Ορεινογραφίες |
Στο Μακρυλάκο της Γκιώνας… «μας διώξανε»!
Μέχρι να φτάσουμε στον κόμβο εικονοστάσι για χ. Καρούτες, νερό δεν βρήκαμε, αλλά γι’ αυτό, που όλη την ώρα μιλάγαμε, πάμε παρακάτω. Έχοντας εμπειρία της έλλειψης νερού από άλλες φορές κατά την διάρκεια «στεγνών» περιόδων στα βουνά, η αναζήτησή του τώρα ήταν απ’ τα πρώτα που είχαμε να σκεφτούμε. Ούτε συζήτηση για ανάβαση στις ψηλές κορφές του βουνού, εάν δεν λύναμε το «θέμα» νερό. Πήραμε το δρόμο γιο το χ. Προσήλιο. Η χαμηλή νέφωση δεν άφηνε περιθώρια ορατότητας προς τα πάνω, ενώ χαμηλά βλέπαμε ακόμη. Περάσαμε «γνωστά» σημεία, από άλλες φορές και παίρναμε νερό. Πήγαμε στην δεξαμενή και στην ποτίστρα, τίποτα. Βγήκαμε στον χωματόδρομο για την τοποθεσία Λεινοκλάδικαι συναντήσαμε ανθρώπους όπου μας επιβεβαίωσαν ότι θα βρίσκαμε νερό. «Συνεχίστε για το χωριό Προσήλιο, μετά τα νταμάρια θα πέσετε πάνω» μας είπαν. Ψάχνοντας το βρήκαμε. Ήταν από πηγούλα, πάνω στην γη που ευτυχώς έτρεχε! Γεμίσαμε ότι είχαμε και δεν είχαμε και τον άνθρωπο που πέρασε για το χωριό τον ρωτήσαμε για την περιοχή, για νερό και άλλα. Μας είπε για το νερό της δεξαμενής που είχαμε «γεμίσει» κάποτε, ότι τώρα είναι ακατάλληλο και έχει σκουλήκια! Θυμηθήκαμε ξανά τα λόγια του φίλου μας του Γιώργου, που τότε μας μίλαγε για το νερό, αλλά δεν δίναμε προσοχή.. Τουλάχιστον, τούτο εδώ της πηγούλας έδειχνε καθαρό. Είπαμε να πάρουμε το δρόμο για τα ψηλά. Πάνω που φεύγαμε είπαμε στον άνθρωπο για την διαδρομή που σκεπτόμασταν. Είπε κάτι αυτός, εγώ δεν τον πρόλαβα να διευκρινίσω, συμπέρανα ότι λέγαμε τα ίδια, - καπάκωσα τα λόγια του – αραδιάσαμε μερικά τοπωνύμια και καταλήξαμε ότι συμφωνούσαμε σε όλα! Σίγουροι ότι πάμε στα σωστά εκεί που θέλαμε να πάμε, πήραμε τον δρόμο για ακόμη ψηλότερα. Η χαμηλή νέφωση και η θολούρα της ατμόσφαιρας δεν μας έλεγαν και πολλά, τώρα ευτυχείς είχαμε φουλάρει από νερό. Πάμε πίσω στον δρόμο για το χ. Καρούτες και στη συνέχεια στο διάσελο Ελατιά. Πάνω στην χαρακτηριστική πινακίδα διαβάζουμε όλες τις τοποθεσίες του βουνού. Να και οι χιλιομετρικές αποστάσεις, να και οι χαράξεις, να και ο κόμβος. Όλα τάχαμε μπροστά μας. Γυρνάμε και ακολουθάμε προς τα μέσα του βουνού, δώστου να τρώμε χιλιόμετρα.. Σε τι αδιέξοδα βρεθήκαμε, σε τι άκρες γκρεμνών, σε τι διαδρομή που κατηφόριζε! Σε όλες «μπήκαμε» και δεν γινόταν τίποτε. Φαντάσου να μην είχαμε ξανάρθει στο βουνό.. Ανηφορίσαμε στο βουνό από τα νότια πια, σε δρόμο μεγάλο και