Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, στη Φωκίδα
Η Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι ένα από τα ιστορικότερα Μοναστήρια της Ελλάδας και το 5ο παλαιότερο. Ιδρύθηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, το έτος 1077, από τον Όσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη και γρήγορα ανεδείχθη σε θρησκευτικό κέντρο μεγάλης ακτινοβολίας, θέση που διατηρεί μέχρι και σήμερα, αποκαλούμενη ως «η Αγία Λαύρα της Ρούμελης».
Όπως αναφέρει η κτητορική επιγραφή, η οποία βρίσκεται στο εσωτερικό του καθολικού, εντοιχισμένη υπεράνω της πύλης που συνδέει τον εξωνάρθηκα με τον κυρίως ναό, η Μονή ιδρύθηκε το 1077, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (ή Παραπινάκη) (1071-1078) και Οικουμενικού Πατριάρχου Κοσμά Α’ Ιεροσολυμίτου (1075-1081). Ιδρυτής της ήταν ο Όσιος Αρσένιος ο Βαρνακοβίτης, μοναχός καταγόμενος από την Καρυά Δωρίδας.
Επί του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού (1081-1118) και Πατριάρχου Νικολάου Γ’ Κυρδινιάτη ή Γραμματικού), (1084 – 1111), ολοκληρώνεται η κατασκευή του μοναστικού συγκροτήματος, ενώ ιδρύεται δεύτερος και μεγαλοπρεπέστερος ναός το 1148. Ο Αλέξιος Κομνηνός περιεβλήθη το Μοναχικό Σχήμα με το όνομα «Ακάκιος» και ετάφη μέσα στον Ναό της Παναγίας. Στον ίδιο Ναό ετάφη και ο Εμμανουήλ Πορφυρογέννητος, που είχε διαδεχθεί τον Ιωάννη Ανδρόνικο και αυτός τον Αλέξιο Κομνηνό στο θρόνο.
Στη Μονή βρέθηκε επιγραφή σε πέτρινη λάρνακα που αναφέρει τα ονόματα «Σεβαστοκράτωρ Άννα και Κωνσταντίνος» (Κομνηνοί). Την περίοδο εκείνη η Μονή κατέχει αρκετά μετόχια στην γύρω περιοχή, με μερικά από αυτά να προέρχονται από αφιερώσεις των Κομνηνών, γεγονός που μαρτυρεί την ακτινοβολία της. Στις αρχές του 13ου αιώνα, όπως αναφέρεται στο κτητορικό της Μονής για το έτος 1212, ζούσαν στη Βαρνάκοβα 96 ιερομόναχοι και διάκονοι, ενώ η περιουσία του Μοναστηριού ήταν μεγάλη, ανάλογη του κύρους του. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204, το Μοναστήρι τέθηκε υπό το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1359) και παρέμεινε εντεταγμένο σε αυτό για όσο το Δεσποτάτο υπήρχε (δηλαδή ως το 1359, οπότε και ενσωματώθηκε ξανά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Το αγάπησαν και το προστάτεψαν οι Κομνηνοί, οι Παλαιολόγοι αλλά και ο Καποδίστριας, οι Κομνηνοί, βοήθησαν οικονομικά τη Μονὴ και τής δώρισαν πολλά κτήματα στην κοιλάδα τού Μόρνου, πού έφθαναν μέχρι τη θάλασσα αλλά και νησιά του Κορινθιακού.
Ο αρχικός ναός ξεκίνησε να δημιουργείται το 1077. Το 1148 δημιουργείται ένας δεύτερος, μεγαλύτερος ναός, είτε με εκ βάθρων ανέγερση είτε επεκτείνοντας τον πρώτο ναό. Ο νέος αυτός ναός ήταν αρχιτεκτονικού τύπου βασιλικής με τρούλο, με τρία ζεύγη κιόνων σε δύο σειρές, που χώριζαν το εσωτερικό του σε τρία κλίτη. Στην τελική του μορφή, το καθολικό της μονής αποτελούταν από έναν εξωτερικό νάρθηκα (εξωνάρθηκας), έναν εσωτερικό νάρθηκα (εσωνάρθηκας) και τον κυρίως ναό, που ήταν και το παλαιότερο μέρος του αρχιτεκτονικού συνόλου. Ο εσωνάρθηκας ανεγέρθη εκ βάθρων το 1151 ενώ ο εξωνάρθηκας το 1229, όπως δηλώνεται σε χρονικό σημείωμα του 1690, ένα από τα πολλά έγγραφα που διασώθηκαν στον θησαυρό της μονής. Το δάπεδο του ναού ήταν διακοσμημένο με μαρμαροθετήματα. Ο ναός αυτός πυρπολήθηκε το 1700 (ίσως, μάλιστα, να είχε προηγηθεί μια παρόμοια πυρκαγιά και το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα), ανακαινίσθηκε το 1805 και τελικά ανατινάχθηκε στις 26 Μαΐου 1826, κατά την τελική φάση της πολιορκίας της μονής.
Ο σημερινός ναός κατασκευάστηκε το 1831. Όπως και ο παλαιός, είναι τρίκλιτος βασιλική με τρούλο. Είναι αμφικλινής, κεραμοσκεπής, κτισμένος δια λαξευτών λίθων.
Εξωτερικά, στα δεξιά της εισόδου του, υπάρχει δίλοβο κωδωνοστάσιο, σε σχέδιο του Ανδρέα Γάσπαρη Κάλανδρου, υπεύθυνου της ανακατασκευής, επηρεασμένο από την επτανησιώτικη αρχιτεκτονική. Ο νάρθηκας και ο κυρίως ναός διαιρούνται σε τρία κλίτη από δύο σειρές κιόνων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι κίονες του παλαιού εξωνάρθηκα, οι μοναδικοί σωζόμενοι κίονες του παλαιού ναού. Ο κύριος ναός περιέχει 4 ζεύγη κιόνων.
Ο μοναδικός νάρθηκας του σημερινού ναού βρίσκεται στη θέση του παλαιού εξωτερικού νάρθηκα, ενώ διασώζει και ένα μέρος του.
Πάνω από την πύλη από την οποία επικοινωνεί ο νάρθηκας με τον κυρίως ναό είναι εντοιχισμένη η κτητορική επιγραφή, ενώ έχει διασωθεί και μία τοιχογραφία του εικονογραφικού τύπου της Παναγίας Οδηγήτριας, που σύμφωνα με τον Ορλάνδο ανάγεται πριν το 1453.
Αντίθετα με τον εξωνάρθηκα, ο παλαιός εσωτερικός νάρθηκας δεν διακρίνεται στον σημερινό ναό. Ο αρχικός διαχωρισμός του ναού σε εσωτερικό νάρθηκα και κύριο μέρος μπορεί να παρατηρηθεί από μια μικρή υψομετρική διαφορά ελάχιστων εκατοστών στο δάπεδο του κυρίως ναού.
πηγή φωτογραφίας: www.panoramio.com, ΗΛΙΑΣ |
πηγή φωτογραφίας: www.greece.com |
Το δάπεδο του κυρίως ναού αποτελείται εν μέρει από μαρμαροθετήματα του 11ου αιώνα, τα οποία είναι και το μοναδικό στοιχείο διακόσμησης που διασώζεται από τον παλαιό ναό, καθώς οι τοιχογραφίες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα από την περίοδο 1831-1838, κατά την οποία ανοικοδομήθηκε ο ναός.
Θεματικά, τα μαρμαροθετήματα του δαπέδου του Καθολικού χωρίζονται σε 25 μικρά τετράγωνα ή ορθογώνια πλαίσια, ομαδοποιημένα σε 14 ομάδες, τα οποία φέρουν είτε διάφορες γεωμετρικές παραστάσεις είτε και παραστάσεις ζώων, με τις παραστάσεις αυτές να είναι κατασκευασμένες με την τεχνική της εκτομής του μαρμάρου με βάση το σχέδιο του πλαισίου και τοποθετημένα προσεχτικά στις τομές μικρών μαρμάρινων τεμαχίων.
πηγή φωτογραφίας: www.greece.com |
Λόγω της δυσκολίας αυτής της τεχνικής, η ύπαρξη παρόμοιων παραστάσεων ζώων σε άλλους βυζαντινούς ναούς είναι σπάνια.
Οι Κομνηνοί αγάπησαν τόσο την Παναγία την Βαρνάκοβα, ώστε επέλεξαν το καθολικό τής Μονής ως τόπο ενταφιασμού τους και αυτό, διότι έγιναν από αυτούς δύο μοναχοί: ο Αλέξιος, με το όνομα Ακάκιος και ο κάποτε ηγούμενος και ο πατέρας του Εμμανουήλ, με το όνομα Ματθαίος.
Ο αρχαιολόγος Ορλάνδος απεκάλυψε τούς τάφους τους κάτω από το δάπεδο του εσωνάρθηκα, το 1919 και υπάρχουν στη Μονὴ οι επιτύμβιες πλάκες τους σήμερα. Η Βαρνάκοβα υπήρξε το προπύργιο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στα χρόνια της επιρροής των Λατίνων στη Δυτική Ελλάδα και κυρίως, κατά τη Φραγκοκρατία της ευρύτερης περιοχής και ο «κυματοθραύστης» των σχεδίων καθολικοποίησης του Ελληνισμού, που θρησκευτικά ανήκε τότε στον Πάπα της Ρώμης ενώ στην Μονή λειτούργησε και κρυφό σχολειό από το 1520 έως το τέλος περίπου του 19ου αιώνα.
πηγή φωτογραφίας: www.greece.com |
Το χαρακτηριστικό της όνομα, Βαρνάκοβα ή Βερνίκοβα (ή Βερνίκωβα), είναι πιθανόν σλαβικής (σερβικής ή ρωσικής) προέλευσης ενώ σε έγγραφο του 1212 αναφέρονται 96 Ιερομόναχοι.
Ανάμεσα στις οσιακές μορφές που μόνασαν στην Μονή διακρίνονται εκτός του ιδρυτή Οσίου Παρθενίου, ο ‘Οσιος Δαυίδ της Ευβοίας, οι Δάσκαλοι Καλλίνικος και Καβάσιλας, ο ήρωας μοναχός Θεοχάρης κ.α.
Το 1821 ήταν ορμητήριο Καπεταναίων της περιοχής και υπήρξε κέντρο ανεφοδιασμού των μαχητών της Ρούμελης και ισχυρό οχυρό τους. Κατά το έκτο έτος της επανάστασης λίγες εβδομάδες μετά την Άλωση του Μεσολογγίου, δύναμη 4.000 Τούρκων του Κιουταχή, προελαύνοντας προς τα ανατολικά, πολιορκεί την Βαρνάκοβα.
Ηγούμενος είναι τότε ο Κοσμάς Θεοχάρης. Μαζί με τους μοναχούς, μέσα στο μοναστήρι βρίσκονται αρκετοί οπλαρχηγοί της περιοχής όπως ο Κίτσος Τζαβέλας. Η πολιορκία κρατάει ημέρες, ωστόσο οι Τούρκοι αδυνατούν να καταλάβουν το μοναστήρι. Ύστερα από επανειλημμένες προσπάθειες εκπόρθησης των οχυρώσεων του χωρίς επιτυχία, αποφασίζουν μυστικά να σκάψουν υπόγεια, κάτω από τη Μονή, με σκοπό να την ανατινάξουν.
Η Θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Βαρνάκοβας |
Το μυστικό τους προδίδεται στους μοναχούς από έναν Αλβανό και στις 26 Μαΐου αποφασίζεται έξοδος, η οποία και πραγματοποιείται, με απώλεια δύο μοναχών και ενός λαϊκού.
Η Βαρνάκοβα, έπειτα, ανατινάζεται, για να ξαναχτιστεί μετά από πέντε χρόνια, το 1831 με (μάλλον προσωπική) επιχορήγηση 1.800 φοινίκων από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος θεωρείται και δεύτερος κτήτωρ της Μονής.
Ανάμεσα στα κειμήλια του Μοναστηριού, δεσπόζει η εικόνα της Παναγίας Βαρνάκοβας η οποία φέρει εμφανές ράγισμα κατά μήκος του προσώπου τής Θεοτόκου, το οποίο σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες δημιουργήθηκε από τοπικό σεισμό που συνέβη στις 15 Αυγούστου του 1940, την ώρα του τορπιλισμού της Έλλης στην Τήνο.
Επίσης η εντοιχισμένη κτητορική επιγραφή σε πέτρινη πλάκα μήκους 1.52 μέτρου και ύψους 0.22 μέτρα επάνω από την θύρα εισόδου από τον πρόναο στον κυρίως Ναό αλλά και η βυζαντινή τοιχογραφία της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου κατά τον τύπο της «Παναγίας Οδηγήτριας» που κατά τον Ορλάνδο κατασκευάσθηκε προ του 1453 καθώς επίσης και το δάπεδο της Μονής το οποίο είναι μαρμαροθετημένο και εκτείνεται σε όλη την επιφάνεια του κυρίως Ναού και του εσωνάρθηκα, δηλαδή εκτάσεως 100 τ.μ.
Η καταστροφική πυρκαγιά της 29ης Ιανουαρίου 2017 |
Το δάπεδο αυτό διατηρεί την αρχική του διάταξη και είναι πλούσιο σε παραστάσεις ζωικές και γεωμετρικές και μάλιστα θεωρείται ώς ένα μοναδικό και άριστο βυζαντινό παράδειγμα του 11ου και 12ου αιώνα.
Για χρόνια ολόκληρα στην Μονή υπήρχε μόνο ένας μοναχός ο αείμνηστος αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Γεωργακός απο την Αγιά της Λάρισας που σε δύσκολες συνθήκες κράτησε το μοναστήρι ζωντανό και αναμφίβολα υπήρξε μια Οσιακή μορφή του Μοναστηριού από τις τόσες που πέρασαν από αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου