Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Αποχαιρετισμός ….

ΕΥΘΥΜΙΑ  Γ. ΜΠΕΡΤΣΙΑ 1930-2025




Η Ευθυμία γεννήθηκε το 1930, ο πατέρα της ήταν ο Νικόλαος Κοράκης και η μητέρα της η Βασιλική το γένος Καραδήμα. Οι γονείς της απέκτησαν 10 παιδιά και επέζησαν μόνο δύο ο Γεώργιος και η Ευθυμία. Η παιδική θνησιμότητα εκείνες  τις εποχές ήταν η μεγάλη μάστιγα… Η Ευθυμία, όπως άλλωστε όλα τα παιδιά της γενιάς της έζησε σε ταραχώδη χρόνια, κακουχίες, πόλεμοι, φτώχια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά των χρόνων εκείνων…Η Ευθυμία πάλεψε σκληρά και κατάφερνε να ξεπερνά όλα τα εμπόδια. Παντρεύτηκε τον Γιώργο Μπερτσιά  και έφτιαξαν την οικογένεια τους στο σπιτικό τους που ήταν  στο κάμπο του Λουτσόβου στην θέαση Μαρμαράκι που σήμερα είναι θαμμένο στα νερά της λίμνης του Μόρνου. Η ζωή δύσκολη, οι αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές πολλές και κοπιώδεις αλλά η Ευθυμία μαζί με τον σύζυγό της και τα πεθερικά της πάλεψε σκληρά και τα κατάφερε. Μεγάλωσε την οικογένεια της, σπούδασε τα παιδιά της και  κατάφερε με την δουλειά της και την συμπεριφορά της να θεωρείται από τις πιο προκομμένες γυναίκες του χωριού ..

Η κατασκευή της λίμνης ανάγκασε την οικογένεια το 1972 να μεταναστεύσει στην Αθήνα όπου ένας καινούργιος αγώνας επιβίωσης ξαναξεκίνησε …Η Ευθυμία πάλι στις επάλξεις για να βοηθήσει να στηθεί το νέο σπιτικό της οικογένειας στην Πετρούπολη. Με πολύ δουλειά και με απέραντη αγάπη για την οικογένεια της, τα κατάφερε… Είχε την χαρά να δει τα παιδιά της ευτυχισμένα,  να γνωρίσει και να ζήσει αγαπημένα με τις νύφες, τους γαμπρούς, τα εγγόνια και δισέγγονα της!! 

Σήμερα γαλήνια και γεμάτη από την ζωή αποφάσισε να πετάξει η ψυχή της στον Παραδείσι …

Σε ευχαριστούμε Μάνα για όλα ..

Καλό κατευόδιο..




Στη μνήμη της το πιο κάτω διήγημα :

15. Η κατάρα της μητρός μου
Απόγευμα Παρασκευής, οχτώ μέρες πριν το τελείωμα του Σεπτέμβρη του 1972, ανήμερα της φθινοπωρινής ισημερίας, που η νύχτα και η μέρα ισομεριάζουν, και στο σπιτικό μας, στην κοιλάδα του Μόρνου, επικρατεί μεγάλη αναστάτωση.

Είμαστε στις τελευταίες ώρες πριν την οριστική φυγή. Τα περισσότερα πράγματα έχουν μαζευτεί, έχουν χωριστεί σε δυο ομάδες, αυτά που θα πέρναμε μαζί μας στην Αθήνα και τα υπόλοιπα, που θα μεταφέραμε πάνω στο χωριό. Είμαστε όλοι εκεί και βοηθάμε, ξαφνικά ακούγεται μια φωνή από το δρόμο να καλεί τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ανεβασμένος στο πατάρι για να κατεβάσει κάποια πράγματα και βγήκα εγώ να δω ποιος είναι. Βγαίνοντας στην αυλή αντικρίζω ένα άγνωστο άνδρα που με ρωτά:

«Είναι εδώ ο πατέρας σου;»

Πριν προλάβω να απαντήσω εμφανίστηκε ο πατέρας μου και τον καλωσόρισε.

Ήταν ο Γιάννης ο Πεντεορίτης, από ένα χωριό κοντά στο Γαλαξίδι, που είχε συνεννοηθεί με τον πατέρα μου να αγοράσει το άλογο, την αγαπημένη μας φοράδα, την Κούλα. Την Κούλα την είχαν αγοράσει από το επαχτίτικο παζάρι πριν 18 χρόνια, την χρονιά που γεννήθηκα κι εγώ, και μάλιστα σχεδόν την ίδια ημερομηνία, είμαστε δηλαδή συνομήλικοι. Η Κούλα εκείνη την στιγμή έβοσκε στις σιτοκαλαμιές ακριβώς κάτω από την αυλή. Με το άκουσμα ότι τη φοράδα θα την πάρει ο ξένος, όλη η οικογένεια συγκεντρωθήκαμε στην αυλή. Η μάνα μου πήγε και της φόρεσε το σαμάρι και τραβώντας από το καπίστρι την έφερε μπροστά μας. Λες και ήταν άνθρωπος, τη σύστησε με επισημότητα στο νέο της αφεντικό και άρχισε να λέει στο κύριο Γιάννη τα προσόντα της Κούλας. Πόσο εργατική ήταν, πόσο συνεργάσιμη με το ταίρι της στα οργώματα, με πόση άνεση μετέφερε τα φορτία, πόσο γρήγορο ζώο είναι και άλλες αρετές της που δεν θυμάμαι. Τελειώνοντας με τα καλά συμβούλεψε τον κύριο Γιάννη να την προσέχει, ειδικά όταν υπάρχουν μικρά παιδιά, γιατί σαν θηλυκό είναι και λίγο ζηλιάρα και μπορεί να τα δαγκώσει.

Μετά της χάιδεψε το κεφάλι της και με δάκρυα την αποχαιρέτησε λέγοντας πως δεν φταίει αυτή, αλλά η κακιά η λίμνη που σε λίγο θα τους διώξει όλους και θα σκεπάσει τα πάντα. Η μάνα είχε την πιο στενή συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια με το ζώο και το ένιωθε σαν παιδί της. Τα τελευταία δέκα χρόνια, που ο πατέρας μου δούλευε σε διαφορά δημόσια τεχνικά έργα, αυτή είχε την φροντίδα των χωραφιών, από το δύσκολο έργο του οργώματος και της σποράς μέχρι τον θερισμό και το αλώνισμα. Σε αυτό το επίπονο έργο που συνήθως ήταν δουλειά των ανδρών είχε την άμεση βοήθεια της Κούλας και ενός μεγαλόσωμου μουλαριού, που ήταν δωρεά της Αμερικής στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ. Αυ- τό το σκληροτράχηλο μουλάρι, –δεν θυμάμαι πως το φωνάζαμε–, είχε ψοφήσει πριν ένα χρόνο από γερατειά, αφού είχε οργώσει μαζί με την Κούλα με σιδερένιο άροτρο ή με ξύλινο αλέτρι δεκάδες στρέμματα πάνω από είκοσι χρόνια. Το κουφάρι του το είχαμε μεταφέρει στην ποταμιά, όπου αυτά τα κακάσχημα και μεγαλόσωμα όρνια που όρμησαν από τις κορφές των Βαρδουσίων το αποτελείωσαν.

Η αγροτική δουλειά εκείνα τα χρόνια με τα παραδοσιακά μέσα ήταν πολύ σκληρή και για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Απαιτούσε, εκτός του μεγάλου κόπου, ιδιαίτερη επιμονή και μαεστρία για τον άριστο συντονισμό και την υπακοή των ζώων στα κελεύσματα του αγρότη ώστε να παραχθεί το ζητούμενο έργο.

Αυτή τη δουλειά για πολλά χρόνια την έκανε η κυρία Ευθυμία, η μάνα μου, μόνη της. Πόσες φορές δεν την είχα ακούσει, όταν είχε υπερβεί τα όριά της, να καταριέται αγανακτισμένη τα χωράφια που όργωνε με την φράση:

«Κακή λίμνη δεν θα γίνει… να τα πάρει να ησυχάσουμε…»

Και αυτά τα έλεγε πριν από πολλά χρόνια και πριν ακόμη να έχει ακουστεί κάτι για κατασκευή λίμνης.

Τέτοιες φράσεις εκστόμιζαν και άλλες γυναίκες που δούλευαν σκληρά στα χωράφια τους και οι απολαβές των κόπων τους ήσαν τόσο μικρές, που τις έφερνε σε κατάσταση απελπισίας, ειδικά σε χρονιές με κακές καιρικές συνθήκες.

Να που η κατάρα της μάνας έπιασε, σκεφτόμουν, άλλο αν η ίδια ήθελε μάλλον να το ξεχάσει…

Ήμασταν όλοι σε κακή ψυχολογική κατάσταση γιατί είχαμε δεθεί με το ζώο. Ο κύριος Γιάννης προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα μιλώντας στην Κούλα για τον εαυτό του και πόσο πολύ αγαπά τα ζώα κι ότι θα περνά καλύτερα μαζί του μιας και έχει πολύ λίγα αγροκτήματα και μάλιστα φυτεμένα με ελιές, που δεν απαιτούν κουραστικές δουλειές για το άλογο. Γυρνώντας προς την μεριά μας, λέει:

«Σας καταλαβαίνω, κι εγώ στενοχωριέμαι όταν αποχωρίζουμε τα ζώα μου, τα έχω σαν τα παιδιά μου, όποτε θέλετε να έρχεστε στο χωριό μου να τη βλέπετε τη φο- ράδα.»

«Κάποια στιγμή θα έρθουμε, είναι στο χωριό σου παντρεμένη και η θειά μου η Όλγα με το χωριανό σου το μπάρμπα Δήμο», του απαντά η μάνα μου.

«Ναι, ναι, το είχα ξεχάσει πως η κυρά Όλγα είναι από το Λούτσοβο.»

«Είναι αδελφή του πατέρα μου.»

«Αγαπημένο ζευγάρι, καλοί άνθρωποι, τους αγαπά όλο το χωριό. Αν τους είχε δώσει κι ο θεός ένα παιδάκι… τέλος πάντων, αυτά είναι τυχερά πράγματα.»

Ο παππούς, που δεν είχε μιλήσει μέχρι τώρα, πλησίασε το ζώο, του χάιδεψε την χαίτη και κοιτώντας προς εμάς λέει: «Τυχερή είναι η Κούλα, σε καλά χέρια θα πέσει, ο Γιάννης φαίνεται πολύ καλός άνθρωπος.» Και συνεχίζει: «Θυμάσαι Γιώργο, τότε στην Ναύπακτο, στο παζάρι, ήταν μια βδομάδα μετά την γέννηση του Κώστα, που εσύ διάλεξες αυτό το ζώο, εγώ ήθελα να πάρουμε αρσενικό αλλά εσύ επέμενες και φαίνεται πως έπραξες άριστα, πολύ καλή φοράδα. Γιάννη, θα μείνεις πολύ ευχαριστημένος, με την καρδιά μας σου την δίνουμε… καλορίζικη!».

«Καλορίζικη, καλορίζικη!!!» ακούστηκε μια φωνή από όλους μας.

Οι παλιοί άνθρωποι, όταν πωλούσαν κάτι έπρεπε να το δώσουν με την καρδιά τους, διαφορετικά πίστευαν ότι τη συναλλαγή θα συνόδευε η γρουσουζιά. Γι αυτό οι αγοραστές, αν διαισθάνονταν ότι δεν υπήρχε καλή διάθεση συνήθως χάλαγαν την συμφωνία.

Η παρέμβαση του παππού ήταν καταλυτική προς άπαντας.

Ο Γιάννης ο Πεντεορίτης καβάλησε τη φοράδα, αφού πρώτα μας ευχαρίστησε και μας υπενθύμισε να μην ξεχάσουμε τη θεία μας τη Όλγα και την Κούλα και να επισκεφτούμε το χωριό του, όπου με χαρά θα μας φιλοξενήσει.

Παρακολουθούσαμε αμίλητοι τον Γιάννη με την φοράδα να απομακρύνονται προς την πλευρά του Στενού. Δεν είχαν διανύσει ούτε διακόσια μέτρα όταν το άλογο κάνει απότομα στροφή 180 μοίρες, σηκώνει τα μπροστινά του πόδια και, κοιτάζοντας προς την δική μας πλευρά, άρχισε να χλιμιντρίζει έντονα ενώ ο Γιάννης με δυσκολία προσπαθούσε να το επαναφέρει στην πορεία του.

Αυτό το χλιμίντρισμα ήταν το τελευταίο ακουστικό αποτύπωμα της Κούλας, που έμεινε άσβεστο στην μνήμη μου παρόλο που έχουν περάσει τόσες δεκαετίες…

Η κόρνα του φορτηγού που είχε σταματήσει στον δημόσιο δρόμο μας επανέφερε στην πραγματικότητα. «Ο Θύμιος είναι», λέει ο πατέρας μου, «πάω να συνεννοηθούμε τι ώρα θα έλθει το πρωί να φορτώσουμε.» Ο Θύμιος ο Καραγιάννης, φίλος του πατέρα μου και ξάδελφος της μάνας μου, είχε φορτηγό και προσφέρθηκε να μας μεταφέρει στην Αθήνα…


Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ ΜΠΕΡΤΣΙΑ : θαμμένα όνειρα, ζωντανές, αναμνήσεις




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου