Μια ανάγνωση του βιβλίου «Ανεπιθύμητοι και Αναλώσιμοι»
Η μελέτη του Ιωάννη Στεφανίδη «Ανεπιθύμητοι και Αναλώσιμοι» για το Σύνταγμα 5/42 και τον Δημήτριο Ψαρρό (Επίκεντρο, 2022) οπωσδήποτε είναι αξιόλογη και καλύπτει σε σημαντικό βαθμό την ανάγκη για μια εμπεριστατωμένη και λεπτομερή ματιά στα γεγονότα που ορθώς καταγράφονται ως «Κατοχικός Εμφύλιος, 1943-44». Ο συγγραφέας συγκεντρώνει με υπομονή τις διαθέσιμες ψηφίδες από τις διαθέσιμες πηγές (μαρτυρίες, αρχειακά υλικά) και συνθέτει μια ήρεμη, έντιμη και κατά το δυνατόν πλήρη εξιστόρηση.
Άλλο όμως η εξιστόρηση και άλλο η ερμηνεία των γεγονότων. Ο τίτλος του βιβλίου προξενεί μια πρώτη απορία, αλλά διευκρινίζεται από το ίδιο το κείμενο. Το «ανεπιθύμητοι» μπορεί να εξηγηθεί εύκολα. Το «αναλώσιμοι», ωστόσο, είναι πιο δύσκολο. Ο συγγραφέας υιοθετεί την άποψη στελεχών του 5/52, ότι «Δεν θα ήταν επομένως υπερβολικό το συμπέρασμα ότι για τους φορείς της βρετανικής πολιτικής στην κατεχόμενη Ελλάδα ο Ψαρρός και οι άντρες του αποδείχθηκαν αναλώσιμοι, ιδίως από τη στιγμή που η εξόντωση τους έδινε ένα ακαταμάχητο επιχείρημα για την ηθική καταδίκη και πολιτική απομόνωση του εαμικού κινήματος» (σ.283). Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας αποδέχεται την άποψη ότι οι Βρετανοί θυσίασαν εν ψυχρώ το Σύνταγμα 5/42 και τον Δημήτρη Ψαρρό, γιατί αυτό εξυπηρετούσε την πολιτική τους πολεμική και προπαγάνδα εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Παρόμοιες αντιλήψεις έχουν διατυπωθεί από βετεράνους της ΥΒΕ-ΠΑΟ (Μακεδονία), αλλά και του ΕΣ (Ελληνικός Στρατός – Πελοπόννησος). Στους Βρετανούς αποδίδεται από πολλούς που συμμετείχαν στα γεγονότα ότι για δικούς τους λόγους επέλεξαν να ενισχύουν τον ΕΛΑΣ και καταδίκασαν έτσι όλες τις «εθνικές αντιστασιακές οργανώσεις», πλην του ΕΔΕΣ και της οργάνωσης του Φωστερίδη (Αντών Τσαούς), σε αφανισμό.
Στην περίπτωση του 5/42, όπως καταγράφεται σε πολλά σημεία του βιβλίου, η προσπάθεια να στηθεί μια άξια λόγου ένοπλη ομάδα σε μια περιοχή (Δωρίδα) η οποία δεν μπορούσε λόγω έλλειψης πόρων να θρέψει ούτε καν τους κατοίκους της, οδηγούσε στην απόλυτη εξάρτησή της από τις βρετανικές «ρίψεις» όπλων, υλικών, τροφίμων και λιρών. Αυτό ήταν ξεκάθαρο από τη πρώτη στιγμή. Όπως επίσης ήταν ξεκάθαρο ότι η περιοχή διέθετε ήδη, από πολλούς μήνες, ένοπλο αντάρτικο, αυτό του ΕΛΑΣ. Η επιλογή να στηθεί στο συγκεκριμένο χώρο το 5/42 υπήρξε κυρίως πολιτική, από τη πλευρά των Βρετανών και της ΕΚΚΑ (Καρτάλης). Οι μοναρχικοί, που είχαν με τα πολλά δραστηριοποιηθεί (για την αντιμετώπιση του ΕΑΜ) αρχικά με τον Παπάγο και στη συνέχεια με τους Ζαλοκώστα – Μαρκεζίνη, έσπευσαν να επωφεληθούν και στην περίπτωση του 5/42, στέλνοντας φιλοβασιλικούς αξιωματικούς. Όλοι, αν εξαιρέσουμε τον ίδιο τον Ψαρρό, απέβλεπαν, ουσιαστικά, στον αποκλεισμό των διόδων του ΕΛΑΣ προς την Αθήνα, κατά την αναμενόμενη απελευθέρωση. Ήδη από τα τέλη του 1943 είχε διαφανεί ότι το 5/42 δεν μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο, αλλά οι Βρετανοί συνέχισαν να το στηρίζουν, στο μέτρο των περιορισμένων δυνατοτήτων τους λόγω των γενικότερων εξελίξεων του πολέμου, ως την τελευταία (κυριολεκτικά) στιγμή.
Είναι εξαιρετικά πιθανόν ότι στην περίπτωση του 5/42 η αποτυχία δεν έχει αποκλειστική αιτία τους Βρετανούς, αλλά και μια πολυποίκιλη ελληνική συμμετοχή. Επιμένω σ’ αυτό το σημείο, γιατί μέσω του τίτλου «Ανεπιθύμητοι και Αναλώσιμοι» ο Στεφανίδης υποστηρίζει μια θέση η οποία προφανώς χρειάζεται περισσότερο φωτισμό.
Εντύπωση προξενούν ορισμένες θέσεις, όπως διατυπώνονται. Για παράδειγμα: «Μικρότερης βαρύτητας αλλά όχι αμελητέο κίνητρο, όπως ήδη αναφέρθηκε, θα μπορούσε να θεωρηθεί και η ποσότητα οπλισμού και, κυρίως, χρημάτων που θα απέφερε η διάλυση του Συντάγματος σε μια δύναμη, όπως ο ΕΛΑΣ, που μονίμως αντιμετώπιζε ζήτημα ρευστότητας» (σ. 271). Και αλλού, για τον Ηλία Καρρά (Ηρακλή), ο οποίος χαρακτηρίζεται «εξαιρετικά αδιάλλακτος» εντός εισαγωγικών και παλαιός τρόφιμος της Ακροναυπλίας (εκτός εισαγωγικών) (σ. 197). Αλλά αυτό που επιζητεί επισήμανση είναι συνολικά η ανάλυση που γίνεται σε ό,τι αφορά το ΚΚΕ και το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, σε σχέση με τα ιστορούμενα γεγονότα. Αυτή συμπυκνώνεται σ’ ένα ξεχωριστό υποκεφάλαιο («Η βία ως μέσο για την άνοδο στην εξουσία», σ. 266-72) και εμφανίζει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ ως έναν μονοδιάστατο οργανισμό που έχει εξαρχής και μέχρι τέλους ως σκοπό την βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Ούτε καν αναφέρεται η παράλληλη (και εξίσου αδίστακτη, όπου μπορούσαν να το κάνουν) χρήση βίας από τους εσωτερικούς αντιπάλους του ΕΑΜ στις κατοχικές εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Η βία εμφανίζεται ως μονομερής και αποκλειστική επιλογή του σταλινισμού. Το θέμα αυτό δεν εξαντλείται εύκολα, πολύ περισσότερο που, όσο μπορώ να γνωρίζω τη βιβλιογραφία για τον Εμφύλιο, γενικά αντιμετωπίζεται μάλλον με «ιδεολογική προδιάθεση» παρά με ψυχραιμία και νηφαλιότητα.
Η αιματηρή διάλυση του Συντάγματος 5/42 και η δολοφονία του Ψαρρού ήταν το τέταρτο καρφί το οποίο το ΚΚΕ και το ΕΑΜ -ΕΛΑΣ κάρφωσαν οι ίδιοι το πολιτικό τους φέρετρο. Τα τρία που προηγήθηκαν ήταν η επίθεση τον Οκτώβριο του 1943 στον ΕΔΕΣ, η δημιουργία της «Κυβέρνησης του Βουνού» χωρίς πραγματική στρατηγική αντίληψη (ουσιαστικά: χωρίς λόγο) και η ανταρσία στο Στρατό και το Ναυτικό στη Μέση Ανατολή. Η δολοφονία του Ψαρρού, την ίδια άνοιξη του 1944, ήταν το αποκορύφωμα – και ο καταλυτικός παράγοντας για τη σφυρηλάτηση μιας πραγματικής πολιτικής συμμαχίας ακροδεξιάς – μοναρχικών – βενιζελικών σε αντικομμουνιστική βάση, η οποία παρέμεινε αρραγής (και νικηφόρα) ως το τέλος της δεκαετίας του 1940 και του Εμφυλίου.
Πάνος Ζέρβας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου