Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.
Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024
Αεροφωτογραφία του 1955
Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024
Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024
Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024
Χάνια Καραπιστόλη
Στο βυθό της λίμνης του Μόρνου εδώ και 45 χρόνια!
Ο μπάρμπα Μήτσος Καραπιστόλης με τον Σπύρο Μπερτσιά, επιστάτη του δασικού φυτωρίου,
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα ζωντανές αναμνήσεις
……«Σπύρο, Σπύρο, έλα δω, έχω ψήσει τον καφέ!», ακού- στηκε η φωνή του Μήτσου του Καραπιστόλη.
«Έρχομαι σε λίγο», ήταν η απάντηση.
«Κάμε γρήγορα, έχουμε και καλή παρέα σήμερα», ήταν η ανταπάντηση του παλιού Χανιτζή.
«Πάμε δίπλα στον μπάρμπα Μήτσο, έχει και κρύο νερό από το πηγάδι, ξεδιψάτε και συνεχίζετε μετά τον δρόμο
Σελ. 97
σας για την Γρανίτσα», μας προέτρεψε ο θείος Σπύρος. Δίπλα στο πηγάδι υπήρχε ένας πλάτανος και εκεί κα- θόταν ο Μήτσος ο Καραπιστόλης, ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος λίγο παραπάνω από τα εβδομήντα μαζί με έναν νέο άντρα περίπου τριάντα χρόνων και έπιναν τον καφέ τους. Ο νέος άντρας ήταν από το Λιδωρίκι, υπάλληλος της Αγροτικής τράπεζας. Τον Κώστα, αυτό ήταν το όνομά του, τον γνωρίζαμε. Κάποια απογεύματα παίζαμε μαζί μπάλα
στο γήπεδο του Γυμνασίου μας στο Λιδωρίκι.
Ο Κώστας είχε μεγάλη αγάπη για την ιστορία του τό- που και είχε αρχίσει να αφηγείται τη μάχη με τους Τούρ- κους, που είχε λάβει χώρα σε αυτά εδώ τα Χάνια. «Τέτοια εποχή, τέλος Ιουλίου, έγινε αυτή η μάχη, ήταν μετά την έξοδο του Μεσολογγίου που οι Τούρκοι, κάνοντας εκκα- θαριστικές επιχειρήσεις σε όλη τη Στερεά, έφτασαν μέ- χρι εδώ όπου χτυπήθηκαν από τους Έλληνες με αρχηγό τον Σκαλτσά. Έγινε μεγάλος χαλασμός, γέμισε το ποτάμι κουφάρια και λαβωμένους», τελείωσε την εξιστόρηση ο
Κώστας.
Πρώτη φορά άκουγα αυτή την ιστορία και εντυπωσιά-
στηκα. Μπορώ να πω πως αυτή η αφήγηση του Κώστα ήταν ο σπόρος που με έκανε να δείξω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία, το οποίο εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου σε μια αγαπημένη μου ενασχόληση. Μου έκανε επί- σης εντύπωση που ο Κώστας ρωτούσε τον μπάρμπα Μή- τσο αν την έχει ακούσει ξανά αυτή την ιστορία. Προφανώς ήθελε να μάθει κάτι παραπάνω ή να επιβεβαιώσει αυτά που είχε διαβάσει. Σε αυτή τη συζήτηση άκουσα ότι το Χάνι ήταν στα παλιά χρόνια γνωστό ως «του Σκορδά το Χάνι».
«Παιδιά, σας έφερα ένα λουκουμάκι, κατεβάστε με το μαγκάνι το χαρανί και βγάλτε κρύο νεράκι να ξεδιψάσετε, δύσκολη η μέρα σήμερα, πολλά χρόνια έχει να κάνει τέτοια ζέστη», ήταν η κυρά Γιαννούλα η γυναίκα του μπάρμπα
Σελ. 98
Μήτσου που ήρθε να μας φιλέψει.
Το νερό αυτού του πηγαδιού ήταν τόσο κρύο που νόμιζες
ότι υπήρχε πάγος κάτω στον πάτο, στα περίπου οχτώ μέ- τρα, που έψυχε το νερό……
Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024
Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024
Απ’ τη Σκούφια Βαρδουσίων πέσαμε στα Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια…
Είχαμε βγει με το 2CV από την Μουσουνίτσα (1) στο διάσελο του Σταυρού, το αφήσαμε εκεί να ξεκουραστεί και το κόψαμε με το πόδι για τα ψηλά. Βλέπεις ήταν καλοκαιράκι ακόμη. Κόντευε μεσημέρι, όταν περάσαμε τα καταφύγια και φτάσαμε στη ράχη Μετερίζια. Βαδίζαμε σ’ ένα χωματόδρομο βαριεστημένα, -είμασταν από ταξίδι, βαρούσε και ο ήλιος- και περπατούσαμε σε απόσταση ο ένας από τον άλλον. Δεν είμασταν «τσακωμένοι», τα βασικά καθημερινά θέματά μας τα είχαμε λύσει νωρίτερα στο δρόμο και έτσι μιλούσαμε, όταν μιλούσαμε, φωνάζοντας ο ένας στον άλλο από απόσταση, όταν θέλαμε να στρίψουμε! Ένας δρομίσκος οδηγούσε και τον ακολουθούσαμε και σαν έκοβε δρόμο ο προπορευόμενος, φώναζε ο δεύτερος! ![]() Κοιτάζοντας την απότομη κορφή της Σκούφιας, υψ.2.240μ. Βγήκαμε στα μετερίζια, ύψος κάτι πιο πάνω από 2.000 μέτρα και ακολουθήσαμε από την κόψη των Μετεριζιών τώρα, κοντά – κοντά ο ένας με τον άλλο και το σκοινί σε πρώτη ζήτηση. Περάσαμε την απότομη πλαγιά κάνοντας κάνα δίωρο μέχρι την κορφή, που το χαρήκαμε. Πιο πολύ μας τράβηξαν την προσοχή μας οι διπλανές Σούφλες, μέχρι να βγούμε στην Σκούφια. Εντυπωσιακές, λόγω της άρνησής τους «να μπουν σε μια ευθεία». Την πρώτη κορφή που αγγίξαμε, Σκούφια, υψ.2.240μ. ήταν όμορφη, αλλά δεν χαλαρώσαμε! Το φως της ημέρας είχε πέσει και χωρίς πολλά – πολλά από μέρους μας, είπαμε να ξεκολλήσουμε απ’ τα ψηλώματα και να πέσουμε χαμηλά. Τα χαμηλά ήταν τα Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια που τα βλέπαμε και τα λαχταρούσαμε από ώρα. ![]() ..Να αναμετρηθούμε με την απότομη κορφή Από τον λαιμό της διχάλας, αφού κοντοσταθήκαμε και σιωπηλά συμφωνήσαμε ότι η Σκούφια μας ζόρισε, πέσαμε στις σάρες, όπου η κλίση ήταν αρκετή. Έπρεπε να βιάσουμε τα πόδια μας εάν θέλαμε να βρούμε ένα μέρος για κατασκήνωση. Δικαιολογία, όλος ο τόπος είναι ιδανικός! Συνεχίσαμε την κάθοδό μας με προσοχή, γιατί το πεδίο δεν άφησε περιθώρια χαλαρώματος. Κατεβήκαμε σχετικά γρήγορα και σε λίγο πέσαμε στις στάνες στην τοποθεσία Πάνω Ραϊλή, οι οποίες ήταν έρημες. Εδώ δεν είχαν ανέβει για φέτος οι τσοπάνηδες. Φάνηκε από τον χωμάτινο διάδρομο, που είχε ανοιχτεί, αλλά δεν είχε περάσει αγροτικό. Στάση για μια ανάσα και να θαυμάσουμε αυτά τα λιτά κτίσματα και σημαδέψαμε τις στάνες στο Κάτω Ραϊλή, που ήταν χαμηλότερα στον πάτο της λεκάνης, που στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της ΕΟΚ είχαν γίνει σύγχρονες πια. Δρόμος οδηγούσε εκεί και το προκατασκευασμένο σπιτάκι (τσοπαναραίων) να ξεχωρίζει στο λιγοστό φως. Τα σκυλιά μας υποδέχτηκαν, κουδούνια προβάτων ακούγονταν και σφυρίγματα ανθρώπου, αλλά άνθρωπο δεν βλέπαμε πουθενά. Ξεδιψάσαμε απ’ το νερό του ρυακιού (Καρυώτικο ρέμα) και κολλήσαμε στην απέναντι πλευρά της λεκάνης, σμίγοντας με το κοπάδι. ![]() Η κορφή Σκούφια με τις Σούφλες.. Χαιρετηθήκαμε ζεστά, γιατί είχαμε τόσα χρόνια αναπτύξει σχέση μαζί τους. Βλέπεις είναι μετακινούμενοι Σαρακατσαναίοι, και βγαίνουν κάθε άνοιξη στις στάνες των Μουσουνιτσιώτικων λιβαδιών. Είπαμε τα νέα μας και ξανασυστηθήκαμε. Αναφέραμε την ερήμωση της στάνης στο Πάνω Ραϊλή και μας απάντησε ότι χρησιμοποιείται μαζί με την στάνη του Κάτω Ραϊλή. Γνωστοί, όσο μπορεί να είμαστε, εδώ, στα Βαρδούσια, είχαμε ξαναβγεί και σμίξει με τους ανθρώπους. Και αυτοί μας θυμόντουσαν.. Μαζί του το εγγόνι, παιδί του γιού του, που το είχε για συντροφιά. Γελάσαμε λέγοντας κουβέντες στο πόδι, γιατί το κοπάδι προχωρούσε και ο άνθρωπος είχε δουλειά. Αρνηθήκαμε ευγενικά στην επιμονή του «ελάτε στο κονάκι», μιας και η ώρα ήταν περασμένη και είχαμε δρόμο στο άγνωστο!. Απλώς δεν θέλαμε να φορτωθούμε στον άνθρωπο, θα βρίσκαμε κάτι παράμερα στο βουνό, ένα μέρος αγναντερό να στήσουμε την κατασκήνωση και να απολαύσουμε την νύχτα που έπεφτε. «Σας είδα από νωρίτερα» έκανε ο μπάρμπα Γιώργος «καθώς ανεβαίνατε από τα Μετερίζια. Σας έβλεπα και όση ώρα κολλούσατε ψηλότερα στην ράχη, μετά σας έχασα..» «εεε..» «Ωρέ βγήκατε επάνω! Ε, αφού δεν νυχτώσατε πάνω εκεί πάλι καλά». «..» «και πέσατε απ’ εκεί κάτω ε!» «ναι είπαμε να γυρίσουμε απ’ εδώ» «ορέ μπράβο, αφού είχατε τέτοια όρεξη.. Προ καιρού έπεσε ένας τράγος από εκεί ψηλά και πάει. Ξέρεις τί τόπος είναι. Μέχρι να φτάσει κάτω έγινε λάσπη!! Μόνον το τροκάνι (κουδούνι) του βρήκαμε στον πάτο και το έχουμε κρεμασμένο στο μαντρί μπροστά». «Το είδαμε..» «το είδατε; Αυτό ήταν δεν έμεινε τίποτα άλλο..».. «Έχει κάμποσο ύψος» έκανε ο Γιώργος, «θάναι καμιά 300αριά μέτρα.». «Ορέ τι τρακόσια μέτρα, πες 500 μέτρα τουλάχιστον, σου κόβεται η ανάσα»! ![]() Ποιμενικές στάνες στο Πάνω Ραϊλή Ο μπάρμπα Γιώργος, σαν μας είδε να παίρνουμε τον δρόμο, μας φώναξε να κολλήσουμε «ευθεία μπροστά. Είναι μακρύς ο δρόμος από γύρα.. Τραβάτε ευθεία επάνω θα βγείτε γρήγορα». Το κάναμε, μόνο που στο τέλος μιας τόσο φορτωμένης ημέρας, δεν ξέρεις εάν οι δυνάμεις σου έχουν ξεπεράσει τα όρια ή ότι δεν έχεις άλλη επιλογή. Θέλεις η κούραση, θες η νύχτα που πέφτει μαγικά, το κεφάλι βουίζει, τα μάτια βλέπουν αστεράκια στη γη, τα αυτιά έχουν βουλώσει και παρακαλάς τα πόδια να σηκωθούν για άλλη μια φορά να ψηλώσουν. Να τόσο δα ίσα να μικρύνουν την απόσταση από το τέλος – αυτό το ορίζουμε εμείς – τούτης της ημέρας. Αύριο πάλι θα είναι μια καινούργια μέρα.. ![]() .. την άλλη μέρα κατασκηνωμένοι, απέναντι απ’ την Σκούφια να μας λούζει το φως… Περπατάς νύχτα στα αστέρια, στα ψηλώματα των Βαρδουσίων και δεν έχεις «χώρο» να χωρέσεις τις κουβέντες του τόπου. Τις αφήνεις και αυτές μένουν μετέωρες, όπως αυτές του μπάρμπα Γιώργη για τον τράγο, που έπεσε από ψηλά. Τι να θυμηθείς και που να σταματήσεις, ενώ συνεχίζεις να αγκομαχάς ανηφορίζοντας; Όλα είναι πρωτόγνωρα, όλα φαντάζουν μαγικά μέσα στο κεφάλι μου και γύρω. Όλα όμως θέλουν το χρόνο τους.. Τάκη Ντάσιου, Καλοκαίρι 1990 Παραπομπές Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια Ενδεικτική βιβλιογραφία πηγη: https://oreinografies.wordpress.com/ |
Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024
Στο βυθό της λίμνης του Μόρνου.
Στην θέση Τσαμπάδες στον Λουτσοβιώτικο κάμπο, ( τώρα θαμμένος στα νερά την λίμνης του Μόρνου), η οικογένεια του Δημήτρη Καραδήμα είχε το πτηνοτροφείο και δίπλα υπήρχε η κατοικία της οικογένειας.
Η φωτό είναι του 1972, διακρίνεται η Παναγιώτα Καραδήμα και τρία παιδιά της.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ. Μπερτσιά : θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις.
………Δίπλα στο πτηνοτροφείο ο Μήτσος είχε χτίσει έναν μι- κρό οικίσκο όπου στέγαζε την οικογένειά του. Παραδίπλα ήταν το κατάλυμα της οικογένειας του Γιώργου του αγρο- φύλακα, τους χώριζε το κανάλι που μετέφερε το νερό του Μόρνου προς τα τελευταία αγροκτήματα της κοιλάδας. Ακριβώς απέναντι, στα δεξιά του δρόμου προς την πλευρά του λόφου, ο Γιάννης είχε χτίσει μια αγροτική αποθήκη που τα καλοκαίρια τη χρησιμοποιούσε για να μένει με την οι- κογένειά του. Περίπου είκοσι νοματαίοι ξεκαλοκαίριαζαν σε αυτό τον μικρό οικισμό.
Όταν τον συναντήσαμε είχε ήδη φορτώσει το γερμανικό τρίκυκλό του –ένα Zundapp μοντέλο 561 του 1965, αν θυ- μάμαι καλά–, με αυγά ντανιασμένα στις αυγοθήκες, προ- σεκτικά δεμένες στην μικρή καρότσα, και ήταν έτοιμος να φύγει.
Μας χαιρέτισε και μας ρώτησε αν είναι αλήθεια ότι φεύ- γουμε για Αθήνα. Του απάντησα ότι φεύγουμε μεθαύριο.
Έδειχνε στενοχωρημένος...
«Ένας-ένας θα φεύγει, αχ αυτή η λίμνη, μουρμούρι- σε...»
«Και συ έκανες έξοδα, δεν πάνε πέντε χρόνια που έφτια- ξες το πτηνοτροφείο, δεν είχες ακούσει ότι θα γίνει η λί- μνη;», τον ρωτά ο Νίκος.
«Κάτι ακουγόταν, αλλά τίποτα επίσημο, εδώ και η Αγροτική Τράπεζα μου έδωσε ένα μικρό δάνειο, τι να πού- με τώρα... δεν ξέρω τι να κάνω, ελπίζω να περάσουν κά-
152 σελιδα
ποια χρόνια μέχρι να φτιαχτεί αυτή η ρημάδα η λίμνη.» «Γεια σας παιδιά», ακούστηκε η φωνή της κυρά Πανα- γιώτας, που έβγαινε από το μικρό σπιτάκι μαζί με τα τρία πιτσιρίκια, «ελάτε να σας κεράσω ένα λουκούμι, τα έφερε
χθες ο Μήτσος από το Λιδωρίκι.»
Πριν προλάβαμε να απαντήσουμε μπήκε ξανά στο σπίτι
και εμφανίστηκε σε λίγο μ’ ένα κουτί λουκούμια. «Εδώ έχουμε και κρύο νερό, αυτό το παγούρι που είναι τυλιγμένο με αφρολέξ μας έσωσε. Κρατά το νερό κρύο ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, πού το βρήκε ο Μήτσος δεν ξέρω. Όλο καινούργια πράγματα φέρνει...»
Πήραμε με χαρά το λουκούμι, το κόκκινο το κλασικό, το μεγάλο, με γεύση τριαντάφυλλου και με κομμάτια αμυ- γδάλου, ακόμη το θυμάμαι, ήπιαμε το κρύο νεράκι και συ- νεχίσαμε το δρόμο μας.
Γυρνώντας βλέπω την Παναγιώτα με τα παιδιά να είναι στημένα σαν να μας αποχαιρετούν και αυθόρμητα κατε- βάζω την μηχανή και τους φωτογραφίζω.
«Μια φωτογραφία για ενθύμιο τους λέω», και συνεχί- ζουμε την πορεία μας προς την Αγία Μονή, που δεν ήταν πλέον μακριά………
Στο βάθος δεξιά του δρόμου, στον μικρό λόφο, ήταν κτισμένη η Αγία Μονή
Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024
Μια φωτο του 1972 από τον «βυθό» του Μόρνου..
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από την θέση τεμπελέικα στον Λουτσοβιώτικο κάμπο κοντά στις όχθες του Μόρνου .
Διακρίνεται αμιδρά, στο κέντρο δεξιά, το αγροτόσπιτο της οικογένειας του Γιώργου Ανέστου (Κασσιμέρης). Επίσης φαίνονται και οι καλύβες του Καλμαντή και του Καραγκούνη και ο αμαξιτός δρόμος Λιδωρικίου-Ναυπάκτου στην θέση τραγατσούλα που ήταν και τα αλώνια του Τσουμπροκώστα.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις
……Μόλις περάσαμε την γέφυρα του Κερασορέματος ή της «Κφάλας», όπως ήταν πιο γνωστή με την ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά, πέφτουμε πάνω στον παλιό αγροφύλακα, τον Γιώργο τον Ανέστο, πιο γνωστό ως Κασιμέρη, που με το άλογό του ερχόταν από το μονοπάτι δίπλα στο ρέμα.
Ήταν και αυτός και η πολυμελής οικογένειά του μόνιμοι κάτοικοι του εξωχώριου διάσπαρτου οικισμού μας. Το σπίτι του, ορατό από τη θέση που ήμασταν, απείχε πεντακόσια περίπου μέτρα από τον κεντρικό δρόμο. Ήταν σχεδόν απέναντι από το σπίτι του Τσουπροκώστα, στην άλλη όχθη του ρέματος αλλά ψηλότερα, στο ξέφωτο μιας πλαγιάς κατάφυτης με κουμαριές, πουρνάρια και βελανιδιές.
Σ’ αυτό το πανέμορφο ξέφωτο είχε χτίσει εδώ και δεκαετίες το σπίτι του, έχοντας πανοραμική θέα σ’ ένα μεγάλο μέρος του κάμπου. Λίγο πιο πάνω, στην ίδια πλαγιά, σε ένα μικρότερο ξέφωτο, είχε σπίτι ο αδελφός του ο Χρήστος, γνωστός με το παρατσούκλι Τσάκης. Ο Χρήστος συμπεριλαμβανόταν στους μόνιμους κατοίκους του κάμπου και ζούσε εκεί με τη γυναίκα και την ψυχοκόρη του. Ήταν κτηνοτρόφος, με μεγάλο κοπάδι κατσικιών και, αν θυμάμαι καλά, από τους ελάχιστους που έφτιαχνε βούτυρο από το γάλα των κατσικιών του με την παραδοσιακή καράμπα.Αγναντεύοντας τα τρία σπίτια δεν μπορούσες να μη σκεφτείς ποσό σοφά οι παλιοί άνθρωποι επέλεγαν τον τόπο διαμονής τους. Έχτιζαν στα κατάλληλα μέρη με καλό προσανατολισμό, φυσική προστασία για τις άσχημες καιρικές συνθήκες και ανοιχτό ορίζοντα. Αυτό ίσχυε για όλα τα σπίτια, ακόμη και για τις πρόχειρες αποθήκες και άλλα χρηστικά παραπήγματα που είχαν από χρόνια χτιστεί εδώ κι εκεί σ’ αυτή τη μικρή κοιλάδα……..
Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024
Θαμμένα αγροτόσπιτα
Στο βυθό της λίμνης του Μόρνου βρίσκεται από το 1977 το αγροτόσπιτο της οικογένειας του Κ. Κολοκυθά (Τσουπροκώστα), στον Λουτσοβιώτικο κάμπο στην θέση κφάλα.
Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024
Χθες έφυγε από κοντά μας,ή Καραδημα Γεωργία συζ.του Λεωνίδα. Ή κηδεία της θα γίνει την Τετάρτη 10-1-2024 στον χωριό. Ήταν πολύ καλή φιλησυχος άνθρωπος ,πάντα με το χαμόγελο και έναν καλό λόγο για όλους μας. Αγαπητή από όλους τους Χωριανους. Ή οικογένεια θα βάλει λεωφορείο, όσοι επιθυμούν να μεταβούν με το Λεωφορείο, να επικοινωνήσουν με την κόρη της Μαίρη στο τηλ.6978281042 για περισσότερες πληροφορίες. Εκ μέρους του Συλλόγου εκφράζουμε τα θερμά μας Συλλυπητήρια στην οικογένεια της.Αιωνια η μνήμη της και ας είναι ελαφρύ το χώμα πού θα την σκεπάσει.
Θανασης Φλώρος
Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων
Ένας ακόμη χωριανός μας εγκατέλειψε στο τέλος του 2023 τον μάταιο τούτο κόσμο..
Ο αγαπητός σε όλους μας Βασίλης ο Κοράκης, (της βασιλοκώσταινας όπως ήταν πιο γνωστός), στα 98 του, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Ο Βασιλης, ίσως ο πιο φιλήσυχος και άκακος άνθρωπος που έζησε στο χωριό μας, μετακόμισε μετά τον θάνατο της μάνας του εδώ και πολλά χρόνια στην Αθήνα. Τα καλοκαίρια πάντα ανέβαινε στο χωριό το οποίο υπεραγαπούσε.. Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στο νεκροταφείο του χωριού το περασμένο Σάββατο.
Καλό ταξίδι Βασίλη, θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη!
Λαχανόκηπος το 1972
Λαχανόκηπος το 1972 στον κάμπο του Κόκκινου, βυθισμένος τώρα στα νερά της λίμνης.Η εικονιζόμενη είναι η Ευθυμία Γ.Μπερτσιά.