Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

ΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΤΡΙΣΤΕΝΟΥ (από τον Βασίλειο Κ. Νικολέτο)

Ο τίτλος παραπέμπει σε μυθιστόρημα, αλλά εδώ δεν πρόκειται περί μυθιστορήματος, αλλά για πραγματική ιστορία. 

Το 1905 το ελληνικό κράτος αποφάσισε και έκανε ένα έργο υποδομής στην ορεινή Δωρίδα. Την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα η Ελλάδα δεν είχε πόλεμο και όταν τα κράτη και οι κοινωνίες είναι σε ειρήνη δημιουργούν καλά έργα. 

Ένα από αυτά τα έργα ήταν και το σιδερένιο γεφύρι που κατασκευάστηκε στον «Κόκκινο» ποταμό. Το έργο αυτό ήταν και ωφέλιμο και απαραίτητο την εποχή που έγινε και τούτο γιατί εξυπηρετούσε οκτώ χωριά με συνολικό πληθυσμό τεσσάρων χιλιάδων κατοίκων.  

Τότε το ποτάμι κατέβαζε πολύ νερό γιατί έπεφτε πολύ χιόνι. Τα Βαρδούσια εννέα μήνες τον χρόνο ήταν χιονισμένα. Το περισσότερο νερό το κατέβαζε την Άνοιξη που λιώνανε τα χιόνια. Στο λιώσιμο του χιονιού και στη δυνατή βροχή το νερό ήταν κόκκινο από το χώμα που παρέσυρε από τα «κόκκινα χωράφια». Γι’ αυτό άλλωστε ονομάστηκε «κόκκινος» ποταμός. 

Το γεφύρι κατασκευάστηκε στα σύνορα των χωριών Διχωρίου, Τριστένου και Υψηλού Χωριού. Ήταν και είναι το στενότερο σημείο του «Κόκκινου» κοντά στη συμβολή του ποταμού με το «Νουτσομπρόρεμα». Εκτός των τριών αυτών χωριών εξυπηρετούσε τους κατοίκους και άλλων χωριών όπως της Αρτοτίνας και της Γραμμένης Οξυάς στο δρόμο προς και από το Λιδωρίκι. 

Για να στηριχθεί το γεφύρι κτίστηκαν πρώτα τα «ποδαρικά» με πέτρες ένθεν και ένθεν του ποταμού. Για να χτιστούν οι πέτρες χρειάζονταν άμμο και ασβέστη. Η άμμος υπήρχε στο ποτάμι, όπως και οι πέτρες. Για την παραγωγή ασβέστη κατασκευάστηκε καμίνι. Εκεί ρίχνανε γερές πέτρες και τις κάνανε σκόνη-ασβέστη. Έτσι όλα τα υλικά ήταν επί τόπου για να φτιάξουν τα πόδια πάνω στα οποία στηρίξανε το γεφύρι. 

Όπως είπαμε το γεφύρι ήταν σιδερένιο, πού βρήκανε όμως τόσο μεγάλα σίδερα; Τα σίδερα τα έφεραν από τον Πειραιά. Με καΐκι μέχρι την Ερατεινή και από εκεί μέχρι το σημείο κατασκευής με καμήλες, ποτάμι-ποτάμι. Τα σίδερα ήρθαν προσχεδιασμένα σε καμπύλη. Τα στηρίξανε και τα βιδώσανε πάνω στις δύο πέτρινες βάσεις. Έτσι έγινε ο σκελετός. Ο δρόμος πάνω στη βάση του σκελετού, δηλαδή το πάτωμα, ήταν ξύλινος, ήταν βιδωμένα στα σίδερα χοντρά σανίδια. Οι εργασίες διήρκησαν έξι περίπου μήνες και εκτός από τον μηχανικό και τους σιδεράδες, τα άλλα μαστόρια και οι εργάτες ήταν από τα γύρω χωριά, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου, που τότε ήταν είκοσι χρονών. 

Ήταν εργάτης στο καμίνι γι’ αυτό το ξαναλειτούργησε ο ίδιος τη δεκαετία του 1930, παράγοντας ασβέστη για τα γύρω χωριά. Κατά κόρον χρησιμοποίησαν το γεφύρι αυτό οι Τριστενιώτες τσοπάνηδες Ιωάννης Κούτρας και Βασίλης Λιάπης που έφτιαξαν τα χειμερινά τους μαντριά στο Λόγγο κοντά στο γεφύρι. Το εν λόγω γεφύρι χρησιμοποιήθηκε πάνω από πενήντα χρόνια. Μετά άρχισε η φθορά του ξύλινου πατώματος και σήμερα έχει μείνει ο σιδερένιος σκελετός. Εκπλήρωσε το σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε, αλλά πρέπει να συντηρηθεί και να διατηρηθεί ως μνημείο ζωής των ορεινών χωριών.  

   


       Βασίλειος Κ. Νικολέτος


Πηγή : Tristeno.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου