Μεγάλη Παρασκευή σήμερα ……
7. Ήθελε ο θεός και ζήσαμε*
Η Πρωτομαγιά του 1964 συνέπεσε με τη Μεγάλη Παρασκευή. Ήταν από τις σπάνιες χρονιές που το Πάσχα θα το γιορτάζαμε Μάιο. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά στην κοιλάδα του Μόρνου.
Οι γεωργοί στην κοιλάδα είχαν αρχίσει τις προετοιμασίες για την σπορά στους αγρούς, ο καθαρισμός των καναλιών άρδευσης και τα οργώματα είχαν σχεδόν τελειώσει σε όλο τον κάμπο. Οι καλλιεργητές μάλιστα που τα χωράφια τους αρδεύονταν από τον Κοκκινοπόταμο και καλλιεργού- σαν καλαμπόκι έπρεπε μέχρι τις αρχές Μαΐου να έχουν τελειώσει και με τη σπορά, η οποία γινόταν πρώιμα σε αυτά τα χωράφια, μιας και το καλαμπόκι χρειάζεται αρκετά ποτίσματα για να έχει ανάπτυξη και πλούσια παραγωγή.
Ο Κόκκινος ποταμός μπορούσε να δώσει νερό το πολύ μέχρι τα μέσα Ιουλίου· το υπόλοιπο διάστημα, μέχρι το φθινόπωρο, στέρευε στο μεγαλύτερο τμήμα του σε αντίθεση με τον Μόρνο, που τα νερά του έρεαν αδιάκοπα όλο τον χρόνο.
Εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή του 1964 ο πατέρας μου είχε τελειώσει με την πρώιμη σπορά των χωραφιών, γύρω από το σπίτι, με καλαμπόκι, αφού τα χωράφια αυτά μπορούσαν να αρδευτούν μόνο από τον Κόκκινο.
Τα χρόνια εκείνα το όργωμα και η σπορά γίνονταν με το παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή με τα άλογα ή τα μουλάρια και το αλέτρι του Ησίοδου. Ήταν δύσκολη δουλειά για τους ανθρώπους και για τα ζώα.
Δεν έπρεπε ούτε σπυρί να πάει χαμένο, για να πιάσει ο κόπος τόπο, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι άνθρωποι του μόχθου.
Στα φρέσκα οργώματα έπεφταν κάθε είδους πουλιά για να κλέψουν κανένα σπόρο. Οι επιδρομές των κορακιών ήταν η μεγάλη μάστιγα για τους γεωργούς, τόσο κατά τη σπορά όσο και μετέπειτα, κατά την περίοδο της ωρίμανσης και της συγκομιδής.
Για να μειώσουν αυτές τις επιδρομές, χρησιμοποιώντας παλιά ρούχα έφτιαχναν σκιάχτρα και τα τοποθετούσαν στα χωράφια τους. Στην αρχή ήταν αποτελεσματικό μέτρο, αλλά σιγά-σιγά τα πουλιά εξοικειώνονταν και στο τέλος κάθονταν ακόμη και πάνω στα σκιάχτρα.
Χρησιμοποιούσαν επίσης κάποιες αυτοσχέδιες κατασκευές από τενεκέδες, που με τον άνεμο δημιουργούσαν έντονο θόρυβο που φόβιζε τα πουλιά, τουλάχιστον στην αρχή.
Κάποιοι γεωργοί θεωρούσαν πιο αποτελεσματικό μέτρο να κρεμούν σε κάποιους στύλους μέσα στα χωράφια τους νεκρά πουλιά, που είχαν τουφεκίσει.
Ο πατέρας μου είχε ένα παλιό στρατιωτικό τυφέκιο, μακρύκανο, τύπου γκρα, που το είχε μετατρέψει σε κυνηγετικό. Έπαιρνε κυνηγετικό φυσίγγι στην θαλάμη αντί για σφαίρα και λειτουργούσε με κινητό ουραίο. Εκείνο το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής το κατέβασε από το ταβάνι του σπιτιού μας όπου το φύλαγε, το όπλισε και παραμόνευε στην αυλή ώστε, όταν πέσουν τα πουλιά στα οργωμένα χωράφια, να τα τουφεκίσει. Κάποια στιγμή κάπου θέλησε να πάει, άφησε το όπλο πάνω στον φράχτη και απομακρύνθηκε.
Παρακολουθώντας τη σκηνή μαζί με τα αδέλφια μου τρέξαμε, κι εγώ άρπαξα το όπλο κι άρχισα να σημαδεύω, πρώτα τον αδελφό μου και μετά την αδελφή μου, λέγοντάς τους αστειευόμενος «σας σκοτώνω», πιστεύοντας ότι δεν είχε φυσίγγι. Το χαρακτηριστικό κλικ του επικρουστήρα ακούστηκε δυο φορές χωρίς να γίνει εκπυρσοκρότηση. Μετά έστρεψα το όπλο προς τον ουρανό, ξαναπάτησα την σκανδάλη και ο εκκωφαντικός ήχος της εκπυρσοκρότησης ακόμη ακούγεται στα αυτιά μου μαζί με τα ξεφωνητά της μάνας μου και τις αγριοφωνάρες του πατέρα μου…
*το διήγημα είναι από το βιβλίο: «θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου