Απόσπασμα από την συνέντευξη του στην lifo
Γεννήθηκα στη Λαμία. Η καταγωγή μου είναι από το ευρύτερο ρουμελιώτικο γεωγραφικό φάσμα: η μητέρα μου ήταν από την Αταλάντη, ο παππούς από τον Δομοκό, ο προπάππους από την Υπάτη. Ο πατέρας μου, Χρήστος, ήταν φιλόλογος.
Είχε πάει εξορία τα χρόνια του Εμφυλίου και στη συνέχεια, για να μας συντηρήσει, παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα κρυπτόμενος στην Αθήνα. Επανήλθε στο σχολείο με τα μέτρα επιεικείας του Πλαστήρα κι έγινε το 1951 γυμνασιάρχης στην Καλαμπάκα. Εμείς, η μάνα μου και τα δυο μου αδέλφια (ο ένας είναι αρχιτέκτων και ο άλλος φυσικός), μείναμε στη Λαμία, όπου και τελείωσα το γυμνάσιο.
Περάσαμε πολύ δύσκολα τα χρόνια του Εμφυλίου. Το σχολείο μου το είχαν επιτάξει και είχαν μετατρέψει σε τάξη το οστεοφυλάκιο. Όταν πρωτοπήγα και είδα το μακάβριο θέαμα, είπα της μάνας μου ότι σχολείο δεν ξαναπάω. Και τότε με πήρε και με πήγε στο μοναδικό ιδιωτικό που είχε η Λαμία (μόνο δημοτικό), τη Σχολή
• Ο Θανάσης Παπαρούπας μου έμαθε τα γράμματα, όσα ξέρω ακόμα. Έμπαινε στην τάξη το πρωί, εν μέσω Εμφυλίου, άνοιγε τα «Νέα» και μας έλεγε: «Για να δούμε τι γράφει σήμερα ο Ψαθάς» ή «για να δούμε τι γράφει ο Παλαιολόγος». Με χρονογράφημα ξεκίναγε η μέρα μας. Αυτός ο μέγας δάσκαλος, της γλώσσας πάνω απ' όλα, στην Έκτη Δημοτικού μας είπε: «Όποιοι θέλετε το Σάββατο (που τελειώναμε στις 12 το μεσημέρι), μετά το φαγητό, στις 3 μ.μ., να έρχεστε στο σχολείο με την πένα, το μελανοδοχείο και το στυπόχαρτο. Στην Α2 θα έχω αφήσει κόλλες πάνω στην έδρα και θα σας έχω γράψει στον πίνακα 10 θέματα, να διαλέξετε και να γράψετε όποιο θέλετε».
Ε, σας πληροφορώ ότι από τους 60 μαθητές, οι 55 πηγαίναμε. Ο δε Παπαρούπας, απ' όλον αυτό τον όγκο κειμένων που συγκεντρώθηκαν από τον Οκτώβρη μέχρι το Πάσχα, επέλεξε 100 κι όταν το καλοκαίρι πήγαμε να πάρουμε τα χαρτιά μας, μας τα έδωσε σε τόμο τυπωμένο στον Πεχλιβανίδη στην Αθήνα (εκδότη τότε των Κλασικών Εικονογραφημένων)! Σ' εκείνη τη συλλογή, που είχε τίτλο Τ' Αγρολούλουδα, εγώ είχα τη μερίδα του λέοντος: από τις 100 εκθέσεις, οι 12 ήταν δικές μου. Με τέτοιους ανθρώπους μεγάλωσα και σ' αυτούς οφείλω τα πάντα.
• Βρήκα μια μεγάλη βιβλιοθήκη, φιλολογική και μαρξιστική, από τον πατέρα μου – αυτή ήταν η μεγάλη μου περιουσία. Ήταν σπουδαίος φιλόλογος, και δεν το λέω εγώ, το λένε οι μαθητές του. Τουλάχιστον 18 έγιναν στην πορεία καθηγητές στο πανεπιστήμιο. Να σκεφτείς ότι στην κηδεία του αιφνιδιαστικά ζήτησε να πάρει τον λόγο ο τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Τώρα πια έχω κρατήσει μόνο τα απαραίτητα βιβλία. Τη βιβλιοθήκη μου, 9.000 βιβλία, τη δώρισα στην Αταλάντη, τον τόπο της μάνας μου. Δεν μπαίνω καν στο Ίντερνετ – και εξακολουθώ να γράφω στο χέρι.
και στιχουργός ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (Κ. Χ. Μύρης) (1937-2024)
Και ποιος δεν έχει σιγοτραγουδήσει το πιο κάτω τραγούδι -στίχοι του Κ Γεωργοσόπουλου-
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί
με τα μακεδονίτικα πουλιά και τ’ αρμενάκια
που ελοξοδρόμησαν και χάσανε την Μπαρμπαριά
Πότε παραμονεύοντας τον πόρφυρα
το μαύρο ψάρι έρχεται φεύγει
μικραίνουν οι κύκλοι του
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Μεγάλωσαν τα γένια μας η ψυχή μας αλλιώτεψε
αγριεμένο το σκυλί γαβγίζει τη φωνή του
βοήθα καλέ μου μη φαγωθούμε μεταξύ μας
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Ώρες ώρες μερεύουμε με τη χορδή της λύρας
δεμένος πισθάγκωνα στο μεσιανό κατάρτι
ο Χιώτης ο τυφλός τραγουδιστής βραχνός προφήτης
μασώντας τη μαστίχα του παινεύει την Ελένη
κι άλλοτε τη Τζαβέλαινα τραβάει στο χορό
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου