«Ο Κίτσος Τζαβέλας, πιάνοντας τά χωριά Βελούχοβο, Γρανίτσα καί Αρτοτίνα, μπόρεσε καί απόκλεισε 800 Αλβανούς στό χωριόΛαμποτίνα. Αρματολοί πού είχαν προσκυνήσει, όπως ο Βασίλης Μαστραπάς, ο Κομνάς Τράκας καί ο Γιάννης Φαρμάκης, πήραν τά όπλα καί μπήκαν ξανά στόν Αγώνα, στό πλευρό τού Κίτσου Τζαβέλα, πού η δύναμή του είχε φθάσει στούς 1800 άνδρες. Κάλεσε τότε τούς Αλβανούς νά παραδοθούν. Η γραφή πού τούς έστειλε ήταν στήν ελληνική καί γι' αυτό ο αρχηγός τών Αλβανών, ο ντερβέναγας τών Κραβάρων Αχμέτ Νεπρεβίστανης τού έστειλε τήν ακόλουθη αποκριτική επιστολή:
"Αγαπητέ μου Κίτσο Τζαβέλα. Τό γράμμα σου έλαβα, τά γραφόμενά σου καλώς εκατάλαβα. Τζαβέλα ήξευρε ότι από τόν καιρόν όπου έβαλα τό ντουφέκι εις τόν ώμον στοχάζομαι τόν εαυτό μου τώ όντι διά βασιλέα καί τά ιδικά σου τά ελληνοκορφομπλίσματα νά τά ειπής εκεί οπού περνάνε, ειδέ εις εμένα μένουν άκαιρα, ορφανέ! Ότι άν θέλης νά δείξης τό ελληνικό σου έρχεσαι εδώ καί τότε θέλεις καταλάβει, δυστυχισμένε, εκείνους όπου τρώγουν τά ψημένα κάστανα. Ορέ Κίτσο Τζαβέλα, τό νά μού λέγης ότι η Υψηλή σου Πόρτα τής Ρωσίας πολεμά τά κάστρα τής Πόλεως καί τόν βασιλέα μας τόν έχουν κλεισμένο εις Ουτζκαλεσή, τό γνωρίζεις, καϊμένε, ότι μ' αυτά σάς γελούν οι Φράγκοι, καί σάς στέλνουν εδώ, διά νά σάς σκοτώνωμεν σάν τά σκυλιά, καί έχομεν ελπίδα εις τόν Θεόν, όπου ο πολυχρονεμένος βασιλέας μας τήν Υψηλήν Πόρταν τής Ρωσίας θέλει τή χαμηλώσει.
Λέγεις ότι ο τόπος είναι ελληνικός. Ήξευρε ότι εγώ όπου έχυσα τόσον αίμα ως καθώς λέγεις, άλλον τόσον θέλεις χύσει καί εσύ, καί τότε θά φάς Κράβαρα καί Λοιδορίκι. Πλήν μή στέλνεις καί μαζώνεις καρβουναραίους, ότι αυτοί διά κάρβουνα ηξεύρουν καί όχι διά ντουφέκι, πολλά λόγια δέν σού λέω. Σύρε εκεί όπου ήλθες, ορφανέ! Ότι σάς λυπούμαι όπου εμείνατε τρείς Σουλιώτες καί θά χαθήτε όλοι. Καί διά τόπον ελληνικόν όπου τόν λέγεις εδώ, τόπος είμαι εγώ καί νησαλά (άν θέλει ο Αλλάχ), θέλεις μέ γνωρίσεις ογλίγωρα. Μωρέ, Κίτζο, εγώ σέ ηξεύρω Αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ πού στό διάβολον τά έμαθες αυτά τά ελληνικά καί εγώ δέν τά ηξεύρω;"
Δέν πέρασε όμως ένας μήνας καί ο Κίτσος Τζαβέλας έδειξε τό "ελληνικό" του στόν επηρμένο Αλβανό, πού κατάλαβε ποιός τελικά τρώει τά "ψημένα κάστανα"! Στίς 22 Οκτωβρίου 1827, οι πολιορκημένοι Αλβανοί έκαναν προσπάθεια νά σπάσουν τόν ελληνικό κλοιό. Απέτυχαν παταγωδώς. Από τούς 800, μόνο 150 σώθηκαν στό φρούριο τής Ναυπάκτου. Οι άλλοι σκοτώθηκαν καί μόνο 80 αιχμαλωτίστηκαν. Ανάμεσά τους καί ο Αχμέτ Νεπρεβίστανης. Ο Κίτσος διέταξε νά τούς σφραγίσουν μέ πυρωμένο σίδερο πού είχε τήν παράσταση τού αναγεννώμενου Φοίνικα.»
Σαράντος Καργάκος Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες
"Αγαπητέ μου Κίτσο Τζαβέλα. Τό γράμμα σου έλαβα, τά γραφόμενά σου καλώς εκατάλαβα. Τζαβέλα ήξευρε ότι από τόν καιρόν όπου έβαλα τό ντουφέκι εις τόν ώμον στοχάζομαι τόν εαυτό μου τώ όντι διά βασιλέα καί τά ιδικά σου τά ελληνοκορφομπλίσματα νά τά ειπής εκεί οπού περνάνε, ειδέ εις εμένα μένουν άκαιρα, ορφανέ! Ότι άν θέλης νά δείξης τό ελληνικό σου έρχεσαι εδώ καί τότε θέλεις καταλάβει, δυστυχισμένε, εκείνους όπου τρώγουν τά ψημένα κάστανα. Ορέ Κίτσο Τζαβέλα, τό νά μού λέγης ότι η Υψηλή σου Πόρτα τής Ρωσίας πολεμά τά κάστρα τής Πόλεως καί τόν βασιλέα μας τόν έχουν κλεισμένο εις Ουτζκαλεσή, τό γνωρίζεις, καϊμένε, ότι μ' αυτά σάς γελούν οι Φράγκοι, καί σάς στέλνουν εδώ, διά νά σάς σκοτώνωμεν σάν τά σκυλιά, καί έχομεν ελπίδα εις τόν Θεόν, όπου ο πολυχρονεμένος βασιλέας μας τήν Υψηλήν Πόρταν τής Ρωσίας θέλει τή χαμηλώσει.
Λέγεις ότι ο τόπος είναι ελληνικός. Ήξευρε ότι εγώ όπου έχυσα τόσον αίμα ως καθώς λέγεις, άλλον τόσον θέλεις χύσει καί εσύ, καί τότε θά φάς Κράβαρα καί Λοιδορίκι. Πλήν μή στέλνεις καί μαζώνεις καρβουναραίους, ότι αυτοί διά κάρβουνα ηξεύρουν καί όχι διά ντουφέκι, πολλά λόγια δέν σού λέω. Σύρε εκεί όπου ήλθες, ορφανέ! Ότι σάς λυπούμαι όπου εμείνατε τρείς Σουλιώτες καί θά χαθήτε όλοι. Καί διά τόπον ελληνικόν όπου τόν λέγεις εδώ, τόπος είμαι εγώ καί νησαλά (άν θέλει ο Αλλάχ), θέλεις μέ γνωρίσεις ογλίγωρα. Μωρέ, Κίτζο, εγώ σέ ηξεύρω Αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ πού στό διάβολον τά έμαθες αυτά τά ελληνικά καί εγώ δέν τά ηξεύρω;"
Δέν πέρασε όμως ένας μήνας καί ο Κίτσος Τζαβέλας έδειξε τό "ελληνικό" του στόν επηρμένο Αλβανό, πού κατάλαβε ποιός τελικά τρώει τά "ψημένα κάστανα"! Στίς 22 Οκτωβρίου 1827, οι πολιορκημένοι Αλβανοί έκαναν προσπάθεια νά σπάσουν τόν ελληνικό κλοιό. Απέτυχαν παταγωδώς. Από τούς 800, μόνο 150 σώθηκαν στό φρούριο τής Ναυπάκτου. Οι άλλοι σκοτώθηκαν καί μόνο 80 αιχμαλωτίστηκαν. Ανάμεσά τους καί ο Αχμέτ Νεπρεβίστανης. Ο Κίτσος διέταξε νά τούς σφραγίσουν μέ πυρωμένο σίδερο πού είχε τήν παράσταση τού αναγεννώμενου Φοίνικα.»
Σαράντος Καργάκος Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου