Το δημοτικό τραγούδι στη ζωή μας
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
«Άρχισε γλώσσα μ’ άρχισε τραγούδια ν’ αραδιάζεις
και την καλή παρέα μας να τη διασκεδάζεις…»
Αφήνοντας τη θύμηση να μας ξυπνήσει παλιότερες εποχές, η ψυχή μας ημερεύει. Περνάνε μπροστά μας εικόνες που χαράχτηκαν ανεξίτηλα, γάμοι και πανηγύρια, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές. Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μας τραγούδια που δέθηκαν με στιγμές της ζωής μας.
Το τραγούδι που απάλυνε τον πόνο, που μέρωνε το σεκλέτι, που εξυμνούσε την αγάπη. Όλα τα συναισθήματά του ο λαός τα έκανε τραγούδια, ταιριάζοντας ήχους και λέξεις, για να τα αποδώσει καλύτερα. Ποια είναι η δύναμη που μας σπρώχνει να κάνουμε τραγούδι αυτό που έχουμε μέσα μας, ποτέ δεν το κατάλαβα, μα λίγη σημασία έχει.
Κι αυτό συμβαίνει παντού σ’ όλους τους λαούς, σε κάθε άκρη της γης.
«Ντουνιά ταμπίρ, ρουγιά ταμπίρ, αμάν αμάν»
λέει ο ανατολίτης, που πάει να πει «κόσμος κι όνειρο είναι ένα αμάν αμάν». Γι αυτό πρέπει να σκύβουμε με σεβασμό στην παράδοση των λαών και ιδιαίτερα στη δική μας παράδοση. Ο τρόπος που παντρεύονται οι λέξεις στο δημοτικό τραγούδι είναι μοναδικός. Απλός λόγος μεστός, που όταν τον επαναλαμβάνεις ξαλαφρώνει η ψυχή σου.
«Σήκω κρυστάλλω μ’ κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου
κι έμπα κρυστάλλω μ’ στο χορό, με τ’ άλλα τα κορίτσια
Να ιδείς εκείνον π’ αγαπάς, πως στέκει μαραμένος»
Αν η μια όψη του νομίσματος είναι το τραγούδι, η άλλη είναι ο χορός. Θα ήταν μισή η χαρά, μισό το συναίσθημα αν δεν υπήρχε ο χορός. Γι’ αυτό το παρακάτω πασίγνωστο τραγούδι προτρέπει και δείχνει το δρόμο:
«Εμπάτε αγόρια στο χορό, κορίτσια στα τραγούδια
Να δείτε και να μάθετε, πως πιάνεται η αγάπη
Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει
Κι από τα χείλη στην καρδιά, ριζώνει και δεν βγαίνει»
Απ’ το οράν και το εράν που έλεγαν οι αρχαίοι.
Το δημοτικό τραγούδι συνόδευε και συνοδεύει κάθε βήμα της ζωής μας. Στη δουλειά, στη σκόλη, στις γιορτές, στα πανηγύρια, στους γάμους, στις βαπτίσεις, στον πόνο της ξενιτιάς, στον καημό τις αγάπης, στους αγώνες του λαού μας.
Πόσα μπορεί να πει ένα τραγούδι με πέντε λέξεις;
«Μικρή μηλίτσα είχαμαν, μάνα μου, στην αυλή μας
κι ήρθαν ξένοι παντάξενοι, μάνα μ’ και μας την πήραν.
Ξεϊσκιωσαν το σπίτι μας και ίσκιωσαν το δικό τους…»
Η παρομοίωση και ο μεταφορικός λόγος κυριαρχούν στο δημοτικό τραγούδι.
«Αητέ μου χρυσοπράσινε με τις χρυσές φτερούγες
όταν περνάς τις γειτονιές, μοσχοβολούν οι ρούγες
Την πέρδικα που λόγιασες, να πας να την συμπάσεις…»
Ο λαός δανείζεται τα καλύτερα στοιχεία της φύσης για να παινέψει τη νιά κοπέλα.
«Σταφύλι μου κρυστάλλινο και βρύση μ’ κρύα βρύση
και μήλο μ’ κατακόκκινο, που μένεις, που βραδιάζεις…»
Η υπερβολή επίσης δε λείπει
«Σελώνουν τ’ άλογά τους, τρέμει η μαύρη γης
τροχάνε τα σπαθιά τους, λάμπει η θάλασσα….»
«Αφέντη μου τη θάλασσα, πεζός θα την αδιάβω…»
Σε όλα τα βήματα τη ζωής του ανθρώπου τον ακολουθεί το τραγούδι. Τις κρύες και ατελείωτες νύχτες του χειμώνα, μαζεύονταν συγγενικές οικογένειες σε κάποιο σπίτι και κάνανε το νυχτέρεμα. Λίγοι μεζέδες από το χριστουγεννιάτικο χοιρινό, λουκάνικα, τσιγαρίδες και πασπαλάς, καμιά πίτα, λίγο κρασί και πολλές κουβέντες δίπλα στο αναμμένο τζάκι.
Οι γυναίκες είχαν μαζί τους το εργόχειρο, κανένα πλέξιμο ή κέντημα.
Μας κουβεντιάζει η φωτιά, έλεγε ο παππούς κι έπαιρνε ένα μικρό δαυλί κι άναβε το τσιμπούκι του.
Κάπως έτσι αβίαστα ανέβαινε στα χείλη το πρώτο τραγούδι.
«Πώς να ‘ταν πώς να γένονταν, τα γέρα να πουλήσω
να γένω δεκαοχτώ χρονών, να μπω στα εικοσιένα…»
Συνέχιζαν οι νεότεροι…
«Το χέρι σου το παχουλό, με το φαρδύ μανίκι
να το ‘κανα προσκέφαλο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες
Οι μέρες να ‘ναι του Μαγιού κι οι νύχτες του Γενάρη….»
Έξω ο αέρας σφύριζε σαν γεννημένο φίδι. Το χιόνι σκέπαζε τα φτωχικά σπίτια.
Μπορεί να υπήρχε φτώχεια τότε, αλλά υπήρχε αγάπη, όπως μαρτυράνε οι γιαγιάδες.
Σαν έμπαινε η άνοιξη, ξάνοιγαν κι οι δουλειές, τ’ ανοιξιάτικα σπαρτά, καλαμπόκια, ρόβια, ρεβίθια, φακές
και κηπευτικά.
Κι όλο κοντοζύγωνε η Λαμπρή και τ’ Αη-Γιωργιού.
Η ζωή του λαού μας είναι πάντα δεμένη με τις θρησκευτικές γιορτές. Ζει και τραγουδάει ακόμα και το δράμα του θεανθρώπου.
«…Βλέπεις εκείνο το γυμνό, τον παραπονεμένο
που φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
που φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι
εκείνος είναι ο γιόκας σου και μένα ο δάσκαλός μου…»
Τρεις μέρες χόρευαν και τραγουδούσαν, οι νιοί και νιες του χωριού, στην αυλή της εκκλησίας.
Όργανα δεν υπήρχαν, αλλά τίποτα δεν ήταν ικανό να σταματήσει την ορμή της νιότης να χαρεί, να γλεντήσει και να ερωτευτεί
Ήταν απαραίτητα τα διαλείμματα στον κουραστικό καθημερινό μόχθο.
«Βιος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», έλεγαν οι αρχαίοι.
Μετά τ’ Αη-Γιωργιού, ετοιμάζονταν τα τσελιγκάτα για τα βουνά. Ατελείωτα κοπάδια, κουδούνια, σκυλιά, μουλάρια, φορτωμένα με καρδάρια και κάδες, ξεκινούσαν το καλοκαιρινό τους ταξίδι.
Ο χρόνος για τους βοσκούς χωρίζεται στη μέση απ’ τις γιορτές τ’ Αη-Γιωργιού ως τ’ Αη-Δημητριού.
Έτσι καθόριζαν και τη ρόγα.
Έπαιρνε ο τσομπάνης τη φλογέρα του, τους ποιμενικούς σκοπούς του και ανέβαινε ψηλά στις ραχούλες και τα βουνά σαν τον αητό.
«Βλαχούλα εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα
Σέρνει στα πόδια της δροσιά
και μόσχο στην ποδιά της…»
Μια ρήση λέει: «Η ζωή αρχίζει απ’ το ψωμί». Πράγματι ο πρώτος αγώνας του ανθρώπου ήταν να εξασφαλίσει το ψωμί του, να θρέψει την οικογένειά του. ‘Άνδρες, γυναίκες, όλοι ξωμάχοι στα χωράφια να μαζέψουν τον καρπό.
Λιοπύρι, ιδρώτας και κάματος. Που έβρισκαν το κουράγιο, αναρωτιέται κανείς και έπιαναν το τραγούδι;
Είναι η δύναμη που κρύβει το τραγούδι, να ξαλαφρώνει την κούραση, να συντηρεί την ελπίδα και τα
όνειρα.
«Μια κόρη Τζουμερκιώτισσα, με κεντητό μαντήλι
στα σταυροδρόμια θέριζε, όλο το μεσημέρι.
Κι εγώ που περνοδιάβαινα, στο Γρίβα καβαλάρης…»
Γι αυτό δεν μπορούμε να ξεχάσουμε κείνη τη μυρωδιά του φούρνου και του ζεστού ψωμιού, που μας έδινε η μάνα μας, πασπαλισμένο με λάδι και ζάχαρη!
Εκεί που έσφυζε το παιδομάνι, εκεί που υπήρχαν φωνές και τραγούδια, σήμερα απλώνεται η ερημιά και η εγκατάλειψη.
Κάποιοι απόμαχοι της ζωής, γέροι και γριές απόμειναν στις αυλές των σπιτιών να θυμούνται, να εξιστορούν και να κοιτάνε πέρα μακριά στον ορίζοντα, όσο φτάνει το μάτι τους και να συλλογίζονται παιδιά, εγγόνια και αλλοτινά τους χρόνια.
Αρνούνται πεισματικά να αφήσουν αυτή τη γη, γιατί μ’ αυτή δέθηκαν, αυτήν πότισαν με τον ιδρώτα τους, σ’ αυτήν θέλουν να μείνουν για πάντα.
Φυλάνε σα να ‘ταν ακρίτες, τις έρμες λαγκαδιές, αναπολούν δακρύζουν, αναστενάζουν.
Άλλοτε πάλι μουρμουρίζουν…
«Τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες,
κανένας δεν το ‘μαθε κανένας…»
Η μόνη συνοδιά τους ο βασιλικός στο παραθύρι, οι μολόχες κι οι ντάλιες, οι μαντζουράνες κι οι
τριανταφυλλιές, φυτά ανθεκτικά, που αντέχουν σαν τα’ αφεντικά τους!
Ζούγρος Γιώργος
Δάσκαλος-Συγγραφέας