Σάββατο 21 Ιουνίου 2025

Όταν ο Μακρυγιάννης καλλιεργούσε το θέατρο του Διονύσου!!

 Η τελευταία κόντρα του με τον Όθωνα για τις ανασκαφές στα χωράφια του (1862)


Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς 

Το 1862 ο Ιωάννης Μακρυγιάννης ήταν 67 ετών και «νεκρός άταφος», όπως έγραψε ο Τιμ. Φιλήμων. Δέκα χρόνια νωρίτερα είχε κατηγορηθεί για συνωμοσία εναντίον του Όθωνος και είχε προφυλακισθεί. Τον έριξαν στις υγρές φυλακές του Μενδρεσέ, όπου οι πληγές που είχε στο κορμί του αφόρμισαν. «Διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων», όπως έγραψε ο Αναστάσιος Γούδας. Δικάσθηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, η ποινή του μετετράπη σε ισόβια, με απόφαση του Όθωνα και αργότερα σε κάθειρξη δέκα ετών. Τελικώς αποφυλακίστηκε με μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη τον Σεπτέμβριο 1854[1].

Αλλά η υγεία του ήταν κλονισμένη και ο οργανισμός του εξαιρετικά αδύναμος. Η φροντίδα της οικογενείας του και οι πρόθυμες υπηρεσίες που του πρόσφεραν γιατροί της πόλης δεν αρκούσαν για να επανέλθει σε φυσική κατάσταση. Εξάλλου, είχε στερηθεί τους βαθμούς και κάθε αποδοχής. Διέθετε όμως σημαντικότατη ακίνητη περιουσία, από την οποία ποριζόταν τα προς το ζην και προσπαθούσε να την διατηρήσει για να προικίσει τα κορίτσια του. Την καλλιέργεια των κτημάτων του είχε αναθέσει σε επίμορτους καλλιεργητές, οι οποίοι έπαιρναν ένα σημαντικό μέρος της σοδειάς για να δώσουν το υπόλοιπο στον Μακρυγιάννη.

Καλλιέργειες κάτω από την Ακρόπολη

Τα περισσότερα κτήματά του, ο Μακρυγιάννης, τα είχε εντός της Αττικής και, χρόνο με τον χρόνο, το χώμα της έδινε όλο και λιγότερα. Όσο δύσκολο και αν είναι να το φανταστούμε, ένα από τα χωράφια που καλλιεργούσε ακόμη και μετά την επανάσταση, ένας τέτοιος επίμορτος καλλιεργητής, ήταν στη νοτιοδυτική πλευρά της Ακρόπολης. Στην περιοχή όπου -από το 1838- είχαν ξεκινήσει οι εργασίες για την αποκάλυψη του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου. Εργασίες που διήρκεσαν περίπου έναν αιώνα, ανάλογα με τις εκάστοτε δυνατότητες χρηματοδότησης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου[2].

Το 1862 είναι μία από τις αποδοτικές χρονιές για το ζήτημα των ανασκαφών. Οι Έλληνες παρακολουθούν, σχεδόν καθημερινά τις ανακοινώσεις των αρχαιολόγων για διάφορα ευρήματα, όπως τα εγχάρακτα εδώλια. Ιστορικοί, λεξικογράφοι και πολλοί δημοσιογράφοι προσπαθούν ενθουσιασμένοι να ερμηνεύσουν τις διάφορες επιγραφές. Τα πλούσια ευρήματα ξεσηκώνουν πανστρατιά και συγκίνηση. Το ενδιαφέρον εκδηλωνόταν κάθε μέρα και περισσότερο, ενώ σοβαρά και μη δημοσιεύματα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.

Καθυστερήσεις ανασκαφών

Τη σοβαρότερη αντιμετώπιση λόγω καλής πληροφόρησης μας έδωσε ο Τιμ. Φιλήμων που έγραφε πως τα χώματα κάτω από την Ακρόπολη «υπισχνούνται ν’ αποκαλύψωσιν εν των περιεργοτέρων μνημείων των Αθηνών και να διαχύσουν ικανόν φως επί της αρχιτεκτονικής των θεάτρων της αρχαιότητος». Βέβαια το κόστος για να έρθουν στην επιφάνεια οι πολύτιμοι αυτοί θησαυροί ήταν υψηλό, αφού οι ανασκαφές έφθαναν σε βάθος πέντε και έξι μέτρων. Έτσι άρχισε έρανος από τον δήμο Αθηναίων. Ιδιώτες αλλά και ομογενείς του εξωτερικού εξασφάλισαν ένα σημαντικό ποσό για τη συνέχιση των ανασκαφών προς το μεσημβρινοανατολικό μέρος «εντεύθεν του τόξου των εδωλίων όπου η σκηνή και η θυμέλη».

Προκαλούσε όμως ταυτόχρονα μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης της γης, δηλαδή ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ζητούσε να σταματήσουν οι ανασκαφές και προχώρησε σε δικαστικές ενέργειες διότι δεν είχε ζητηθεί η άδειά του και δεν είχε αποζημιωθεί για τη γη του από το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρέμβαση οδήγησε σε καθυστερήσεις των ανασκαφών της αρχαιολογικής εταιρείας. Εξάλλου, ήταν και ένας από τους λόγους που αποχώρησε από τις ανασκαφές ο Γερμανός αρχιτέκτονας J. H. Strack, ο οποίος είχε αρχίσει σταδιακά να αποκαλύπτει το θέατρο. Η υπόθεση εκδικάσθηκε στο Ειρηνοδικείο, το οποίο απέρριψε το αίτημα του Μακρυγιάννη και διέταξε τη συνέχιση των ανασκαφών. Έτσι η πρώτη συστηματική ανασκαφική έρευνα πραγματοποιείται το 1862 από τον αρχαιολόγο Θ. Ρουσσόπουλο σε συνεργασία πάντα με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο[3].

Η «κόντρα» με το Παλάτι

Η στάση της οικογένειας Μακρυγιάννη δεν πρέπει να θεωρηθεί ξεκομμένη από τις γενικότερες εξελίξεις. Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς ξέσπασαν τα αποκαλούμενα «Ναυπλιακά», δηλαδή η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή στάση που έγινε επί Όθωνος. Τερματίστηκαν με εκστρατεία και τακτική πολιορκία του Ναυπλίου. Αξιωματικοί, πολιτικοί κρατούμενοι στο Ναύπλιο και εκατοντάδες νέοι εθελοντές ξεσηκώθηκαν εναντίον του Όθωνα. Η κυβέρνηση του Α. Μιαούλη κινητοποίησε μεγάλο αριθμό ανδρών και κατόρθωσε να καταστείλει τη στάση. Βέβαια είναι γνωστή η συνέχεια, αφού λίγους μήνες αργότερα ο πρώτος βασιλεύς, ο Όθων, έπαιρνε τον δρόμο για την πατρίδα του κάτω από το βάρος των μεγάλων λαϊκών αντιδράσεων.


Όθων Μακρυγιάννης.

Μεταξύ εκείνων που συνελήφθησαν ως πρωτεργάτες για τα «Ναυπλιακά» ήταν και ο γιος του στρατηγού Μακρυγιάννη, ο επίσης στρατιωτικός Όθων Μακρυγιάννης. Τραγική ειρωνεία της τύχης τον είχε βαφτίσει και του είχε δώσει το όνομά του ο βασιλιάς Όθων μόλις πάτησε το πόδι του στο Ναύπλιο. Ο Όθων Μακρυγιάννης ήταν ο πραγματικός διαχειριστής της πατρικής περιουσίας και ο εντολέας των δικαστικών ενεργειών που εξελισσόταν την ίδιες ημέρες που είχαν ξεσπάσει τα «Ναυπλιακά». Η σύγκρουση της οικογένειας Μακρυγιάννη με το Παλάτι ήταν μετωπική. Πάντως, η περιπέτεια εκείνη έληξε με πλήρη αποζημίωση που καταβλήθηκε μερικά χρόνια αργότερα στα μέλη της πολυπληθούς οικογένειάς τους[4].

Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ιωάννη Μακρυγιάννη.

«Απεβίωσεν υπό γενικής ατροφίας»

O Ιωάννης Μακρυγιάννης παντρεύτηκε την Αθηναία Αικατερίνη Σκουζέ, δευτερότοκη κόρη του Γεωργαντά Σκουζέ, με την οποία παντρεύτηκαν καταμεσής της Επανάστασης (1825) και απέκτησαν δέκα γιους και δύο κόρες. Εξ αυτών επιβίωσαν τα έξι αγόρια και τα δύο κορίτσια, τα οποία απόλαυσαν τους καρπούς της περιουσίας που τους άφησε ο μεγάλος αγωνιστής[5]. Υπήρξαν δε και περιπτώσεις που η μεγάλη αυτή κτηματική περιουσία βρέθηκε στο επίκεντρο σκανδάλων και συζητήσεων.

Όσο για τον Στρατηγό, έφυγε από τη ζωή δυο χρόνια μετά την περιπέτεια με το Θέατρο Διονύσου, στις 27 Απριλίου 1864[6]. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ληξιαρχική πράξη του θανάτου του Μακρυγιάννη.  Στο πλάι της ληξιαρχικής πράξης, η οποία υπογράφεται από τον δήμαρχο Αθηναίων Εμμανουήλ Κουτσικάρη ως Ληξίαρχο, καταγράφεται ως «Ιωάννης μακρή Γιάννης», αναφορά που αποκαλύπτει από πού προήλθε το επώνυμο του μεγάλου αγωνιστή. Ανάφερει δε η πράξη πως απεβίωσε «ο Αντιστράτηγος Ιωάννης Μακρηγιάννης ετών 68 έγγαμος σύζυγος Αικατερίνης υπό γενικής ατροφίας»[7].

Ο ανδριάντας του Ι. Μακρυγιάννη στην ομώνυμη περιοχή.

Το τοπωνύμιο Μακρυγιάννη, που δόθηκε σε μια ολόκληρη περιοχή των Αθηνών, έμεινε να θυμίζει την περιοχή όπου κατοικούσε και είχε μέρος των κτημάτων του, ενώ ο ανδριάντας του κάτω από την Ακρόπολη και κοντά στο Θέατρο του Διονύσου, στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου θυμίζει τη μεγάλη προσφορά του στην απελευθέρωση της Ελλάδας.

Πηγή: Αθηναϊκά

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Στους κορυφαίους επιστήμονες του κόσμου ο Καθηγητής Χρήστος Φλώρος με καταγωγή από τον Κόκκινο

 


Κατατάσσεται στους κορυφαίους 50 του κόσμου, σύμφωνα με το ScholarGPS



Ο Καθηγητής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου Χρήστος Φλώρος κατατάσσεται στους κορυφαίους επιστήμονες του κόσμου στην ειδικότητα της Χρηματοοικονομικής (Stock Market), σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση του ScholarGPS (https://scholargps.com/).

Συγκεκριμένα, ο Καθηγητής Χρήστος Φλώρος βρίσκεται στη θέση 45 στον κόσμο και κατατάσσεται στο κορυφαίο 0,2% των ακαδημαϊκών και ερευνητών παγκοσμίως για το 2024. Το ScholarGPS αναγνωρίζει τους κορυφαίους επιστήμονες σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους και ειδικότητες, και τους κατατάσσει με κριτήρια ακαδημαϊκής και ερευνητικής αριστείας όπως είναι το ιστορικό δημοσιεύσεων, ο αντίκτυπος του έργου τους και η ποιότητα των ακαδημαϊκών τους συνεισφορών.

Αυτή είναι άλλη μια σημαντική διάκριση για τον Καθηγητή Χρήστο Φλώρο, που καταδεικνύει για άλλη μια φορά το υψηλής ποιότητας και αναγνώρισης ερευνητικό έργο του στο πεδίο της χρηματοοικονομικής επιστήμης. O Δρ. Χρήστος Φλώρος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου (ΕΛΜΕΠΑ) στο Ηράκλειο και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου. Είναι Διευθυντής του Ερευνητικού Εργαστηρίου στη Λογιστική και Χρηματοοικονομική Διοίκηση (LAFIM), και Διευθυντής των Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων του Τμήματος (ΔΠΜΣ στη Λογιστική και Ελεγκτική/ΠΜΣ στη Χρηματοοικονομική Διοίκηση). Επίσης, είναι Διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάλυσης, Επιχειρηματικότητας και Τουρισμού του Πανεπιστημιακού Κέντρου Έρευνας και Καινοτομίας του ΕΛΜΕΠΑ.

Τα κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα του Καθηγητή Χρήστου Φλώρου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, θέματα χρηματοοικονομικής ανάλυσης αγορών και επιχειρήσεων και διαχείρισης χρηματοοικονομικών κινδύνων. Το ερευνητικό του έργο διακρίνεται από τον υψηλό αριθμό h-index (Google scholar h-index: 42) και των ετεροαναφορών (Google Scholar citations: 6600).

Η νέα σπουδαία διάκριση του Καθηγητή κ. Χρήστου Φλώρου είναι μια ακόμα απόδειξη του υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης και έρευνας που παρέχει το Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, το οποίο έχει πιστοποιηθεί με Άριστα από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (https://accfin.hmu.gr/).



Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Αποχαιρετισμός ….

ΕΥΘΥΜΙΑ  Γ. ΜΠΕΡΤΣΙΑ 1930-2025




Η Ευθυμία γεννήθηκε το 1930, ο πατέρα της ήταν ο Νικόλαος Κοράκης και η μητέρα της η Βασιλική το γένος Καραδήμα. Οι γονείς της απέκτησαν 10 παιδιά και επέζησαν μόνο δύο ο Γεώργιος και η Ευθυμία. Η παιδική θνησιμότητα εκείνες  τις εποχές ήταν η μεγάλη μάστιγα… Η Ευθυμία, όπως άλλωστε όλα τα παιδιά της γενιάς της έζησε σε ταραχώδη χρόνια, κακουχίες, πόλεμοι, φτώχια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά των χρόνων εκείνων…Η Ευθυμία πάλεψε σκληρά και κατάφερνε να ξεπερνά όλα τα εμπόδια. Παντρεύτηκε τον Γιώργο Μπερτσιά  και έφτιαξαν την οικογένεια τους στο σπιτικό τους που ήταν  στο κάμπο του Λουτσόβου στην θέαση Μαρμαράκι που σήμερα είναι θαμμένο στα νερά της λίμνης του Μόρνου. Η ζωή δύσκολη, οι αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές πολλές και κοπιώδεις αλλά η Ευθυμία μαζί με τον σύζυγό της και τα πεθερικά της πάλεψε σκληρά και τα κατάφερε. Μεγάλωσε την οικογένεια της, σπούδασε τα παιδιά της και  κατάφερε με την δουλειά της και την συμπεριφορά της να θεωρείται από τις πιο προκομμένες γυναίκες του χωριού ..

Η κατασκευή της λίμνης ανάγκασε την οικογένεια το 1972 να μεταναστεύσει στην Αθήνα όπου ένας καινούργιος αγώνας επιβίωσης ξαναξεκίνησε …Η Ευθυμία πάλι στις επάλξεις για να βοηθήσει να στηθεί το νέο σπιτικό της οικογένειας στην Πετρούπολη. Με πολύ δουλειά και με απέραντη αγάπη για την οικογένεια της, τα κατάφερε… Είχε την χαρά να δει τα παιδιά της ευτυχισμένα,  να γνωρίσει και να ζήσει αγαπημένα με τις νύφες, τους γαμπρούς, τα εγγόνια και δισέγγονα της!! 

Σήμερα γαλήνια και γεμάτη από την ζωή αποφάσισε να πετάξει η ψυχή της στον Παραδείσι …

Σε ευχαριστούμε Μάνα για όλα ..

Καλό κατευόδιο..




Στη μνήμη της το πιο κάτω διήγημα :

15. Η κατάρα της μητρός μου
Απόγευμα Παρασκευής, οχτώ μέρες πριν το τελείωμα του Σεπτέμβρη του 1972, ανήμερα της φθινοπωρινής ισημερίας, που η νύχτα και η μέρα ισομεριάζουν, και στο σπιτικό μας, στην κοιλάδα του Μόρνου, επικρατεί μεγάλη αναστάτωση.

Είμαστε στις τελευταίες ώρες πριν την οριστική φυγή. Τα περισσότερα πράγματα έχουν μαζευτεί, έχουν χωριστεί σε δυο ομάδες, αυτά που θα πέρναμε μαζί μας στην Αθήνα και τα υπόλοιπα, που θα μεταφέραμε πάνω στο χωριό. Είμαστε όλοι εκεί και βοηθάμε, ξαφνικά ακούγεται μια φωνή από το δρόμο να καλεί τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ανεβασμένος στο πατάρι για να κατεβάσει κάποια πράγματα και βγήκα εγώ να δω ποιος είναι. Βγαίνοντας στην αυλή αντικρίζω ένα άγνωστο άνδρα που με ρωτά:

«Είναι εδώ ο πατέρας σου;»

Πριν προλάβω να απαντήσω εμφανίστηκε ο πατέρας μου και τον καλωσόρισε.

Ήταν ο Γιάννης ο Πεντεορίτης, από ένα χωριό κοντά στο Γαλαξίδι, που είχε συνεννοηθεί με τον πατέρα μου να αγοράσει το άλογο, την αγαπημένη μας φοράδα, την Κούλα. Την Κούλα την είχαν αγοράσει από το επαχτίτικο παζάρι πριν 18 χρόνια, την χρονιά που γεννήθηκα κι εγώ, και μάλιστα σχεδόν την ίδια ημερομηνία, είμαστε δηλαδή συνομήλικοι. Η Κούλα εκείνη την στιγμή έβοσκε στις σιτοκαλαμιές ακριβώς κάτω από την αυλή. Με το άκουσμα ότι τη φοράδα θα την πάρει ο ξένος, όλη η οικογένεια συγκεντρωθήκαμε στην αυλή. Η μάνα μου πήγε και της φόρεσε το σαμάρι και τραβώντας από το καπίστρι την έφερε μπροστά μας. Λες και ήταν άνθρωπος, τη σύστησε με επισημότητα στο νέο της αφεντικό και άρχισε να λέει στο κύριο Γιάννη τα προσόντα της Κούλας. Πόσο εργατική ήταν, πόσο συνεργάσιμη με το ταίρι της στα οργώματα, με πόση άνεση μετέφερε τα φορτία, πόσο γρήγορο ζώο είναι και άλλες αρετές της που δεν θυμάμαι. Τελειώνοντας με τα καλά συμβούλεψε τον κύριο Γιάννη να την προσέχει, ειδικά όταν υπάρχουν μικρά παιδιά, γιατί σαν θηλυκό είναι και λίγο ζηλιάρα και μπορεί να τα δαγκώσει.

Μετά της χάιδεψε το κεφάλι της και με δάκρυα την αποχαιρέτησε λέγοντας πως δεν φταίει αυτή, αλλά η κακιά η λίμνη που σε λίγο θα τους διώξει όλους και θα σκεπάσει τα πάντα. Η μάνα είχε την πιο στενή συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια με το ζώο και το ένιωθε σαν παιδί της. Τα τελευταία δέκα χρόνια, που ο πατέρας μου δούλευε σε διαφορά δημόσια τεχνικά έργα, αυτή είχε την φροντίδα των χωραφιών, από το δύσκολο έργο του οργώματος και της σποράς μέχρι τον θερισμό και το αλώνισμα. Σε αυτό το επίπονο έργο που συνήθως ήταν δουλειά των ανδρών είχε την άμεση βοήθεια της Κούλας και ενός μεγαλόσωμου μουλαριού, που ήταν δωρεά της Αμερικής στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ. Αυ- τό το σκληροτράχηλο μουλάρι, –δεν θυμάμαι πως το φωνάζαμε–, είχε ψοφήσει πριν ένα χρόνο από γερατειά, αφού είχε οργώσει μαζί με την Κούλα με σιδερένιο άροτρο ή με ξύλινο αλέτρι δεκάδες στρέμματα πάνω από είκοσι χρόνια. Το κουφάρι του το είχαμε μεταφέρει στην ποταμιά, όπου αυτά τα κακάσχημα και μεγαλόσωμα όρνια που όρμησαν από τις κορφές των Βαρδουσίων το αποτελείωσαν.

Η αγροτική δουλειά εκείνα τα χρόνια με τα παραδοσιακά μέσα ήταν πολύ σκληρή και για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Απαιτούσε, εκτός του μεγάλου κόπου, ιδιαίτερη επιμονή και μαεστρία για τον άριστο συντονισμό και την υπακοή των ζώων στα κελεύσματα του αγρότη ώστε να παραχθεί το ζητούμενο έργο.

Αυτή τη δουλειά για πολλά χρόνια την έκανε η κυρία Ευθυμία, η μάνα μου, μόνη της. Πόσες φορές δεν την είχα ακούσει, όταν είχε υπερβεί τα όριά της, να καταριέται αγανακτισμένη τα χωράφια που όργωνε με την φράση:

«Κακή λίμνη δεν θα γίνει… να τα πάρει να ησυχάσουμε…»

Και αυτά τα έλεγε πριν από πολλά χρόνια και πριν ακόμη να έχει ακουστεί κάτι για κατασκευή λίμνης.

Τέτοιες φράσεις εκστόμιζαν και άλλες γυναίκες που δούλευαν σκληρά στα χωράφια τους και οι απολαβές των κόπων τους ήσαν τόσο μικρές, που τις έφερνε σε κατάσταση απελπισίας, ειδικά σε χρονιές με κακές καιρικές συνθήκες.

Να που η κατάρα της μάνας έπιασε, σκεφτόμουν, άλλο αν η ίδια ήθελε μάλλον να το ξεχάσει…

Ήμασταν όλοι σε κακή ψυχολογική κατάσταση γιατί είχαμε δεθεί με το ζώο. Ο κύριος Γιάννης προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα μιλώντας στην Κούλα για τον εαυτό του και πόσο πολύ αγαπά τα ζώα κι ότι θα περνά καλύτερα μαζί του μιας και έχει πολύ λίγα αγροκτήματα και μάλιστα φυτεμένα με ελιές, που δεν απαιτούν κουραστικές δουλειές για το άλογο. Γυρνώντας προς την μεριά μας, λέει:

«Σας καταλαβαίνω, κι εγώ στενοχωριέμαι όταν αποχωρίζουμε τα ζώα μου, τα έχω σαν τα παιδιά μου, όποτε θέλετε να έρχεστε στο χωριό μου να τη βλέπετε τη φο- ράδα.»

«Κάποια στιγμή θα έρθουμε, είναι στο χωριό σου παντρεμένη και η θειά μου η Όλγα με το χωριανό σου το μπάρμπα Δήμο», του απαντά η μάνα μου.

«Ναι, ναι, το είχα ξεχάσει πως η κυρά Όλγα είναι από το Λούτσοβο.»

«Είναι αδελφή του πατέρα μου.»

«Αγαπημένο ζευγάρι, καλοί άνθρωποι, τους αγαπά όλο το χωριό. Αν τους είχε δώσει κι ο θεός ένα παιδάκι… τέλος πάντων, αυτά είναι τυχερά πράγματα.»

Ο παππούς, που δεν είχε μιλήσει μέχρι τώρα, πλησίασε το ζώο, του χάιδεψε την χαίτη και κοιτώντας προς εμάς λέει: «Τυχερή είναι η Κούλα, σε καλά χέρια θα πέσει, ο Γιάννης φαίνεται πολύ καλός άνθρωπος.» Και συνεχίζει: «Θυμάσαι Γιώργο, τότε στην Ναύπακτο, στο παζάρι, ήταν μια βδομάδα μετά την γέννηση του Κώστα, που εσύ διάλεξες αυτό το ζώο, εγώ ήθελα να πάρουμε αρσενικό αλλά εσύ επέμενες και φαίνεται πως έπραξες άριστα, πολύ καλή φοράδα. Γιάννη, θα μείνεις πολύ ευχαριστημένος, με την καρδιά μας σου την δίνουμε… καλορίζικη!».

«Καλορίζικη, καλορίζικη!!!» ακούστηκε μια φωνή από όλους μας.

Οι παλιοί άνθρωποι, όταν πωλούσαν κάτι έπρεπε να το δώσουν με την καρδιά τους, διαφορετικά πίστευαν ότι τη συναλλαγή θα συνόδευε η γρουσουζιά. Γι αυτό οι αγοραστές, αν διαισθάνονταν ότι δεν υπήρχε καλή διάθεση συνήθως χάλαγαν την συμφωνία.

Η παρέμβαση του παππού ήταν καταλυτική προς άπαντας.

Ο Γιάννης ο Πεντεορίτης καβάλησε τη φοράδα, αφού πρώτα μας ευχαρίστησε και μας υπενθύμισε να μην ξεχάσουμε τη θεία μας τη Όλγα και την Κούλα και να επισκεφτούμε το χωριό του, όπου με χαρά θα μας φιλοξενήσει.

Παρακολουθούσαμε αμίλητοι τον Γιάννη με την φοράδα να απομακρύνονται προς την πλευρά του Στενού. Δεν είχαν διανύσει ούτε διακόσια μέτρα όταν το άλογο κάνει απότομα στροφή 180 μοίρες, σηκώνει τα μπροστινά του πόδια και, κοιτάζοντας προς την δική μας πλευρά, άρχισε να χλιμιντρίζει έντονα ενώ ο Γιάννης με δυσκολία προσπαθούσε να το επαναφέρει στην πορεία του.

Αυτό το χλιμίντρισμα ήταν το τελευταίο ακουστικό αποτύπωμα της Κούλας, που έμεινε άσβεστο στην μνήμη μου παρόλο που έχουν περάσει τόσες δεκαετίες…

Η κόρνα του φορτηγού που είχε σταματήσει στον δημόσιο δρόμο μας επανέφερε στην πραγματικότητα. «Ο Θύμιος είναι», λέει ο πατέρας μου, «πάω να συνεννοηθούμε τι ώρα θα έλθει το πρωί να φορτώσουμε.» Ο Θύμιος ο Καραγιάννης, φίλος του πατέρα μου και ξάδελφος της μάνας μου, είχε φορτηγό και προσφέρθηκε να μας μεταφέρει στην Αθήνα…


Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ ΜΠΕΡΤΣΙΑ : θαμμένα όνειρα, ζωντανές, αναμνήσεις