καλοπατημένο. Ψηλώσαμε αλλά στην πρώτη πινακίδα που ήταν δυσκολοδιάβαστη «καταφέραμε» και πήραμε την λάθος πορεία. Έτσι βγήκαμε ψηλά σε πεδίο και γυροφέρναμε σε μια κορφούλα μεταλλείου! Ευτυχώς που σηκώθηκε λίγο η νέφωση και αναγνωρίσαμε τον τόπο. Είχαμε πάλι οδηγηθεί στην περιοχή της Μικρής Γαρδενίτσας! Αφού καταφέραμε να απεγκλωβιστούμε απ’ τον «τυφλό» δρόμο που είχαμε πέσει, είμασταν και τυχεροί που σηκώθηκε η νέφωση και μπορέσαμε να δούμε τον όγκο της κορφής Ντεβρεντές,1.971μ., επιτέλους «φως». Να το ωραίο μονοπάτι που οδηγεί από την Γαρδενίτσα στην Ταράτσα. Επιτέλους καταλάβαμε ότι έπρεπε να γυρίσουμε πίσω! Βγήκαμε εκ νέου στον κόμβο και συνεχίσαμε να ψηλώνουμε κατά τα δυτικά. Επιτέλους φτάσαμε σε αγναντερό σημείο, ανάμεσα στις τοποθεσίες Ταράτσα και Τόκα. Ξανά σε διχάλα δρόμου και ξανά προσπάθειες στην πινακίδα να αποκρυπτογραφήσουμε τι ζητούσαμε. Διαλέξαμε το σωστό δρόμο και οδηγηθήκαμε στο Τρίσιλι. Στην λάκα σταματήσαμε για ανάσα και να μιλήσουμε με τον βοσκό, που αφού μας είδε, «έσπρωξε» το κοπάδι για να μας συναντήσει στο δρόμο. Είπαμε να συνεχίσουμε, χαιρετήσαμε τον άνθρωπο και κάναμε προς τα πάνω. «Υγεία» του ευχηθήκαμε και «καλό χειμώνα» φωνάξαμε και αυτός μας ευχήθηκε «καλό δρόμο». Βλέποντας γύρω, ψηλότερα, το σκηνικό με τις κορφές των 2.000 μέτρων που άλλοτε να κρύβονται και άλλοτε να εμφανίζονται στην χαμηλή νέφωση, αισθάνεσαι να είσαι στο απόλυτο κενό. Μετεωρίζεσαι, σαν κλαδί δένδρου, που το σπρώχνει ο αγέρας των κορφών. Ολούθε στη γη χορταριασμένες πλαγιές, με ξερό χορτάρι, όπου σκόρπιες πέτρες, βραχώματα διακόπτουν.. Ξεκολλήσαμε, ανηφορίσαμε με κατεύθυνση «άγνωστη» πια. Περάσαμε την Στρούγκα της γριάς, όπου συναντήσαμε ερημιά. Στο μαντρί υπήρχαν προβατίνες κλεισμένες μέσα και συνεχίσαμε ψηλότερα. Ένα κοπάδι φάνηκε στην πλαγιά. Συναντήσαμε την επόμενη στάση κοντά σε δεξαμενή. Στα πόδια μας λάκα όμορφη, αλλά ανθρώπινη παρουσία, άφαντη. Είπαμε ότι ήταν αρκετά για σήμερα. Είχαμε βγει στα 2.000 μέτρα και δεν χρειάζονταν κάτι περισσότερο. Ο δρόμος συνέχιζε κι’ άλλο μέσα, αλλά εμείς είπαμε να σταματήσουμε. Γείραμε στην λάκα, ολόγυρα πλαγιές και πέτρα. Το χορτάρι είχε ξεραθεί, είχε μέρες να βρέξει. Ο ξεχωριστός βράχος-τείχος στον μέσο της λάκας χρησίμευε να κόβει τον βοριά όσο γινόταν. Καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα, δυο κομμένα βαρέλια είχαν νερό για τα ζωντανά και ψηλά στον «λαιμό» που περάσαμε, φιγουράριζε η πετρόστητη στάση. Στήσαμε το αντίσκηνο, ρίξαμε κάτι πάνω μας γιατί ο αγέρας ήταν παγωμένος και βγάλαμε τα πράγματα απ’ τα σακίδια. Νάσου και κάνει την εμφάνισή του το κοπάδι, μας περιεργάστηκε και άραξε παραπέρα. Τα σκυλιά αφού γαύγισαν με την παρουσία μας κάμποσο, κουράστηκαν, βρήκαν «σεκόντο» με τα σκυλιά της επόμενης, ψηλότερης στάνης. Ο καιρός δεν βοηθούσε για άραγμα και ρομαντζάδα, να φάμε κάτι πρόχειρο. Εκεί που φανταζόμασταν μαγειρευτά και ευωδιές κάτω απ’ τ’ αστέρια και το φεγγάρι, βρεθήκαμε να έχουμε κολλήσει στον βράχο κι να ζεσταίνουμε τα χέρια μας στην γκαζιέρα έως ότου γίνει το φαγητό. Μέχρι να φάμε, έπεσε και η νύχτα και χωθήκαμε στο αντίσκηνο. Το κρύο αισθητό, μέσα στους υπνόσακους, στην λάκα και ολόγυρα κορφές που τις τύλιγε σύννεφο, κι’ ένα αεράκι που δεν ήξερες εάν θα μας βγει σε καλό. Η νύχτα τα πλακώνει όλα, οι κουβέντες μας λιγοστεύουν μέχρι που σβήνουν, ακόμα και τα σκυλιά κουράστηκαν να γαυγίζουν και σώπασαν και μεις κλείσαμε τα μάτια. Χάραξε και βγήκαμε απ’ το αντίσκηνο, όλα γύρω ήταν παγωμένα. Η χαμηλή νέφωση κρατούσε αλλά προς τα βόρια φάνηκε ένα κομμάτι ουρανού. Φορτωθήκαμε γρήγορα τα σακίδια, μισο-τελειώσαμε με τον καφέ και δυσκολευτήκαμε να απεγκλωβιστούμε απ’ το κοπάδι προβάτων, που μας είχε περικυκλώσει. Πήραμε το μονοπάτι για ψηλότερα. Περάσαμε στον επόμενο «λαιμό», άλλη μια στάνη με πρόβατα, σκυλιά, χωρίς άνθρωπο και συνεχίσαμε. Βγήκαμε στο Μακρυλάκο (όνομα και πράγμα) και πλησιάσαμε την τελευταία στάνη. Ψυχή και εδώ. Όλα τα πράγματα ήταν στην θέση τους, όπως στοιβαγμένα τα ξύλα, στο ξυλοτράπεζο το πιάτο άδειο και το κουτάλι δίπλα. Η κούπα του κρασιού αδειασμένη και το ξυραφάκι δίπλα στον μισοσπασμένο καθρέπτη. Εδώ τέλειωσε και ο χωματόδρομος, απ’ τη μεριά αυτή του βουνού. Ο καιρός ήταν με το μέρος μας και πήραμε αργά – αργά τα πόδια μας για πίσω, επιλέγοντας μια καλλίτερη διαδρομή που πλαγιοκοπώντας μάς έβγαλε στον Μακρυλάκο. Αφήσαμε τη ράχη του Τραγονόρους και ροβολήσαμε προς τον «λαιμό». Κατηφορίσαμε στον άλλο «λαιμό» και μας άρπαξαν στις φωνές οι προβατίνες και τα σκυλιά. Ρίξαμε μια ματιά πίσω μας και η κορφή Τραγονόρος (Πέρδικα) είχε «καθαρίσει». Το απογευματινό φως την έλουζε στο χρυσάφι! Συνεχίσαμε προς την λάκα που είχαμε κατασκηνώσει. Φτάνοντας στο ένα άκρο της λάκας, βλέπουμε στο άλλο άκρο της φορτηγάκι αγροτικό να προβάλλει. «Οι τσοπάνηδες γύρισαν» σκεφθήκαμε. Προηγήθηκαν τα πρόβατα, που οδηγήθηκαν στην δεξαμενή. Κατηφορίσαμε στον πάτο της λάκας που είχαμε αφήσει κάποια πράγματα. Από μακριά είδαμε ανθρώπους να φροντίζουν τα ζωντανά τους και δεν βιαστήκαμε να σμίξουμε. Μελωμένοι από την ανάβαση, με αργές κινήσεις, απολαμβάναμε το βουνό. Πάνω που είχαμε ετοιμαστεί, βλέπουμε το φορτηγάκι να κατηφορίζει προς τη λάκα και σιγά – σιγά να σιμώνει προς το μέρος μας. Συνεχίσαμε με τα τελειώματα και ακούμε μια στιγμή: «γειά σας ρε καλόπαιδα, πώς από δω, τι χαμπάρια, από πού είστε, τί δουλειά κάνετε»; και τέτοια, και συνέχισε: «ελάτε στην στάνη για ένα καφέ, τι νέα από κάτω..». Πρώτος γύρισε ο Γιώργος και χαιρέτησε, χαμογελώντας. Εγώ μάζευα πράγματα. Ξαφνικά, ακούμε: «με βλέπεις εμένα να γελάω»; Αγάλματα. Νόμισα πως άκουσα λάθος ότι δεν ήταν δυνατόν. Γυρίζουμε και οι δυο και βλέπουμε τον άνθρωπο μέσα στο αγροτικό, γύρο στα 40 – 50 χρόνων, όπου έδειχνε θυμωμένος. Τον ρωτάω: «τι έγινε, για ποιο πράγμα μιλάτε»; «Ποιος σας είπε να μείνετε εδώ, πού το βρήκατε, δεν βλέπετε ότι διώξατε τα ζώα μου, πού το βρήκατε να ρθείτε εδώ»; Τρελλάθηκα. «Γιατί, τί έγινε με το μέρος»; τού κάνω. «Αυτό είναι δικό μου, ποιος σούπε ότι μπορείς να έρχεσαι όπου θες»; Κατηφορίσαμε τις πλαγιές, περάσαμε πάλι απ’ τη λάκα Ραϊλή και δεν είδαμε τον τσοπάνο, είδαμε απλώς το κοπάδι του. Ίσως να ήταν μέσα στην στάνη. Δεν σταματήσαμε παρά στην μεσορράχη πάω από το τεράστιο οροπέδιο της Ταράτσας Ο ήλιος έλουζε την περιοχή. Από ψηλά μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τον πάτο, τα δρώμενα του οροπεδίου. Είδαμε κοπάδια προβάτων να γυροφέρνουν, συσσωρευτές νερού να γυαλίζουν, στάνες και μαντριά μνημεία. Βλέπαμε από ψηλά, από απόσταση, τον ποιμενικό κόσμο του βουνού να συνεχίζει τις εργασίες τους ασταμάτητα. Έχει κόψει το άρμεγμα, είναι γκαστρωμένες οι προβατίνες και ο χειμώνας προ των πυλών. Τάκη Ντάσιου, Φθινόπωρο 1992 Παραπομπές Άμφισσα η (από τους μεσαιωνικούς χρόνους Σάλωνα) υψομ.180μ. πόλη της Φωκίδας, στην Παρνασσίδα, στη λεκάνη που σχηματίζεται μεταξύ Γκιώνας και Παρνασσού, δήμου Αμφίσσης νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 5.294 κατοίκους, 1940 > 5.466, 1951 > 5.553, 1961 > 6.076, 1971 > 6.605, 1981 > 7.156, 1991 > 7.189, 2001 > 6.946 Ενδεικτική βιβλιογραφία • Δημητρίου Ν. Δημητρίου (Νικηφόρος)1965: Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης (χρονικό 1940 – 1944), τόμοι Α’ Β΄ Γ΄ Αθήνα |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου