ΚΟΚΚΙΝΟΣ-ΛΟΥΤΣΟΒΟΣ ΔΩΡΙΔΑΣ Ν. ΦΩΚΙΔΑΣ

Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

Ορεινογραφίες: Στο Μακρυλάκο της Γκιώνας… «μας διώξανε»!

 


Ορεινογραφίες

Στο Μακρυλάκο της Γκιώνας… «μας διώξανε»!

 Πηγή: Ορεινογραφίες

Aug 28

Μέχρι να φτάσουμε στον κόμβο εικονοστάσι για χ. Καρούτες, νερό δεν βρήκαμε, αλλά γι’ αυτό, που όλη την ώρα μιλάγαμε, πάμε παρακάτω. Έχοντας εμπειρία της έλλειψης νερού από άλλες φορές κατά την διάρκεια «στεγνών» περιόδων στα βουνά, η αναζήτησή του τώρα ήταν απ’ τα πρώτα που είχαμε να σκεφτούμε. Ούτε συζήτηση για ανάβαση στις ψηλές κορφές του βουνού, εάν δεν λύναμε το «θέμα» νερό. Πήραμε το δρόμο γιο το χ. Προσήλιο. Η χαμηλή νέφωση δεν άφηνε περιθώρια ορατότητας προς τα πάνω, ενώ χαμηλά βλέπαμε ακόμη. Περάσαμε «γνωστά» σημεία, από άλλες φορές και παίρναμε νερό. Πήγαμε στην δεξαμενή και στην ποτίστρα, τίποτα. Βγήκαμε στον χωματόδρομο για την τοποθεσία Λεινοκλάδικαι συναντήσαμε ανθρώπους όπου μας επιβεβαίωσαν ότι θα βρίσκαμε νερό. «Συνεχίστε για το χωριό Προσήλιο, μετά τα νταμάρια θα πέσετε πάνω» μας είπαν. Ψάχνοντας το βρήκαμε. Ήταν από πηγούλα, πάνω στην γη που ευτυχώς έτρεχε! Γεμίσαμε ότι είχαμε και δεν είχαμε και τον άνθρωπο που πέρασε για το χωριό τον ρωτήσαμε για την περιοχή, για νερό και άλλα. Μας είπε για το νερό της δεξαμενής που είχαμε «γεμίσει» κάποτε, ότι τώρα είναι ακατάλληλο και έχει σκουλήκια! Θυμηθήκαμε ξανά τα λόγια του φίλου μας του Γιώργου, που τότε μας μίλαγε για το νερό, αλλά δεν δίναμε προσοχή.. Τουλάχιστον, τούτο εδώ της πηγούλας έδειχνε καθαρό. Είπαμε να πάρουμε το δρόμο για τα ψηλά. Πάνω που φεύγαμε είπαμε στον άνθρωπο για την διαδρομή που σκεπτόμασταν. Είπε κάτι αυτός, εγώ δεν τον πρόλαβα να διευκρινίσω, συμπέρανα ότι λέγαμε τα ίδια, - καπάκωσα τα λόγια του – αραδιάσαμε μερικά τοπωνύμια και καταλήξαμε ότι συμφωνούσαμε σε όλα! Σίγουροι ότι πάμε στα σωστά εκεί που θέλαμε να πάμε, πήραμε τον δρόμο για ακόμη ψηλότερα. Η χαμηλή νέφωση και η θολούρα της ατμόσφαιρας δεν μας έλεγαν και πολλά, τώρα ευτυχείς είχαμε φουλάρει από νερό.

Λάκες στις ψηλές κορφές της Γκιώνας, όπου κτηνοτροφικοί δρόμοι βγαίνουν..

Πάμε πίσω στον δρόμο για το χ. Καρούτες και στη συνέχεια στο διάσελο Ελατιά. Πάνω στην χαρακτηριστική πινακίδα διαβάζουμε όλες τις τοποθεσίες του βουνού. Να και οι χιλιομετρικές αποστάσεις, να και οι χαράξεις, να και ο κόμβος. Όλα τάχαμε μπροστά μας. Γυρνάμε και ακολουθάμε προς τα μέσα του βουνού, δώστου να τρώμε χιλιόμετρα.. Σε τι αδιέξοδα βρεθήκαμε, σε τι άκρες γκρεμνών, σε τι διαδρομή που κατηφόριζε! Σε όλες «μπήκαμε» και δεν γινόταν τίποτε. Φαντάσου να μην είχαμε ξανάρθει στο βουνό..
Είχαμε πάρει και τις τρεις περιπτώσεις για να βγούμε ψηλά στη Γκιώνα, προς την περιοχή της τοποθεσίας Ταράτσα, αλλά δεν μας «βγήκε». Είδαμε και αποείδαμε ότι δεν έβγαινε πουθενά και γυρίζουμε πίσω στην πινακίδα. Βάζουμε και το μυαλό να δουλέψει, γιατί εκτός των άλλων, μας έπεσε και το κρύο και λέμε ότι κάτι άλλο θα συμβαίνει. Τόσα μεταλλεία, τόσα φορτηγά, τόσοι καλοπατημένοι δρόμοι και να μην βρίσκουμε άκρη; Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Κατηφορίσαμε προς το χωριό Καρούτες και σε μικρή απόσταση πινακίδα στα δεξιά, που πιστοποιούσε τον σωστό δρόμο. Κοιταχτήκαμε για άλλη μια φορά. Όλα τα ξέραμε όλα τα καταλαβαίναμε, μόνο πούμαστε αλλού. Τώρα σκεφθήκαμε τον άνθρωπο στο νερό μας που μας μιλούσε και εμείς δεν ακούγαμε και λέγαμε τα δικά μας.

Λάκα ψηλά στην Γκιώνα με στάνη και νερόλουτσα

Ανηφορίσαμε στο βουνό από τα νότια πια, σε δρόμο μεγάλο και καλοπατημένο. Ψηλώσαμε αλλά στην πρώτη πινακίδα που ήταν δυσκολοδιάβαστη «καταφέραμε» και πήραμε την λάθος πορεία. Έτσι βγήκαμε ψηλά σε πεδίο και γυροφέρναμε σε μια κορφούλα μεταλλείου! Ευτυχώς που σηκώθηκε λίγο η νέφωση και αναγνωρίσαμε τον τόπο. Είχαμε πάλι οδηγηθεί στην περιοχή της Μικρής Γαρδενίτσας! Αφού καταφέραμε να απεγκλωβιστούμε απ’ τον «τυφλό» δρόμο που είχαμε πέσει, είμασταν και τυχεροί που σηκώθηκε η νέφωση και μπορέσαμε να δούμε τον όγκο της κορφής Ντεβρεντές,1.971μ., επιτέλους «φως». Να το ωραίο μονοπάτι που οδηγεί από την Γαρδενίτσα στην Ταράτσα. Επιτέλους καταλάβαμε ότι έπρεπε να γυρίσουμε πίσω! Βγήκαμε εκ νέου στον κόμβο και συνεχίσαμε να ψηλώνουμε κατά τα δυτικά. Επιτέλους φτάσαμε σε αγναντερό σημείο, ανάμεσα στις τοποθεσίες Ταράτσα και Τόκα. Ξανά σε διχάλα δρόμου και ξανά προσπάθειες στην πινακίδα να αποκρυπτογραφήσουμε τι ζητούσαμε. Διαλέξαμε το σωστό δρόμο και οδηγηθήκαμε στο Τρίσιλι. Στην λάκα σταματήσαμε για ανάσα και να μιλήσουμε με τον βοσκό, που αφού μας είδε, «έσπρωξε» το κοπάδι για να μας συναντήσει στο δρόμο.
Σφίξαμε τα χέρια και ανταλλάξαμε τα συνηθισμένα. Εμείς για το εάν πάμε σωστά για Μακρύλακο και αυτός για την έλλειψη χορταριού και νερού στο βουνό. Αυτός μας κατατόπισε για τα πράγματα του βουνού, ενώ εμείς δεν είχαμε τίποτα να του πούμε. Έτσι μας πρότεινε να γείρουμε κατά την στάνη του και να φάμε τυρί φρέσκο, «αυτά έχω, θα βολευτούμε, άντε..» ολοκλήρωσε τη κουβέντα του και εμείς απαντήσαμε: «λέμε να συνεχίσουμε κατά πάνω, να βγούμε όσο πάει ψηλότερα για να έχουμε λιγότερο δρόμο για την κορφή..» λες και θ’ άλλαζε τίποτα.. «Όπως τα θέλετε», έκανε ο βοσκός και συμπλήρωσε: «θα βρείτε και άλλους ψηλότερα, κάποιος θα έχει μείνει.. Οι άλλοι κατεβαίνουν για χόρτο και νερό στο χωριό, θα σας φιλέψουν, να μείνετε εκεί. Θα περάσετε πρώτα από το μαντρί της γριάς -της γριάς η στρούγκα είναι πολύ γνωστή- μετά ακόμη μία στάνη και μετά στο τέλος στο Μακρυλάκο. Να πάτε, όπως τα λογαριάζετε..» «Ευχαριστούμε πολύ για όλα». «Από πού είσαι ρε καλόπαιδο»; με ρωτάει. «Από την Αγόριανη Παρνασσού, απ’ το χωριό του Διαμαντή (Γιάννης Αλεξάνδρου)»!, και απάντησε: «Απ’ το χωριό του Διαμαντή ε.. τον κυνήγησα εγώ τον Διαμαντή, τότε»! Σταμάτησα να αναπνέω κι μετά σιωπή. Μετά κοίταξα κατά πρόσωπο τον ηλικιωμένο βοσκό. Διέκρινα κάτι στο πρόσωπό του. Δεν είπα τίποτα. Απλά ακούστηκε ο βοσκός με φωνή χαμηλόφωνη, σαν να μονολογεί: «πάνε τώρα αυτά, ας είναι.. τι μας έβαζαν να κάνουμε..». Αντί άλλων, σφίξαμε τα χέρια. Θα θέλαμε να καθίσουμε στο κονάκι και να τα πούμε, θα λέγαμε πολλά, για το τότε, δεν θα φτάναμε στο σήμερα. Πολλές φορές δεν βρίσκω να απαντήσω στον εαυτό μου γιατί ενεργώ όπως ενεργώ. Δεν έχω λόγους να δικαιολογήσω την άποψή μου να συνεχίσουμε να ανηφορίζουμε μέσα στο σύννεφο, για λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο ψηλά. Ίσως γιατί δεν θέλουμε να διαταράξουμε την καταλυτική σιωπή σ’ όλη της της απολυτότητα και παρουσία που επιβάλλει το ίδιο το βουνό. Χάνουμε πολλά, κερδίζουμε κάπου κάτι.

Οι ψηλές κορφές της Γκιώνας

Είπαμε να συνεχίσουμε, χαιρετήσαμε τον άνθρωπο και κάναμε προς τα πάνω. «Υγεία» του ευχηθήκαμε και «καλό χειμώνα» φωνάξαμε και αυτός μας ευχήθηκε «καλό δρόμο». Βλέποντας γύρω, ψηλότερα, το σκηνικό με τις κορφές των 2.000 μέτρων που άλλοτε να κρύβονται και άλλοτε να εμφανίζονται στην χαμηλή νέφωση, αισθάνεσαι να είσαι στο απόλυτο κενό. Μετεωρίζεσαι, σαν κλαδί δένδρου, που το σπρώχνει ο αγέρας των κορφών. Ολούθε στη γη χορταριασμένες πλαγιές, με ξερό χορτάρι, όπου σκόρπιες πέτρες, βραχώματα διακόπτουν..

Ανεβαίνοντας σε μια κορφής της..

Ξεκολλήσαμε, ανηφορίσαμε με κατεύθυνση «άγνωστη» πια. Περάσαμε την Στρούγκα της γριάς, όπου συναντήσαμε ερημιά. Στο μαντρί υπήρχαν προβατίνες κλεισμένες μέσα και συνεχίσαμε ψηλότερα. Ένα κοπάδι φάνηκε στην πλαγιά. Συναντήσαμε την επόμενη στάση κοντά σε δεξαμενή. Στα πόδια μας λάκα όμορφη, αλλά ανθρώπινη παρουσία, άφαντη. Είπαμε ότι ήταν αρκετά για σήμερα. Είχαμε βγει στα 2.000 μέτρα και δεν χρειάζονταν κάτι περισσότερο. Ο δρόμος συνέχιζε κι’ άλλο μέσα, αλλά εμείς είπαμε να σταματήσουμε. Γείραμε στην λάκα, ολόγυρα πλαγιές και πέτρα. Το χορτάρι είχε ξεραθεί, είχε μέρες να βρέξει. Ο ξεχωριστός βράχος-τείχος στον μέσο της λάκας χρησίμευε να κόβει τον βοριά όσο γινόταν. Καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα, δυο κομμένα βαρέλια είχαν νερό για τα ζωντανά και ψηλά στον «λαιμό» που περάσαμε, φιγουράριζε η πετρόστητη στάση. Στήσαμε το αντίσκηνο, ρίξαμε κάτι πάνω μας γιατί ο αγέρας ήταν παγωμένος και βγάλαμε τα πράγματα απ’ τα σακίδια. Νάσου και κάνει την εμφάνισή του το κοπάδι, μας περιεργάστηκε και άραξε παραπέρα. Τα σκυλιά αφού γαύγισαν με την παρουσία μας κάμποσο, κουράστηκαν, βρήκαν «σεκόντο» με τα σκυλιά της επόμενης, ψηλότερης στάνης. Ο καιρός δεν βοηθούσε για άραγμα και ρομαντζάδα, να φάμε κάτι πρόχειρο. Εκεί που φανταζόμασταν μαγειρευτά και ευωδιές κάτω απ’ τ’ αστέρια και το φεγγάρι, βρεθήκαμε να έχουμε κολλήσει στον βράχο κι να ζεσταίνουμε τα χέρια μας στην γκαζιέρα έως ότου γίνει το φαγητό. Μέχρι να φάμε, έπεσε και η νύχτα και χωθήκαμε στο αντίσκηνο. Το κρύο αισθητό, μέσα στους υπνόσακους, στην λάκα και ολόγυρα κορφές που τις τύλιγε σύννεφο, κι’ ένα αεράκι που δεν ήξερες εάν θα μας βγει σε καλό. Η νύχτα τα πλακώνει όλα, οι κουβέντες μας λιγοστεύουν μέχρι που σβήνουν, ακόμα και τα σκυλιά κουράστηκαν να γαυγίζουν και σώπασαν και μεις κλείσαμε τα μάτια.
Ενώ κρατούσε ακόμη νύχτα ξυπνήσαμε,. Έβγαλα το κεφάλι για να δω τί γίνεται και το αντίσκηνο ήταν παγωμένο. Κοιτάζω το θερμόμετρο, έδειχνε - 4Ο C. O ουρανός ήταν άφαντος, μια θολούρα επικρατούσε και ένα παράξενο φως φώτιζε εκεί που θάπρεπε νάναι το ολόγιομο φεγγάρι. «Εντάξει» απάντησα στον σύντροφό μου που κάτι μουρμούρισε πίσω μου και ξαναχώθηκα κι’ εγώ στον υπνόσακό μου.

Κτηνοτροφικοί δρόμοι, εποχιακής βατότητας, που φτάνουν στις ψηλές κορφές

Χάραξε και βγήκαμε απ’ το αντίσκηνο, όλα γύρω ήταν παγωμένα. Η χαμηλή νέφωση κρατούσε αλλά προς τα βόρια φάνηκε ένα κομμάτι ουρανού. Φορτωθήκαμε γρήγορα τα σακίδια, μισο-τελειώσαμε με τον καφέ και δυσκολευτήκαμε να απεγκλωβιστούμε απ’ το κοπάδι προβάτων, που μας είχε περικυκλώσει. Πήραμε το μονοπάτι για ψηλότερα. Περάσαμε στον επόμενο «λαιμό», άλλη μια στάνη με πρόβατα, σκυλιά, χωρίς άνθρωπο και συνεχίσαμε. Βγήκαμε στο Μακρυλάκο (όνομα και πράγμα) και πλησιάσαμε την τελευταία στάνη. Ψυχή και εδώ. Όλα τα πράγματα ήταν στην θέση τους, όπως στοιβαγμένα τα ξύλα, στο ξυλοτράπεζο το πιάτο άδειο και το κουτάλι δίπλα. Η κούπα του κρασιού αδειασμένη και το ξυραφάκι δίπλα στον μισοσπασμένο καθρέπτη. Εδώ τέλειωσε και ο χωματόδρομος, απ’ τη μεριά αυτή του βουνού.
Καλύψαμε όλο το μήκος του Μακρύλακου και βρήκαμε-είδαμε το μονοπάτι που ανέβαινε απ’ το χωριό Λευκαδίτη, καθώς αυτό βρισκόταν τώρα κάτω από τα πόδια μας. Θυμηθήκαμε και γελάσαμε με την αποτυχημένη προσπάθεια να προσεγγίζουμε αυτή την κορφή στα τέλη της περασμένης Άνοιξης. Τώρα μπροστά μας ο όγκος του Τραγονόρος, 2.449μ. Μια και δυο, πιάσαμε την ράχη και βγήκαμε στην κορφή του Τραγονόρος (Τραγονόρος, Πέρδικα), ύψ.2.456μ. Ο καιρός μας ακολουθούσε, ήταν και δεν ήταν μαζί μας. Είπαμε να διαγράψουμε όλη την κορυφογραμμή ως την ψηλότερη κορφή της Γκιώνας, την Πυραμίδα, ύψ. 2508μ. Η παρουσία της χαμηλής νέφωσης μάς ακολουθούσε, το κρύο εντονότερο μάς άγγιζε και η απουσία κάθε άλλης ανθρώπινης ύπαρξης, έκαναν τα πράγματα να δείχνουν εξώκοσμα. Κάτω ο Μόρνος και τα χωριά του, εδώ ψηλά σύννεφα, κορφές και αέρας. Κάτω, δεξιά μας κοπάδια ασυνόδευτα στην Λάκα Καρβούνη. Μόνη παρουσία το ζευγάρι αετών που σηκώθηκε απότομα και χάθηκε στην ορθοπλαγιά του Λάζου και ένα μικρό κοπάδι γίδια κάτω απ’ την Πυραμίδα στην τοποθεσία Βλάχοι.. Εικόνες φευγαλέες να περνούν και να φεύγουν μπρος τα μάτια μας. Βγήκαμε στην Πυραμίδα και λουφάξαμε για λίγο στο γιατάκι της κορφής.

Οροπέδιο στα χαμηλά της Γκιώνας

Ο καιρός ήταν με το μέρος μας και πήραμε αργά – αργά τα πόδια μας για πίσω, επιλέγοντας μια καλλίτερη διαδρομή που πλαγιοκοπώντας μάς έβγαλε στον Μακρυλάκο. Αφήσαμε τη ράχη του Τραγονόρους και ροβολήσαμε προς τον «λαιμό». Κατηφορίσαμε στον άλλο «λαιμό» και μας άρπαξαν στις φωνές οι προβατίνες και τα σκυλιά. Ρίξαμε μια ματιά πίσω μας και η κορφή Τραγονόρος (Πέρδικα) είχε «καθαρίσει». Το απογευματινό φως την έλουζε στο χρυσάφι! Συνεχίσαμε προς την λάκα που είχαμε κατασκηνώσει. Φτάνοντας στο ένα άκρο της λάκας, βλέπουμε στο άλλο άκρο της φορτηγάκι αγροτικό να προβάλλει. «Οι τσοπάνηδες γύρισαν» σκεφθήκαμε. Προηγήθηκαν τα πρόβατα, που οδηγήθηκαν στην δεξαμενή. Κατηφορίσαμε στον πάτο της λάκας που είχαμε αφήσει κάποια πράγματα. Από μακριά είδαμε ανθρώπους να φροντίζουν τα ζωντανά τους και δεν βιαστήκαμε να σμίξουμε. Μελωμένοι από την ανάβαση, με αργές κινήσεις, απολαμβάναμε το βουνό.

Μερική άποψη του χ. Καρούτες, υψ. 1.140μ. του δήμου Λιδορικίου

Πάνω που είχαμε ετοιμαστεί, βλέπουμε το φορτηγάκι να κατηφορίζει προς τη λάκα και σιγά – σιγά να σιμώνει προς το μέρος μας. Συνεχίσαμε με τα τελειώματα και ακούμε μια στιγμή: «γειά σας ρε καλόπαιδα, πώς από δω, τι χαμπάρια, από πού είστε, τί δουλειά κάνετε»; και τέτοια, και συνέχισε: «ελάτε στην στάνη για ένα καφέ, τι νέα από κάτω..». Πρώτος γύρισε ο Γιώργος και χαιρέτησε, χαμογελώντας. Εγώ μάζευα πράγματα. Ξαφνικά, ακούμε: «με βλέπεις εμένα να γελάω»; Αγάλματα. Νόμισα πως άκουσα λάθος ότι δεν ήταν δυνατόν. Γυρίζουμε και οι δυο και βλέπουμε τον άνθρωπο μέσα στο αγροτικό, γύρο στα 40 – 50 χρόνων, όπου έδειχνε θυμωμένος. Τον ρωτάω: «τι έγινε, για ποιο πράγμα μιλάτε»; «Ποιος σας είπε να μείνετε εδώ, πού το βρήκατε, δεν βλέπετε ότι διώξατε τα ζώα μου, πού το βρήκατε να ρθείτε εδώ»; Τρελλάθηκα. «Γιατί, τί έγινε με το μέρος»; τού κάνω. «Αυτό είναι δικό μου, ποιος σούπε ότι μπορείς να έρχεσαι όπου θες»;
Προσπάθησα να καταλάβω εάν αυτά που άκουγα ήταν πραγματικά ή ονειρευόμουν. Τόσα χρόνια στα βουνά, ποτέ δεν είχα ζήσει κάτι τέτοιο. Δεν είχα φαντασθεί ότι θα βρισκόταν τσοπάνος να μιλήσει έτσι. Πρώτη φορά άκουγα τσοπάνο να μας φωνάζει, γιατί κοιμηθήκαμε σε λάκα, σ’ ένα ολόκληρο βουνό, με την δικαιολογία ότι «εκεί» αυτός τάϊζε και πότιζε το κοπάδι του. Είχαμε ονομαστεί «κατάσκοποι» κατά το παρελθόν στην πιο ακραία περίπτωση, αλλά να μας διώχνουν απ’ το βουνό οι άνθρωποί του δεν το είχαμε φαντασθεί.. Ένας ολόκληρος τόπος και εμείς εμποδίζαμε το ασυνόδευτο κοπάδι του. «Να φύγετε γρήγορα, να μείνετε στον δρόμο, πηγαίνετε σε στάνη»! Τον κοίταξα καλά – καλά και λέω από μέσα ψυχραιμία. Τον κύριο τον συνόδευαν δυο παλικάρια, που είχαν τα κεφάλια τους κατεβασμένα. Ο Γιώργος ανέλαβε να ζητήσει συγνώμη, γιατί εγώ είχα φουντώσει. Ο κύριος με τα δύο παλικάρια πήγαν εκατό μέτρα πιο πέρα, στα δυο κομμένα βαρέλια με το νερό και στάθηκαν δίπλα τους.
Ομολογώ ότι το συμβάν ήταν αρκετό να μου χαλάσει όλη την καλή μου διάθεση. Πάει το βουνό, πάει η κορφή Τραγονόρος, πάνε απ’ εδώ όλα.. Βημάτισα την λάκα και βγήκα στον κτηνοτροφικό δρόμο, χωρίς να χαιρετίσω τον κύριο. Ήταν η πρώτη φορά που δεν χαιρετούσα άνθρωπο στο βουνό! Θα πρέπει να είχα θυμώσει πολύ.. Ο Γιώργος μ’ ακολούθησε και για ώρα δεν ανταλλάξαμε κουβέντα.. Μετά από ώρα, ο Γιώργος μίλησε και προσπάθησε να με ηρεμήσει, λέγοντας: «ο κύριος δεν θα ήταν στα καλά του, δεν εξηγείται αλλιώς»…

Ρεμβάζοντας, απ’ την Γκιώνα, κατά τον Παρνασσό μεριά

Κατηφορίσαμε τις πλαγιές, περάσαμε πάλι απ’ τη λάκα Ραϊλή και δεν είδαμε τον τσοπάνο, είδαμε απλώς το κοπάδι του. Ίσως να ήταν μέσα στην στάνη. Δεν σταματήσαμε παρά στην μεσορράχη πάω από το τεράστιο οροπέδιο της Ταράτσας Ο ήλιος έλουζε την περιοχή. Από ψηλά μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τον πάτο, τα δρώμενα του οροπεδίου. Είδαμε κοπάδια προβάτων να γυροφέρνουν, συσσωρευτές νερού να γυαλίζουν, στάνες και μαντριά μνημεία. Βλέπαμε από ψηλά, από απόσταση, τον ποιμενικό κόσμο του βουνού να συνεχίζει τις εργασίες τους ασταμάτητα. Έχει κόψει το άρμεγμα, είναι γκαστρωμένες οι προβατίνες και ο χειμώνας προ των πυλών.
Όταν ο ήλιος πλάγιασε πίσω απ’ τις ψηλές κορφές, αποσβολωμένοι και γεμάτοι, βρήκαμε το μέρος για τη νύχτα που θα ερχόταν. Στήσαμε το αντίσκηνο, βγάλαμε τα τρόφιμα, να μαγειρέψουμε. Το μενού περιλάμβανε ριζότο με κάρι, - μας έπεσε λίγο - ανοίξαμε και μία κονσέρβα καλαμπόκι ανάκατο με αγγουράκι, πέντε ελιές Αμφίσσης και επειδή δεν χορτάσαμε το αυγατίσαμε με ζυμωτό ψωμί πούχαμε.. Μετά ήρθε η ώρα του τσαγιού, έπεσε η νύχτα για τα καλά τα σκέπασε όλα, ώρα για κουβεντούλα. Την κουβέντα την άρχισε ο Γιώργος με αφορμή τα γεγονότα τα σημερινά, που μας διώξανε απ’ το βουνό: «ρε συ, πούσαι αγοριανίτης και γείτονας με τον καπετάν Διαμαντή, που αισθάνθηκες ακούγοντας ότι κείνα τα χρόνια τον κυνήγαγαν εδώ στη Γκιώνα»; Κατέβασα μια γουλιά τσίπουρο και του απάντησα…

Τάκη Ντάσιου, Φθινόπωρο 1992

Παραπομπές

Άμφισσα η (από τους μεσαιωνικούς χρόνους Σάλωνα) υψομ.180μ. πόλη της Φωκίδας, στην Παρνασσίδα, στη λεκάνη που σχηματίζεται μεταξύ Γκιώνας και Παρνασσού, δήμου Αμφίσσης νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 5.294 κατοίκους, 1940 > 5.466, 1951 > 5.553, 1961 > 6.076, 1971 > 6.605, 1981 > 7.156, 1991 > 7.189, 2001 > 6.946
Καρούτες οι, αι: υψόμ.1.140μ. Οικισμός της Δωρίδος στις πλαγιές των Ορέων του Λιδωρικίου, δήμου Λιδορικίου νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 472 κατοίκους, 1940 > 475, 1951 > 159, 1961 > 125, 1971 > 89, 1981 > 111, 199 > 111, 2001 > 79
Βίνιανη η:υψομ.520μ, οικισμός της Παρνασσίδος μεταξύ του Παρνασσού και της Γκιώνας, δήμου Αμφίσσης νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε (-) κατοίκους…1961 > 265, 1971 > 308, 1981 > 220, 1991 > 183, 2001 > 167
Προσήλιο το (έως 1928 Σιγδίστα), υψόμ.840μ. οικισμός της Παρνασσίδος στις πλαγιές του όρους Γκιώνα, δήμου Αμφίσσης νομού Φωκίδος. Στα 1028 είχε 1.038 κατοίκους, 1940 > 1.138, 1951 > 633, 1061 > 284, 1971 > 91, 1981 > 17, 1993 > 73, 2001 > 155.
Λευκαδίτι το: Υψομ. 640μ., οικισμός της Δωρίδας στις απολήξεις τους όρους Γκιώνα δήμου Λιδορικίου, νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 416 κατοίκους, 1940 > 412, 1951 > 271, 1961 > 246, 1971 > 199, 1981 > 192, 1991 > 231, 2001> 165.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

• Δημητρίου Ν. Δημητρίου (Νικηφόρος)1965: Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης (χρονικό 1940 – 1944), τόμοι Α’ Β΄ Γ΄ Αθήνα
• Αδαμακόπουλου Τ., Χατζηρβασάνη Β., Ματσούκα Π.1986: 1. Τα βουνά της Ρούμελης, οδηγός πεδίου για τα ελληνικά βουνά, εκδ. Τάσος Πιτσιλός, Αθήνα
• Σταμάτη Ι. Σταμάτη1991:Απ’ την Αλβανία στην κατοχή και την αντίσταση 1940 – 46, Αθήνα
• Τσίπηρα Κώστα1992: Στα ελληνικά βουνά οι 50 ωραιότερες πεζοπορικές και οικολογικές διαδρομές, σειρά: πεζοπορία – ορειβασία, εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη
• Ματζώρου Δ. Γεωργίου1994: Ο καπετάν Διαμαντής ο σταυραετός της Ρούμελης (Γιάννης Κομνά Αλεξάνδρου), Αθήνα
• Μανιατέα Ηλία Τεγόπουλου Ιωάννη (Εκδ)2006:Νομός Φωκίδας, Στερεά Ελλάδα, Νο 15, σειρά: Ελλάδα, εκδ. Δομή
• Ματσούκα Πηνελόπη (Επιμ.έκδ.)2009: Γκιώνα, Βαρδούσια, Παρνασσός, σειρά: πράσινος οδηγός, εκδ. Anavasi
• Μανιά Νίκου2009: Στον ασύρματο της Ρούμελης, Αθήνα
• Νέζη Νίκου2010: Tα ελληνικά βουνά γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2 Ηπειρωτική Ελλά (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη) εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης – Κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
• Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα-Σταματελάτου Φωτεινή2012: «Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδας», τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄ ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, για αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικό Οργανισμός Λαμπράκη
• Γαλάνη Λάμπρου(Επιμ.): «στην καρδιά της Ρούμελης», σειρά: Ταξιδιωτικού οδηγοί, τεύχος 8, με την ΗΜΕΡΗΣΙΑ
• Γαλάνη Λάμπρου(Επιμ.): «Γκιώνα η αρχόντισσα της Ρούμελης», σειρά: Περιηγήσεις, τεύχος 66, με την ΗΜΕΡΗΣΙΑ
• Πεζοπορικός χάρτης2019: Γκιώνα, Βαρδούσια, κλίμακας 1: 25.000 Topo, 2.31 εκδ.Anavasiπηγή: 

Αναρτήθηκε από Bertsias kostas στις 5:33 μ.μ.
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Σχόλια ανάρτησης (Atom)

Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Αρχειοθήκη ιστολογίου

  • ►  2025 (146)
    • ►  Νοεμβρίου (13)
    • ►  Οκτωβρίου (9)
    • ►  Σεπτεμβρίου (10)
    • ►  Αυγούστου (21)
    • ►  Ιουλίου (16)
    • ►  Ιουνίου (13)
    • ►  Μαΐου (10)
    • ►  Απριλίου (12)
    • ►  Μαρτίου (15)
    • ►  Φεβρουαρίου (12)
    • ►  Ιανουαρίου (15)
  • ►  2024 (129)
    • ►  Δεκεμβρίου (11)
    • ►  Νοεμβρίου (9)
    • ►  Οκτωβρίου (12)
    • ►  Σεπτεμβρίου (11)
    • ►  Αυγούστου (11)
    • ►  Ιουλίου (13)
    • ►  Ιουνίου (7)
    • ►  Μαΐου (12)
    • ►  Απριλίου (8)
    • ►  Μαρτίου (10)
    • ►  Φεβρουαρίου (12)
    • ►  Ιανουαρίου (13)
  • ▼  2023 (149)
    • ►  Δεκεμβρίου (9)
    • ►  Νοεμβρίου (10)
    • ►  Οκτωβρίου (13)
    • ►  Σεπτεμβρίου (8)
    • ▼  Αυγούστου (17)
      • Ορεινογραφίες: Στο Μακρυλάκο της Γκιώνας… «μας διώ...
      • Από το θαμμένο Βελούχι..
      • Αγία Μονή αφιερωμένη στην Παναγία, γιόρταζε στις 2...
      • Σπύρος
      • Βασίλης Καραγιάννης
      • Άποψη του χωριού από Στόχοβα
      • Κοίμηση Θεοτόκου
      • Θεμιστοκλής Δημητρακόπουλος και η παρέα του
      • Στης Σωτήρως το μνήμα το πάλαι ποτέ!
      • Νυχτερινές θεάσεις με φόντο την λίμνη του Μόρνου
      • Δωρική τοπιογραφία!
      • Μεταμόρφωση του Σωτήρος
      • Χαλαρά!!
      • Οι τεντιμπόηδες του κάμπου! (Διήγημα από το βιβλίο...
      • Έκθεση Χ.Στέφου
      • Στις όχθες της λίμνης
      • Βασίλης Κοράκης(της Βασιλοκωστενας)
    • ►  Ιουλίου (12)
    • ►  Ιουνίου (13)
    • ►  Μαΐου (15)
    • ►  Απριλίου (14)
    • ►  Μαρτίου (14)
    • ►  Φεβρουαρίου (12)
    • ►  Ιανουαρίου (12)
  • ►  2022 (139)
    • ►  Δεκεμβρίου (13)
    • ►  Νοεμβρίου (9)
    • ►  Οκτωβρίου (15)
    • ►  Σεπτεμβρίου (9)
    • ►  Αυγούστου (12)
    • ►  Ιουλίου (11)
    • ►  Ιουνίου (11)
    • ►  Μαΐου (12)
    • ►  Απριλίου (9)
    • ►  Μαρτίου (11)
    • ►  Φεβρουαρίου (14)
    • ►  Ιανουαρίου (13)
  • ►  2021 (131)
    • ►  Δεκεμβρίου (17)
    • ►  Νοεμβρίου (11)
    • ►  Οκτωβρίου (10)
    • ►  Σεπτεμβρίου (5)
    • ►  Αυγούστου (8)
    • ►  Ιουλίου (8)
    • ►  Ιουνίου (10)
    • ►  Μαΐου (15)
    • ►  Απριλίου (15)
    • ►  Μαρτίου (18)
    • ►  Φεβρουαρίου (5)
    • ►  Ιανουαρίου (9)
  • ►  2020 (82)
    • ►  Δεκεμβρίου (7)
    • ►  Νοεμβρίου (7)
    • ►  Οκτωβρίου (6)
    • ►  Σεπτεμβρίου (7)
    • ►  Αυγούστου (4)
    • ►  Ιουλίου (8)
    • ►  Ιουνίου (6)
    • ►  Μαΐου (11)
    • ►  Απριλίου (8)
    • ►  Μαρτίου (8)
    • ►  Φεβρουαρίου (5)
    • ►  Ιανουαρίου (5)
  • ►  2019 (100)
    • ►  Δεκεμβρίου (6)
    • ►  Νοεμβρίου (5)
    • ►  Οκτωβρίου (3)
    • ►  Σεπτεμβρίου (8)
    • ►  Αυγούστου (4)
    • ►  Ιουλίου (5)
    • ►  Ιουνίου (9)
    • ►  Μαΐου (10)
    • ►  Απριλίου (9)
    • ►  Μαρτίου (10)
    • ►  Φεβρουαρίου (10)
    • ►  Ιανουαρίου (21)
  • ►  2018 (198)
    • ►  Δεκεμβρίου (8)
    • ►  Νοεμβρίου (16)
    • ►  Οκτωβρίου (14)
    • ►  Σεπτεμβρίου (14)
    • ►  Αυγούστου (40)
    • ►  Ιουλίου (6)
    • ►  Ιουνίου (11)
    • ►  Μαΐου (18)
    • ►  Απριλίου (19)
    • ►  Μαρτίου (11)
    • ►  Φεβρουαρίου (11)
    • ►  Ιανουαρίου (30)
  • ►  2017 (236)
    • ►  Δεκεμβρίου (12)
    • ►  Νοεμβρίου (15)
    • ►  Οκτωβρίου (19)
    • ►  Σεπτεμβρίου (13)
    • ►  Αυγούστου (30)
    • ►  Ιουλίου (10)
    • ►  Ιουνίου (16)
    • ►  Μαΐου (18)
    • ►  Απριλίου (4)
    • ►  Μαρτίου (30)
    • ►  Φεβρουαρίου (28)
    • ►  Ιανουαρίου (41)
  • ►  2016 (280)
    • ►  Δεκεμβρίου (24)
    • ►  Νοεμβρίου (22)
    • ►  Οκτωβρίου (17)
    • ►  Σεπτεμβρίου (15)
    • ►  Αυγούστου (76)
    • ►  Ιουλίου (12)
    • ►  Ιουνίου (25)
    • ►  Μαΐου (22)
    • ►  Απριλίου (12)
    • ►  Μαρτίου (16)
    • ►  Φεβρουαρίου (15)
    • ►  Ιανουαρίου (24)
  • ►  2015 (314)
    • ►  Δεκεμβρίου (13)
    • ►  Νοεμβρίου (12)
    • ►  Οκτωβρίου (26)
    • ►  Σεπτεμβρίου (16)
    • ►  Αυγούστου (63)
    • ►  Ιουλίου (13)
    • ►  Ιουνίου (17)
    • ►  Μαΐου (22)
    • ►  Απριλίου (37)
    • ►  Μαρτίου (39)
    • ►  Φεβρουαρίου (38)
    • ►  Ιανουαρίου (18)
  • ►  2014 (443)
    • ►  Δεκεμβρίου (11)
    • ►  Νοεμβρίου (21)
    • ►  Οκτωβρίου (39)
    • ►  Σεπτεμβρίου (24)
    • ►  Αυγούστου (82)
    • ►  Ιουλίου (67)
    • ►  Ιουνίου (26)
    • ►  Μαΐου (30)
    • ►  Απριλίου (24)
    • ►  Μαρτίου (33)
    • ►  Φεβρουαρίου (28)
    • ►  Ιανουαρίου (58)
  • ►  2013 (373)
    • ►  Δεκεμβρίου (48)
    • ►  Νοεμβρίου (39)
    • ►  Οκτωβρίου (32)
    • ►  Σεπτεμβρίου (48)
    • ►  Αυγούστου (86)
    • ►  Ιουλίου (59)
    • ►  Ιουνίου (61)
  • ►  2012 (32)
    • ►  Νοεμβρίου (3)
    • ►  Σεπτεμβρίου (10)
    • ►  Αυγούστου (19)

ΟΡΕΙΝΟΣ

  • http://orinadervenoxoria.blogspot.com

Δημοφιλείς αναρτήσεις

  • Κόκκινο (Λουτσοβο)
    Κόκκινο Τo δημοτικό διαμέρισμα του Κόκκινου βρίσκεται σε προνομιακή θέση μιας και κτισμένο σε υψόμετρο 700μ σε λόφο προσηλιακό απολάμβ...
  • 1968: ο κόσμος γλεντούσε!
      Χωριό Κόκκινος,  ανήμερα του Αγίου Γεωργίου,παρέα Λουτσοβιωτών σε ξέφρενο γλέντι στου Καραγιάννη το μαγαζί (1968)
  • Το «θαμμένο» Ξενία στη θέση Στενό του Μόρνου
      Φωτο από το βιβλίου του Πάνου: η νερομάννα της Αθήνας. Οδικός Σταθμός Ξενία Μόρνου με 5 κλίνες.  Αρχιτέκτονας: Αικατερίνη Διαλεισμά, Εργολ...
  • 1949: γυναίκες φτιάχνουν την δέση στο Μόρνο.
      Μια σπάνια φωτογραφία του 1949 ή του 1950. Μια ομάδα κατοίκων, κυρίως γυναίκες, από το χωριό Κόκκινος βρίσκονται στις γέφυρες του Στενού (...
  • Στο βυθό της λίμνης Μόρνου
      Αυτό το τοπίο σήμερα είναι θαμμένο από τα νερά της λίμνης του Μόρνου και ήταν τμήμα του Λουτσοβιώτικου κάμπου.Η φωτογραφία είναι τραβηγμέν...
  • (χωρίς τίτλο)
    Μπερτσιάς Σπύρος Γιάννης Κρανιάς Γιώργος Κοράκης 
  • Η γέφυρα του Στενού στον Μόρνο, (στο βυθό της λίμνης)
    1976,  νεαροί φωτογραφίζονται στην γέφυρα του Στενού στον Μόρνο με φόντο το Ξενία (τουριστικό περίπτερο) και τον Λουτσοβιώτικο κάμπο με εμφα...
  • «Θαμμένα» πανηγύρια στον Μόρνο…
      Η φωτογραφία είναι απο το πανηγύρι της  Μεταμόρφωσης  του Σωτήρος στην αρχή της δεκαετίας του 60.  Το εξωκκλήσι ανήκε στο χωριό Κόκκινο κα...
  • Κολύμπι στα κρύα νερά του Μόρνου(1975)
    Η φωτογραφία τραβηγμένη το 1975: νεαροί από το χωριό Κόκκινο κολυμπούν στο Στενό κάτω από τις γέφυρες (τώρα στο βυθό της λίμνης). όπου έχει ...
  • 1971, μαθητές γυμνασίου Λιδωρικίου
     Από αριστερά: Κώστας Κολοκύθας, Γιώργος Φαλίδας και Κώστας Μπερτσιάς.
Θέμα Απλό. Από το Blogger.