Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Οι τεντιμπόηδες του κάμπου! (Διήγημα από το βιβλίο του Κ. Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις)




10. Οι τεντιμπόηδες του κάμπου

«Καλώς τον Κώστα τον μαλλιά, σαν τον Νταβέλη τον λή- σταρχο είσαι μ’ αυτό το κεφάλι! Ο φίλος σου ακόμα κοιμά- ται. Για πού θα εκδράμετε σήμερα;»

Ήταν η μπάσα φωνή του μπάρμπα Μήτσου, που με υποδέχτηκε με το γνωστό ειρωνικό ύφος στο Χάνι του, ένα δίπατο οίκημα χτισμένο στο ανατολικό άκρο της πελώριας τσιμεντένιας γέφυρας που ένωνε τις όχθες του Κοκκινοπό- ταμου, παραποτάμου του Μέγα ποταμού, του Μόρνου, που τον συναντούσε λίγο πιο κάτω στα χίλια πεντακόσια μέτρα απόσταση.

«Καλημέρα, μπάρμπα Μήτσο! Θα πάμε με τον γιο σου στον Σταθμό Χωροφυλακής στη Γρανίτσα να βγάλουμε ταυτότητες. Τόσο καιρό μας το λες και το ξαναλές ότι μεγαλώσαμε και είμαστε υποχρεωμένοι ν’ αποκτήσουμε αστυνομική ταυτότητα αλλιώς θα έχουμε μπελάδες με τους χωροφύλακες.»

«Μπράβο! Και να φύγετε τώρα που είναι πρωί ακόμα γιατί αργότερα θα καεί το πελεκούδι. Ο Ιούλιος μας ζεμά- τισε φέτος, τέτοιον καύσωνα έχει χρόνια να κάνει και μ’ αυ- τό το μαλλί σε βλέπω και σένα και τον άλλον να αρπάζετε φωτιά, πηγαίνετε και σε κανένα κουρέα να γίνεται άνθρω- ποι!».

«Βρε μανία με το κούρεμα, μπάρμπα Μήτσο», σιγο- μουρμούρισα... και κάθισα στο πέτρινο πεζούλι, στην εξω- τερική πλευρά του οικήματος, προς την πλευρά του δρόμου και περίμενα τον Κώστα να ετοιμαστεί.

Σε λίγο στην παρέα προστέθηκε ο Παναής και ο Γιώρ- γος ο ταχυδρόμος, που περίμεναν το λεωφορείο του ΚΤΕΛ για να ταξιδέψουν στο Λιδωρίκι.

Το Χάνι του Γκέκα, όπως ήταν γνωστό, αποτελούσε ση- 91


μείο αναφοράς για όλη την περιοχή της ορεινής Δωρίδας. Σημείο κομβικό, καθώς αποτελούσε το σταυροδρόμι πολ- λών δρόμων που οδηγούσαν και στα πιο απομακρυσμένα χωριά της περιοχής, τα οποία ένωνε με τον κεντρικό δη- μόσιο δρόμο που συνέδεε τις μεγάλες πόλεις της Ναυπά- κτου, της Άμφισσας και του Λιδωρικίου – πρωτεύουσας της επαρχίας. Εδώ τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ και των λεγό- μενων άγονων γραμμών έκαναν τις ανταποκρίσεις τους, εδώ ερχόντουσαν παλιότερα τα φορτηγά, εκεί γύρω του Αγίου Δημητρίου, και φόρτωναν τα κοπάδια των αιγοπρο- βάτων για να τα μεταφέρουν στα χειμαδιά τους, που ήταν τα πιο πολλά στην Αττική.

Δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά όταν το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που εκτελούσε τη διαδρομή Άμφισσα-Ναύπα- κτος σταμάτησε ακριβώς απέναντι, δίπλα στη βρύση. Κα- τέβηκαν πέντε-έξι άτομα, μας χαιρέτησαν και πήραν τη βορεινή κατεύθυνση, εκτός από έναν κύριο που φορούσε κουστούμι και γραβάτα, ο οποίος ήρθε κοντά μας, καλη- μέρισε και συστήθηκε: «Με λένε Νίκο Καραμούζη και εί- μαι υπάλληλος του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Ήρθα από την Αθήνα για να καταγράψω όλες τις περιουσίες της περιοχής. Σίγουρα θα έχετε ακούσει για τη λίμνη που θα γίνει και θα πρέπει να απαλλοτριωθούν όλα όσα θα σκεπα- στούν από τα νερά. Θα είναι πολύ μεγάλο έργο και το έχει ανάγκη η Αθήνα, μαζεύτηκε όλη η Ελλάδα στην Αθήνα και δυστυχώς δεν έχει νερό.»

«Κάτι έχω ακούσει, αλλά δεν το περίμενα και τόσο νωρίς», απάντησε ο μπάρμπα Μήτσος και ρώτησε σε τι μπορούσε να τον βοηθήσει.

«Να, θα ήθελα να μου γνωρίσεις τους προέδρους και τους αγροφύλακες των χωριών, που η λίμνη θα σκεπάσει τις εκτάσεις τους, για να συνεργαστώ μαζί τους για την απογραφή. Έχω προγραμματίσει, όσο καιρό χρειαστεί, να

92


μένω στο ξενοδοχείο στο Λιδωρίκι, θα έρχομαι με το πρωι- νό λεωφορείο και θα φεύγω με το απογευματινό. Δεν ξέρω αν μπορώ το μεσημέρι να έρχομαι εδώ για φαγητό.»

«Για το φαγητό κάτι θα γίνει, αλλά μην περιμένεις και πολλά, ό,τι μαγειρεύει η κυρά Δήμητρα για την οικογένεια μπορείς να το έχεις κι εσύ, όσο για τις συστάσεις είσαι τυ- χερός. Να, αυτός που ξεμύτισε τώρα από τη γέφυρα είναι ο αγροφύλακας που το χωριό του κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του κάμπου», ήταν η απάντηση του μπάρμπα Μή- τσου, που μάλλον σκεφτόταν ότι μόλις απέκτησε ένα στα- θερό πελάτη για αρκετούς μήνες.

«Με συγχωρείς, κύριε Νίκο, τι σημαίνει απαλλοτρίω- ση;», παρενέβη στην κουβέντα ο Παναής, που είχε ένα με- γάλο κοπάδι αιγοπροβάτων και τους καλοκαιρινούς μήνες έβοσκε τα ζωντανά του στα πέριξ του ποταμιού χρησιμο- ποιώντας τη γέφυρα ως στάβλο, μιας και το μεγάλο μέγε- θός της πρόσφερε δροσερή προστασία στα ζώα από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού.

«Έρχεται το κράτος, σου δίνει μια αποζημίωση για το σπιτι σου ή τα χωράφια που θα καταστραφούν και είσαι υποχρεωμένος να τη δεχτείς.»

«Μα εγώ δεν θέλω να φύγω από τον τόπο μου, κύριε Νίκο, δεν θέλω να δώσω το σπίτι μου και τα χωράφια μου. Σήμερα τα έχουμε εμείς, πριν χρόνια τα είχαν οι γονείς μας και οι παππούδες μας και σε μερικά χρόνια θα πάνε στα παιδιά μας. Με το ζόρι θα μας τα πάρουν;»

«Έτσι είναι ο νόμος, αναγκαστική απαλλοτρίωση θα γίνει για το γενικό καλό. Πέντε εκατομμύρια άνθρωποι δι- ψάνε, η Πολιτεία πρέπει να βρει λύση.»

«Ωραία λύση βρήκε, να ξεδιψάσουν αυτοί, να ξεσπιτω- θούμε εμείς, ωραίος νόμος κύριε Νίκο!»

Ο ερχομός του αγροφύλακα διέκοψε την μικρή λεκτική αντιπαράθεση με τον κουστουμαρισμένο δημόσιο υπάλ-

93


ληλο. Εν τω μεταξύ φάνηκε και ο αγουροξυπνημένος φίλος μου κι έτσι πήραμε τον δρόμο για τον Σταθμό της Χωρο- φυλακής – έπρεπε να αποκτήσουμε ταυτότητα!

Διαλέξαμε τον μονοπάτι δίπλα στις όχθες του ποταμού και όχι τον αμαξιτό δρόμο γιατί και μικρότερη απόσταση ήταν αλλά, κυρίως, επειδή σε μεγάλο μέρος της διαδρομής τα πλατάνια που το σκέπαζαν πρόσφεραν δροσιά και θα αποφεύγαμε έτσι το λιοπύρι που προβλεπόταν ανυπόφορο.

Είχαμε περπατήσει καμιά πεντακοσαριά μέτρα χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα. Εγώ σκεφτόμουν αυτά που είχα ακούσει προηγουμένως από τον κύριο Νίκο και, σαν να ζούσα έναν τρομερό εφιάλτη, ξεστόμισα:

«Ε όχι, δεν μπορεί να γίνει αυτό... τι, θα πνίξουν τον τόπο μας;»

«Τι έπαθες;», μου απαντά ανήσυχος ο Κώστας.

«Δεν ήσουν παρών στη συζήτηση με τον ξένο που ήλθε από το υπουργείο», και αρχίζω να του εξιστορώ τα καθέ- καστα.

«Σιγά μη γίνει λίμνη! Και να γίνει, θα περάσουν χρό- νια... έτσι γίνεται μια λίμνη;», μου απαντά με απόλυτη σι- γουριά, διώχνοντας έτσι τους φόβους μου.

Θα πρέπει να είχαν περάσει δεκαπέντε με είκοσι λεπτά όταν μπροστά μας φάνηκε έναν μικρός οικισμός γνωστός ως Χάνια. Πέντε-έξι σπίτια ήταν ο οικισμός, χτισμένος ακριβώς δίπλα στην όχθη του ποταμού. Παλιότερα, πριν γίνουν οι αμαξιτοί δρόμοι, τα Χάνια ήταν ένα κομβικό ση- μείο για τα χωριά της ορεινής Δωρίδας. Από εδώ περνού- σαν οι άνθρωποι με τα υποζύγιά τους όταν ταξίδευαν για το Λιδώρικι και την Άμφισσα. Σταματούσαν για λίγη ξε- κούραση, η οικογένεια Καραπιστόλη εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο τους ταξιδιώτες και το Χάνι του είχε απο- κτήσει μεγάλη φήμη σε όλη την περιοχή. Μετά το 1935, που έγιναν οι αμαξιτοί δρόμοι, το Χάνι του Καραπιστόλη

94


παράκμασε μια και κομβικό σημείο αναδείχθηκε η ανατο- λική άκρη της μεγάλης τσιμεντένιας γέφυρας του Κόκκι- νου, όπου ο Μήτσος ο Γκέκας έχτισε το δικό του Χάνι.

Τα τελευταία χρόνια η δασική υπηρεσία είχε δημιουρ- γήσει ακριβώς δίπλα στον οικισμό ένα μεγάλο δασικό φυ- τώριο.

Είχαμε περάσει τα όρια του φυτωρίου όταν ακούσαμε πίσω μας μια γνώριμη φωνή: «Για πού το βάλατε, ρε παλ- ληκάρια, με αυτό τον καύσωνα;» Ήταν η φωνή του επι- στάτη του φυτωρίου, του Σπύρου, αγαπημένου μου θείου. Ο θείος Σπύρος ήταν αδελφός του πατέρα μου, δυο χρόνια μεγαλύτερός του, και έφερε το όνομα του αδελφού της μάνας του και γιαγιάς μου, της Μαρίας. Ο Σπύρος, ο αδελ- φός της γιαγιάς, είχε πολεμήσει στον ελληνοτουρκικό πό- λεμο και είχε σκοτωθεί στην Μικρά Ασία το 1921. Είχα ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τον θείο, τον αγαπούσα πολύ και τον σεβόμουν υπερβολικά. Ένα χρόνο μετά τη γέννησή μου ο πατέρας μου στρατεύθηκε, και για περισσότερο από δύο χρόνια ο θείος Σπύρος έπαιξε άριστα τον ρόλο του πατέρα. Εκείνη την εποχή δεν είχε δημιουργήσει ακόμη τη δική του οικογένεια και διέθετε πολύ χρόνο για να ασχολείται μαζί μου. Θυμάμαι με νοσταλγία την προθυμία με την οποία προσπαθούσε να ικανοποιήσει τις παιδικές μου επιθυμίες, ακόμη και κάποιες ακραίες, και φυσικά δεν ήθελε και πολύ ο θείος Σπύρος να γίνει το πιο αγαπημένο πρόσωπο της παιδικής μου ηλικίας.

Όταν η δασική υπηρεσία δημιούργησε αυτό το φυτώριο ο θείος διορίστηκε επιστάτης. Από την πρώτη στιγμή το αγάπησε και αφιερώθηκε στη φροντίδα του με όλη του την ψυχή, ήταν δε πολύ περήφανος για την δουλειά του.

«Τα νεαρά φυτά που καλλιεργούσα στο φυτώριο», έλεγε πολλά χρόνια μετά, «έσωσαν πολλά χωριά της Δωρίδας. Οι περίφημες αναδασώσεις, με τις οποίες σαθρά εδάφη

95


σταθεροποιήθηκαν, και ο διπλασιασμός των δασών σε πε- ριοχές που η ελεύθερη κτηνοτροφία απειλούσε με ερημο- ποίηση ήταν αποτέλεσμα εκείνου του φυτωρίου. Το πρώτο χωριό που σώθηκε, βέβαια, ήταν το δικό μας, που εκεί στην δεκαετία του ’60 κινδύνεψε σοβαρά από τις κατολισθήσεις.»

Έμενε με την οικογένειά του στο χωριό Κόκκινος, που βρίσκεται στα δυτικά και αρκετά ψηλά, σε περίοπτη θέση, με σχεδόν ολόκληρη την κοιλάδα του Μόρνου στα πόδια του αλλά και τη μικρότερη, του Κόκκινου ποταμού, που οι φι- λοπρόοδοι κάτοικοι καλλιεργούσαν και από την οποία βιο- πορίζονταν. Ανεβοκατέβαινε καθημερινά ένα δυσκολοπερ- πάτητο μονοπάτι. Δεν ήταν και λίγη η απόσταση, δυο ώρες δρόμος η καθημερινή πεζοπορία. Φυσικά έπρεπε να δια- σχίζει και το ποτάμι με τα πλούσια και ορμητικά νερά, εκτός από τους καλοκαιρινούς μήνες που σχεδόν στέρευε. Μια αυτοσχέδια γέφυρα με πλατανίσιους κορμούς ήταν η λύση για να περνά ανεμπόδιστα στην απέναντι όχθη αν και κά- ποιες φορές, και δεν ήταν λίγες, το ποτάμι φούσκωνε και παρέσυρε τους κορμούς αναγκάζοντάς τον να περπατά καμιά ώρα παραπάνω για να διαβεί τη μεγάλη τσιμεντένια γέφυρα που ήταν πιο κάτω, στο Χάνι του Γκέκα. Αγαπούσε υπερβολικά το κυνήγι και πάντα κουβαλούσε μαζί του το κυνηγετικό του όπλο.Το λαγόσκυλο, η Σπίθα, ήταν η στα- θερή συντροφιά του σε αυτό το επίπονο καθημερινό δρομο- λόγιο.

Επιστρέψαμε και κατευθυνθήκαμε προς το φυτώριο, περάσαμε την πόρτα το μικρού οικίσκου και η Σπίθα, που ήταν ξαπλωμένη, σηκώθηκε και άρχισε τα γαυγίσματα. Ο θείος την πρόσταξε να σωπάσει και μας οδήγησε στην πίσω πλευρά όπου εκτεινόταν μια πυκνοφυτεμένη έκταση περί- που δέκα στρεμμάτων. Στα διαφορά παρτέρια δούλευαν καμιά δεκαπενταριά εργάτριες, μακριά η μια από την άλλη.

«Οι γυναίκες μιλούν πολύ, ή πιο σωστά κουτσομπο- 96


λεύουν αδιάκοπα και πρέπει να τις έχεις διασκορπισμένες, διαφορετικά δουλειά δεν βλέπεις», ήταν η απάντηση του θείου Σπύρου στην ερώτηση του Κώστα γιατί οι γυναίκες δεν δουλεύουν μαζί. Η αλήθεια είναι ότι είχε τη φήμη του αυστηρού επιστάτη και απαιτούσε προσήλωση στην δου- λειά, πράγμα που δεν άρεσε στις εργάτριες.

«Τώρα που θα δημιουργηθεί η λίμνη, τι θ’ απογίνει το φυτώριο;» των ρωτάω. «Ποια λίμνη;» μου απαντά. Και αρχίζω να του λέω για τον υπάλληλο του υπουργείου που ήρθε για την απογραφή. «Κατά καιρούς κάτι ακουγότανε για την λίμνη αλλά δεν το περίμενα και τόσο γρήγορα. Με- τρήσεις του νερού κάνουν καμιά δεκαριά χρόνια, γεωτρή- σεις έγιναν και πέρυσι και πρόπερσι το καλοκαίρι σε διάφο- ρα σημεία, άνοιξαν πηγάδια και συνέλεγαν δείγματα του εδάφους, αλλά να φτάσουν και σε απογραφές περιουσιών δεν το περίμενα.»

«Θα φτάσει μέχρι εδώ το νερό;», τον ρώτησα.

«Ένας μηχανικός που δούλευε στα γεωτρύπανα και εί- χαμε γνωριστεί μου έλεγε πως τα νερά θα σκεπάσουν με- γάλη περιοχή. Το ποτάμι θα το κλείσουν μ’ ένα μεγάλο φράγμα στο Μαυρονέρι κοντά στο χωριό Αγλαβίστα, θα σκεπαστεί όλος ο κάμπος του Αβόρου, του Σεβεδίκου και φυσικά και ο δικός μας. Ολόκληρο το Βελούχι θα πνιγεί, θα φτάσει το νερό μέχρι το Λευκαδίτι και θα καλύψει κι ένα μέρος του κάμπου του Βελά δίπλα στην Πεντάπολη και την Λεύκα, θα γίνει μια πολύ μεγάλη λίμνη, μου είχε πει.»

«Σπύρο, Σπύρο, έλα δω, έχω ψήσει τον καφέ!», ακού- στηκε η φωνή του Μήτσου του Καραπιστόλη.

«Έρχομαι σε λίγο», ήταν η απάντηση.

«Κάμε γρήγορα, έχουμε και καλή παρέα σήμερα», ήταν η ανταπάντηση του παλιού Χανιτζή.

«Πάμε δίπλα στον μπάρμπα Μήτσο, έχει και κρύο νερό από το πηγάδι, ξεδιψάτε και συνεχίζετε μετά τον δρόμο

97


σας για την Γρανίτσα», μας προέτρεψε ο θείος Σπύρος. Δίπλα στο πηγάδι υπήρχε ένας πλάτανος και εκεί κα- θόταν ο Μήτσος ο Καραπιστόλης, ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος λίγο παραπάνω από τα εβδομήντα μαζί με έναν νέο άντρα περίπου τριάντα χρόνων και έπιναν τον καφέ τους. Ο νέος άντρας ήταν από το Λιδωρίκι, υπάλληλος της Αγροτικής τράπεζας. Τον Κώστα, αυτό ήταν το όνομά του, τον γνωρίζαμε. Κάποια απογεύματα παίζαμε μαζί μπάλα

στο γήπεδο του Γυμνασίου μας στο Λιδωρίκι.

Ο Κώστας είχε μεγάλη αγάπη για την ιστορία του τό- που και είχε αρχίσει να αφηγείται τη μάχη με τους Τούρ- κους, που είχε λάβει χώρα σε αυτά εδώ τα Χάνια. «Τέτοια εποχή, τέλος Ιουλίου, έγινε αυτή η μάχη, ήταν μετά την έξοδο του Μεσολογγίου που οι Τούρκοι, κάνοντας εκκα- θαριστικές επιχειρήσεις σε όλη τη Στερεά, έφτασαν μέ- χρι εδώ όπου χτυπήθηκαν από τους Έλληνες με αρχηγό τον Σκαλτσά. Έγινε μεγάλος χαλασμός, γέμισε το ποτάμι κουφάρια και λαβωμένους», τελείωσε την εξιστόρηση ο

Κώστας.

Πρώτη φορά άκουγα αυτή την ιστορία και εντυπωσιά-

στηκα. Μπορώ να πω πως αυτή η αφήγηση του Κώστα ήταν ο σπόρος που με έκανε να δείξω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία, το οποίο εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου σε μια αγαπημένη μου ενασχόληση. Μου έκανε επί- σης εντύπωση που ο Κώστας ρωτούσε τον μπάρμπα Μή- τσο αν την έχει ακούσει ξανά αυτή την ιστορία. Προφανώς ήθελε να μάθει κάτι παραπάνω ή να επιβεβαιώσει αυτά που είχε διαβάσει. Σε αυτή τη συζήτηση άκουσα ότι το Χάνι ήταν στα παλιά χρόνια γνωστό ως «του Σκορδά το Χάνι».

«Παιδιά, σας έφερα ένα λουκουμάκι, κατεβάστε με το μαγκάνι το χαρανί και βγάλτε κρύο νεράκι να ξεδιψάσετε, δύσκολη η μέρα σήμερα, πολλά χρόνια έχει να κάνει τέτοια ζέστη», ήταν η κυρά Γιαννούλα η γυναίκα του μπάρμπα

98


Μήτσου που ήρθε να μας φιλέψει.

Το νερό αυτού του πηγαδιού ήταν τόσο κρύο που νόμιζες

ότι υπήρχε πάγος κάτω στον πάτο, στα περίπου οχτώ μέ- τρα, που έψυχε το νερό.

Μεγάλη η στάση στα Χάνια κι εμείς είχαμε μπροστά μας δρόμο, ο Σταθμός Χωροφυλακής στην Γρανίτσα απεί- χε πάνω από ώρα και ο ήλιος όλο και ανέβαζε τη θερμο- κρασία. Ευτυχώς, για ένα μεγάλο διάστημα τα πλατάνια σκέπαζαν την δρόμο μας και δεν είχαμε τον ήλιο να μας πυ- ρώνει κατακέφαλα. Μετά από μισή ώρα περπάτημα φτά- σαμε στον μύλο του Ράπτη και βλέπαμε στο βάθος τη Γρα- νίτσα, που είχε μετονομαστεί Διακόπι εδώ και πολλά χρό- νια αλλά σχεδόν κανείς δεν την αποκαλούσε με το νέο όνομα – αυτό βέβαια συνέβαινε με όλες σχεδόν τις μετονομασίες. Οι άνθρωποι, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, προτιμούσαν τα παλιά ονόματα. Όσες φορές με ρωτούσε κάποιος από πού είμαι και έλεγα το όνομα του χωριού μου: Κόκκινος, αμέσως συμπλήρωνε «δηλαδή από το Λούτσοβο είσαι;» Έπρεπε να πω το ναι σαν μια επιβεβαίωση για να συνεν- νοηθούμε.

Λίγο μετά το μύλο αρχίσαμε να βλέπουμε καθαρά ένα μέρος του χωριού, ξεχώριζαν οι δύο επιβλητικοί λόφοι που προβάλλουν στην κορφή του οικισμού σαν βιγλάτορες πριν τις ορθοπλαγιές των Βαρδουσίων.

«Μέχρι εδώ θα φτάσουν τα νερά της λίμνης, έτσι δεν μας είπε ο θείος σου;»

«Μάλλον μέχρι εδώ που συναντιούνται τα νερά του Γρα- νιτσορέματος και του Δαφνορέματος», ήταν η απάντησή μου και συνέχιζα να απολαμβάνω την όμορφη εικόνα που έβλεπα μπροστά μου.

Συναντήσαμε τον αμαξιτό δρόμο και σε είκοσι περίπου λεπτά φτάναμε στα πρώτα σπίτια. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν εδώ και εντυπωσιάστηκα από τα πολύ ωραία

99


σπίτια αλλά και τη μεγάλη έκταση που καταλάμβανε το χωριό. Ένα μεγάλο ρέμα με πλούσια βλάστηση και άφθονο νερό χώριζε το χωριό στα δύο. Ξεκινούσε από ψηλά ανά- μεσα σε δυο απότομους λόφους που δέσποζαν στην περιο- χή. Εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα από τον δεξιό λόφο που στην κορφή φαινόταν χτισμένη μια εκκλησία ενώ η ορατή μπροστινή πλευρά ήταν τόσο απότομη που ήταν αδύνατη η ανάβαση.

«Βρε φίλε, πως ανέβηκαν εκεί πάνω και έχτισαν την εκ- κλησία;», ρωτάω τον Κώστα.

«Από την πίσω πλευρά είναι σχετικά εύκολη η ανά- βαση. Έχω έρθει μια χρονιά στο πανηγύρι, είναι φοβερή η θέα από κει πάνω, αξίζει να πάμε μια φορά.»

Το Διακόπι ήταν τελικά ένα μεγάλο κεφαλοχώρι και εξέπεμπε μιαν αρχοντιά όχι και τόσο συχνή στα μέρη μας. Φτάσαμε σε μια μεγάλη εκκλησία που δέσποζε στην ευρύ- χωρη, όμορφη πλατεία με ωραία μαγαζιά στην μια πλευρά της. Κάπου σε μιαν άκρη διακρίναμε τον Αστυνομικό Σταθμό. Περάσαμε την κεντρική πόρτα με κάποια επιφυ- λακτικότητα, είναι η αλήθεια. «Πού πάτε, ρε σεις;», ακού- στηκε μια άγρια φωνή από το βάθος ενός γραφείου.

«Ήρθαμε για να βγάλουμε ταυτότητα, είμαστε από τον Κόκκινο», του απάντησα λίγο φοβισμένα.

Πλησιάσαμε στο γραφείο και αντικρίσαμε έναν χωρο- φύλακα με αρειμάνιο μουστάκι να κάθεται πίσω από ένα γραφείο με στοίβες χαρτιά. Πήγαμε να μπούμε στο γρα- φείο και ξαφνικά τον ακούμε να φωνάζει έξαλλος: «Πού πάτε, ρε; σας είπα να περάστε; έχω δουλειά, έξω, έξω, θα σας φωνάξω εγώ.»

«Συγνώμη κύριε χωροφύλακα», του απαντώ με τρεμά- μενη φωνή.

«Δεν είμαι χωροφύλακας, ενωμοτάρχης είμαι! Στραβός είσαι, δεν βλέπεις τα γαλόνια;» και συνεχίζει έξαλλος: «Τι

100


μαλλιά είναι αυτά ρε τεντιμπόηδες, ήρθατε στη Χωροφυ- λακή ακούρευτοι; Έξω, έξω! Χαθείτε από μπροστά μου αποφώλια τέρατα, παλιογιάπιδες... Θα σας φωνάξω εγώ πότε θα μπείτε!»

Βγήκαμε αμέσως έξω τρέχοντας και περάσαμε στην απέναντι πλευρά που υπήρχε ένας πλάτανος με μια βρύση στο πλάι. Μας είχαν κοπεί τα γόνατα από τον φόβο. Καθί- σαμε σε ένα παγκάκι και βλέπαμε την είσοδο του Σταθμού. Είχε περάσει πάνω από μισή ώρα και ο κύριος ενωμοτάρ- χης δεν φαινόταν να νοιάζεται για μας. Μας έκανε καψόνι κανονικό.

«Δεν φεύγουμε καλύτερα και να έρθουμε άλλη φορά; Θα βάλω τον πατέρα μου να του μιλήσει πρώτα», ρίχνει την ιδέα ο φίλος μου.

«Ήρθαμε τόσο δρόμο και να φύγουμε άπρακτοι πάει πολύ, ας περιμένουμε λίγο ακόμη», του απαντώ.

Εκείνη την στιγμή, από το κάτω μέρος της πλατείας, ερχόταν προς το μέρος μας ένας χωροφύλακας. Σηκωθή- καμε όρθιοι και τον περιμέναμε σε στάση προσοχής.

«Ποιοι είστε εσείς;», μας ρωτά μόλις περνά μπροστά μας, και πριν απαντήσουμε κοιτάζει τον φίλο μου και του λέει:

«Εσύ δεν είσαι του Γκέκα που έχει το Χάνι;»

«Ναι», του απαντά, «του Μήτσου του Γκέκα.»

«Και τι γυρεύετε εδώ;»

«Να, ήρθαμε να βγάλουμε ταυτότητα», και του αφη-

γούμεθα την ιστορία με τον ενωμοτάρχη.

«Με αυτά τα μαλλιά, πάλι καλά σας φέρθηκε. Από πότε

έχετε να βάλετε ψαλίδι στο κεφάλι σας; Σαν κουνάμενες κα- ναπίτσες έχετε γίνει... Τώρα που θα τον δω θα προσπαθή- σω να τον καλμάρω λίγο. Βλέπετε είναι και καινούργιος, με δυσμενή μετάθεση από την Κρήτη βρέθηκε εδώ ο καη- μένος, μην τον παρεξηγήτε, είναι καλός άνθρωπος», και

101


μπαίνει στον Σταθμό. Σε πέντε-έξι λεπτά βγαίνει και μας φωνάζει να πάμε μέσα. Όλα έχουν αλλάξει. Ο κύριος ενω- μοτάρχης, μειλίχιος πλέον, μας τακτοποιεί στα γρήγορα όλα τα σχετικά και σε μισή σχεδόν ώρα χαιρετίσαμε και αναχωρήσαμε. Η τελευταία όμως κουβέντα του κυρίου ενωματάρχη ήταν το κούρεμα: «Πρέπει να πάτε να κου- ρευτείτε αμέσως», με στεντόρεια φωνή εκφώνησε τη δια- ταγή του.

Βγήκαμε έξω και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Περάσαμε μπροστά από την εκκλησία της πλατείας την ώρα που το ρολόι κτύπησε μια φορά, σημάδι ότι η ώρα ήταν μία. Ο ήλιος έκαιγε και η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Ευτυχώς σε λίγο, κατηφορίζοντας, βρεθήκαμε στη ρεματιά που τα μεγάλα πλατάνια πρόσφεραν την δροσερή σκιά τους.

«Τι πρόβλημα που έχουν όλοι αυτοί με τα μαλλιά!», άνοιξε την συζήτηση ο Κώστας. «Ευτυχώς που βρέθηκε αυτός ο καλός χωροφύλακας και ξεμπλέξαμε, αλλιώς πάλι εδώ θα ερχόμασταν», του απαντώ. «Θυμάσαι στο Γυμνά- σιο, που σε μια πρωινή επιθεώρηση ο γυμνασιάρχη μας έστειλε εμένα και άλλους πέντε για κούρεμα; Εγώ είχα κουρευτεί με την ψιλή την προηγούμενη μέρα και φυσικά όταν με είδε ο κουρέας μου λέει:

«Τι να κουρέψω; δεν πιάνει τίποτα η μηχανή». Έτσι όπως έφυγα έτσι ξαναγύρισα στην τάξη. Ο Γυμνασιάρχης, μόλις με είδε, ενθουσιάστηκε και γυρνά και λέει σε όλους τους μαθητές:

«Αυτό είναι κούρεμα, έτσι σας θέλω όλους!», και απευ- θυνόμενος σε μένα, «μπράβο παιδί μου, έπρεπε να σε στεί- λω εγώ για να κουρευτείς σωστά...»

Η αλήθεια είναι ότι τους καλοκαιρινούς μήνες δύο πράγ- ματα απέφευγα: την επίσκεψη σε κουρέα και το φόρεμα παπουτσιών. Τα πλούσια σγουρά μαλλιά και τα σκληρά πέλματα προσέδιδαν μια εικόνα ανθρώπου των πρώιμων

102


χρόνων του homo sapiens. Η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν για μένα το φόρεμα των παπουτσιών, όταν τον Σεπτέμβρη ξαναγυρνάγαμε στο σχολείο. Ήταν ένα μαρτύριο μέχρι να συνηθίσουν τα πόδια μου τη φόρμα των παπουτσιών.

Το κούρεμα επίσης με ενοχλούσε ιδιαίτερα. Ένιωθα ότι το κούρεμα με την ψιλή, όπως απαιτούσαν οι σχολικοί κα- νόνες, μου στερούσε την ελευθερία διαχείρισης του εαυτού μου και φοβόμουν πως μοιραία θα έχανα την δύναμή μου ως άλλος Σαμψών.

Είχαμε αρκετά βαδίσει και πλησιάζαμε στον νερόμυλο του Ράπτη, που ήταν κοντά στην συμβολή του Γρανιτσο- ρέματος και του Δαφνορέματος όπου τα λιγοστά αυτή την εποχή νερά τους ενώνονταν, γινόντουσαν ποτάμι με το όνομα Κόκκινος και συνέχιζαν την πορεία τους για να συ- ναντήσουν τα νερά του Μόρνου. Αυτή την εποχή βέβαια δεν κατάφερναν να διανύσουν ούτε δυο χιλιόμετρα. Η διψα- σμένη κοίτη στρωμένη με άμμο και ποταμολίθια ρουφούσε κυριολεκτικά το λιγοστό νερό και εκεί, στο ύψος της Με- ταμόρφωσης του Σωτήρος, ξεψυχούσαν και οι τελευταίες σταγόνες.

«Έχω μια φοβερή ιδέα», γυρνάω και λέω στον Κώστα. «Τι λες να ακολουθήσουμε την κοίτη του ποταμιού; Θα είναι και πιο δροσερά και θα πιάσουμε και κανένα ψάρι.»

«Εγώ δεν έχω κέφια, με έχει ζαλίσει αυτό το λιοπύρι, πεινάω κιόλας και θέλω να γυρίσω μια ώρα αρχύτερα στο Χάνι, λαχταράω τα γεμιστά που είδα φεύγοντας να φτιά- χνει η μάνα μου.»

«Δεν πειράζει», του λέω, «εγώ θα πάρω το ποτάμι, θα περάσω και από τη Μεταμόρφωση του Σωτήρως και μετά θα πάρω το δρόμο που είναι δίπλα στο αυλάκι που μετα- φέρει το νερό στο κάμπο.»

Εκεί χωρίσαμε κι εγώ προχώρησα ευθεία για να συναν- τήσω το ποτάμι. Χρειάστηκε να περπατήσω καμία δεκα-

103


ριά λεπτά μέσα στον ξεριά για να βρω τελικά το λίγο νερό που αυτή την εποχή είχε ο Κόκκινος. Ο ρους του ποταμιού εκείνη τη χρονιά είχε διαμορφωθεί στη δυτική πλευρά προς τα λουτσοβιώτικα τα μέρη. Δεν περπάτησα ούτε τριακόσια μέτρα μέσα στο νερό ακολουθώντας τη ροή του και αντί- κρισα τη δέση ενός αυλακιού που μετέφερε το νερό για το πότισμα της στενής λωρίδας κάμπου που υπήρχε στην ανα- τολική πλευρά παράλληλα της κοίτης του ποταμιού. Με αυτά τα νερά ποτίζονταν και φυτά του δασικού φυτωρίου. Ποταμολίθια, χαλίκια και κλαδιά από πλατάνια ήταν τα υλικά από τα οποία είχε φτιαχτεί αυτό το φράγμα, «δέση» όπως το έλεγαν οι ντόπιοι, κι έτσι η περισσότερη ποσότητα νερού εκτρεπόταν στο κανάλι με αποτέλεσμα το ποτάμι να συνεχίζει τη φυσική πορεία του με μειωμένη ροή.

Συνέχισα το περπάτημα μέσα στο λιγοστό νερό που όλο και λιγόστευε και στα χίλια περίπου μέτρα εξαφανίστηκε παντελώς. Στα δεξιά μου, στην υπερυψωμένη δυτική όχθη, φαινόταν ήδη η εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτή- ρος, χτισμένη στα ριζά μιας κατάφυτης πλαγιάς, ενός δεν- δρόλογγου κυρίως με πλατάνια στα χαμηλά και κουμαριές και ρείκια στα ψηλότερα. Βγήκα από την ξερή πλέον κοίτη και σε λίγα λεπτά είχα ανεβεί στη θέση που ήταν το όμορφο εξωκλήσι. Η θέα από εκεί ήταν υπέροχη, το έντονο πράσινο από τα πλατάνια και τις ιτιές σκέπαζε σχεδόν όλη την έκταση –γύρω στα πεντακόσια μέτρα– που προσδιόριζε τις όχθες του ποταμού. Ευθεία μπροστά μου, στα πεντακόσια μέτρα, διέκρινα τα Χάνια, τον μικρό οικισμό με το δασικό φυτώριο όπου το πρωί είχαμε κάνει την ολιγόλεπτη στάση, ενώ ψηλά πάνω, στη μεγάλη οροσειρά των Βαρδουσίων, φαινόταν το Κλήμα, χωριουδάκι κουρνιασμένο σ’ ένα μικρό πλάτωμα. Ακριβώς κάτω και νότια από το χωριό διακρι- νόταν ένας μεγάλος βράχος όπου τον χειμώνα, από τα νερά του ρέματος που ερχόταν από ψηλά, δημιουργείτο ένας κα-

104


ταρράκτης. Στον νου μου ήρθε το μάθημα της Πατριδο- γνωσίας στη δευτέρα Δημοτικού, που ο δάσκαλός μας προ- τιμούσε να το κάνουμε υπαίθρια ώστε να μας δείχνει ζω- ντανά τι είναι λόφος, βουνό, χείμαρρος, ποτάμι, πεδιάδα, κοιλάδα και τα υπόλοιπα. Μας έδειχνε και αυτό τον καταρ- ράκτη ο οποίος, παρά τη μεγάλη απόσταση –τουλάχιστον πέντε χιλιόμετρα από την αυλή του σχολείου μας–, φαινό- ταν καθαρά. Ήταν ένα όμορφο θέαμα και μας εντυπωσίαζε, είναι η αλήθεια, η ορμή και ο στροβιλισμός των νερών, ιδι- αίτερα μετά από κάποια μεγάλη νεροποντή.

Μια γυναικεία φωνή από το προαύλιο της εκκλησίας διέκοψε ξαφνικά την ευχάριστη ενατένιση αυτού του όμορ- φου τοπίου. Γυρνάω και βλέπω μια γυναίκα κι έναν άντρα να ξεφορτώνουν από ένα μουλάρι σανίδες και κάποια δο- χεία. Τους πλησιάζω και τους χαιρετώ. Ήταν ο Γιάννης και η γυναίκα του η Δήμητρα, που είχαν μαγαζί πάνω στο χωριό.

Η κυρά Δήμητρα γυρνά και με ρωτά: «Ποιος είσαι παι- δάκι μου και πως βρέθηκες εδώ;»

«Ο Κώστας είμαι, θειά Δήμητρα.»

«Ποιος Κώστας; Τίνος είσαι;», συνέχισε την ανάκριση η κυρά Δήμητρα. Δίνω τις σχετικές διευκρινίσεις και μου λέει: «Και πού να σε γνωρίσω ρε παιδάκι μου με αυτά μαλ- λιά; σαν κριάρι ακούρευτο έχεις γίνει...»

«Άντε πάλι τα μαλλιά», είπα μέσα μου.

Ο Γιάννης με τη Δήμητρα είχαν έρθει να προετοιμάσουν τον χώρο για το μαγαζί που θα λειτουργούσαν ανήμερα της γιορτής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ή απλά της Σω- τήρως όπως συνήθιζαν να λένε οι ντόπιοι. Την επόμενη βδομάδα ήταν η γιορτή.

«Τι κάνετε εδώ εσείς με αυτή τη ζέστη;», ακούστηκε η φωνή της κυράς Ρήνας που είχε λίγο πιο κάτω ένα μικρό περιβόλι.

Νότια, σχεδόν δίπλα στην εκκλησία, υπήρχε ένα μικρό 105


ξέφωτο, μια γόνιμη έκταση με περιβόλια. Μια δεξαμενή –στέρνα ή γούρνα όπως την έλεγαν οι περιβολάρηδες– μά- ζευε το νερό μιας μικρής πηγής, που τα νερά της ήταν αρ- κετά για να ποτίζουν τα περιβόλια. Τα περιβόλια της Σω- τήρως ήταν περισσότερο γνωστά για τις κερασιές και τις φράουλες, που γενικά σπάνιζαν στην περιοχή μας. Οι φρά- ουλες και τα κεράσια ήταν μεγάλη πρόκληση για μας τους πιτσιρικάδες και οπωσδήποτε κάθε Μάιο θα οργανώναμε επιδρομή για την σχετική γευσιγνωσία. Κάποιες πρόχειρες πινακίδες που οι περιβολάρηδες τοποθετούσαν για εκφο- βισμό -προσοχή δηλητήριο, ραντισμένα με παραθείο- δεν μας εμπόδιζαν να πέφτουμε σαν λιμασμένες ακρίδες και να ρημάζουμε με βουλιμία τα νόστιμα αυτά φρούτα.

Η κυρά Ρήνα, που ήταν αδελφή του παππού μου, ήλθε κοντά μας και δεν έχασε την ευκαιρία να μου πει ότι πρέπει να κουρευτώ γιατί μοιάζω σαν ξωτικό και προκαλώ φόβο στον κόσμο και συνέχισε: «Τα μάθατε τα νέα; Θα γίνει λί- μνη, άρχισαν να μετρούν τις περιουσίες στο κάμπο.»

«Τι είναι αυτά που λες;», ήταν η αντίδραση του Γιάννη. «Ποιος σου το είπε κυρά Ρήνα;»

«Ο Παναής μου είπε τα νέα, είδε το πρωί στο Χάνι του Γκέκα έναν από το υπουργείο που θα κάνει τις απαλλοτριώ- σεις, δεν κατάλαβα τι είναι αυτό αλλά έτσι μου το είπε.» Τους εξηγώ κι εγώ αυτό που είδα και άκουσα.

«Δηλαδή φέτος θα κάνουμε το τελευταίο πανηγύρι;», ήταν η απορία της κυρά Δήμητρας.

«Σιγά μη γίνει λίμνη, κι αν γίνει θέλει πολλά χρόνια, έτσι εύκολα φτιάχνεται μια λίμνη;», ήταν η δική μου απάν- τηση. Μια κουβέντα που μάλλον δεν την πίστευα, αλλά την είπα έτσι, για να διώξω τον δικό μου φόβο...

106





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου