Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Η θεά Αθηνά σώζει την ελιά στην κοιλάδα του Μόρνου.


Η θεά Αθηνά σώζει την ελιά της στη κοιλάδα του Μόρνο


Φθινόπωρο του 1977 και η «κατάρα του Ποσειδώνα για την Αθήνα θα σπάσει οριστικά». Η Αθήνα δεν θα ξαναδιψάσει .
Ο ποταμός Μόρνος, 260 χιλ. από την Αθήνα έδωσε την λύση. Σε ένα στένωμα της κοίτης του, κοντά στη θέση Μαυρονέρι, φτιάχθηκε χωμάτινο φράγμα με υλικά από την εύφορη κοιλάδα που πριν πλουσιοπάροχα της χάριζε τα νερά του ,που έδιναν ζωή στα καλαμπόκια και στα δημητριακά καθώς και στα πλούσια περιβόλια των φιλοπρόοδων καλλιεργητών της κοιλάδας.
Ξεκοιλιάστηκε κυριολεκτικά η περιοχή και όλο το χώμα μεταφέρθηκε και αποτέλεσε την πρώτη ύλη για να κατασκευαστεί το χωμάτινο ανάχωμα πλάτους 350 μέτρων και ύψους 150.
Όλα καλά για τους διψασμένους Αθηναίους και όλα στραβά και μαύρα για τους κατοίκους της κοιλάδας.
Το νερό άρχισε σιγά σιγά να πλημμυρίζει την περιοχή και ο Ποσειδώνας έδινε την ευλογία του να δημιουργηθεί η λίμνη .
Έπρεπε να αφήσουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, να πάρουν μαζί τους τις αναμνήσεις, τα βιώματα τους και τα κόκαλα των προγόνων τους και να ψάξουν για καινούργια πατρίδα .
Κάποιοι το είχαν πάρει απόφαση πολύ πιο πριν και είχαν μεταναστεύσει σε άλλους τόπους .
Η δίκη μου οικογένεια, ήδη από το 1972 που ξεκίνησαν τα έργα , είχε εγκατασταθεί στη Αθήνα , όπου στήσαμε το νέο σπιτικό μας .
Από την Αθήνα μαθαίναμε για την πρόοδο των έργων χωρίς να έχουμε την δυνατότητα όλα αυτά τα χρόνια να επιστρέψουμε και να έχουμε άμεση εικόνα.
Εγώ είχα μια έντονη επιθυμία να επιστρέψω αλλά μου ήταν αδύνατο, ήμουν φοιτητής και ταυτόχρονα εργαζόμουν. Όταν έμαθα ότι το φράγμα τελείωσε και το νερό του ποταμού άρχισε να σκεπάζει τα πρώτα στρέμματα της κοιλάδας αποφάσισα να κάνω το ταξίδι. Ήθελα να δω για τελευταία φορά τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα πριν ενταφιαστεί οριστικά στο υδάτινο όγκο που η λίμνη θα έφερνε.
Ζήτησα μια ολιγοήμερη άδεια και κάπου στα μέσα του  Οκτώβρη μετά από πέντε χρόνια απουσίας ήμουν στον τόπο που γεννήθηκα .
Το χωριό δεν θα ενταφιαζόταν στα νερά της λίμνης, θα γινόταν παραλίμνιο, θα έχανε όμως την εύφορη κοιλάδα του, θα έμενε το κεφάλι χωρίς τα υπόλοιπα ζωτικά του όργανα…
Ζούσαν στο χωριό ο παππούς και η γιαγιά, μόλις έφθασα πήγα σπίτι τους . Ήταν μεσημέρι και στο σπίτι ήταν μόνο η γιαγιά . Χαρές οι γιαγιά για τον ερχομό μου , ετοίμασε στα γρήγορα μια τυρόπιτα .
Η γιαγιά που πλησίαζε τα ογδόντα δεν είχε ξεχάσει ότι το αγαπημένο μου φαγητό ήταν η τυρόπιτα με τα επτά χειροποίητα φύλλα, με γέμιση από πρόβεια φέτα , επτά φρέσκα αυγά και λίγο φρέσκο γίδινο γάλα και ψημένη στο ξυλόφουρνο . Η γιαγιά δεν είχε την φήμη της καλής μαγείρισσας αλλά σε εμένα άρεσε υπερβολικά η τυρόπιτα της .
Μετά από πέντε χρόνια έφαγα το πιο νόστιμο φαγητό , τα φρέσκα υλικά και ο ξυλόφουρνος φέρνουν άλλες μυρουδιές και προσφέρουν  άλλη γεύση !
Ο Παππούς έλειπε, είχε φύγει από το πρωί και είχε κατέβει στο περιβόλι που απείχε τρία χιλιόμετρα από το χωριό , ήταν στη περιοχή Πελεκάνια ,που θα σκεπαζόταν από  τα νερά της λίμνης .
Μετά το φαγητό αποφάσισα να πάω να τον βρω . Πήρα τον δρόμο προς το περιβόλι . Περπατούσα και σκεφτόμουν τον παππού .
Ο μπάρμπα Νικολός , όπως τον αποκαλούσαν οι χωριανοί του ενώ ξεπερνούσε τα ογδόντα δεν το έβαζε κάτω . Ήταν μετρίου αναστήματος, λιπόσαρκος , χωρίς καθόλου μαλλιά, πάντα με τραγιάσκα και ζωσμένος με μια δερμάτινη ζώνη δικής του κατασκευής που έφερνε μόνιμα πάνω της τρία – τεσσάρα μαχαίρια διαφόρων μεγεθών και ένα μικρό τσεκούρι για τις δύσκολες περιπτώσεις όπως έλεγε …
Από δέκα ετών κάπνιζε τσιμπούκι και το είχε μόνιμα στο στόμα του εκτός από τις ώρες του ύπνου και του φαγητού .
 
ο μπάρμπα Νικολός και η γυναίκα του η Βασιλική 
 
Το τσιμπούκι, ήταν δικής του κατασκευής από ρείκι, ένας θάμνος που ευδοκιμεί στην περιοχή και το ξύλο της ρίζας του είναι κατάλληλο για κατασκευή διαφόρων ξύλινων κομψοτεχνημάτων .
Καπνό χρησιμοποιούσε λαθραίο , δηλαδή καπνό που φύτευε παράνομα και καλλιεργούσε με περισσή φροντίδα σε κάποιες απόκρημνες άκρες του περιβολιού .
Ο καλός καπνός ήθελε πρώτα – πρώτα προσεκτικό ψιλοκόψιμο των φύλλων πάνω σε ένα καθαρό ξύλο. Μοσχοβολούσε ο τόπος σαν ακούμπαγε η ακονισμένη κόψη του κοπιδιού, ένα είδος μαχαιριού ,πάνω στον καπνό που έτριζε κάτω από τα δάχτυλα του και έκοβε ίσια – ίσια να γεμίσει την καπνοσακούλα του για να μην ξεθυμαίνει.
Από αυτό το ξανθό συννεφάκι που παραμέριζε από τα φύλλα με το κοφτερό μαχαίρι, έπιανε με τα δάχτυλά του μια μικρή τούφα που σπαρταρούσε σαν ζωντανή και την έστρωνε με ένα ειδικό μικροεργαλείο μέσα στο τσιμπούκι .
Η καπνοσακούλα φτιαγμένη από κατάλληλο ύφασμα εμπόδιζε την υγρασία να υποβαθμίσει την ποιότητα του καπνού .
Ο παππούς ήταν μερακλής , απολάμβανε όλη αυτή την διαδικασία του καπνίσματος , κάποιες στιγμές αισθανόμουν ότι δεν αγαπούσε το κάπνισμα αυτό καθεαυτό αλλά όλα τα πριν από το κάπνισμα.
Λάτρευε να σπέρνει τους σπόρους του αγρινιώτικου καπνού, που κάποιος φίλος του έμπορος του προμήθευε,  φυσικά παράνομα.
Να περιποιείται με ευλαβική φροντίδα τα νεαρά φυτά, να μαζεύει πολύ πρωί τα φύλλα και να τα απλώνει με τέχνη στον ήλιο για να αποξηρανθούν .
Και βέβαια το ό,τι ήταν απαγορευμένο και λειτουργούσε παράνομα του έδινε ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση .
Θυμάμαι κάποτε τι χαρά πήρε που όταν ήλθαν οι χωροφύλακες να ψάξουν στο περιβόλι του και δεν κατάφεραν να βρουν την παράνομη φυτεία .
Βέβαια τον ερχομό των χωροφυλάκων την χρέωσε σε κάποιο γείτονα του με τον οποίο είχε διαφορές για τα σύνορα κάποιων χωραφιών . Αφού καυγάδισαν άγρια μέχρι ξυλοδαρμού δεν ξαναμίλησαν ποτέ ..
Με αυτές τις σκέψεις στο νου δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα και ήδη βρισκόμουν στο φράχτη του περιβολιού . Το περιβόλι ήταν κοντά σε μια ρεματιά που μέσα από ένα μεγάλο αιωνόβιο πλάτανο ξεπηδούσε μια πηγή με λίγο νερό αλλά αρκετό να γεμίζει μια δεξαμενή , γούρνα την έλεγε ο παππούς , που το νερό της έφθανε να ποτίζει όλο το περιβόλι που δεν ξεπερνούσε τα τρία στρέμματα . Επειδή το έδαφος ήταν επικλινές και δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί, ο παππούς είχε δημιουργήσει επτά πεζούλες πλάτους περίπου τεσσάρων περίπου μέτρων . Για την συγκράτηση του χώματος χρησιμοποιούσε τις ξερολιθιές, τεχνική που χρησιμοποιείται κατά κόρον στα νησιά .
Βέβαια στα νησιά οι πέτρες είναι άφθονες ενώ εδώ έπρεπε να κουβαληθούν από μακριά .
Αυτό περιβόλι αν θυμάμαι καλά από κάποια διήγηση της μητέρας μου ήταν έργο τουλάχιστον τριών γενεών .
Στο κορφή του περιβολιού είχε φτιάξει ο παππούς ανά πρόχειρο κατάλυμα ,ταράτσα την έλεγε , οι τοίχοι ήσαν από πέτρες και λάσπη και η σκεπή από μεγάλα ξύλα πλεγμένα με αλλά μικρότερα και σκεπασμένη με ένα αργιλώδες χώμα καλά πατημένο που εμπόδιζε να νερά της βροχής να εισέλθουν στο εσωτερικό . Όταν βέβαια είχε ξηρασία η χωμάτινη σκεπή ρηγματωνόταν και έπρεπε με την πρώτη βροχή να ξαναπατηθεί καλά για να στεγανοποιηθεί .
Από εδώ αγνάντευες ένα μεγάλο μέρος της κοιλάδας που σε λίγους μήνες θα την σκέπαζαν τα νερά . Έβλεπες και μια μεγάλη πολυτοξωτή τσιμεντένια γέφυρα περίπου εκατό μέτρων που γεφύρωνε τις όχθες ενός παραποτάμου του Μόρνου και απ΄όπου περνούσε ο δημόσιος δρόμος που συνέδεε τα Σάλωνα και το Λιδορίκι με την Ναύπακτο , που και αυτή θα χανόταν σε λίγο …

η κοιλάδα ( μερική άποψη ) που σκεπάστηκε από τα νερά του Μόρνου
Στην μια άκρη της γέφυρας οι Ιταλοί το 1941 είχαν φυλάκιο και έλεγχαν την διάβαση. Στην ιταλογερμανική κατοχή ο παππούς με την οικογένεια του ζούσε εδώ, σε αυτό το περιβόλι, που απείχε περίπου πεντακόσια μέτρα από το φυλάκιο των Ιταλών .
Ιταλοί στρατιώτες σε μια επίσκεψη τους προσπάθησαν να πάρουν από το παππού κάποια κουνέλια που έτρεφε . Ο παππούς αντέδρασε έντονα και σίγουρα θα είχε κακό τέλος αλλά την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε ένα Ιταλός αξιωματικός και έβαλε τις φωνές στους στρατιώτες του και ζήτησε μάλιστα και συγνώμη από τον παππού .
Μόλις μπήκα στο περιβόλι βρήκα τον παππού να προσπαθεί να φορτώσει μια τεράστια ελιά στο μουλάρι. Μόλις με είδε αφού με καλωσόρισε μου λέει «ο θεός σε έστειλε παιδί μου, δυσκολεύομαι να φορτώσω αυτό το δένδρο» .
«Τι είναι αυτό και που θα το πας; » τον ρωτώ . Και άρχισε να μου λέει τον πόνο του .
«Ξέρεις ότι σε δυο τρεις μήνες το περιβόλι μου θα σκεπαστεί από τα νερά της λίμνης , μεγάλη καταστροφή…  εδώ μεγάλωσε ο παππούς μου και ο πατέρας μου και με αυτό το περιβόλι μεγάλωσα εγώ την δική μου οικογένεια , εδώ μεγάλωσε η μάνα σου , στην κατοχή μας έσωσε από την πείνα …τώρα το χάνω και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αποφύγω την καταστροφή .
Ξέρεις ποσά οπωροφόρα δένδρα έχω εδώ ; Κάθισα και τα μέτρησα σήμερα,  165 !!
Από το μυαλό μου πέρασαν διάφορες ιδέες, να μέχρι και να κτίσω ένα ανάχωμα για να εμποδίσω το νερό να το πνίξει.
Το είπα στο πρόεδρο και μου είπε ότι δεν γίνεται αυτό , το περιβόλι το έχει απαλλοτριώσει το Κράτος και δεν είναι πλέον δικό σου, άκου τι μου είπε  δεν είναι δικό μου …
Σήμερα σκέφτηκα να μεταφέρω κάποια δένδρα στο άλλο το περιβόλι που έχω πιο ψηλά στης Σωτήρως το μνήμα που είναι κάτω από τον Άγιο Γεώργιο . Τα λυπάμαι πρέπει να τα σώσω .
Ξεκίνησα με αυτή την ελιά είναι δεκαπέντε χρόνων, οι ελιές είναι κι αιωνόβιες κρίμα να χαθούν….
Έλα βοήθησε να την φορτώσουμε γιατί έχουμε πολύ δρόμο να κάνουμε».
Την φορτώσαμε με πολύ κόπο στο μουλάρι και ξεκινήσαμε .
Ανοίξαμε την πόρτα , μια πρόχειρη κατασκευή από ξύλα ιτιάς και πλάτανου , αμπάρα την έλεγαν οι ντόπιοι αυτή την κατασκευή, σύραμε από το καπίστρι το μουλάρι που με δυσκολία πέρασε από το άνοιγμα , ο όγκος της ξεριζωμένης ελιάς ήταν τεράστιος.
Ανεβαίναμε σιγά σιγά, με το ζώο να δυσανασχετεί και ο παππούς με υπεράνθρωπες προσπάθειες να το οδηγεί στον ανηφορικό επικίνδυνο μονοπάτι .
Μετά από δέκα λεπτά πορείας φθάσαμε σε ένα πλάτωμα και σταματήσαμε , το ζώο χρειαζόταν ξεκούραση .
Από εδώ βλέπαμε πολύ καλύτερα την γέφυρα του Κόκκινου, του παραπόταμο του Μόρνου, που αυτή την εποχή δεν είχε νερό .
Ο Κόκκινος πηγάζει από τα Βαρδούσια όρη . Οι κύριες πηγές του βρίσκονται στις υπώρειες της κορφής του Κόρακα, πάνω από τα χωριά Δάφνος και Γρανίτσα .
Μέχρι το τέλος Ιουνίου και μερικές χρονιές μέχρι τα μέσα Ιουλίου , ανάλογα με τις βροχοπτώσεις, τα νερά του έφταναν μέχρι τον Μόρνο όπου συναντιόντουσαν με τα περισσότερα νερά του Μόρνου . Ακολουθούσαν κοινή πορεία περίπου 40 χιλ. μέχρι την θάλασσα στα ανατολικά της Ναυπάκτου.
Στην Ανατολική άκρη της γέφυρας υπήρχε το Χάνι του Γκέκα . Το Χάνι στεγαζόταν σε ένα μικρό κτίριο, στην αριστερή πλευρά του δρόμου προς Ναύπακτο . Το Χάνι , άρχισε να λειτουργεί προπολεμικά και λειτουργούσε σχεδόν όλα αυτά τα χρόνια της κατασκευής του φράγματος .
Πρόσφερε καφέδες , αναψυκτικά και πρόχειρο  φαγητό .
Ιδιοκτήτης ήταν ο Μήτσος ο Κολοκύθας ή  Γκέκας, όπως όλοι τον ήξεραν. Είχε καταγωγή από το δικό μας χωριό . Τον μπάρμπα Μήτσο τον γνώριζα πολύ καλά και με τον ένα γιο του τον Κώστα ήμασταν συμμαθητές και φίλοι κολλητοί.
Το Χάνι ήταν κτισμένο σε προνομιακή θέση ,αποτελούσε το σταυροδρόμι του κεντρικού δρόμου  Λιδορικίου – Ναυπάκτου  με τους άλλους επαρχιακούς χωματόδρομους, που πήγαιναν στα γύρω ορεινά χωριά τις Δωρίδας , που εξυπηρετούνταν , προβληματικά κατά κανόνα , με τις λεγόμενες άγονες γραμμές , Διακόπι , Δάφνος , Πενταγιού , Αρτοτίνα , Κόκκινος  κλπ .
Λειτουργούσε επίσης και σαν διαμετακομιστικό κέντρο των κοπαδιών των αιγοπροβάτων , όλων των χωριών , γιατί τα κοπάδια, κατέβαιναν μέχρι το Χάνι , κι’ εκεί επιβιβάζονταν στα φορτηγά , για το Λεκανοπέδιο Αττικής , όπου και ξεχείμαζαν όλα σχεδόν τα κοπάδια των ορεινών χωριών , σε Ανάβυσσο , Γλυφάδα , Ηλιούπολη , Κερατέα , Αυλώνα , Σχιστό , Παιανία , Μαραθώνα κλπ .
Οι πρόγονοι κάποιων από τους ιδιοκτήτες σήμερα των γνωστών γαλακτοκομικών βιομηχανικών μονάδων της χωράς μας σε αυτό το Χάνι δυο φορές το χρόνο έπιναν τον καφέ τους ….

η μισοκατεστραμένη γέφυρα του Κόκκινου , στην άκρη δεξιά διακρίνεται το Χάνι
Όπως επίσης διηγούνται οι μεγαλύτεροι απ’ το τέλος περίπου της δεκαετίας του ‘50 , και για 5-6 χρόνια , στο Χάνι ερχόταν κινητό Ιατρικό κλιμάκιο , του  Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού , και οι γιατροί εξετάζανε τους ασθενείς των χωριών και τους χορηγούσαν τα απαραίτητα φάρμακα .
Τις σκέψεις μου τις διέκοψε η φωνή του παππού: «πάμε έχουμε πολύ δρόμο και σε λίγο έρχεται το βράδυ»
Συνεχίσαμε το δρόμο μας, η ελιά έπρεπε να σωθεί.
Η Θεά Αθηνά με τον παππού μπροστάρη  θα έσωζε το δικό της ιερό δένδρο από την καταστροφή που ο Θεός Ποσειδώνας σε λίγο έσπερνε στη κοιλάδα του Μόρνου με το τεράστιο υδάτινο θεριό που πλημμύριζε και έθαβε τα πάντα   …

Δημιουργικής γραφής πόνημα

Κωνσταντίνος Γ. Μπερτσιάς
Μάρτιος 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου