Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.
Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021
Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021
«Μια φορά κι ένα καιρό, αρκετά χρόνια πίσω, ήταν ένα μικρό παιδί του δημοτικού, που το πήγαιναν οι γονείς του τα καλοκαίρια στο χωριό. Το χωριό το λέγανε Αγόριανη, Κάτω Αγόριανη (μετά Λίλαια) και ήταν στις πλαγιές του βόρειου Παρνασσού. Σ’ αυτές τις καλοκαιρινές διακοπές το παιδάκι αυτό, δηλαδή εγώ, ζούσε την χωριάτικη ζωή, κατέγραφε το κάθε τι των ανθρώπων του, μάθαινε από τους μεγαλύτερους, κάθε τί που είχε σχέση με τις ασχολίες των χωρικών. Έμαθε για τις καλλιέργειες, τα στάρια και τον θερισμό, το ξεκαλαμπόκιασμα στις ατέλειωτες ολονυκτίες στο μπαϊρι, γνώρισε τον αργαλειό και τα έργα του στο κατώι του σπιτιού, τους ήχους του κόπανου που χτυπούσαν τα σκουτιά για να τα καθαρίσουν στα νερά του Κάτω Κεφαλόβρυσου, το τραγούδι της συντροφιάς στο νυχτολόι στο χαγιάτι. Ανέβηκε στο μουλάρι, κουβάλησε το νερό με τις βαρέλες στο σπίτι και έπαιξε πάνω στη σβάρνα, στον ατέλειωτο κύκλο της σποράς. ![]() Η γιαγιά μου η Φωτούλα, η θειά μου η Θοδώρα, ο μπάρμπα Τάσος, η θειά η Σταθού, ο Κουκουτόγιανος, η Λελούδα, ο μπάρμπα Θύμιος, ο Ηλιάς και ο Αντριάς, η θειά μου η Νίκη, ο μπάρμπα Λουκάς (ο Αμερικάνος), η γιαγιά Βαλσάμω και τόσοι άλλοι ήταν ο κόσμος μου, ο κόσμος των θερινών διακοπών μου. Ο παππούς μου ο Μήτρος (Παλουκομήτρος) μου έμαθε τη ζωή στο βουνό, για τα ζωντανά και τις συνήθειές τους, τον καιρό που ο τσοπάνος ζει στο βουνό με το κοπάδι του, τις καλοκαιρινές βοσκές στην Φτερόλακα,, τις δυσκολίες, τις χαρές και πολλά άλλα. Πέρασαν αρκετά χρόνια. Πολλά άλλαξαν αλλά η αγάπη μου για το βουνό και τους ανθρώπους του, έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα μέσα μου. Πριν πολλά χρόνια, παιδάκι, η γιαγιά Φωτούλα με πήγαινε στη Φτερόλακα απ’ το μονοπάτι του Κακορέματος, καβάλα στο μπλάρι με προμήθειες, για τον παππού που ζούσε στο βουνό με τα πρόβατα…. ![]() Νύχτα, σηκώθηκα και κοίταξα τον ουρανό. Αστέρια δεν είδα, αλλά διέγνωσα σύννεφα. «Τί μ’ αυτό;» σκέφθηκα, «δεν μπορώ να απουσιάσω από την συνάντηση.. Τόσα χρόνια προετοιμαζόμουν γι’ αυτή». «Κι’ αν βρέξει; Αρκεί να βγω στον δρόμο του πηγαιμού και μετά ας ανοίξουν οι κρουνοί τ’ ουρανού»! Η σύντροφός μου παραδίπλα με άκουσε και με ρώτησε, πώς είναι ο καιρός και γω βιάστηκα να πω: «καλός, αρκετά καλός». Σηκωθήκαμε, ντυθήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδια και η νύχτα κρατούσε. Δρασκελίζοντας την μεγάλη ξύλινη πόρτα, ακούστηκε το ρολόι της εκκλησίας να χτυπάει ένα ήχο, ήταν 0630 και κατηφορίσαμε διασχίζοντας τα σπίτια του χωριού. Περνώντας την πλατεία, οι άνθρωποι είχαν «πιαστεί» στις δουλειές και λίγο πιο κάτω βγαίνοντας απ’ αυτό συναντήσαμε τον παπά Δήμα να σέρνει τον φορτωμένο του γάιδαρο. Ανταλλάξαμε χαιρετισμούς, μάς ευχήθηκε «καλό δρόμο» και σε λίγο σιμώσαμε το Πέρα Κεφαλόβρυσο. Το πρώτο φως φώτισε και ο τόπος ζωντάνεψε. Στο εικονοστάσι του δρόμου, αφήσαμε τη δημοσιά και μπήκαμε στον χωματόδρομο, που οδηγούσε μέσα από ξερολίβαδα και καλλιεργημένα αμπέλια, αρχή ρεματιάς. Εκεί ο χωματόδρομος σταματούσε. Μια ανάσα κοιτάζοντας ίσια μπροστά μας τα γκρέμια των βραχωμάτων, που χωνόντουσαν βαθιά στο ορεινό ανάγλυφο του βουνού και το μονοπάτι να καλοφαίνεται «γραμμένο» απέναντι, στα δεξιά μας. Ο τόπος με τα πλατάνια και μεις κάναμε κατά τη ρεματιά, σημαδεύοντας ένα από τα πολλά μονοπάτια, που περνώντας μέσα από πουρνάρια και ανοίγματα οδηγηθήκαμε στα ριζά των βραχωμάτων. Η ανατολή ηλίου μας πρόλαβε στο ανέβασμα του καλογραμμένου μονοπατιού, που σοφά κόλλαγε στην πλαγιά της ρεματιάς και σιγά – σιγά ψήλωνε. ![]() Τούτο ήταν μονοπάτι φαρδύ, μουλαρόδρομος που ανεβοκατέβαιναν και ζώα φορτωμένα. Ο καιρός έδειχνε ν’ ανοίγει βόρεια, αλλά νότια, εκεί που είχαμε προορισμό να οδηγηθούμε έδειχνε κλεισμένος. Κόψαμε λίγο το ρυθμό της ανάβασής μας για μια ανάσα και παρατηρήσαμε ότι αριστερά μας οι κορφές στενεύουν με σάρες, όπου γιδόστρατα οδηγούσαν κατά κει που σμίγαν με την ορθοπλαγιά στην οποία στεκόμασταν. Ξαφνικά ακούσαμε κουδούνια και προσπάθησα να ανακαλύψω τη θέση τους. Διαπίστωσα ότι ήταν απέναντί μας, στα δασωμένα και κινιόντουσαν στις σάρες. Βοσκό δεν διέκρινα. Το μονοπάτι οδηγούσε ανάποδα βορειοδυτικά και μετά έστριβε νότια, όπου σ’ έφερνε κάτω από «σχισμάδα». Πάνω από το κεφάλι μας η ορθοπλαγιά και στα σπλάχνα της μια χαρακτηριστική σχισμή στην πορεία μας, σημείο αναφοράς. Περάσαμε με προσοχή πάνω στο μονοπάτι γιατί ήταν ανοιγμένο στα πλευρά της σάρας και εκεί που βγαίναμε στη συμβολή των δυο πλευρών, σμίξαμε με τα γίδια και τον τσοπάνο. Χαιρετηθήκαμε όπως αρμόζει και με ρώτησε «τίνος είσαι και για πού το βάλατε»; «Είμαι του Μήτρου του Μπούκαλη εγγονός και πάμε στη Φτερόλακα», αποκρίθηκα. Τα μάτια του έλαμψαν, έκανε ένα βήμα πίσω και μετά δυο μπροστά και μ’ αγκάλιασε! Αισθάνθηκα ότι ζούσα σε όνειρο. Η ζεστή φωνή του ακούστηκε αντίλαλος στο πέρασμα. «του γέρο Μήτρου ε! μπράβο, το λέει η ψυχούλα σας χαρά στο κουράγιο σας.. Ο γέρο Μήτρος ήταν ο πρώτος και ο καλλίτερος απ’ όλους μας. Αγάπησε το βουνό και τα πρόβατα, τους αφιερώθηκε. Τόσο πολύ νοιαζόταν για το κοπάδι του! Ήταν ταμάχις = «λεβέντης». [..υπερβολική αγάπη για κάτι, πλεονεξία, κοινώς ταμάχι, ακόρεστος, άπληστος]. (Βονσταντζόγλου Θεολ.1998:676) ![]() Τέτοιος άνθρωπος δεν έχει ξαναπεράσει απ’ τα βουνά. Αυτά που έκανε ο γέρο Μήτρος δεν τα έκανε κανείς άλλος. Είχε περάσει τα 70 χρόνια και κόλλαγε στα έλατα για να κατεβάσει μελά για τα πρόβατά του. [Μελά το: το παράσιτο φυτό ιξός. Η λέξη είναι σλαβική imela (=ιξός)] (Φλώρου Θ. Αθανασίου1980:371). Είναι θρύλος ο παππούς σου. Εγώ υπήρξα μαθητής του. Έχουμε κάνει πολλά μαζί. Τέτοιος άνθρωπος δεν ματαπέρασε απ’ τα βουνά». Τούτες οι λέξεις στάλαζαν μέσα μου, καθαρές, με μια γλυκάδα μεταφέρνοντάς με κιόλας σ’ ένα κόσμο γεμάτο μυθικούς ήρωες με τα κατορθώματά τους και με γέμισαν μ’ ένα συναίσθημα υπερηφάνειας. Τρόμαξα να ρωτήσω, - φοβούμενος μη διακόψω αυτά που άκουγα – το όνομα του βοσκού: «Θόδωρος Τσαπάρας και είμαι 67 χρονώ».. Γίδια μάς πέρασαν από κοντά μας. Ο μπάρμπα Θόδωρος βάλθηκε τώρα να μάς ξεναγεί στα λημέρια του. Μας έδειξε την Μπαρτοσπηλιά (μπαρουτοσπηλιά), (1) που έχασκε τεράστια στα δεξιά μας. «Εκεί στα χρόνια τα παλιά έφτιαχναν μπαρούτι. Έχει φούρνο μέσα, λεκάνες για νερό και είναι αμέτρητη, χάνεσαι μέσα της. Εδώ ο παππούς σου ο Μήτρος, όταν έπιαναν τα πρώτα χιόνια, κοντά στο Νοέμβρη, κατέβαινε από τη Φτερόλακα και «κολλούσε» φωτιά μέσα στη σπηλιά και περνούσε τις νύχτες. Απέναντι τη σπηλιά την λέμε «του Τυριά». Εκεί βάζαμε τα τυριά που φτιάχναμε το καλοκαίρι για να διατηρούνται. Μέσα είναι πολύ μεγάλη και χωράει 2.000 πρόβατα. Ακόμα και τ’ άλογά τους οι ξυλοκόποι έβαζαν εκεί μέσα όταν νυχτώνονταν στη δουλειά και δεν πρόκαμαν να γυρίζουν στο χωριό. Η σπηλιά του Τυριά έχει ένα ημικυκλικό άνοιγμα και δείχνει σαν σκαμμένα από πάνω της, φαντάζει σαν φωλιά μεγάλου πουλιού. Έδειξε κατά κει κάνοντας μια κίνηση με το χέρι ο μπάρμπα Θόδωρος και χαμογελώντας πρόσθεσε: Είναι αετού, εδώ ο τόπος έχει αετούς. Τώρα ζουν τρεις αετοί που πετούν στο άνοιγμα των κορυφών. Είναι πολύ επιβλητικά πουλιά. Πολλές φορές αρπάζουν κι’ από κανένα γίδι, όταν αυτό βρεθεί στα γκρέμια. Το γκρεμίζουν και κατεβαίνουν και το παίρνουν. Όσο έξυπνα και δυνατά πουλιά στην όραση είναι, έχουν κι’ ένα ευαίσθητο σημείο. Δεν αποφεύγουν το σίδερο (δόκανο) με το δόλωμα και πιάνονται, ενώ ο κόρακας είναι παμπόνηρος. Είχαμε συνεπαρθεί. Εγώ ζούσα σε άλλο κόσμο και η σύντροφός μου δίπλα το καταλάβαινε και χαμογελούσε. Προχωρήσαμε όλοι μαζί σιγά-σιγά ψηλότερα κουβεντιάζοντας. Δεξιά στις σάρες μάς έδειξε τον ίταμο (2), μοναδικό είδος δένδρου στην περιοχή. Έκανα κατά κει και δεν τον εύρισκα, αλλά καθοδηγώντας με από κάτω, τον ξετρύπωσα πίσω από τα έλατα και τον είδα από κοντά. Μάς ενημέρωσε για το μονοπάτι, για το σημείο που θα πρέπει να κάνουμε αριστερά και τέλος είπε: «Θα σμίξουμε στη Φτερόλακα, θα αφήσω τα γίδια χαμηλότερα, θα πάω για ξύλα και θα βάλω πέτρες (σημάδια) στο σημείο. Θα σας περιμένω στην λάκα»! Χαιρετηθήκαμε προσωρινά και δώσαμε ραντεβού στην καλύβα του παππού. Χάθηκε αθόρυβα μέσα στο δάσος και μείναμε άφωνοι δίχως να έχουμε συνέλθει απ’ τα «τυχαία» σημάδια. Τόσα πολλά; διερωτήθηκα.. η συνάντηση, οι αετοί, ο ίταμος κι’ όλα αυτά για τον παππού μου….. ![]() Ο καιρός κρατούσε τη μουντάδα του και η βροχή δεν ερχόταν. Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδια και χωθήκαμε βαθύτερα στο πυκνό δάσος. Το μονοπάτι, καλογραμμένο να ανηφορίζει και στα πεσμένα από χιονοστιβάδες έλατα «χανόταν» και τα πόδια μας τώρα έπρεπε να υπερπηδήσουν τους πεσμένους κορμούς με τις λειχήνες και να βουλιάξουν στο «στρώμα» απ’ τα πεσμένα κλαδιά. Ολόγυρα κατανυκτική ησυχία, τα έλατα να κρατούν μακριά το φως της ημέρας και μόνο ο ήχος του αγέρα περνούσε διακριτικά ανάμεσα στα κλαδιά. Η παρουσία μανιταριών έκανε τον χώρο να φαντάζει μαγική πολιτεία.. Το μονοπάτι ανηφόριζε αριστερά σ’ ένα στεγνό χείμαρρο και σιγά- σιγά μάς γύρισε αριστερά επάνω. Πάνω στην ώρα συναντήσαμε τα «σημάδια» του μπάρμπα Θόδωρου. Λοξέψαμε πάνω, όπως αυτά μας οδηγούσαν και μετά από ώρα βρεθήκαμε με σιγουριά στη Φτερόλακα. ![]() Μπροστά μας η λάκα γεμάτη φτέρες, που σχημάτιζαν με το φύλλωμά τους ένα δικό τους «δάσος» στο μπόι μου και ολόγυρα κορφές ελατοσκέπαστες. Κοίταζα και ξανά-κοίταζα, ήθελα ν’ ανοίξω τα χέρια μου και να αγκαλιάσω όλο τούτο τον τόπο. Προχώρησα λίγο, άφησα το σώμα μου να ροβολήσει για λίγα μέτρα και έπεσα πάνω στην πρώτη καλύβα. Στα ριζά του έλατου, έστεκε έρημη και φάνταζε παράξενα στα μάτια μου. Πού ήμουν; Έγειρα κατά τη λάκα, την ώρα που απ’ ένα άνοιγμα της συννεφιάς έπεσε ένα φως και την έλουζε Θυμήθηκα την λάκα των παιδικών μου χρόνων που έσφυζε από ζωή. Τσοπάνηδες και ζωντανά να γυροφέρνουν. Τα τσοπανόπαιδα να τραμπαλίζονται στο αλώνι πάνω στον κορμό του ελάτου, οι καλύβες «σπιτάκια» παραμυθένια και τα σφυρίγματα των τσοπαναραίων να αντιλαλούν ολόγυρα. Τότε, η λάκα είχε 1.000 πρόβατα και η τσοπανούρα της λάκας ήταν: οι: Πανοσπύρος, Καρακώστας Ανδρέας (Γαλώνης), Λιάπηδες (Γιώργος, Δημήτρης, Γιάννης) ο Μαυροδήμος Γιάννης, ο Μπούκαλης Δημήτρης (Παλουκομήτρος) με τις καλύβες τους στημένες ολόγυρα και κοπάδια να γυροφέρνουν, ανθρώπων φωνές και γέλια, ανάκατα εμείς τα παιδιά να παίζουμε στα αυτοσχέδια παιχνίδια πούχαν στηθεί. Σωστό πανηγύρι, ξαναγύριζε ζωντανεμένο στα μάτια μου τώρα. Νερό η λάκα δεν είχε. Κάθε δεύτερη μέρα οδηγούσαν τα ζωντανά τους στην πηγή Πουρνάρι, 15΄ λεπτά απόσταση. Οι καλύβες, στρωμένες με πυκνό στρώμα από λατσούδια και από πάνω το καπότι του παππού ήταν το καλλίτερο κρεββάτι για ξεκούραση απ’ το ολοήμερο παιχνίδι μας. Φορτιάρικα άλογα να φορτώνονται με τα πεσμένα ξύλα από το πέρασμα του χειμώνα, για το τζάκι. Τα πειράγματα να πηγαίνουν και νάρχονται αναμεταξύ τους! Κείνα τα χρόνια ο παππούς ανέβαινε στη Φτερόλακα στις 20 Ιουνίου και οι περισσότεροι κατέβαζαν τα κοπάδια τους τέλη Αυγούστου. Ο Παλουκομήτρος καθόταν μέχρι τα πρώτα χιόνια, που έπεφταν τον μήνα Νοέμβρη. Κατέβαινε αργά – αργά πέφτοντας αρχικά στον Άι Δημήτρη, πάνω απ’ το χωριό της Κάτω Αγόριανης, εκεί που πέρναγε το μονοπάτι για την Πάνω Αγόριανη και αργότερα, όταν χειμώνιαζε για τα καλά τα έβοσκε στον κάμπο, στο Μπαϊρι και ακόμα πιο πέρα στο Μεγαλοκύρι, στα Δαδιώτικα. Πολλές χρονιές τα μάζευε και στο χωριό. Την άνοιξη όμως, όταν καιρός μαλάκωνε, απ’ τον Μάρτη παίρνανε τα δρόμο για τα ψηλώματα του Παρνασσού. Εκεί που είχα ξεμακρύνει με τις θύμισες, ακούστηκε η φωνή του μπάρμπα Θόδωρου, απ’ την άλλη μεριά της λάκας. Απάντησα και σε λίγο σμίξαμε. Μας πήρε και μας οδήγησε στην καλύβα του παππού και μας εξήγησε. Μας έδειξε την πρώτη, που δεν ήταν άλλη απ’ αυτή που πρωτοαντίκρυσα στη λάκα και ακριβώς δίπλα το νεότερο καλύβι, που με τα χρόνια το είχε παραδώσει στον Πανοσπύρο τον αδελφό του και αυτός στον Θύμιο, τον γιό του, που χρόνια ήταν από κοντά του. ![]() Μ’ αυτά θυμήθηκα και κάτι, απ’ τα χρόνια του Πολέμου που μούλεγε η γιαγιά και θυμόταν μια γυναίκα, που γύριζε στα βουνά τους με παντελόνια και άρβυλα. Ήταν η Ειρήνη Σπανδωνίδου, λαογράφος, 50ντάρα τότε. Στα μάτια των χωρικών φάνταζε ως κατάσκοπος! Κάποτε πέρασε και από τα βουνά του Παρνασσού. Πέρασε και απ’ εδώ, κουβεντιάζοντας με τους τσοπάνηδες. Στην πηγή Πουρνάρι συναντήθηκε με τον γέρο Πάνου, τον προπάππο μου, όπου και τον φωτογράφησε. Αναζητώντας την φωτογραφία αυτή, τα επόμενα χρόνια, την βρήκα. Δυστυχώς όμως, το σπουδαίο υλικό της σπουδαίας λαογράφου δεν διασώθηκε και χάθηκε θησαυρός σοφίας και γνώσης. Αφήνω την σπουδαία ερευνήτρια απ’ τα παλιά και ξαναγυρίζω στο τώρα. Με τον μπάρμπα Θόδωροσυνεχίσαμε την κουβέντα, πούχαμε να πούμε πολλά. Είπαμε για το πώς φτάσαμε ίσα με εδώ και τον ευχαριστήσαμε για τα «σημάδια». Ζυγώσαμε στο καλύβι και καθίσαμε στην αυτοσχέδια τραπεζαρία. Ο μπάρμπα Θόδωρος είχε τελειώσει με το μάζεμα ξύλων, το κοπάδι με τα γίδια είχε περάσει στη απέναντι πλευρά της λάκκας, που όμως ήταν απαγορευμένο για βοσκή, όπως σιγομουρμούρισε. Καθίσαμε και ανοίξαμε τον ντορβά. Βγήκε η προβατίνα, βάλαμε και μείς τα δικά μας και φάγαμε με όρεξη. Φάγαμε κουβεντιαστά, ωραία ήταν, αλλά έπρεπε και να ξεκολλήσουμε, εάν θέλαμε να ολοκληρώσουμε τον στόχο μας πούταν η Πάνω Αγόριανη και βάλε, ενώ ο μπάρμπα Θόδωρος έπρεπε να γυρίσει στα ζωντανά του χαμηλά και στις δουλειές του. Επαναλάβαμε το δρομολόγιό μας δυο φορές για να το εμπεδώσουμε και να μην μπερδευτούμε, σύμφωνα με τις οδηγίες του και αφού πείστηκε ότι το είχαμε μάθει απ’ έξω, τότε μας έδειξε την αρχή του χωματόδρομου, που φτάνει στις μέρες μας μέσα στη λάκα τη Φτερόλακα, από την Πάνω Αγόριανη. Φυσικά, εδώ οι ανθρώποι μιλούν για τον δρόμο «δημοσιά», μιας και για χρόνια εδώ πάνω έφτανε μόνο μονοπάτι.. Τούτη τη φορά σφίξαμε τα χέρια για να χωρίσουμε τους δρόμους μας και είπαμε να βρεθούμε στο χωριό, στην Κάτω Αγόριανη. Χάθηκε μέσα στις φτέρες αθόρυβα και μείναμε πίσω βουβοί δίπλα στα απομεινάρια του καλυβιού. Όταν ο ήλιος βγήκε και πήρε να ζεστάνει ο τόπος, ήταν καταμεσήμερο, 12.00 η ώρα. ![]() Ξεκολλήσαμε, πήραμε τον χωματόδρομο «δημοσιά» και πριν αφήσουμε τη λάκα, γύρισα και έριξα πίσω μου μια ματιά. Ο ήλιος έλουζε τον τόπο, οι φτέρες χρύσιζαν και από τα κλαδιά των ελάτων άκουγα κάτι σαν τραγούδι. Έκλεισα τα μάτια μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και έβαλα τα πόδια μου να προχωρήσουν. Τώρα ο καιρός είχε φτιάξει για τα καλά, ο τόπος έβγαλε ζέστη απ’ τις φτέρες και τα έλατα σώπασαν. Σε 15΄ λεπτά φτάσαμε στις «κλειδωνιές» (αλυσίδα με λουκέτο για να μην διέρχονται οι λάθρο-ξυλοκόποι) Δίπλα η πηγή Πουρνάρι, με το νερό να πετιέται από τα έγκατα της γης και πιο κει ένα υπέροχο πλάτωμα για κατασκήνωση. Ένας δρόμος έφευγε δεξιά, ενώ εμείς έπρεπε να κάνουμε σε δρόμο αριστερά. Ανηφόριζε και σε λίγο μας έριξε στην καταβόθρα. Εδώ νερά που σμίγουν προερχόμενα από τις γύρω κορυφές, να σχηματίζουν μικρές υδατοπτώσεις κάτω από το γεφυράκι. Παραδεισένιο σκηνικό. Αμέσως μετά τα οροπέδια με Κουκουβίστικα και Καλοβατιανά χωράφια (γειτονικά χωριά που εκμεταλλεύονται τον τόπο) και τα πουλιά, συνοδοιπόροι στον δρόμο μας. Χαρά Θεού, οι φτέρες να λικνίζονται καταμεσής του χωματόδρομου στον αγέρα και εμείς με ούριο άνεμο, ξεκούραστα μπορούσαμε να ταξιδεύουμε για ώρες. Ο εποχιακά διαβατός χωματόδρομος κρατιόνταν σε ένα σταθερό υψόμετρο και οδηγούσε νότιο-ανατολικά. Συναντήσαμε δρόμο στο δεξί μας χέρι, που έγραφε ΑΔΙΕΞΟΔΟ προς Αργοστήλια. Ο δρόμος οδηγούσε όλο και πιο μακριά και οι ώρες τώρα βάραιναν. Τώρα έπρεπε να κοιτάμε για το ανάχωμα σε κάποιο σημείο, που ξεκινούσε το μονοπάτι και έπρεπε να αφήσουμε τον χωματόδρομο, για να κόψουμε δρόμο, για να πέσουμε στο χωριό. Αφού συναντήσαμε ένα σταυροδρόμι προσπαθήσαμε να διακρίνουμε κάποιο σημάδι για να προσανατολιστούμε, αλλά τα δάση δεν επέτρεπαν να δούμε μακρύτερα απ’ αυτόν τον ίδιο τον δρόμο. Σε μια στροφή του πρόβαλαν απέναντί μας οι γυμνές κορυφές. Πηγαίναμε για τη δημοσιά ή θα έπρεπε να συναντήσουμε το πολυαναμενόμενο ανάχωμα του μπάρμπα Θόδωρου; Με την σκέψη στραμμένη εκεί, πέσαμε διάνα! Ο μπάρμπα Θόδωρος μας είχε σώσει ακόμη μια φορά σήμερα. Τούτο το μονοπάτι, που στο ανάχωμά του άφηνε τον δρόμο και μας έχωνε στο δάσος, κατηφόριζε μπροστά μας στρωτά. Ήταν απ’ τα παλιά και καλογραμμένο, δείγμα ότι πριν την διάνοιξη του δρόμου, ήταν η μοναδική επικοινωνία. Κατηφόριζε στρωτά (βλέπεις τα μονοπάτια αυτό είναι ανοιγμένα για πόδια), αρχικά έβγαινε σε κροκάλες μέσα από κορμούς δένδρων, όπου τελικά μετά από ώρα το πεδίο γινόταν ξεκούραστο και αργότερα, μέσα από τα κλαδιά των ελάτων, φάνηκε το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας. ![]() Σε 40΄ λεπτά μετά, είμασταν στο ξωκκλήσι. Μεσημέρι για τα καλά και ο ήλιος δυνατός. Μετά από ώρες στο βουνό, μια στάση χρειάζονταν. Πάνω απ’ την είσοδο του ξωκκλησιού διαβάσαμε: Ο της Παρνασσίδος οπλαρχηγός Κομνάς Τράκας (3) εν Αλισάκι Ελάτειας την 20 Ιουλίου 1821 κατά την υπό τον ΔΕΜΗΡ ΠΑΣΑ Τούρκων νικηφόρως αγωνισθείς εις ανάμνησιν τον δε ναόν ανήγειρε τω χρόνω δε κατά πεσόντα ο τούτου υιός Λεωνίδας το 1897 ευλαβώς εκ βάθρων ανίδρυσεν και πάλιν δε ετοιμόρροπο καταστάντα ο Επταλόφου εφημέριος Π. Πάλλας κατεδάφισε και εκ νέου ανήγειρεν το 1973-11»….. Ακριβώς κάτω από το εκκλησάκι υπάρχει υδραγωγείο και απ’ εκεί ξεκινά αυλάκι όπου φέρνει το νερό στο χωριό. Δίπλα στο αυλάκι, μονοπάτι και αυτό επιλέξαμε. Αυτό το μονοπάτι σε αποζημιώνει, σε «γλιτώνει» απ’ τις στροφές του δρόμου, ενώ σε «ρίχνει» ομαλά μέσα από πυκνή βλάστηση στα σπίτια του χωριού, ακριβώς πάνω στην χαρακτηριστική στροφή του ασφαλτόδρομου. ![]() Το χωριό μάς υποδέχτηκε με τις κεραμιδωτές στέγες, πνιγμένο στο πράσινο. Η ώρα ήταν 1630, έχοντας κόψει και δρόμο και από τα 1.350μ. υψόμετρο είχαμε πέσει στο 900μ. Περασμένο μεσημέρι και οι μπετονιέρες με τους γερανούς και τα οικοδομικά υλικά να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα. Χωθήκαμε στα σοκάκια του χωριού και βγήκαμε στην πλατεία. Εδώ ονειρευόμασταν μια στάση για γλυκό του κουταλιού ή ένα παγωτό, αλλά δεν ευτυχήσαμε! Μας κόπηκε στη μέση η όρεξη, απ’ την φόρα που είχαν πάρει οι μπετονιέρες, που έριχναν το μπετόν στης πλατείας τα διορθώματα. Η πλατεία είχε γίνει όλη ένα γιαπί και αντί για «γλυκιά ανάσα», χωθήκαμε στο πρώτο αυτοκίνητο, που κατηφόριζε στην Κάτω Αγόριανη και φύγαμε. Η απόσταση ήταν 10 χιλιόμετρα δημοσιά (ασφαλτοστρωμένη) και είχε γίνει πριν από ενάμιση χρόνο. Τώρα δεν βλέπαμε την ώρα και τη στιγμή να φτάσουμε στο χωριό μας και να σωριαστούμε στο χαγιάτι. Η γιαγιά Φωτούλα, που αγωνιούσε για την τύχη μας, περίμενε υπομονετικά στην αυλόπορτα και όταν μας είδε, άνοιξε την αγκαλιά της φωνάζοντας «άι παιδάκ’ μ, άι..» Τάκης Ντάσιος, Σεπτέμβριος 1983 Παραπομπές (1) Μπαρουτοσπηλιά Μία από τις μεγαλύτερες σπηλιές της Ελλάδας βρίσκεται κοντά στη Μαριολάτα. Οι πεζοπόροι φθάνοντας στη σπηλιά, αποζημιώνονται από την εκπληκτική θέα, στα υψώματα του Παρνασσού και τον κάμπο. Περνώντας την τεράστια είσοδό της, οι εντυπωσιακές λιθωματικές λεκάνες που μοιάζουν με μικρές πισίνες, οι περίτεχνοι σχηματισμοί των σταλαγμιτών, αλλά και το τεράστιο μέγεθος του εσωτερικού του σπηλαίου, προκαλούν τον θαυμασμό των επισκεπτών. Στα χρόνια της Επανάστασης, μέσα στο σπήλαιο οι αγωνιστές, έφτιαχναν μπαρούτι για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό, γι’ αυτό και πήρε την ονομασία Μπαρουτοσπηλιά. Πώς θα πάτε: με κατεύθυνση από τα χωριά Λίλαια προς Μαριολάτα και σχεδόν στη μέση της διαδρομής, βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Στο σημείο αυτό στρίβουμε αριστερά και μπαίνουμε σε χωματόδρομο όπου υπάρχει η πινακίδα του Δασαρχείου Άμφισσας «Μονοπάτι Αγ. Παρασκευή – Μπαρουτοσπηλιά». (2) «Ο Ίταμος (επιστημονική ονομασία: Taxus baccata ελλ. Τάξος η ραγοφόρος, Τάξος ο ραγώδης) είναι ένα κωνοφόρο, που φύεται στη δυτική, κεντρική και νότια Ευρώπη, τη βορειοδυτική Αφρική μέχρι και τον Καύκασο). Συναντάται αυτοφυές στη χώρα μας, σε μεγάλο υψόμετρο, συνήθως σε δάσος ελάτης ή οξυάς. Πρόκειται για αειθαλές δέντρο μικρού έως μεσαίου μεγέθους, με ύψος που συνήθως φθάνει τα 10-20m (σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να φθάσει τα 28m) και διάμετρο κορμού που φθάνει έως τα 2m (σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να φθάσει τα 4m). Ο κορμός είναι χρώματος καφέ, λεπτός, φολιδωτός. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή, μακρόστενα, επίπεδα, σκούρου πράσινου χρώματος με μήκος που φθάνει τα 4 εκατοστά, εξαιρετικά τοξικά και φύονται σπειροειδώς του βλαστού. Ωστόσο, οι βάσεις των φύλλων περιστρέφονται με τέτοιο τρόπο ώστε τα φύλλα να σχηματίζουν δύο σειρές εκατέρωθεν του βλαστού και να σχηματίζουν κολεό με αυτόν. Το ξύλο του είναι καστανοκόκκινο, σκληρό και ανθεκτικό. Ανάπτυξη – Ηλικία, είναι δέντρο που μεγαλώνει αργά και ζει πάρα πολλά χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, η μέγιστη παρατηρηθείσα διάμετρος του κορμού (4m), εκτιμάται πως απαιτεί 2000 έτη ανάπτυξης. Ενδεχομένως πρόκειται για το πλέον μακρόβιο δένδρο της Ευρώπης. Η μακροβιότητά του εξασφαλίζεται μερικώς από τη μοναδική ιδιότητα του Ίταμου να ραγίζει λόγω του υπερβολικού βάρους της ανάπτυξης του κορμού του, δίχως όμως να προσβάλλεται από ασθένειες στις ρωγμές όπως όλα σχεδόν τα υπόλοιπα δένδρα (ενδεχομένως λόγω τοξικότητας του κορμού του). Τοξικότητα, σχεδόν όλα τα μέρη του φυτού είναι τοξικά, εκτός από το περικάρπιο. Η κύρια τοξίνη είναι το αλκαλοειδές ταξάνη. Τα άλογα παρουσιάζουν τη μικρότερη ανεκτικότητα στην τοξίνη, ενώ τα βοοειδή και οι χοίροι είναι ελαφρώς πιο ανεκτικά στην τοξική ουσία. Τα συμπτώματα της προσβολής είναι κρυάδες, δύσπνοια, μυικοί σπασμοί, παροξυσμοί, καταρρεύσεις και τελικά καρδιακή ανεπάρκεια. Ωστόσο, ο θάνατος μπορεί να επέρθει τόσο σύντομα που τα συμπτώματα δεν είναι συχνά ορατά. Η θανατηφόρα δηλητηρίαση στον άνθρωπο είναι σπάνια και συμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις κατάποσης μεγάλης ποσότητας τοξικών μερών του φυτού. Μυθολογία: στην αρχαία ελληνική μυθολογία ο ίταμος ήταν αφιερωμένος στις Ερινύες, οι οποίες τιμωρούσαν τους ανθρώπους με τη χρήση του δηλητηρίου του. Η θεά Άρτεμις χρησιμοποιούσε βέλη ποτισμένα σε δηλητήριο ίταμου. Με εντολή της μητέρας της Λητούς σκότωσε με αυτά τα βέλη τα παιδιά της Νιόβης, η οποία καυχιόταν για την πολυτεκνία της. Θρησκεία: Ο ίταμος απαντάται συχνά στους αυλόγυρους εκκλησιών της Μεγ. Βρετανίας και της Γαλλίας (ειδικά στην περιοχή της Νορμανδίας). Στην Ισπανία, και ειδικότερα στην περιοχή Αστούρια έχει έντονο θρησκευτικό συμβολισμό και απαντάται συχνά σε νεκροταφεία, εκκλησίες και τις κεντρικές πλατείες των χωριών. Φαρμακολογία: Η πρώτη χρήση του φυτού εντοπίζεται το 1021 ως καρδιακό φάρμακο. Στη σύγχρονη εποχή, εκχύλισμα των φύλλων του φυτού χρησιμοποιείται στα αντικαρκινικά φάρμακα. Στα κεντρικά Ιμαλάια, το φυτό χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των καρκίνων του μαστού και των ωοθηκών. Τόξα, η χρήση του ξύλου του ίταμου στη Μεγ. Βρετανία ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην κατασκευή των χαρακτηριστικών μεγάλων μεσαιωνικών τόξων των στρατευμάτων της περιοχής, αλλά και της υπόλοιπης μεσαιωνικής Ευρώπης. (από την Βικιπαίδεια) (3) Κομνάς Τράκας Ο Κομνηνός "Κομνάς" Τράκας (1786 - 1840) ήταν αγωνιστής της επανάστασης του 1821. Ήταν απόγονος της δυναστείας των Κομνηνών του Βυζαντίου (οι οποίοι κατάγονταν από την Τραπεζούντα). Αυτός και όλα τα αδέλφια του γεννήθηκαν στα Καλάβρυτα, και ένας από τα αδέλφια του, ο Κομνηνός Καλπούζος, ίδρυσε αργότερα το χωριό Αγόριανη (σήμερα Επτάλοφος) του Παρνασσού. Ο Κομνάς (σύντμηση του Κομνηνός) Τράκας και ο Καλπούζος Κομνηνός (άγνωστο γιατί επονομάστηκε Καλπούζος) είχαν άλλα τρία αδέρφια, των οποίων η τύχη αγνοείται. Επονομάστηκε Τράκας επειδή, όταν ήταν παιδί και έπαιζε με τα άλλα παιδιά τις αμάδες, μιμούνταν τον ήχο που κάνουν οι αμάδες όταν «τρακάρουν» και έτσι τα κέρδιζε. Ήταν συναγωνιστής του Πανουργιά και έσωσε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο από πρωτύτερη σχεδιαζόμενη δολοφονία του, προειδοποιώντας τον σχετικά: «Εσὺ στη Χαλκομμάτα σύρε να ρίξεις θέμελο. Στείλε τον Παπαντρία να πάει στου Μουσταφάμπεη με τον Κομνὰ τον Τράκα». "Αθανάσης Διάκος", Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Μαζί με τους γιους του πρωτοστάτησε στο ξεκίνημα της Επανάστασης στα Βλαχοχώρια της Παρνασσίδος και στην πολιορκία των Σαλώνων, όπου σκοτώθηκε ο γιος του Σταμάτης. Όταν ο Θεόδωρος, πατέρας του Κομνά Τράκα, είδε τον εγγονό του νεκρό είπε: "Γάμος χωρίς κριάρια δεν γίνεται". Διέθεσε από την περιουσία του (300.000 γρόσια) για την επανάσταση του 1821. Πολέμησε ηρωικά και διακρίθηκε για την εξαιρετική του ανδρεία και τις πολεμικές του ικανότητες μαζί με τον ΑθανάσιοΔιάκο και με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στη Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς, στην Άμπλιανη, στο Δερβέν Φούρκα, και στα Καρκαβέλια του Παρνασσού, όπου έσωσε χιλιάδες γυναικόπαιδα από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε ακόμη στη μάχη στα Βασιλικά και το Μάνεση της Ελάτειας όπου και απαθανατίστηκε η δόξα του με δημοτικό τραγούδι. Μετά την απελευθέρωση, ο βασιλιάς Όθωνας τού απένειμε το παράσημο του "Ταγματάρχη της Φάλαγγος". Γιος του ήταν ο Θεόδωρος Τράκας και δισέγγονή του η Βικτωρία Κυριαζή, σύζυγος του Γεωργίου Σκλαβούνου (Από την Βικιπαίδεια). Ενδεικτική Βιβλιογραφία Σπανδωνίδου Ειρήνη1930: Τραγούδια της Αγόριανης (Παρνασσού), εκδ. Πυρσός Ορεινογραφίες | October 19, 2021 at 7:15 pm | Categories: Uncategorized | URL: https://wp.me/p77St6-19T |
Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021
Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ήδη στον τίτλο της συλλογής διηγημάτων του Κώστα Μπερτσιά ενυπάρχει το στοιχείο της αντίθεσης, όνειρα που σχηματίστηκαν κάποτε, υπήρξαν και έσβησαν στη συνέ- χεια, ενώ στο μυαλό σφράγισαν αναμνήσεις που παρέμει- ναν ζωντανές.
Τελικά η μνήμη γίνεται βάλσαμο στον πόνο και την πίκρα και οδηγεί στη νοερή αναβίωση του παρελθόντος.
Πρόκειται για ένα παρελθόν όχι αυστηρά προσωπικό, γιατί μέσα από αυτό ξετυλίγεται με τη ζωντανή παραστα- τική αφήγηση, τη γλαφυρή περιγραφή και την αμεσότητα των διαλόγων η κουλτούρα και η παράδοση την ελληνικής επαρχίας, που μπροστά στην τεχνολογική εξέλιξη και τις εκάστοτε αναφυόμενες σκοπιμότητες καθίσταται το σφά- γιο στον βωμό της λεγόμενης «αειφόρου ανάπτυξης», της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης.
Αυτό που περισσότερο γοήτευσε τον άνθρωπο από την αρχαιότητα, η φύση, και μάλιστα η ελληνική φύση με τη διαύγεια, την καθαρότητα και την αισθητική της καλλι- γραμία από τον Ηράκλειτο μέχρι και τον Αριστοτέλη και τους νεότερους φιλοσόφους χάνει την αυτοδυναμία της και γίνεται υποχείριο της όποιας εξέλιξης, που δυστυχώς λη- σμονεί την «αρχή» της.
Από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια, αναδύεται μέσα από τα διηγήματα ένα σφοδρό κατηγορώ κατά της κοντόφθαλ- μης πολιτικής των αρχών, της έλλειψης διορατικότητας και προγραμματισμού διεπόμενων από σεβασμό προς τη φύση, την ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισμό.
Εδώ ακριβώς τίθεται το μεγάλο θέμα της ηθικής ευθύ- νης του ανθρώπου και κυρίως του σύγχρονου ανθρώπου,
9
του δελεασμένου από τα επιτεύγματα της τεχνολογικής ανάπτυξης. Το κόστος είναι ιστορικό, κοινωνικό, ηθικό, αισθητικό.
Κάπου σημειώνει ο αφηγητής: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό». Τα συναισθήματα αυτά είναι οικεία και γνώριμα στον κόσμο της Κύπρου. Νοσταλγούμε την Αμμόχωστο, την Κερύνεια, τον Απόστολο Ανδρέα, ενώ ζούμε στον τόπο μας και αυτό κάνει την πίκρα μας πιο οδυνηρή.
Στο κεφάλαιο «Ο Χαμένος Παράδεισος» ο λόγος είναι λυρικός, ενέχων εντός του δύναμη ομηρική, εμποτισμένη από την αγάπη και τη λαχτάρα ενός κόσμου που άλλοτε ζούσε και δημιουργούσε αστείρευτα. Ήταν τότε τα χρόνια του πατρικού σπιτιού, της παιδικής ηλικίας που σφραγίζει ανεξίτηλα κάθε ανθρώπινη ψυχή.
Μέσα όμως από την ανάμνηση των οικογενειακών πε- ριστατικών, αναδεικνύονται συγχρόνως και ιστορικές στιγ- μές του Ελληνισμού που κινούνται μέσα σε τραγικές αντι- θέσεις. Στα δύσκολα χρόνια του πολέμου «δεν πρέπει να εκμεταλλευόμαστε την ανάγκη των ανθρώπων», σημειώνει τελικά με ανθρωπιά ο αφηγητής.
Εξάλλου, η ηθική διάσταση συμπορεύεται με την φυ- σική διάσταση των πραγμάτων, όπως φαίνεται στο διή- γημα «Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή».
Φώφη Παντελή, φιλόλογος, διευθύντρια μέσης εκπαίδευσης στη Λευκωσία
Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021
Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021
«θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις» Επίμετρο από Ε.Σπύρου
Παραθέτουμε πιο κάτω το επίμετρο, γραμμένο από τον Βαγγέλη Σπύρου, από το βιβλίο του Κ. Γ. Μπερτσιά με τίτλο: «θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις»
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
«ξηρασία» πολιτισμού μέσα στο νερό
της λίμνης Μόρνου
Είχαν σκεπαστεί, θα έλεγα είχαν «θαφτεί» στη χώρα της λήθης, από καιρό, πολλές μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια στον μικρό συνοικισμό Πέραμα του Διστράτου Άρτας, μαζί με όλα εκείνα που η λίμνη Πουρναρίου της ΔΕΗ σκέπασε και έθαψε στα θολοπράσινα σχεδόν νερά του ποταμού Άραχθου όταν,στα μέσα Ιανουαρίου 2021, έλαβα έναν άσπρο φάκελο από τον Κώστα Μπερτσιά με τη συλλογή διηγημάτων του και τίτλο «Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις».
Ήταν αφηγήσεις από τη ζωή του στον τόπο που γεννήθηκε, ώς τα 18 του χρόνια, σε μια όμορφη κοιλάδα που διέσχιζε ο Μόρνος ποταμός, πριν η κυβέρνηση αποφασίσει να «απαλλοτριώσει» την περιοχή και τους ανθρώπους για να κάνει μια τεχνητή λίμνη, να μαζέψει νερά και να τα μεταφέρει στην Αθήνα, να ξεδιψάσει τα εκατομμύρια Ελλήνων, που με λάθος πολιτικές στοίβαξε στην πρωτεύουσα στερώντας τους τη γη τους, τις πατρίδες, τους τόπους που γεννήθηκαν, το νερό σε κρύες βρύσες που είχαν στα χωριά και τις πόλεις, τον καθαρό αέρα στα διάσελα και προσήλια, τα χυμώδη φρούτα και νόστιμα κηπευτικά τους, τους γαλανούς ουρανούς, τα πολύχρωμα πουλιά, τα υγιεινά κυνήγια και κατοικίδια ζώα, τα ψάρια, το μοσχοβολιστό ψωμί στις γάστρες με ξύλα, τα γλυκοκελαϊδίσματα πουλιών και τις φωνές των κοπαδιών, τα πράσινα δέντρα γεμάτα οξυγόνο και τα πολύχρωμα λουλούδια στους κήπους και τα λιβάδια.
Μαζί με τα υλικά αγαθά κάθε τόπου, «αλλοτρίωσαν» και αποξένωσαν τον κοσμάκη από τις παραδόσεις, τους συγγενείς, τα έθιμα, το σχολείο, τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια, τα ιστορικά μνημεία, τα ιερά και όσια, τα πατροπαράδοτα, τις μνήμες καιρών και ανθρώπων, τις γέννες, τις γιορτές, τις συνήθειες, το εορτολόγιο, την προγονική συνέχεια, τους έρωτες, τα αρραβωνιάσματα, τους γάμους, τα μοιρολόγια, τις τελευταίες συνοδείες αποχαιρετισμών, τους επιτάφιους, τις γιορτές στα σχολεία, τις φωτογραφίες ξενιτεμένων που δεν ξαναήρθαν και περιμένουν, τα μνημόσυνα και τρισάγια των παπάδων στους τάφους, τους χορούς με κλαρίνα και κομπανίες στα προαύλια εκκλησιών και σχολείων, τους ήχους μανάδων που τριγυρνούσαν στα σπίτια, τους χωρισμούς ξενιτεμένων, τα «σημεία» αποχαιρετισμού ή επιστροφών, τα βλέμματα των συντρόφων της καθημερινότητας στα χωράφια, αλλά και τα εργαλεία, το τσαπί, το φτυάρι, το αλέτρι, τη σβάρνα, τη βαρέλα με το νερό και τόσα άλλα…
Μου ήρθε να σκούξω σαν μικρό παιδί και ν’ αφήσω δάκρυα να θαμπώσουν μάτια και σημειώσεις, καθώς οι διηγήσεις του Κώστα Μπερτσιά για τα χωριά και το χωριό του, που πνίγηκαν στα νερά του Μόρνου, ξέθαβαν δικές μου μνήμες, που ήταν ίδιες με τις δικές του. Ειλικρινά, μπέρδεψα πολλές φορές δικές μου μνήμες και θαμμένα όνειρα, όταν η πλανεύτρα σκέψη ήταν σίγουρη πως ήταν αλήθεια πως περπατούσα κι εγώ με τον Κώστα στα μέρη του, στα παραλίμνια του Μόρνου, στην ορεινή Δωρίδα, στο Λιδωρίκι, στην Καλλίπολη (Κάλλιο-Βελούχι), στο Λούτσοβο-Κόκκινο, στο Κροκύλειο, στο δρόμο Λιδωρικίου-Αρτοτίνας, στο Σεβεδίκο-Δωρικό, στον Άβορο, στο Αβορόρεμα, στο Κόκκινο, στο Περιβόλι-Αγλαβίστα, στα εκκλησάκια της Αγίας Μονής,Κοίμησης Θεοτόκου, Αγίας Τριάδας, Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, Προφήτη Ηλία, Μονή Προδρόμου, Αγίου Γρηγορίου, στο Στιλόρεμα, στο Γρανιτσόρεμα, στο Στενό που έκαναν διακοπές τα παιδιά του Αλή Πασά, στη γέφυρα του Μακρυγιάννη, στο Χάνι του Γκέκα, στις πλαγιές του Πύρνου και της Στάχοβας και στα Χάνια Λιδωρικίου…
Ξαναζωντάνεψε ο Κώστας, έτσι για την ιστορία, εικόνες ενός χωριού που μοιάζει με πολλά άλλα, χωρίς να είναι το ίδιο. Εικόνες όπου οι άνθρωποι «συνηθίζουν» να είναι ευτυχισμένοι το πρωί με τη δροσούλα, το μεσημέρι με το κάμα, το βράδυ με την αστροφεγγιά και τη σιωπή που σπάει ένα σκυλί που γαυγίζει, ένα κατσίκι που βελάζει, ένα κουδούνισμα προβάτου, ένα χλιμίντρισμα μουλαριού… Έτσι και στην κοιλάδα του Μόρνου είχαν «συνηθίσει» να βλέπουν εποχές να αλλάζουν, δέντρα με φύλλα και χωρίς, καλοκαίρια να αλλάζουν σε φθινόπωρο, τους χειμώνες να δέχονται την άνοιξη, βροχές μετά τον ήλιο, φως μετά το σκοτάδι, τον ήσυχο Μόρνο να φουσκώνει και να τους πνίγει τα χωράφια, μέχρι που σαν κεραυνός στη μικρή κοιλάδα ήρθαν οι μπουλντόζες να ισοπεδώσουν τις ζωές τους και τα χωράφια του Μπερτσοκώστα, του Καραγιάννη, του Κολοκύθα Γκέκα, του Τσιριμώκου, του Κασιμέρη, του Ανέστου, και να υψώσουν φράγμα στο Μόρνο και «ξηρασία» στον ρου μιας ήσυχης ζωής των χωριανών, που το «νερό της ύπαρξής» τους πότιζε περιβόλια, σπίτια, ζωντανά, πλατάνια, χωράφια, σπαρτά, αμπέλια, και από απέναντι η Γκιώνα κατέγραφε σαν φωτογραφική μηχανή της Ιστορίας, όπως κατέγραψε και τις φωνές του αγαθό-Βαγγέλη, που μπήκε μπροστά στα μηχανήματα καταστροφής της ζωής στον τόπο τον μικρό, τον μέγιστο, κάποτε εκεί μεταξύ 1972 και 1982, 180 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, στην πικρή δεκαετία που κράτησε να γίνει το «έργο».
Διαβάζοντας τα κείμενα του Κώστα για το «πνίξιμο» του χωριού και την πικρή άρνηση των συγχωριανών να το παραδεχτούν και να μην θέλουν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, θυμήθηκα παρόμοιες σκηνές λίγο πριν ο Άραχθος «πνίξει» και το δικό μου χωριό.
Ο πατέρας μου στο χωριό Πέραμα Διστράτου, λίγο πριν τα νερά «ανεβούν» και σκεπάσουν τον τόπο, έκανε έναν μεγάλο σταυρό δακρυσμένος, καθώς έβλεπε να μπαίνει το νερό της λίμνης από την άδεια πόρτα και τα θλιμμένα παράθυρα του σπιτιού μας και να «θάβει» στη βρεγμένη σιωπή τα όνειρά μας, τη γωνιά στο τζάκι που ζεσταινόμασταν και διαβάζαμε στη λάμπα ιχνογραφία και προπαίδεια, το δωμάτιο με το εικόνισμα της Παναγιάς και του Αϊ-Θανάση, εκεί που σαν έπεφταν κεραυνοί σταυροκοπιόμασταν λέγοντας «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδας», εκεί που έρχονταν κουμπάροι και συγγενείς μετά το πανηγύρι, εκεί που μπήκαν Ιταλοί και Γερμανοί και αντάρτες του Άρη και του Ζέρβα, ν’ αρπάξουν ό,τι βρισκούμενο και έξω τη γελάδα και τις γίδες, εκεί που κρυβόταν ο πατέρας στα αιματηρά κυνήγια των «εθνοπατέρων», εκεί που κάποιοι ήθελαν να ξεκοιλιάσουν με ξιφολόγχες μια έγκυο γυναίκα και η κραυγή της «μη ωρέ» ακούγονταν για χρόνια, εκεί που ήπιαμε αγιασμό και γάλα γαϊδάρας, στο «καρκαλέτσι- κοκκύτη » και στο κρεβάτι μας έβαζε λαδάκι από το εικόνισμα όταν πονούσε το αυτί, εκεί που πρωτοφορέσαμε καθαρά ρούχα να πάμε σχολείο… Ανέβαινε, ανέβαινε γύρω-γύρω στα λοφάκια το νερό και αγνάντευε από ένα πρόχειρο καλυβάκι ο πατέρας, που φρόντισε και πήρε από το σπίτι την πράσινη ξύλινη πόρτα και δύο παράθυρα για το νέο του στέκι, έξω από τα νερά. Εκεί έκανε μια νέα αρχή ζωής, πριν φύγει για πάντα μετανάστης στο Αγρίνιο, με όλους εμάς. Πήγε στη Μελίνα Μερκούρη στην Αθήνα και πήρε άδεια να κάνει το άδειο Σχολείο, που σώθηκε, Αγροτικό Μουσείο, μαζεύοντας διάφορα συντρίμμια και απομεινάρια μνήμης, εργαλεία και ενθυμήματα του χωριού. Όπως ορμά το γεράκι στα κλωσοπούλια αφήνοντας στο θρήνο την κλώσσα, έτσι όρμησε το νερό για να φτιάξει υδροηλεκτρικό σταθμό για φως η ΔΕΗ και μας σκόρπισε, άλλους στην Άρτα, άλλους στο Αγρίνιο, άλλους στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στη Γερμανία, στην Αλεξανδρούπολη, στην Πάτρα… (Τελευταίο το χωριό μας συνδέθηκε με ηλεκτρικό ρεύμα).
Το ίδιο σκόρπισαν και οι άνθρωποι της κοιλάδας του Μόρνου και κάποιοι πέθαναν μαραζωμένοι από το χτικιό του ξεριζωμού. Έτσι και στο χωριό του Κώστα Μπερτσιά, που με αυτό το βιβλίο δημιούργησε ένα «πνευματικό» καφενείο «Η Συνάντηση», για να μπαινοβγαίνουν και να συναντιούνται μνήμες και άνθρωποι από την κοιλάδα του Μόρνου και να θυμούνται τα καλαμπόκια και τα πλούσια περιβόλια των φιλοπρόοδων κατοίκων, που έμοιαζαν με τουςπροκομένους κατοίκους των ορεινών της Άρτας.
Κάποια μέρα θα ήθελα να τους διαβάσω ένα ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, με τίτλο «Ζωή», έτσι σαν φιλοσοφία, σαν παρηγόρια, σαν άποψη για την τρελή, ωραία, ευτυχισμένη και ασυλλόγιστη ζωή μας, που ίσως ταιριάζει πιο πολύ σ’ εμάς, τους ξενιτεμένους μετανάστες του τόπου μας, που είχαμε τόσα νερά, αλλά κάποιοι εφήρμοσαν ξηρασία πολιτισμού μέσα στα νερά της λίμνης, στη θέση Μαυρονέρι και στο Πουρνάρι ‘Άρτας.
Ζωή
Μαύρα κι ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά.
Μαύρα κι ανήσυχα γίδια σταθήκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κοιτάζουν.
Μες απ' το λόγγο, μες απ' τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο.
Α! ζωή τρελή που είσαι! Α ζωή!
Στον κόρφο του βουνού, σαν καλοσύνη που κρύβεται είν’ ένα εκκλησάκι.
Χρόνια διακόσια κοιμάται από ΄ξω ο καλόγερος που το ζωγράφισε – χρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια.
Στον κόρφο του βουνού είν΄ένα κάτασπρο εκκλησάκι.
Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή!
Απάνω στις λιλά μολόχες, απάμω στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθαν – έφυγαν.
Οι γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ’ τον πλάτανο.
Στον ίσκιο του ο γερο-πεύκος κοίμισεν ένα κοπάδι.
Στο λαμπρό γαλάζιο τ’ ουρανού άσπρα σύννεφα σβήνουν από ηδονή...
Α ζωή ευτυχισμένη που είσαι! Α ζωή!
Κι όμως την ώρα του δειλινού – δεν ξέρω τι θέλει το φως του άλλου κόσμου και χύνεται στα πεύκα, τι θέλει το φως του άλλου κόσμου...
Κι όμως τώρα που βράδιασε δεν ξέρω γιατί όλα στον κόσμο συλλογίζονται την αιτία των – γιατί το σκοτάδι απλώνεται σαν ένα μεγάλο νόημα...
Κι όμως τώρα που σκοτείνιασε, τα πλάσματα συλλογίζονται το νόημα τούτο, που το είχανε ξεχάσει το πρωί σήμερα με τον ήλιο, σήμερα με τις χαρές, και πάλι θα το ξεχάσουν αύριο με τον ήλιο, αύριο με τις χαρές...
Α ζωή ασυλλόγιστη που είσαι! Α ζωή!
(Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Πεζοί ρυθμοί»)
Ευάγγελος Σπύρου