«Ανάμεσα στις πλέον ενδιαφέρουσες ορειβατικές εκδηλώσεις των τελευταίων ετών συγκαταλέγεται, χωρίς αμφιβολία, «το Πέρασμα της Πίνδου», που ολοκληρώθηκε με τόση επιτυχία από την αποστολή του σερ Τζών Χάντ και είχε τόση μεγάλη απήχηση.  Όχι γιατί το «Πέρασμα» αποτέλεσε ένα εντυπωσιακό ορειβατικό επίτευγμα, αλλά είναι μία σπάνια, μια γνήσια εκδήλωσις πραγματικής αγάπης προς την ορεινή φύση, τους ανθρώπους, τα ζώα, τα λουλούδια της υπαίθρου, γι’ αυτό που γενικά λέγεται «βουνό».  Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι ο μεγάλος ορειβάτης, ο νικητής του Έβερεστ και αρχηγός των αποστολών της Ανταρκτικής και του Καυκάσου, αποφάσισε και να ηγηθεί μιας αποστολής, που αντικειμενικός της σκοπός δεν ήταν τα υψόμετρα των κορυφών και οι δυσκολίες αναρριχήσεις.  

Η προσπάθεια υπήρξε επίμονη και σκληρή και απέφυγε κάθε εκδήλωση βεντετισμού που κινδυνεύει να γίνει το κίνητρο της σύγχρονης γενιάς.  Συγκέντρωσε γύρω του πάνω από είκοσι νεαρούς ορειβάτες και διάλεξε για στελέχη και συνεργάτες του πρόσωπα με λαμπρό σε επίτευγμα παρελθόν και πραγματική αγάπη για το βουνό.  Και με την καθοδήγηση αυτών των μεγάλων φίλων, ξεκίνησαν για την εξερεύνηση του ορεινού κορμού της χώρας, μιας περιοχής που είναι άγνωστη ακόμη σε πολλούς.  Πολλοί απ’ αυτούς τους νεαρούς θα γίνουν κάποτε μεγάλοι ορειβάτες, γιατί ξεκίνησαν ειλικρινά, χωρίς ιδιοτέλειες και υπολογισμούς, χωρίς πρόθεση προβολής, χωρίς να ζητούν σκαλοπάτια για να αναδειχθούν σε μεγάλα ονόματα.  

Σε κάθε εκδήλωσή της, η αποστολή Χαντ ήταν και ένα δίδαγμα: η πραγματική ορειβατική αγάπη μεταξύ μεγάλων και μικρών, η συναδελφική ατμόσφαιρα, η πειθαρχία – που μπορεί φαινομενικά να φαινόταν στρατιωτική, αλλά στην πραγματικότητα είναι απαραίτητη για να ολοκληρωθεί άρτια ένα μικρό ή μεγάλο επίτευγμα – και η μελετημένη οργάνωσις τόσον  από απόψεως προγραμματισμού κινήσεων,  όσον και υλικού, που είναι αναγκαία προϋπόθεσις για την επιτυχία κάθε προσπάθειας και που αποκλείει την αγαπητή σε μερικούς προχειρότητα.  Ακόμη και το γεγονός ότι απέφυγαν  να επισκεφθούν μεγάλες πόλεις, έξω από τη διαδρομή τους, για να λείψουν ίσως οι επίσημες  υποδοχές και εκδηλώσεις, που δεν θα ταίριαζαν στο καθάριο ορειβατικό πνεύμα της αποστολής, θα περισπούσαν την προσοχή τους.  Για όλα αυτά το «Πέρασμα της Πίνδου» θα παραμείνει ένα αξιόλογο επίτευγμα και ένα μεγάλο μάθημα.

Η αποστολή, υπό την  αρχηγία του σερ Τζων Χάντ, έφθασε στους Δελφούς, το μεσημέρι του Σαββάτου, 30 Απριλίου, αφού διέσχισε με τα αυτοκίνητά της την Δυτ. Ευρώπη και την Ιταλία.  Την αποστολή του σερ Τζων Χαντ υποδέχθηκαν έξω από τους Δελφούς μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου και Δ.Δ. τους Τμήματος Αθηνών του Ε.Ο.Σ. και η στιγμή της συναντήσεως με παλαιούς γνώριμους και φίλους υπήρξε συγκινητική.  Το ίδιο μεσημέρι παρετέθη φιλικό γεύμα προς τα μέλη της Αποστολής, στην ηλιόλουστη βεράντα τουριστικού  ξενοδοχείου, κατά την διάρκεια του οποίου ευχήθηκε προς τα μέλη της αποστολής το «καλώς όρισε» και επιτυχία στην προσπάθειά τους, ο Γεν. Γραμματεύς του Κ.Σ. κ. Α. Τζάρτζανος και εν συνεχεία ο σερ Τζών Χαντ ευχαρίστησε τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο, για τη βοήθεια και τη συμβολή του στην προσπάθεια της Αποστολής να διασχίσει το ορεινό κορμό της Ελλάδος.  

Με συγκίνηση επίσης διηγήθηκε τις αναμνήσεις του από τη πρώτη γνωριμία με την Ελλάδα και τη μετέπειτα επίσκεψι στη χώρα μας, ως προσκεκλημένος του Ε.Ο.Σ.  Μετά το γεύμα και την επίσκεψι του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείο των Δελφών, έγινε η λεπτομερής μελέτη και κατάστρωσις του προγράμματος και διαδρομών της Αποστολής, καθώς επίσης και το ξεφόρτωμα, η διευθέτησις και η διανομή στα μέλη της Αποστολής του άρτιου από πάσης απόψεως υλικού και των ειδικώς μελετημένων εφοδίων, μέχρι και των τελευταίων λεπτομερειών. 

 Εις τους Δελφούς έγινε και η πλαισίωσις της Αποστολής του σερ Τζων Χάντ από τους Έλληνες ορειβάτες του Τμήματος Αθηνών, άνδρες των Δυνάμεων Καταδρομών – οι περισσότεροι μέλη του Ε.Ο.Σ. – και τους μαθητές της Σχολής Αναβρύτων, που ακολούθησαν την αποστολή στο «Πέρασμα της Πίνδου».  Τα κύρια στελέχη της Αποστολής ήταν ο Sir John (αρχηγός) και η σύζυγός Lady Hunt, ο ταγματάρχης k. Herry R. Streather  (υπαρχηγός), ο W George Lowe (νεοζηλανδός, μέρος της Αποστολής Έβερεστ του 1953) και η σύζυγός του Susan Lowe (κόρη του ζεύγους Hunt), ο John C. Sugden, γεωγράφος – γεωλόγος – που κατά της επιστροφή της Αποστολής πέθανε στο Ζάγκρεμπ ύστερα από αυτοκινητιστικό ατύχημα – και ο John I. Disley, ολυμπιονίκης του 1956 στο δρόμο των 3000 μ. μετά φυσικών εμποδίων.  Τα υπόλοιπα μέλη της Αποστολής ήταν νέοι 17 – 20 ετών, που έχουν αποφοιτήσει από το σχολείο και ήδη εργάζονται, έλαβαν δε ειδικώς άδεια από τις εργασίες τους για να συμμετάσχουν στο «Πέρασμα της Πίνδου».  Είκοσι από τους νέους αυτούς έχουν τιμηθεί με το χρυσούν «Διακριτικόν του Δουκός του Εδιμβούργου» και οι περισσότεροι ως μέλη της Εθνικής Ομοσπονδίας Συλλόγων Νέων, που έχει και την ευθύνη, από αγγλικής πλευράς, της οργανώσεως της Αποστολής. 

Στο «Πέρασμα της Πίνδου» έλαβαν μέρος και Έλληνες.  Ολόκληρη την διαδρομή πραγματοποίησαν οι λοχαγός Γεώργιος Μιχαλοδημητράκης, υπολοχ. Ευστάθιος Δεμέστιχας, υπολοχ. Νικόλαος Αργυρίου, οι οποίοι, μαζί με τους στρατιώτες Παντ. Γογκίλη, Νικ. Κουμαντάκη και Τράγ. Καραφύλη, απετέλεσαν την ομάδα των Δυν. Καταδρομών, καθώς και τα μέλη του Ε.Ο.Σ. Ε. Σακελλάριος Χαρ. Κουρούκλης.  Τα μέλη του Ε.Ο.Σ. Κωνστ. Πινάτσης, Δημ Πινάτσης, Παναγ. Βοκοτόπουλος, Δ. Ολιβιέρης, Κ. Κολυβάς, Δημήτριος Βαβούρης και Γεώργιος Κούμαρης, πραγματοποίησαν τμήματα της διαδρομής, οι περισσότεροι το Α΄ και το Β΄, που ήταν και τα δυσκολότερα.  Στα ίδια αυτά τμήματα έλαβαν μέρος και οι Περ. Εμμανουήλ, Άρης Εμμανουήλ, Χρ. Λούπας και Παναγ. Γιαζιτζής, μαθητές της Σχολής Αναβρύτων.  Η συμμετοχή των Ελλήνων συνέβαλε στην επιτυχή πραγματοποίηση του «Περάσματος της Πίνδου».

Μετά την συγκέντρωσι που έγινε στους Δελφούς των Άγγλων και των Ελλήνων ορειβατών, τα μέλη της Αποστολής διανυκτέρευσαν σε αντίσκηνα, στον χώρο που βρίσκεται κοντά στο τουριστικό περίπτερο, πάνω από το Χρυσό.  Την άλλη μέρα οι τρεις ομάδες, στις οποίες χωρίστηκαν τα μέλη της Αποστολής, μεταφέρθηκαν με αυτοκίνητα στην τοποθεσία Στενό, όπου το Μοτέλ του Μόρνου.  Από εκεί άρχισε και η κυρίως ορειβασία.  Οι τρεις ομάδες πραγματοποίησαν παράλληλες διαδρομές, γύρω από τον άξονα του ποταμού Μόρνου, επάνω στην Γκιώνα και κυρίως στα Βαρδούσια.  Μεγάλο μέρος των διαδρομών πραγματοποιήθηκε στις χιονισμένες βουνοπλαγιές και με συνεχείς χιονοπτώσεις ή βροχές.