AΓΩΝΙΣΤΕΣ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΚΑΙ «ΑΓΡΙΜΙΑ» ΜΑΘΗΤΕΣ
ΤΑ ΑΛΩΝΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΛΑ ΦΡΑΓΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ!
Του Αλέκου Κωστάκη
Από την Εφημερίδα «Λιδωρίκι» - τεύχη 6-7-8 - Μάιος-Ιούνιος-Ιούλιος 1982
(Αντιγραφή από το fb ανάρτηση του Θύμιου Καψάλη)
Η σκέψη στρέφεται πάντα με σεβασμό στους προπολεμικούς δάσκαλους του χωριού μας. Τους απλούς εκείνους ανθρώπους, που έπαιρναν «αγρίμια» και σωστά λυκόπουλα, ξυπόλητα και πεινασμένα, και τα ’φτιάναν «ανθρώπους».
Δεν είχαν βγάλει Ακαδημίες και Ανώτερες Σχολές. Ήξεραν όμως να διαπλάθουν ανθρώπους σωστούς και το απόδειξαν στην πράξη.
Το ήθος τους; ανεπίληπτο. Οι κοινωνικές τους σχέσεις; Άριστες. Και σ’ αυτούς και στις οικογένειές τους δεν θα βρεις πουθενά ψεγάδι. Το μόνο που μπορείς να τους καταλογίσεις, είναι μια κάποια σκληρότητα, αλλά κι αυτή, αν λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο χωριό μας και το έμψυχο υλικό, που ήταν βαθειά επηρεασμένο από το ηρωικό και μαχητικό πνεύμα των νικηφόρων πολέμων του 12-13, των οποίων ο απόηχος δεν είχε σβήσει ακόμα στην ορεινή μας περιοχή, τότε θα τη δικαιολογήσεις πολύ.
Στρατιές ολόκληρες επιστημόνων έβγαλαν οι άνθρωποι αυτοί κι απέδωσαν και ο Κάγκαλος και ο Σφέτσος και ο Μίχος με την Κοντολάτου, έργο σημαντικό. Λίγος τότε ο μισθός, ανύπαρκτα τα μέσα (καλά που βρέθηκε κι ο Συγγρός και βόλεψε, εν μέρει, τις στεγαστικές ανάγκες του σχολειού μας) και δουλειά από το πρωί ως το μεσημέρι κι από τ’ απόγευμα ως το βράδυ. Και ούτε πενθήμερα, ούτε δέκατοι τρίτοι μισθοί και τα «κρυφά της μάνας».
Και να παιδεύεσαι όχι να εκπαιδεύσεις, αλλά να ημερώσεις, να καθυποτάξεις τους ανυπόταχτους, να «στρώσεις στο ζυγό» παιδιά, σα μερικά Βαρσιωτάκια, που λιγάκι αν έκανες πως τα «τσίγκλαγες», τράβαγαν τον Κολοκοτρωνέικο σουγιά – σαν τον Αντρέα, το φίλο μου το Νιανιάρα, με την κακομοίρα τη Φακίτσα – ή τον αδελφό μου το Γιώργο με την Κοντολάτου, που τη δάγκωσε στο χέρι και πήδησε τρία μέτρα από το μπαλκόνι στον κήπο της Κοράκαινας!!!
Που να ’βρισκες άκρη με τους Βαρσιώτες, Αυτοί, όταν κατηφόριζαν για το Σχολείο, ήταν συμφορά. Έρχονταν ομαδικά, έχοντας για «γκεσέμι» τους τον Κοραή (Θύμιο Πέτρου) οι παλιότεροι, και τον Ταλτόγιαννο οι νεώτεροι. Με τις βλαχόκαλτσές του και το κοντοβράκι του ο Γιάννης, ξυπόλυτος ολοχρονίς, μάζευε γύρω του, σαν την κλώσσα, όλα τα παιδιά του Βαρουσιού και τα ’κανε όπως ήθελε, πλην του Κοντοκρά.
Όταν κατέβαινε αλαλάζοντας το Βαρουσιώτικο λεφούσι, έκλαιγαν κήποι κήποι και «γιούρτια».
Τότε το κράτος ήταν φτωχό και δεν περίσσευαν κονδύλια για τη σχολική θέρμανση. Το πολύ ν’ αγόραζε καμιά σόμπα ξύλων. Που ξέρανε τότε καλοριφέρ, πετρέλαια και τέτοια. Σόμπα ξύλου υπήρχε μονάχα και τα ξύλα τα φέρναμε εμείς τα παιδιά, καθένα κι από ’να ξύλο την ημέρα. Τα κάπως ημερότερα παιδιά, κόβαμε ένα ξύλο, ίσια που να χωράει στη σόμπα, ή παίρναμε ένα αμπελίσιο κουρβούλι κι ήμασταν εντάξει. Μερικοί πατεράδες (της... πλουτοκρατίας να πούμε) για να μη κουράζονται οι «κανακάρηδές» τους, κουβαλώντας κάθε μέρα ξύλο, αγόραζαν, με δέκα ή δεκαπέντε δραχμές, ένα φόρτωμα ξύλα από τους Σωταινιώτες και το ’στελναν στο Σχολείο και βγάζανε την υποχρέωση, δημιουργώντας όμως έτσι – άθελά τους – έναν ψυχολογικό διαχωρισμό ανάμεσα στα παιδιά τους και στ’ άλλα παιδιά, που τα ’βλεπαν με περιφρόνηση.
Οι Βαρσιώτες, όμως, το ’χαν λύσει κάπως διαφορετικά. Δεν είχαν αφήσει παλούκι για παλούκι ελάτινο στα γιούρια τα ξένα. Τα ’βαζαν ανάμεσα σε δυο λιθάρια και τα ’σπαγαν με μια βαριά πέτρα και το μοιράζονταν στα τρία ή στα τέσσερα. Τα γιούρτια της Κρυστάλλως, της Φανιώς και της Σούλιαινας είχαν «βογγήξει».
Κι ερχόταν ένα τέτοιο παιδί στο μάθημα. Κι από πάνω θεονήστικο και ψειριασμένο. Που δεν είχε τετράδιο, δεν είχε μολύβι, δεν είχε πλάκα και κοντύλι. Εκείνη η μαγκούφα η πλάκα, με το παραμικρό έσπαγε κι οι πατεράδες δεν μας αγόραζαν άλλη. Μια κλωτσιά να ’τρωγε η «μαρούδα» από κάποιον στο παιχνίδι και η πλάκα γινόταν χίλια κομμάτια. Ή, όπως η μαρούδα ήταν αφημένη καταγής, κάποιος περνούσε από πάνω της κι έσπαγε την πλάκα. Πως ν’ αντιμετωπίσεις, λοιπόν, ένα τέτοιο παιδί; Όταν ξέρεις, είσαι συγχωριανός, πατέρας και συ; Με το καλό ή με το άγριο;
Χίλια δυο εμπόδια είχαν οι ήρωες εκείνοι ν’ αντιμετωπίσουν. Ακόμα και τ’ αλώνια, (όπως του Ζώη, του Ψαλλά και του Τάλτα) πήγαιναν κόντρα στο έργο τους. Μη σας φανεί παράξενο αν πω ότι του Τάλτα τ’ Αλώνι στάθηκε ανασταλτικός παράγοντας στη μόρφωση του Βαρουσιού. Να το πιστέψετε, γιατί είναι αλήθεια.
Τα Βαρσιωτάκια, μόλις σκόλαγε το μάθημα, με τον Ταλτόγιαννο μπροστά, ξεπέζευαν στ’ αλώνι του. Εκεί άφηναν κάτω τις μαρούδες τους, ξέχειλες από... μόρφωση, κι άρχιζαν την «τσιλίκα» και τη «γουρούνα», ώσπου να βγουν τ’ αστέρια. Να πήγαιναν στα σπίτια και να γράψουν ή να διαβάσουν; Αφού στα σπίτια δεν ήταν κανένας. Ο πατέρας στα πρόβατα, η μάνα στο χωράφι όλη μέρα. Και καλά που ο προοδευτικός (όχι μόνο για την εποχή εκείνη, αλλά και για σήμερα ακόμη) «Δασκαλάκης» (Ιω. Σφέτσος) είχε διοργανώσει άριστα συσσίτια, όπου τα παιδιά έτρωγαν ένα θαυμάσιο μεσημεριανό φαγητό, που δεν το ’χαν στο σπίτι τους. Πρέπει να τονιστεί αυτό ιδιαίτερα για τον άξιο εκείνο δάσκαλο, καθώς και για τους έμπορους του χωριού, που τον βοηθούσαν με τρόφιμα στο θεάρεστο έργο του και ποτέ δεν του αρνήθηκαν τη βοήθειά τους.
Έμεναν έτσι τα παιδιά αναγκαστικά στ’ αλώνι παίζοντας και τράβαγαν για το σπίτι το βράδυ, όταν γύριζαν απ’ το χωράφι ή τα πρόβατα οι γονείς τους. Πότε να διαβάσουν και πότε να γράψουν; Κι αν μερικοί Βαρσιώτες ξέκοψαν και σπούδασαν, όπως τα Πετρογιαννάκια, Κοκκαλιάδες, Πανάγος, Καραστάθηδες και μερικοί άλλοι, αυτό έγινε γιατί οι γονείς τους δεν ήσαν τσοπάνηδες. Τα τσοπανόπουλα, τα πιο πολλά, κόλλαγαν στο δημοτικό, αλλά, όπως είδαμε, δεν έφταιγαν αυτά. Δεν υστερούσαν διανοητικά από τ’ άλλα παιδιά.
Αγωνίζονταν κι αυτά τα κακόμοιρα. Το μολύβι κοβόταν στα τρία, να το πάρουν και να το μοιραστούν όλα τ’ αδέρφια. Πίσω του κάνανε «κόκα» κι έδεναν με μια κλωστή την «κομπολάστιχα» (γομολάστιχα) να μη τη χάσουν. Λιγοστά τα τετράδια, ανύπαρκτα τα βιβλία. Εχθρός γι’ αυτά το Σχολείο και ζυγός αφόρητος.
Αυτό το υλικό, λοιπόν, το πρωτόγονο, το αντάρτικο, τ’ ανυπόταχτο και το κακότροπο, έπρεπε να το πάρουν οι δάσκαλοι κι οι δασκάλες εκείνου του καιρού στα χέρια τους και να το πλάσουν και να το βγάλουν έντιμους και χρηστούς πολίτες, οικογενειάρχες, επιστήμονες, στρατιώτες για την πατρίδα. Και τα κατάφερναν πάντα και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο.
Μπορεί η παιδαγωγική τους, κρινόμενη με τα σημερινά δεδομένα, να φαίνεται πρωτόγονη και να ξενίζει. Κάπως σκληρή και βάρβαρη. Εμείς, όμως που την υποστήκαμε, νομίζουμε πως ήταν πέρα για πέρα σωστή. Είναι γεγονός πως έπεφτε και λίγο ξύλο. Ε, και μ’ αυτό τί; Έπεσε η ζάχαρη στο νερό! ΟΛΟΙ ΜΑΣ, ποιος λίγο, ποιος πολύ, φάγαμε ξύλο από τους δασκάλους μας. Δεν είμασταν δα κι αγγελούδια. Σωστοί βεελζεβούληδες και «μαγάρες του κέρατα» είμασταν κι όπου μας έπιανες λερωνόσουν. Όχι όσο φάγαμε αλλά κι άλλο τόσο να μας έδιναν, πάλι λίγο θα ’τανε. Γίναμε μήπως κομπλεξικοί ή με μειωμένη προσωπικότητα, λόγω ξύλου, όπως ισχυρίζονται μερικοί βαθυστόχαστοι παιδαγωγοί; Πήγαμε εμείς ποτέ στον πατέρα μας να διαμαρτυρηθούμε γιατί μας έδειρε ο δάσκαλος, όπως κάνουν σήμερα; Αν του λέγαμε κάτι τέτοιο θα τρώγαμε άλλο τόσο ή και περισσότερο από κείνον. Ήξερε ο πατέρας μας ποιος ήταν ο Κάρας, ο Μίχος, ο Δασκαλάκης, η Κοντολάτου και πως για να μας χειροτονήσουν κάτι θα ’χαμε κάνει. Δεν είχαν προηγούμενα μαζί μας οι δάσκαλοί μας και δεν τίς τρώγαμε άδικα.
Θυμάμαι κάτι σαν σήμερα. Ήταν καλοκαίρι. Διακοπές. Πήγαινα πια στη δευτέρα Γυμνασίου. Το μακαρίτη το Δασκαλάκη δεν τον είχα πιά «καμιά ανάγκη». Τότε οι Ταμπακαίοι είχαν φέρει στο καφενείο τους στη Βαθειά το πρώτο μπιλιάρδο. Για όλο το χωριό τότε ήταν το μοναδικό θέμα στις συζητήσεις κι όλοι πήγαιναν να δουν το μηχάνημα, πού έστελνε... η Ευρώπη! Παιδάκος κι εγώ, πήγα και χάζευα. Κάποια στιγμή όμως βλέπω το Δασκαλάκη να μπαίνει στο καφενείο. Ίσια πού με κοίταξε κι αμέσως εγώ, χαμηλώνοντας το κεφάλι, βγήκα από το καφενείο. Κι ας μη τον είχα πια δάσκαλο.
Θέλω να πω, πως τότε υπήρχε μεγάλος σεβασμός του παιδιού απέναντι στο δάσκαλο. Κι όχι μόνο του παιδιού, αλλά και των γονέων μας. Όμως κι οι δάσκαλοί μας φρόντιζαν να ’ναι στο ύψος τους. Μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει για έλλειψη μεγάλης μόρφωσης και πολλών γνώσεων. Ποτέ όμως για έλλειψη συνείδησης επαγγελματικής. Το λειτούργημα του δάσκαλου το ’βλεπαν σαν ιεραποστολή, με πολλαπλές κοινωνικές και εθνικές προεκτάσεις.
Θυμάμαι το μακαρίτη το Μίχο, όταν μας μιλούσε για το Λιδωρικιώτη Κλίμακα, για το Γκούρα, που πρήστηκε το χέρι του στα Βασιλικά, κόβοντας τούρκικα κεφάλια και δεν έβγαινε μετά από τη λαβή του γιαταγανιού του, το Διάκο, το Μακρυγιάννη, τον Αντρούτσο, τον Ταγματάρχη των Ευζώνων Βελισσαρίου. Άστραφτε το βλέμμα του παράξενα, αλλοπαρμένα. Μεταμορφωνόταν απόκοσμα, γινόταν έφηβος και πολεμούσε μαζί τους. Κι ύστερα μας έβαζε και τραγουδούσαμε το τραγούδι του Ζαχαρία Παπαντωνίου: «Στην Αγια-Σοφιά αγνάντια στέκουν τα ευζωνάκια...» Και μας μιλούσε για το 21, για την Ελλάδα, για το «πάλι με χρόνια με καιρούς». Έπαιρνε η φωνή του τόνους μυστηριακούς και μας συντάραζε. Μα σαν μιλούσε για τις θλιβερές σελίδες της ιστορίας, σελίδες μίσους και διχόνοιας, χαμήλωνε τον τόνο πικραμένος κι έλεγε πως έκλαιγε. Κι ύστερα πήγαινε δίπλα στη σόμπα, έβγαζε την από κερασόξυλο πίπα του, έβαζε κι άναβε ένα «μισαδάκι» Καραβασίλη (εφτά στόματα είχε να θρέψει και το τσιγάρο κοβόταν στη μέση), γέμιζε το στόμα του καπνό κι ονειροπολούσε με μισόκλειστα μάτια, δίπλα στη θαλπωρή της σόμπας, ενώ εμείς ήσυχα-ήσυχα γράφαμε καμιά έκθεση, για το κυνήγι, που τόσο του άρεσε, γιατί στα νιάτα του ήταν φοβερός κυνηγός.
Τα μαθήματα τότε ήσαν πιο απλά. Το προπολεμικό σύστημα ήταν τελείως διαφορετικό από το σημερινό. Τώρα το ποιο είναι καλύτερο θα το δείξει ο χρόνος. Εμείς λέμε το παλιό, οι νέοι το δικό τους, το σημερινό. Εμείς κάναμε διαίρεση στις μεγάλες τάξεις. Τώρα την κάνουν στην πρώτη. Αριθμητική μαθαίναμε με σπιρτόξυλα και φασόλια, αλλά δε νομίζω να υστερούμε από τους σημερινούς μαθητές. Αλλά ας είναι.
Εκείνο όμως που θα μού μείνει αξέχαστο ήταν το μάθημα της Ωδικής και γελάω σαν το θυμάμαι. Ζήτημα αν κάναμε 5-6 μαθήματα το χρόνο. Κι αυτά όχι για να μάθουμε νότες, όργανα, κλπ., αλλά για να τραγουδήσουμε όλοι μαζί τρία με τέσσερα τραγουδάκια, που τα ξέραμε όλοι καλά. Κι αυτά ήσαν τα: «Μηλίτσα, που ’σαι στο γκρεμό», που το έλεγε η Θυμία του Μπέη πρώτη, που το 'ξερε καλά κι εμείς επαναλαμβάναμε τη στροφή, το «Δε λαλείς, καημένο αηδόνι» το «Στην Αγια-Σοφιά, αγνάντια, στέκουν τα ευζωνάκια», το «Σαν πεθάνω μες στη μάχη» και το «Την ελληνική σημαία, μάνα μου, την αγαπώ»... Η μόνη παρεμβολή του Μίχου ήταν στο τραγούδι που μας είχε μάθει, – το μοναδικό – «Τι ωραία που σημαίνει η καμπάνα του χωριού μας». Το λέγαμε όλα τα παιδιά κι ο Μίχος συμπλήρωνε με τη βαθιά του φωνή τον ήχο τής καμπάνας... μπημ, μπαμ-μπημ, μπαμ-μπημ, μπαμ!. Αυτό ήταν, όλο κι όλο, το μάθημα της Ωδικής.
Το μεγάλο όμως αναστάτωμα κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς ήταν η 25η Μαρτίου και οι προετοιμασίες της, πού άρχιζαν από τις 15 του Φλεβάρη. Τα παιδιά όλα διάλεγαν ένα ποίημα για τη γιορτή και το έλεγαν στην τάξη σαν πρόκριση. Αν το ’λεγαν καλά, ο δάσκαλος τους έλεγε πως «εγκρίνεται» και να το μάθουν καλά να το πουν στή γιορτή. Από τα 50 ποιήματα – ας πούμε – εγκρίνονταν 5-6, αυτά που οι επιλογείς τους τα έλεγαν καλά, αλλά και ταίριαζαν καλύτερα στο ηρωικό πνεύμα της ημέρας.
«Λεβέντης εροβόλαγε από τα κορφοβούνια», «Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας», «Ανέβα, Μήτρο, στου βουνού», και κάνα δυο άλλα. Μέχρι ξύλο έπεφτε ποιος να τα πρωτοπάρει.
Ύστερα είχαμε και τα χάρτινα φαναράκια, που τα φτιάχναμε μόνοι μας, γιατί δεν είχαμε λεφτά να τ’ αγοράσουμε έτοιμα από το Μπήλιο ή τον Καραμήτσο. Κοιτάζαμε μάλιστα «να ’ναι ψιλ’ες οι ζάρες», αλλά λίγοι τα κατάφεραν. Εγώ, για παράδειγμα, ποτέ μου δεν τα κατάφερα να φτιάσω και τ’ αγόραζα από το Γιώργο της Αραποκστάλλως, πού ήταν μάστορας σέ τέτοια.
Μα τ’ αποκορύφωμα της γιορτής ήσαν οι πανηγυρικοί στην εκκλησία. Μόνιμος ομιλητής ήταν ο μακαρίτης ο Κυριαζόγιαννος, πού επανελάμβανε στερεότυπα κάθε χρόνο το «δαυλό του Καψάλη», εννοώντας τον ηρωικό Μεσολογγίτη μπουρλοτιέρη. Εμείς όμως απορούσαμε, νομίζοντας ότι λέει για το γέρο-Καψάλη, τον παππού του σημερινού. Διευθυντή τής εφημερίδας μας!! Κατόπιν όταν έγινε Πρόεδρος ο μακαρίτης Κ. Πανάγος, τα πράγματα απλοποιήθηκαν. Ο Μπαρμπακώστας, μη ξέροντας πολλά γράμματα και μη θέλοντας να κουράσει το εκκλησίασμα με χιλιοειπωμένα λόγια, ανέβαινε στον άμβωνα και φώναζε: «Ζήτω η 25η Μαρτίου». «Ζήτω το Έθνος» και το πανηγύρι σχόλαγε, με ζητωκραυγές από τα ενθουσιασμένα μαθητούδια.
Όλα αυτά, όλη αυτή η ατμόσφαιρα, που σε συνέπαιρνε και σ’ έκανε να νιώθεις Έλληνας, ήταν αποτέλεσμα της συνεχούς διεργασίας των απλών εκείνων Γραμματοδασκάλων. Πού τον εθνικό τους παλμό, το οικογενειακό τους ήθος, το κοινωνικό και ηθικό τους «πιστεύω» κι ό,τι άλλο καλό, υψηλό και ωραίο είχε η θαυμάσια ρουμελιώτικη πατριδολάτρισσα ψυχή τους, το μεταλαμπάδευαν στις παιδικές και τρυφερές ψυχές των μαθητών τους.
Κι εμείς όλοι, που περάσαμε από τα χέρια τους, δεν το παραγνωρίζουμε ποτέ αυτό και στεκόμαστε πάντα ευλαβικά και μ’ ευγνωμοσύνη μπροστά στη μνήμη τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου