψιμο των ζώων, κουσούρι που κληρονόμησαν από την εποχή της κλεφτουριάς, που κατά τουςδικούς τους άγραφους νόμους αποτελούσε λεβεντιά. Δύο γεροδεμένα άνδρες λοιπόν αποφάσισαν να εξορμήσουν στην αγέλη από βόδια της Βαρκάνοβας, που έβοσκαν ελεύθερα στιςπλαγιές του μοναστηριού και σε ημιάγρια κατάσταση.
Για να πιάσουν οι καλόγεροι ζωντανά έστηναν παγίδες και για να τα σφάξουν τα πυροβολούσαν. Ήταν ο Χαραλ. Αθ. Καρρά (Καροχαραλάμης) και ο Χρήστος Ανδρ. Ανδρεόπουλος (Ντουζοχρήστος). Ο πρώτος γεννήθηκε το έτος 1884 και ο δεύτερος το 1885. Διαβαίνονταςμονοπάτια και ρουμάνια μέσα στην άγρια νύχτα, έφτασαν τα ξημερώματα στην περιοχή τηςΒαρνάκοβας την ώρα που τα ζώα ξεκίναγαν για βοσκή. Κρύφτηκαν στο πυκνό δάσος και παραμόνευαν δίπλα από μια "σύρτα" να περάσει το βόδι που ήθελαν για να το πυροβολήσουν. Με τοποδοβολητό των βοδιών, δεν άργησε ένα να πέσει με τον πρώτο πυροβολισμό από τον Ντούζο που είχε οπλισμένο το δίκαννο. Το έδεσαν με μια τριχιά το μετέφεραν τραβώντας στο ρέμα και το έγδαραν σε ένα απόμερο μέρος. Αφού το κομμάτιασαν, το έβαλαν σε μεγάλα σακούλια και το μετέφεραν πάνω από τη γέφυρα της Ρέρεσης, ακριβώς απέναντι από το μύλο του Κατέλη.
Η γέφυρα τότε ήταν για ζώα και ανθρώπους, διότι ο αμαξητός δρόμος έγινε το 1935-1940. Κάθισαν κάτω από μια αργιά να ξεκουραστούν. Κρέμασαν και τα σακούλια τους, ενώ, ψιλόβρεχε. Ο Χρήστος ακούμπησε το δίκαννο στον κορμό του δένδρου και παραμέρισε προς την πλαγιά για σωματική του ανάγκη. Ο Καρράς κάθισε σε μια κοτρόνα, έστριψε τσιγάρο και αγρυπνούσε για παν ενδεχόμενο. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το τσιγάρο του, και είδε κάτω από τη γέφυρα να ξεμυτίζουν κάτι κεφάλια με καπέλα που έμοιαζαν με πηλίκια. Πέταξε το τσιγάρο καθώς και τη σακούλα με τον καπνό για να γλιτώσει τον τζερεμέ. Δεν έπεσε έξω, διότι έρχονταν ποτάμι-ποτάμι δυο χωροφυλακές με τον επικεφαλή τους. Κράτησε την ψυχραιμία του για το πώς θα δικαιολογήσει τα κρέατα και να μην πέσει σε αντιφάσεις, ενώ ο Χρήστος μυρίστηκε τους Χωροφύλακες και εξαφανίστηκε. Πλησίασαν οι χωροφύλακες:
-Γεια σου.
Ήταν η πρώτη κουβέντα του επικεφαλή.
-Γεια σας.
-Τι κάνεις εδώ;
Και το μάτι του καρφώθηκε στα σακούλια.
-Να, αρρώστησε ένα βόδι, από τα δικά μου που έχω εδώ πιο πάνω, το έσφαξα, να μην πάει χαμένο και το έβαλα στα σακούλια.
-Λες αλήθεια; Από πού είσαι; Πώς ονομάζεσαι;
Και τον κοίταξε πατόκορφα.
-Αλήθεια σας λέω. Είμαι από το κάτω Παλιοξάρι και λέγομαι Καρράς.
Λίγο πιο πέρα, περνούσε μια γριά από το Κουπάκι με ένα μουλάρι φορτωμένο με άλεσμα. Τη φώναξαν οι χωροφυλακές και τη ρώτησε ο επικεφαλής αν γνώριζε τον Καρρά. Και η γριά με τη βραχνή της φωνή:
-Ναι, τον ξέρω. Πραγματικά τον ήξερε.
-Καλά πήγαινε.
Το ζουμί όμως θα έβγανε από το δίκαννο που οι χωροφύλακες το "καμάκιασαν" από την πρώτη στιγμή. Μέχρι εδώ, ο Καρράς τα μισομπάλωσε. Τώρα όμως έπρεπε να καλύψει κα την υπόθεση του όπλου.
-Τίνος είναι το όπλο;
-Ένας κυνηγός πέρασε από δω, χωρίς να τον γνωρίζω, κουβεντιάσαμε λίγο, και άφησε το όπλο του να πάει για σωματική του ανάγκη. Φαίνεται σας κατάλαβε και δεν ξαναγύρισε.
Ένας χωροφύλακας πήρε το όπλο. Είδε όμως το κοντάκι χαραγμένα τα αρχικά Χ.Α.Α., δηλ. Χρήστος Ανδρ. Ανδρεόπουλος, πράγμα που ο μεν Καρράς δε γνώριζε, οι δε χωροφύλακες δεν του είπαν τίποτε.
Πριν προβούν σε άλλη ενέργεια ρώτησαν τον Καρρά αν έπεσε στην αντίληψη του ένα νεαρό ζευγάρι να περνάει εκεί κοντά Ο Καρράς απάντησε αρνητικά και από εκείνη τη στιγμή ήταν κρατούμενος. Τον έβαλαν και κουβάλησε τα σακούλια με το κρέας στον κοντινό μύλο του Κατέλη, το οποίο φυσικά κατασχέθηκε, με άγνωστη την παραπέρα τύχη του. Υποχρέωσαν το μυλωνά να βάλει στη γάστρα ένα κομμάτι από το κρέας και αφού ψήθηκε καλά έφαγαν και ήπιαν όλοι μαζί.
Σε όλο αυτό το διάστημα ο Καρράς χάλαγε το μυαλό του για ποιο νεαρό ζευγάρι τον ρώτησε ο Αστυνόμος. Ύστερα από καιρό έμαθε ότι ένας νεαρός απήγαγε, την καλή του, τράβηξαν προς το ποτάμι και εξαφανίστηκαν. Οι γονείς της κοπέλας ζήτησαν τη βοήθεια της αστυνομίας και το απόσπασμα τους αναζητούσε. Ο Καρράς έπεσε στα χέρια τουαποσπάσματος τυχαία. Όσο για το Χρήστο πήγε στο χωριό του και έκανε το κορόιδο χωρίς ναβγάλει τσιμουδιά σε κανέναν.
Η αστυνομία εξακρίβωσε με τον τρόπο της σε ποιον ανήκαν τα αρχικά γράμματα του όπλου. Τηςαναφέρθηκε η κλοπή του βοδιού στο Μοναστήρι, διότι φαίνεται ακούστηκε ο πυροβολισμός, αλλάκαι μια άλλη κλοπή άλλου βοδιού στο Τείχιο την ίδια μέρα, που φυσικά οι πρωταγωνιστές τηςυπόθεσης Καροχαραλάμης και Ντούζος δεν είχαν καμιά σχέση, ενώ του στήθηκε κατηγορία και γιατα δυο βόδια. Τράβηξαν με συνοδεία τον Καρρά στο Μεσολόγγι περπατώντας όλη τη νύχτα, όπουτον κράτησαν υπόδικο μέχρι να γίνει η δίκη.
Την άλλη μέρα ξεκίνησε ένα απόσπασμα για το Παλιοξάρι για να συλλάβει το Ντούζο που έβοσκεαμέριμνος τα πρόβατα του στην περιοχή Γαύρος, μαζί με τον αδελφό του Θάνο, κατά δύο χρόνιαμεγαλύτερο του. Πριν μεσημεριάσει, είδαν χωροφύλακες να κατηφορίζουν στο λόγγο. Το Χρήστοτον έκαψαν τα κρεμμύδια αλλά είχε και μια ελπίδα μήπως οι χωροφυλακές δεν πρόσεξαν τα αρχικάτου γράμματα στο όπλο και έρχονταν τώρα για άλλη υπόθεση. Ο δε Θάνος τους καλοδέχτηκε μηξέροντας ο δόλιος τι περίμενε κι αυτόν χωρίς πολλή χρονοτριβή συνέλαβαν το Χρήστο ο οποίοςόπως ήταν φυσικό έπεσε σε αντιφάσεις, διότι δε γνώριζε τι είπε ο Καρράς.
Τον συνέλαβαν τον πήγαν στο Μεσολόγγι με την ίδια κατηγορία με τον Καρρά και τον έκλεισανστο ίδιο κρατητήριο. Ένας χωροφύλακας παρέμεινε να ασχοληθεί με τον ανυποψίαστο Θάνο. Τιείχε όμως συμβεί;
Ο Θάνος είχε υπογράψει κάποτε ένα γραμμάτιο, στο γνωστό τότε δανειστή χρημάτων Κων. Κοσσίδα, που είχε λήξει και διαμαρτυρηθεί, χωρίς ακόμα να το έχει πληροφορηθεί ο Θάνος. Πριν οιχωροφύλακες φτάσουν στα δυο αδέλφια, είχαν περάσει από το Καλύβι του Κασσίδα νατακτοποιήσει και τις δικές του υποθέσεις, χωρίς ο χωροφύλακας να δώσει εξηγήσεις στο Θάνο, τονσυνέλαβε και. αφού ελήφθη μέριμνα για την εξασφάλιση των γιδοπροβάτων των δυο αδελφών, τον τράβηξαν κατευθείαν για την Άμφισσα, με χειροπέδες. Φαίνεται ότι τον είχε ζωγραφίσει καλάο Κασσίδας...
Έφτασαν όλη νύχτα στην Άμφισσα, χωρίς να εξηγηθεί στο Θάνο γιατί πάει κρατούμενος. Πριν μπειστο κρατητήριο του ανακοίνωσαν την κατηγορία. Κρατήθηκε υπόδικος σχεδόν ένα μήνα. Κατά τηδίκη κάποιοι εγγυήθηκαν και αφέθηκε ελεύθερος.
Οι δυο έγκλειστοι στο κρατητήριο Μεσολογγίου ανέμεναν την εκδίκαση της υπόθεσης. Πληροφορήθηκαν όμως ότι στο Μεσολόγγι υπηρετούσε ένας αξιωματικός της χωροφυλακής από το Ευπάλιο, Αθαν. Αναγνωστόπουλος. Του ζήτησαν τη βοήθεια να μεσολαβήσει για την αποφυλάκιση τους, αλλά εκείνος δεν έδωσε τόση σημασία. Ανάθεσαν σε δυο διακεκριμένους δικηγόρους την υπόθεση τους οποίους καλοπλήρωσαν. Κατά την εκδίκαση τους εκδόθηκε η παράδοξη απόφαση:
Καταδικάστηκαν για το βόδι του Τειχίου που δεν έκλεψαν και αθωώθηκαν για εκείνο τηςΒαρνάκοβας που έκλεψαν. Την παραπάνω περιπέτεια διηγήθηκαν σε ανύποπτο χρόνο στο καφενείο του Γερακάρη ο ένας των πρωταγωνιστών Καρράς, με τον αδελφό του άλλου, Θάνου.
Και δεν ήταν η πρώτη. Θα μπορούσαμε να συμπληρώναμε ολόκληρους τόμους αν ήταν δυνατόννα καταγράφουμε τέτοια γεγονότα, που διαιωνίζονταν από παππού σε εγγονό και σκιαγραφούσαν τον τρόπο ζωής σε ένα κομμάτι του Ελληνικού λαού.
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Οκτώβριος 2003
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου