Πηγή: oreinografies.gr
Ορεινογραφίες
Άνθρωποι και βουνά, βουνά και άνθρωποι
Γενική όψη των Βαρδουσίων από τα ΝΔ.
Κατηφορίζουμε στην πλατεία του χωριού με το μαγαζάκι, που χρόνια πίσω, από την πολλή χαρά και περισσότερο από πιόμα για την ανάβασή μας σε κάποια κορφή των Βαρδουσίων, καταφέραμε να σπάσουμε-κατεβάσουμε την τζαμαρία του!, – ας είναι καλά η ψυχή του Λουκά εκεί που βρίσκεται – ενώ η εκκλησία της Αρτοτίνας (1) μεγαλόπρεπα συναγωνίζεται σε ύψος, πίσω της, τις κορφές των Βαρδουσίων.
Προσέγγιση των Αρτοτινών λιβαδιών
«Γλιστράμε, με πλάγια βηματάκια» πίσω από το ιερό της και αμέσως δεξιά κάτω, όπως είχαμε σημειώσει στο χάρτη, προορισμός μας είναι τα Αρτοτινά λιβάδια. «Η απόσταση ίσα με κει είναι 11 χιλ.», κατηφορίζουμε προς το ρέμα Σαΐτα, περνώντας από τον Άγιο Αθανάσιο, περνάμε το ρέμα, ο χωμάτινος δρόμος ελίσσεται σε δασωμένες πλαγιές, συναντάμε παλιό, ωραίο εικονοστάσι, μετά ανηφορίζουμε σε μεσορράχη, όπου στάνη και πίσω καινούργια εκκλησία του Πρ. Ηλία, καμωμένη το 2003. Στην επόμενη διασταύρωση, πινακίδα δείχνει δεξιά για χ. Διχώρι (Κωστάριτσα) – μέσω κόμβου Γκρέκιζας – και αριστερά για Βαρδούσι. Ακολουθούμε την αριστερή πορεία, χωρίς να καταλαβαίνουμε, απλώς ερμηνεύουμε ότι είναι κάτι από Βαρδούσια, όπου πάμε και ‘μείς!. Στην συνέχεια περνάμε κάτω από τις τοποθεσίες Πλάκες και Καρακόλιθος, όπου ο διανοιχθείς δρόμος περνά κάτω από την Καλογεροσπηλιά και τερματίζει στα Αρτοτινά λιβάδια.
Αρτοτινά λιβάδια
Τα Αρτοτινά λιβάδια είναι υπέροχο μέρος, μέσα σε ψηλές κορφές. Είναι απ’ τα πολύ όμορφα μέρη των Βαρδουσίων. Βρίσκεται σε ύψ. 1.600μ., δεν έχει έλατα και δεν είδαμε γύρο μας πηγή με νερό. Όμως υπάρχουν αρκετά ρυάκια που τρέχουν νερό, που μπορεί να τα προσεγγίσει κανείς, ακολουθώντας τα ψηλότερα. Εδώ στα λιβάδια, λόγω του ότι έφτασε η διάνοιξη του δρόμου, ξανά-λειτούργησαν οι δύο στάνες, των Αρτοτινών βοσκών και βγάζουν καλοκαιριάτικα τα κοπάδια τους.
Φτάνουμε στις πέντε, μετά από οκτώ ώρες ταξίδι, έχουμε πάρει αρκετό ήλιο στο κεφάλι μας και παρ’ όλο που παραμιλάμε, «ανιχνεύουμε» την κόψη της Δυτικής Σούφλας (2), όπου λέμε «να την κάνουμε»! Χαράς το κουράγιο μας!. Κοπάδια προβάτων δεν βλέπουμε, σκυλιά δεν ακούμε, όμως ένα μηχάνημα, πιο κει, μας προβληματίζει με τον ήχο του. Είναι ένας μεταλλικός σωλήνας, κάτι σαν κανόνι συνδεδεμένο με φιάλη petrogaz. Όσο ανηφορίζουμε, μόνοι μας είμαστε, στοχαζόμαστε μεγαλόφωνα. Καταλήγουμε ότι θα τόχουν οι βοσκοί, για να σκιάζουν τους λύκους.. Κάνουμε μια ανίχνευση του πεδίου στη Δυτική Σούφλα, να βρούμε την ομαλότερη ανάβαση της κορυφής και μετά παίρνουμε το δρόμο για πίσω. Κατηφορίζουμε πίσω στο δρόμο, για να βρούμε μέρος να κατασκηνώσουμε, βρίσκουμε το ίδιο σημείο, που είχαμε διανυκτερεύσει και παλαιότερα, δίπλα σε ποτίστρα. Φυσικά το μέρος το μοιραζόμαστε με τις αγελάδες, που έχουν κοπρίσει τον τόπο ολόγυρα, χώρια που η πηγή της ποτίστρας δεν έχει νερό, οπότε «στριμωχνόμαστε» συντροφιά με σβουνιές και χιλιάδες κουνούπια!.
Το δειλινό μας βρίσκει αραχτούς να απολαμβάνουμε τη δύση του ήλιου, τα φώτα που ξεπροβάλλουν απ’ το χωριό Αρτοτίνα, συντροφιά με τους ήχους των αεροπλάνων (3), που περνούν ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια μας και των κουνουπιών, που δίνουν τις δικές τους μάχες στο φαγητό μας αλλά γρήγορα προτίμησαν το «γεύμα» στο γυμνό δέρμα μας!.
Αποσυρόμαστε νωρίς στο αντίσκηνο για ύπνο, η ώρα θάταν δέκα, στην Αρτοτίνα ακόμα οι μουσικοί δεν έχουν αρχίσει να κουρδίζουν τα όργανα για το παγγύρι, ενώ έχουν σταματήσει τα καμπανο-κτυπήματα στο καμπαναριό προς τιμήν της Παναγίας. Γεμάτη μέρα, λέμε να σβήσουμε.. Όταν το ξυπνητήρι του κινητού τηλεφώνου σήμανε και συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν κιόλας τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα, καίτοι άγρια νύχτα, το δεχτήκαμε με ανακούφιση. Βλέπεις ύπνος δεν γίνεται σε κεκλιμένο έδαφος και όλη την νύχτα δίναμε μάχες με το να προσπαθούμε να σύρουμε τα σώματά μας απ’ τον πάτο του αντίσκηνου στην κορφή του. Όταν εγκαταλείψαμε κάθε προσπάθεια για βελτίωση της θέσης μας και του ύπνου μας, ήταν κι’ αυτή η ζέστη, που έκανε χειρότερη την κατάσταση. Τελικά ύπνος δεν υπήρξε, αλλά τουλάχιστον ξυπνήσαμε νωρίς, ας το εκμεταλλευτούμε..
Βγαίνουμε απ’ το αντίσκηνο και ο ουράνιος θολός, τάδινε όλα. Είχα πολύ καιρό να δω τέτοιο ουρανό. Σκέφθηκα ότι θάχα λείψει κάμποσο απ’ τα βουνά, γιατί εκατομμύρια αστέρια πάνω απ’ το κεφάλι, μούκλειναν το μάτι. Είχα μείνει με το στόμα ανοικτό. Ήταν τόσα πολλά, που για πρώτη φορά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τον Πολικό Αστέρα και την Μεγάλη Άρκτο! Τάχα παίξει! Εκεί που είχα μείνει με το στόμα ανοικτό νάσου και πέφτει ένα αστέρι, πώς να το πω, ήταν κάτι το εξώκοσμο, φωτεινή πυρακτωμένη λάβα, που έπεσε κάθετα πάνω στην κορφή του Κάτω Ψηλού! «Μαμά μου» έκανα και γύρισα απ’ την άλλη μεριά. Και άλλο αστέρι έκανε την περασιά του πέφτοντας, αυτό όμως θέλησε να κρατήσει περισσότερο, γιατί διέσχισε τον ουράνιο θόλο τραβερσάροντας..
Ασύλληπτοι αεροδιάδρομοι αστεριών, κόσμοι μαγικοί, μακριά αλλά τόσο κοντά μας..
Φάγαμε το πρωϊνό μας σιωπηλοί, γεμάτοι δέος απ’ το μεγαλείο του ουράνιου θόλου. Τα φωτάκια του χ. Αρτοτίνας έδειχναν τόσο φτωχά-χλωμά κι’ ας ήταν τόσο πραγματικά κοντά μας και τα κουνούπια να μην λένε να πάνε για ύπνο!. Φορτωθήκαμε τους σάκους στην πλάτη και πήραμε τα πόδια μας ξανά για τα Αρτοτινά λιβάδια. Οι τσοπάνηδες που είχαν περάσει νωρίτερα (τους ακούσαμε) για τις στάνες με τα αγροτικά τους αυτοκίνητα, τους βρήκαμε πιο πάνω. Δεν θελήσαμε να τους ενοχλήσουμε, ήταν η στιγμή που έφεγγε. Τα σκυλιά δεν ακούστηκαν και συνεχίσαμε για να πιάσουμε τη μεσορράχη, που οδηγούσε στα ριζά της Δυτικής Σούφλας. Το φως της καινούργιας ημέρας είχε αρχίσει να δυναμώνει, ο ήλιος θ’ αργούσε και εμείς σύντομα φτάσαμε στα ριζά της.
Μελέτη επί του πεδίου και άλλα τεχνικά πράγματα
Μελετάμε επί τόπου το πεδίο και τον χάρτη (4) και διαβάζουμε τα κάτωθι:
«..στη μεγάλη Σούφλα (2η από τον λαιμό Καστάριτσας) ανεβαίνομε, εντελώς ομαλά από τον λαιμό Αλογόραχης, εάν έχουμε κατασκηνώσει στα λιβάδια Ραϊλής και είναι δυνατή όμως ανάβασης και από τα Αρτοτινά λιβάδια κατ’ ευθείαν προς την κορυφή της, με αναρρίχηση αρκετά ενδιαφέρουσα. Σ’ αυτή είναι απαραίτητο το σκοινί και μερικά καρφιά (δυσκολία μέχρι 3ου βαθμού), λόγω μεγάλων κλίσεων. (Πρώτη ανάβαση της πλαγιάς αυτής έγινε από την ομάδα Αλεξοπούλου, Νάτση, Πετροχείλου το 1936) (5). Άλλη ανάβαση θεαματική στην ίδια Σούφλα γίνεται από τα Ν. Πρώτη ομάδα, που την εξετέλεσε ήταν των Α. Μαρίνου και Ν. Περράκη» (Πετρόχειλου Ιωάν.1946:160,162). Για το ίδιο θέμα, ο Αδαμακόπουλος Τρ., γράφει: «Το ανφάς (κατά μέτωπο), Δ.-ΒΔ. ορθοπλαγιά της Δυτικής Σούφλας, έχει πρωτο-σκαρφαλωθεί το 1936 από τους Νάτση Κ., Αλεξόπουλο Κ., Πετρόχειλο Γ., Πετροχείλου Α. Η Δ. κόψη, πρωτο-σκαρφαλώθηκε το 1963 από τους Μιχαηλίδη Γ., Ευσταθίου Π., Μωϋσιάδη Β., ΤD+, 200μ. και 1963 Μιχαηλίδη Γ., Ευσταθίου Π. TD+, 230μ.» (Αδαμακόπουλου Τρ.1986:131-2).
Όπως προβάλει στα μάτια, μας από κάτω, φαντάζει «απαιτητικό» και μας προβληματίζει.
Εμείς όπως είμαστε στα ριζά της Δυτικής Σούφλας, θαυμάσαμε τα επιτεύγματα των πρωτοπόρων της ελληνικής αναρρίχησης, μελετάμε τις διαδρομές και πράττουμε: Ξεχωρίζουμε ένα στρωτό λούκι, που πλαγιάζει στο κάτω μέρος της και οδηγεί σ’ ένα «πατάρι» (πλατωματάκι) της κόψης. Μέχρι εκεί φτάσαμε.. «Στο πατάρι αυτό φτάνει κανείς και από το διάσελο το δεξί», όπως μας είχε υποδείξει και ο τσοπάνος. «Απ’ εκεί και πάνω απαιτείται σκαρφάλωμα με ασφάλειες» μας είπαν (είναι η διαδρομή της Δ. κόψης του Μιχαηλίδη Γ. κ.ά.). Ο μοναδικός τρόπος να ανέβει κανείς στην κορυφή της είναι απ’ το διάσελο αριστερά, όπου, αφού τελικά βγήκαμε στο διάσελο, κάναμε δεξιά και με περπάτημα βρεθήκαμε στην κορφή της. Σημείωση: Από τον χωματόδρομο που συνεχίζει και μετά τις στάνες των Αρτοτινών λιβαδιών, φτάνει κανείς μέχρι το ρεματάκι. Απ’ εκεί πιάνει κανείς την χαρακτηριστική ράχη και ανηφορίζει περπατώντας για την κορυφή της Δυτικής Σούφλας, που φτάνει σε 0145ω. Από κουβέντες με τον τσοπάνο, – νέος άνθρωπος 40ντάρης – μας επιβεβαίωσε τις παρατηρήσεις μας, όπου «Μέχρι το πατάρι βγαίνει κανείς και από τις δυο μεριές. Απ’ εκεί και πάνω δεν έχει δει κανέναν να σκαρφαλώνει (Δ. κόψη)» και «φυσικά ούτε λόγος για την Β-ΒΔ. ορθοπλαγιά» συμπληρώσαμε..
Από την κορυφή της Δυτικής Σούφλας, τώρα αγναντεύουμε στα νότια και βλέπουμε μεγάλες απλωμένες εκτάσεις, βοσκοτόπια, μέχρι τα χωριά: Διχώρι και Δάφνος. Από το Διχώρι φτάνει δρόμος, αφού περάσει απ’ τον κόμβο Γκρέκιζα και κάνει δεξιά. Αμέσως μετά, συναντά δεξιά του δρόμου ξωκλήσι του Πρ. Ηλία και ο δρόμος συνεχίζει μέχρι την τοποθεσία Μνήματα, δηλαδή κάτω από τον λαιμό (διάσελο) του Διχωρίου (Κωστάριτσας), όπου παλιές πέτρινες στάνες. Απορία μας: πώς είναι δυνατόν τόσα μεγάλα και σπουδαία βοσκοτόπια νάναι ερημωμένα. Τα μοναδικά κυπριά, αραιά και βαριά είναι αυτά των αγελάδων, χαμηλά, κάτω από την όγκο Κεδρότσουμα, 1.671μ., με τα αραιά δένδρα. Ο όγκος της Κωστάριτσας, με ύψος 2.375μ., ξεχωρίζει για το ανάστημά του, ενώ στην κορυφή του έχει πλάτωμα, εξαιρετικός τόπος για πρόβατα. Ανεβαίνεται από το διάσελο, όπου διακρίνουμε γιδόστρατα. Η συντομότερη προσέγγιση είναι από το χωριό Διχώρι (Κωστάριτσα), τοποθεσία Μνήματα, εάν ο δρόμος «πατιέται», αλλιώς από τα Αρτοτινά λιβάδια.
..
Κατηφορίζουμε στα Αρτοτινά λιβάδια, πριν ο ήλιος τα βρει και μακαρίζουμε τους εαυτούς μας, που ξεκινήσαμε νωρίς αυτή την φορά. Όσες απορίες έχουμε τις εκθέτουμε στους τσοπάνηδες, που αφού σμίγουμε, μας τις λύνουν. Το «παράξενο» μηχάνημα με τον ήχο, ήταν τελικά για να διώχνει τους λύκους. Αρμέγουν, είναι απασχολημένοι και μας λένε να καθίσουμε για καφεδάκι, μόλις τελειώσουν. Εμείς είμαστε «ξαναμμένοι» και δεν κρατιόμαστε. Έτσι τους ευχαριστούμε και υποσχόμαστε «μια άλλη φορά που θα σμίξουμε». Ανταλλάσσουμε ευχές, λόγω της Παναγίας και καλό υπόλοιπο καλοκαιριού και παίρνουμε τον δρόμο του γυρισμού.
Η επιστροφή μας
Απ’ τις τρεις πιθανές σκέψεις που πιάσαμε, για το πως θα γυρίσουμε κάποτε στα σπίτια μας, επικράτησε αυτή που έλεγε: «απ’ το χ. Αρτοτίνα, διασχίζουμε τα Βαρδούσια, κάτω απ’ το Γιδοβούνι, βγαίνουμε στα Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια και απ’ εκεί πέφτουμε στο χ. Μουσουνίτσα. Ε, απ’ εκεί εύκολα περνάμε τον Μόρνο, κολλάμε στην Οίτη και βγαίνουμε στην Παύλιανη, ούφ έχουμε πιάσει ήδη άσφαλτο..». «ΟΚ, μέσα, έχουμε τον χρόνο με το μέρος μας, η μέρα είναι μεγάλη και η διαδρομή απ’ τις πιο ωραίες μέσα στα βουνά»..
..
Ξεκινήσαμε, Ο χωμάτινος δρόμος, αρχικά, είναι καλά «πατημένος», πήγαινε το αμαξάκι μας. Σε μια στροφή του δρόμου ερχόμαστε αντίκρυ με το αγροτικό του Κυρ Γιώργη, απ’ την Σκασμένη Στρούγκα! Βγαίνουμε έξω απ’ τα αμάξια και πλακωνόμαστε στα φιλιά!. Άντε θύμισες και συγκινήσεις. Ο κυρ Γιώργος πατημένος εβδομηντάρης πια, με τους γιούς και τα εγγόνια πήγαιναν στο παγγύρι της Παναγίας και ‘μεις στην Σκασμένη Στρούγκα για μια «καλημέρα». Την «καλημέρα» την είπαμε στο δρόμο, οι άνθρωποι να γυρίζαν πίσω δεν έλεγε, μιας και ο σκοπός της ημέρας ήταν ιερός και για να μετριάσουμε τα πράγματα, μας λέει: «να πάτε στην πλατεία της Μουσουνίτσας να βρείτε τον κυρ Μήτσο, που θα χαρεί να σας δει»! Ανταλλάσσουμε λόγια, που το βουνό μας έμαθε, (τί να πρώτο-θυμηθούμε απ’ την τηλεοπτική σειρά τα Βουνά της Ελλάδας (6) και όχι μόνον) και σφίγγουμε τα χέρια με την διαβεβαίωση ότι σύντομα θα ματασμίξουμε, ενώ τα χέρια μας και οι αγκαλιές δεν λένε να ξεκολλήσουν.. Αποχωριζόμαστε, παίρνουμε αντίθετες κατευθύνσεις.
Αγναντεύουμε απ’ την κορφή της, τις κορφές: ½ Αλογόραχη, Πλάκα Πυραμίδος και Γιδοβούνι.
Βγαίνουμε στην Σκασμένη Στρούγκα κάτω από το Γιδοβούνι και βλέπουμε τη στάνη κλειστή. Ψηλά της ανέμιζε ελληνική σημαία και γύρω το κοπάδι προβάτων να σταλιάζει. Μπροστά μας τα Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια να χρυσίζουν, μόνο που δεν είδαμε ανθρώπους. Περνάμε το Τυροκομείο, που απ’ τις ανοικτές πόρτες στάλιαζαν μέσα πρόβατα και τα κεραμίδια της στέγης νάχουν καταστραφεί. Περνάμε τον Σταυρό και κατηφορίζουμε στο χωριό Άνω Μουσουνίτσα (Αθανάσιος Διάκος). Μεσημεριάζει και με βαριά καρδιά αποφεύγουμε να μπούμε στην πλατεία, όπου θα συναντούσαμε αγαπητούς ανθρώπους και έπρεπε να πιούμε, οπότε το ταξίδι της επιστροφής παιζόταν.. Συνεχίζουμε όσο πιο αθόρυβα μπορούμε, κατεβαίνουμε στο ποτάμι και κολλάμε απ’ την άλλη μεριά και φτάνουμε γρήγορα στο πλάτωμα με το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος, έξω από την Παύλιανη. Διαπιστώνουμε όση ώρα πατούμε άσφαλτο, το παγγύρι του χωριού Πανουργιάς «πρωταγωνιστεί». Οι άνθρωποί του έχουν αμοληθεί και αρματώσει με τεράστια πανό, κάθε οδικό κόμβο και παράκαμψη για το παγγύρι του χωριού τους προς τιμή της Παναγίας. Μεγάλες «δόξες» ο Πανουργιάς.. Λίγο έλειψε να το στρίψουμε και μείς κατά κει. Όμως, αντί αυτού, βρίσκουμε μία πηγούλα και σκιά κάτω από έλατο, στήνουμε το αντίσκηνο και ετοιμάζουμε γεύμα. «Καλή Παναγιά» για την σημερινή μέρα, «άντε και του χρόνου».
Τάκη Ντάσιου, μέσα Αυγούστου 2005
Παραπομπές
(1) Οικισμοί:
Aρτοτίνα, υψ. 1.180μ., οικισμός της Φωκίδας στις πλαγιές των Βαρδουσίων, δήμου Βαρδουσίων, νομού Φωκίδας. Στα 1928 είχε 1.124 κατοίκους, 1940 > 1.349, 1951 > 637, 1961 > 580, 1971 > 394, 1981 > 326, 1991 > 285, 2001 > 499. Πρόσωπα. Γεννήθηκαν: Καπετάν Κόρακας, μακεδονομάχος, τέλη 18ου αι., Λουκόπουλος Δημήτριος, λαογράφος, 1882, Σκαλτσοδήμος, αγωνιστής του ΄21, 1872. Ο οικισμός διαθέτει Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο με εκθέματα κυρίως από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Επίσης στην Μονή Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή μόνασε ο Αθανάσιος Διάκος σε νεαρή ηλικία.
Διχώρι το, (έως 1928 Κωστάριτσα), υψ.1.120μ., οικισμός της Δωρίδας, στις πλαγιές της κορ. Κοκκινιάς των Βαρδουσίων, δήμου Βαρδουσίων νομού Φωκίδας. Στα 1928 είχε 426 κατοίκους, 1940 > 401, 1951 > 113, 1961 > 67, 1971 > 14, 1981 > 109, 1991 > 103, 2001 > 189
Δάφνος ο, (έως 1928 Βοστινίτσα), υψ.1.000μ., οικισμός της Δωρίδας, στις πλαγιές της κορυφής Όρνιο των Βαρδουσίων, Δήμου Λιδορικίου, νομού Φωκίδας. Στα 1928 είχε 454 κατοίκους, 1940 > 410, 1951 > 133, 1961 > 96, 1971 > 39, 1981 > 141, 1991 > 114, 2001 > 80 Ιστορικό διατηρητέο μνημείο η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μεταβυζαντινή τρίκλιτη βασιλική με τρούλλο.
Αθανάσιος Διάκος ο, (έως 1961 Άνω Μουσουνίτσα), υψ. 960μ., οικισμός της Φωκίδας στις πλαγιές των Βαρδουσίων. Δήμου Καλλιέων νομού Φωκίδας. Στα 1928 είχε 595 κατοίκους, 1940 > 600, 1951 > 203, 1961 > 157, 1971 > 113, 1981 > 135, 1991 > 308, 2001 > 364
Πανουργιάς ο, (έως 1928 Δρέμισα, έως 1940 Πανουργιά), υψ. 1.060μ., οικισμός της Παρνασσίδας, στις πλαγιές του όρους Γκιώνα, δήμου Καλλιέων, νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 56 κατοίκους, 1940 > 616, 1951 > 309, 1961 > 164, 1971 > 96, 1981 > 158, 1991 > 164, 2001 > 329 Πρόσωπα. Γεννήθηκε ο Πανουργιάς Πανουργιάς, κλεφταρματωλός, αγωνιστής του ΄21, 1759 ή 1767. Κατάγεται η μεγάλη κλεφταρματολική οικογένεια Πανουργιά, η οποία εγκαταστάθηκε εδώ στις αρχές της τουρκοκρατίας.
Παύλιανη η, υψ.1.030μ., οικισμός της Φθιώτιδας στις πλαγιές του όρους Οίτη, κοινότης Παύλιανης νομού Φθιώτιδος. Στα 1928 είχε 921 κατοίκους, 1940 > 1.089, 1951 > 855, 1961 > 664, 1971 > 450, 1981 > 385, 1991 418, 2001 > 438
Νέα Παύλιανη η, υψ.510μ., οικισμός της Φθιώτιδας στις απολήξεις του όρους Οίτη, κοινότης Παύλιανης δήμου Φθιώτιδος. Κάτοικοι (-), 1961 > 59, 1971 67, 1981 > 70, 1991 > 100, 2001 > 136
(2) To βουνό,
«Είναι σπάνιες, στα βουνά της Ελλάδας, οι κορυφές που δεν είναι ευκολονάβατες τουλάχιστον από τη μια πλευρά τους. Αυτό το ξεχωριστό τόχουν τα Βαρδούσια. Οι κορυφές: Πλάκα, Γιδοβούνι, Κάτω Ψηλό, Σκόρδα, πραγματικώς μόνο σε εξασκημένους ορειβάτες είναι προσιτές, πολλές πλαγιές τους μόνο σε εξασκημένους αναρριχητές. Έτσι τα Βαρδούσια της Ρούμελης, με το Πάπιγκο της Πίνδου και τον Όλυμπο της Θεσσαλίας, είναι από τα ελληνικά βουνά, που έχουν αληθινό, αλπικό χαρακτήρα. Τα Βαρδούσια βρίσκονται στο Νότιο μέσον της Στερεάς Ελλάδας και αποτελούν το νοτιότερο σημαντικό άκρο της οροσειράς της Πίνδου, που είναι συνέχεια των Δηναρικών Άλπεων. Τα Βαρδούσια είναι ο ακριβέστερος υδροκρίτης των νερών της Α. (Σπερχειός) και Δ. Ελλάδας (Εύηνος, Μόρνος) και ορίζονται από τα Α. και Ν. με τον ποταμό Μόρνο, που τα χωρίζει από τη Γκιώνα και τα νοτιότερο χαμηλό βουνό, το Τρίκορφο, από τα Δ. με τον Κοκκινοπόταμο, τον παραπόταμο του Μόρνου, που τα χωρίζει από μια εκτεταμένη ορεινή περιοχή με χαμηλά βουνά, της Αιτωλίας και από τα Β. με τον ποταμό Εύηνο. Τα Βαρδούσια μπορούν να διακριθούν σε δυο ξεχωριστά μέρη: Το Β. με τις μυτερές κορυφές του και το Ν. με τη κακοτράχαλη όψη. Αυτό το χώρισμα δικαιολογείται και από τη διαφορετική πετρολογική σύστασή τους. Στο Β. κυριαρχεί είδος φλύσχου με ψαμμίτες χαμηλά και πλακώδεις ασβεστολίθους υψηλά, στο Ν. δε, συμπαγής ασβεστόλιθος. Αυτά τα διάφορα πετρώματα παρουσιάζουν τόσο διαφορετικές μορφές, ώστε διακρίνονται πολύ εύκολα μεταξύ τους». (Πετρόχελου Ιωάννη1946:147-8)
(3) Τα α/φη συνήθως πετάνε σε ύψος 31.000 ποδιών κατά μήκος των αεροδιαδρόμων UR45και UL613, με σημείο αναφοράς VARDI. (Με απλά λόγια, τα α/φη πετάνε σε αεροδιάδρομο πάνω απ’ τον Κορινθιακό κόλπο.).
(4)Χάρτης έκδοσης Γ.Υ.Σ.1971:φύλλο Λιδορίκιον, κλίμακας 1:50.000, γενικής χρήσεως
(5) Η πρώτη κάπως συστηματική ορειβατική μελέτη του βουνού αυτού έγινε το 1936 από μία ομάδα μελών του Ε.Ο.Σ. (Κ. Αλεξόπουλος, Κ. Νάτσης, Ιων. και Άννα Πετροχείλου) και δημοσιεύτηκε το «Βουνό» του 1936, (σ.232-242 και 256-259) από τον Ιωάννη. Πετρόχειλο
(6) Με τους βοσκούς στα Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια στάνες (Σκασμένη Στρούγκα, Πάνω – Κάτω Ραϊλή, Σταυρός κ.α.) μας συνδέουν πολλά. Χρόνια πίσω, όταν ο σκηνοθέτης-παραγωγός Γιώργος Κολόζης πραγματοποίησε την τηλεοπτική σειρά ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, για λογαριασμό της ΕΡΤ2, (1983-1986), τα Βαρδούσια ήταν στο επίκεντρο των γυρισμάτων και οι άνθρωποι του βουνού πρωταγωνιστές. Ως άμεσοι συνεργάτες του αείμνηστου Γιώργου Κολόζη με την «τυχαία» συνάντηση στο δρόμο, αισθανόμαστε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε από καρδιάς τους μετακινούμενους Σαρακατσαναίους των Βαρδουσίων.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Λουκόπουλου Δημητρίου1930: Ποιμενικά της Ρούμελης, σειρά: Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, κεντρική πώλησις Βιβλιοπωλείον Ι. Ν. Σιδέρη, εν Αθήναις
Λουκόπουλου Δημητρίου1931: Ο Ρουμελιώτης καπετάνος του 1821 Ανδρίτσος Σαφάκας και το αρχείο του, σειρά: ιστορική και λαογραφική βιβλιοθήκη, σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων, κεντρική πώλησις Βιβλιοπωλείον Ι.Ν. Σιδέρη
Λουκόπουλου Δημητρίου1940:Νεοελληνική μυθολογία, ζώα – φυτά, σειρά: Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, 76, κεντρική πώλησις βιβλιοπωλείον Ι. Ν. Σιδέρη, εν Αθήναις
Πετρόχειλου Ιωάννη1946: «Βαρδούσια» στο περιοδικό ΤΟ ΒΟΥΝΟ του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου, σ.147-162, Αθήνα
Χάρτης Γ.Υ.Σ.1971: φύλλο Λιδορίκιον, 1:50.000 γενικής χρήσεως
Καψάλη Ε. Γιώργου1971: Φωκίδα λησμονημένες σελίδες, εκδ. Έρευνα
Λουκόπουλου Δημητρίου1983: Γεωργικά της Ρούμελης, εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα, Γιάννινα
Αδαμακόπουλου Τρ., Χατζηρβασάνη Β., Ματσούκα Π.1985: Τα βουνά της Ρούμελης, σειρά: οδηγός πεδίου για τα ελληνικά βουνά, εκδ. Πιτσιλός
Σταμέλου Δημήτρη1986:Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία, συμβολή στη μελέτη του Νέου Ελληνισμού, εκδ. Γλάρος
Λουκοπούλου – Παττίχη Μ.1990: Επιστροφή. Κωστάριτσα (Διχώρι) ορεινής Δωρίδας, Αθήνα
Λουκοπούλου – Παττίχη Μ.1996: Βαρδούσια. Τα χωριά της ορεινής Δωρίδας, Αθήνα
Μανιατέα Ηλία, Τεγόπουλου Ιωάννη (Εκδ.)2006: Νομός Φωκίδας/Φθιώτιδας Στερεά Ελλάδα Νο 14, 15, σειρά: Ελλάδα, εκδ. Δομή
Οδικός και περιηγητικός Άτλας2009:Στερεά Ελλάδα. Κλίμακας 1: 50.000, εκδ.Anavasi
Ματσούκα Πηνελόπη (Επιμ.Εκδ.)2009: Ορειβασία στην ορεινή Φωκίδα, Γκιώνα, Βαρδούσια, Παρνασσός, σειρά: Πράσινος οδηγός, εκδ. Anavasi
Νέζη Νίκου2010: Τα Ελληνικά βουνά, γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2ος από τρεις, εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης – κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα Σταματελάτου Φωτεινή2012: «Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας», τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, για αυτή την έκδοση, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
Πηγή: oreinografies.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου