Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.
Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014
Το χωριό μας
Περήφανες αητοφωλιές
του Κόκκινου τα σπίτια,
φαντάζουν μες'τις καστανιές
στις κερασιές και μές'τα ρίκια.
Την άνοιξη ανεμώνες
φυτρώνουν και στολίζουν,
μα λίγα τζάκια τους χειμώνες
ζεσταίνουν και καπνίζουν.
Με τα Βαρδούσια παρέα
με τα ελάτια και τα χιόνια,
περνούμε όμορφα και ωραία
Οι φορτωμένοι γέροι, με τα χρόνια.
Λίμνη του Μόρνου άφησαν οι νέοι
Χάνοντας τα περιβόλια
ήρθαν γεννήθηκαν Αθηναίοι
αφήνοντας των ντουφεκιών τα βόλια.
Μα σαν έρθει η Πασχαλιά
και τ'άλλο καλοκαίρι,
γυρίζουν όλοι σαν πουλιά
να δώσουνε το χέρι.
Α . Χ. ΦΛΩΡΟΣ
Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014
Σάββατο, 1 Μαρτίου 2014
Χαράλαμπος Στέφος , ένας αγνός Ρουμελιώτης ζωγράφος που τα έργα του φέρουν καταφανώς τα ίχνη επιδράσεων των Γκωγκέν και Βαν Γκόγκ.
Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος Χ Στέφος, γεννήθηκε στο Κόκκινο, ( Λούτσοβο ) ,το 1932 ,από μικρός για βιοποριστικούς λόγους μετακινήθηκε στην Αμφισσα όπου εργάστηκε ως υπάλληλος δημιούργησε την οικογένεια του και φυσικά περνούσε τον περισσότερο χρόνο στο εργαστήρι του ζωγραφίζοντας.
Αυτοδίδακτος αλλά με πολύ μεγάλο ταλέντο και μεγάλη αγάπη για την ζωγραφική,τα έργα του τα περισσότερα ελαιογραφίες αποδίδουν με ειλικρινή συγκίνηση και λυρικό τόνο την χωριάτικη ζωή της Ρούμελης. Η ζωγραφική του δείχνει τάσεις ναιβισμού.Τα έργα του φέρουν καταφανώς τα ίχνη επιδράσεων των Γκωγκέν και Βαν Γκόγκ.
Ήταν ο πρώτος Έλληνας ζωγράφος που παρουσιάζει το πνεύμα της Ρούμελης τη εναλλαγή του φωτός με ιδιαίτερη οπτική και φέρνει στο προσκήνιο το πνεύμα του Ρουμελιώτικου πρωτογονισμού,ακόμη και οι νεκρές φύσεις έχουν ένα παράξενο φως που εκπέμπει ομορφιά.
Κ Μ
Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014
Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014
Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014
Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014
Χαιρετισμός αναχωρησάντων
Απεβίωσε σήμερα στο σπίτι της στην Πετρούπολη η Κατίνα Σ Μπερτσιά, η θειά Κατίνα γεννήθηκε το 1932 στο Κόκκινο , κόρη του Γιώργου Καραδήμα και της Ευθυμίας με ένα αδελφό το Χρήστο ,που ζει μόνιμα στον Καναδά , μεγάλωσε τα δύσκολα εκείνα χρόνια με τις στερήσεις και τα προβλήματα που είχαν σχεδόν όλοι στο χωριό μας , πάλεψε όμως σκληρά και τα κατάφερα .Έφτιαξε μια ωραία οικογένεια με τον σύζυγό της το Σπύρο Μπερτσιά που έφυγε από κοντά μας πριν δύο χρόνια.
Ευτύχισε να δει τα παιδιά της τον Κώστα και τον Γιώργο να κάνουν τις δικές τους οικογένειες , να δει τα εγγόνια της να μεγαλώνουν και κυρίως να έχει την μεγάλη ευτυχία να έχει δίπλα της δύο εξαίρετες νύφες την Μαρία και την Χριστιάνα που τα τελευταία χρόνια της ζωής της την φρόντισαν και της συμπαραστάθηκαν με το καλλίτερο δυνατό τρόπο .
Η εξόδιος ακολουθία θα ψάλει αύριο Παρασκευή στον Άγιο Δημήτριο Πετρούπολης και ώρα 15.
Θερμά συλλυπητήρια στα παιδιά της ,να ζήσουν και να την θυμούνται πάντα ....
Καλό ταξίδι θεία Κατίνα....
Κώστας Γ Μπερτσιάς.
Οι πιο κάτω φωτογραφίες είναι ένα οδοιπορικό στην μνήμη της ..
Απο το blog του ΚΩΣΤΑ ΚΑΨΑΛΗ το Λιδωρικι www.lidoriki.com
Γάλλος περιηγητής Gaston Deschamps το 1898 .
…………“ Ανεχωρήσαμεν εν μέσω συναυλίας ευχών και ευλογιών .
Ο δρόμος ήτο ο αυτός , πλήρης λίθων , και ο " Καράς " και ο " Κίτσος " εκίνουν τα ώτα των μετά δισταγμού , παρά τας κραυγάς του Αναστάση , ο οποίος επέσπευδε την πορείαν των διά σπανίων αλλ' ισχυρών πληγμάτων του μαστιγίου του . Ολίγον προ της αφίξεως εις το χωρίον Μαλανδρίνον , εκάμαμεν στάσιν εις τινα ερείπια . Καταρρέουσα Βυζαντινή εκκλησία , την οποίαν οι βοσκοί του χωρίου ονομάζουν Άγιον Απόστολον , εκάλυπτε τα ερείπια αρχαίου ναού , τα οποία διεκρίνοντο επί της επιφανείας της γης .
Υψηλότερον αρχαιοελληνικόν τείχος θαυμασίας κατασκευής και σχηματίζον ανά τακτικά διαστήματα τετραγώνους πύργους περιέζωνε την κορυφήν της ακροπόλεως . Ποία ήτο η κατεστραμμένη πόλις ; Δεν γνωρίζω εάν θα μας αποκαλύψουν το όνομά της αι επιγραφαί αι οποίαι έχουν σωρευθεί εις τα κτίρια του χωρίου .
Εγευματίσαμεν εις το Μαλανδρίνον εις καλύβην εκ φυλλωμάτων , την οποίαν απεκάλουν περίπτερον εάν η ονομασία δεν απετέλει παραφωνίαν εις τον χώρον εκείνον . Εφάγαμεν σφιχτά αυγά και ημίσειαν οκάν κρέατος την οποίαν ανεκάλυψεν , άγνωστον πως , ο Χαράλαμπος .
Δεν γνωρίζω πως ο αγαθός και ικανός Χαράλαμπος είχεν εύρει αυτό το κρέας εις περιοχήν κατοικουμένην υπό κατ' εξοχήν χορτοφάγων ανθρώπων . Το φαγητόν εμοιράσθημεν μετά του προέδρου της κοινότητος και του παπά .
Ο ιερεύς εκείνος ήτο εις εκ των ρυπαροτέρων ανθρώπων τους οποίους έχω ιδεί .Το καλυμμαύκι του εφαίνετο κολλημένον επί της αηδούς κόμης του . Το ανοικτόν μαύρον ράσον του άφηνε να φανεί εσωτερικός χιτών εκ κυανού χονδροειδούς υφάσματος , ο οποίος είχε σφιχθεί εις την οσφύν με ζώνην στρατιώτου . Ο παπάς αυτός ήτο παραλλήλως και ο διδάσκαλος του χωριού . Η γενειοφόρος μορφή του ήτο αγαθή και απλοϊκή . Ωμολόγει ειλικρινώς την άγνοιαν των συμπατριωτών του και εαυτού.
Το ταχυδρομείον ουδέποτε έφθανεν εκεί , όταν εις εκ των χωρικών μετέβαινεν εις το Λιδορίκι , το κεφαλοχώριον της περιοχής , ηρώτα τον ταχυδρόμον εάν υπήρχον επιστολαί διά το Μαλανδρίνον , πράγμα το οποίον σπανίως συνέβαινεν . Ο παπάς κατά το γεύμα μας εκείνο , ηρώτα , μετά περιεργείας , τον Χαράλαμπον περί των πολιτικών πραγμάτων και μάλιστα περί του προταθέντος υπό του Τρικούπη νέου Νόμου περί των ιερέων .
Ο πολιτικός αυτός διάλογος διεξήγετο εις ωραιότατον τοπίον . Αι κλιτύες , γύρω , εκαλύπτοντο υπό συστάδων μικρών δένδρων ,αι οποίαι προσέθετον πράσινα στίγματα εις την εικόνα . Εις τον ελαφρόν και διαυγή αιθέρα διεκρίνετο ο βόμβος των μελισσών... Ήτο τέλος Ιουνίου , εποχή καθ' ην οι Αθηναίοι ήδη υποφέρουν εκ της υπερβολικής θερμότητος , αλλ' εις εκείνα τα πλατώματα έπνεεν εαρινή αύρα , ομοία προς τους ανέμους του Απριλίου .
Ο ιερεύς μας συνώδευσεν επί τι διάστημα μέχρι μιάς πηγής η οποία εσχημάτιζε μικρόν καταρρακτην επί των λίθων υπό μεγάλον πλάτανον . Τα ύδατα ήσαν τόσον διαυγή ώστε ευκόλως ηδυνάμεθα να μετρήσωμεν τους λίθους εις το βάθος της κοίτης . Ο ιερεύς εκαθρεπτίσθη μετ' αυταρεσκείας εις την επιφάνειαν της πηγής . Ευτυχώς δεν φοβούμαι μήπως καταλήξει ως ο Νάρκισσος ! “
…………“ Ανεχωρήσαμεν εν μέσω συναυλίας ευχών και ευλογιών .
Ο δρόμος ήτο ο αυτός , πλήρης λίθων , και ο " Καράς " και ο " Κίτσος " εκίνουν τα ώτα των μετά δισταγμού , παρά τας κραυγάς του Αναστάση , ο οποίος επέσπευδε την πορείαν των διά σπανίων αλλ' ισχυρών πληγμάτων του μαστιγίου του . Ολίγον προ της αφίξεως εις το χωρίον Μαλανδρίνον , εκάμαμεν στάσιν εις τινα ερείπια . Καταρρέουσα Βυζαντινή εκκλησία , την οποίαν οι βοσκοί του χωρίου ονομάζουν Άγιον Απόστολον , εκάλυπτε τα ερείπια αρχαίου ναού , τα οποία διεκρίνοντο επί της επιφανείας της γης .
Υψηλότερον αρχαιοελληνικόν τείχος θαυμασίας κατασκευής και σχηματίζον ανά τακτικά διαστήματα τετραγώνους πύργους περιέζωνε την κορυφήν της ακροπόλεως . Ποία ήτο η κατεστραμμένη πόλις ; Δεν γνωρίζω εάν θα μας αποκαλύψουν το όνομά της αι επιγραφαί αι οποίαι έχουν σωρευθεί εις τα κτίρια του χωρίου .
Εγευματίσαμεν εις το Μαλανδρίνον εις καλύβην εκ φυλλωμάτων , την οποίαν απεκάλουν περίπτερον εάν η ονομασία δεν απετέλει παραφωνίαν εις τον χώρον εκείνον . Εφάγαμεν σφιχτά αυγά και ημίσειαν οκάν κρέατος την οποίαν ανεκάλυψεν , άγνωστον πως , ο Χαράλαμπος .
Δεν γνωρίζω πως ο αγαθός και ικανός Χαράλαμπος είχεν εύρει αυτό το κρέας εις περιοχήν κατοικουμένην υπό κατ' εξοχήν χορτοφάγων ανθρώπων . Το φαγητόν εμοιράσθημεν μετά του προέδρου της κοινότητος και του παπά .
Ο ιερεύς εκείνος ήτο εις εκ των ρυπαροτέρων ανθρώπων τους οποίους έχω ιδεί .Το καλυμμαύκι του εφαίνετο κολλημένον επί της αηδούς κόμης του . Το ανοικτόν μαύρον ράσον του άφηνε να φανεί εσωτερικός χιτών εκ κυανού χονδροειδούς υφάσματος , ο οποίος είχε σφιχθεί εις την οσφύν με ζώνην στρατιώτου . Ο παπάς αυτός ήτο παραλλήλως και ο διδάσκαλος του χωριού . Η γενειοφόρος μορφή του ήτο αγαθή και απλοϊκή . Ωμολόγει ειλικρινώς την άγνοιαν των συμπατριωτών του και εαυτού.
Το ταχυδρομείον ουδέποτε έφθανεν εκεί , όταν εις εκ των χωρικών μετέβαινεν εις το Λιδορίκι , το κεφαλοχώριον της περιοχής , ηρώτα τον ταχυδρόμον εάν υπήρχον επιστολαί διά το Μαλανδρίνον , πράγμα το οποίον σπανίως συνέβαινεν . Ο παπάς κατά το γεύμα μας εκείνο , ηρώτα , μετά περιεργείας , τον Χαράλαμπον περί των πολιτικών πραγμάτων και μάλιστα περί του προταθέντος υπό του Τρικούπη νέου Νόμου περί των ιερέων .
Ο πολιτικός αυτός διάλογος διεξήγετο εις ωραιότατον τοπίον . Αι κλιτύες , γύρω , εκαλύπτοντο υπό συστάδων μικρών δένδρων ,αι οποίαι προσέθετον πράσινα στίγματα εις την εικόνα . Εις τον ελαφρόν και διαυγή αιθέρα διεκρίνετο ο βόμβος των μελισσών... Ήτο τέλος Ιουνίου , εποχή καθ' ην οι Αθηναίοι ήδη υποφέρουν εκ της υπερβολικής θερμότητος , αλλ' εις εκείνα τα πλατώματα έπνεεν εαρινή αύρα , ομοία προς τους ανέμους του Απριλίου .
Ο ιερεύς μας συνώδευσεν επί τι διάστημα μέχρι μιάς πηγής η οποία εσχημάτιζε μικρόν καταρρακτην επί των λίθων υπό μεγάλον πλάτανον . Τα ύδατα ήσαν τόσον διαυγή ώστε ευκόλως ηδυνάμεθα να μετρήσωμεν τους λίθους εις το βάθος της κοίτης . Ο ιερεύς εκαθρεπτίσθη μετ' αυταρεσκείας εις την επιφάνειαν της πηγής . Ευτυχώς δεν φοβούμαι μήπως καταλήξει ως ο Νάρκισσος ! “
Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014
Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014
Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014
Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014
Επιφανείς συμπατριώτες μας
Μακρυγιάννης Ι
Κεφάλαιο 1ο ,απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη
Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι, χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη, τρεις ώρες είναι από το Λιδορίκι μακρυά το άλλο το χωριό, πέντε καλύβια. Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί και η φτώχεια αυτείνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγκον.
Φορτώνοντας τα ξύλα 'σ το νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν. Σε κάμποσον καιρόν έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου.
Οι Τούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από 'να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ' έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ' έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τουςλέγει, "Η αμάρτία του βρέφους θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε... το παίρνω κι' αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομε κι' ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα 'λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς. Σηκωθήκαμεν όλη η φαμελιά και συγγενείς και πήγαμεν εις Λιβαδειά και μας περασπίστηκαν οι φιλάνθρωποι άρχοντες εκεί κάμποσον καιρόν, όσο οπού πιαστήκαμεν και κάμαμεν εκεί σπίτια, υποστατικά.
Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι, χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη, τρεις ώρες είναι από το Λιδορίκι μακρυά το άλλο το χωριό, πέντε καλύβια. Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί και η φτώχεια αυτείνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγκον.
Φορτώνοντας τα ξύλα 'σ το νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν. Σε κάμποσον καιρόν έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου.
Οι Τούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από 'να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ' έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ' έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τουςλέγει, "Η αμάρτία του βρέφους θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε... το παίρνω κι' αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομε κι' ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα 'λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς. Σηκωθήκαμεν όλη η φαμελιά και συγγενείς και πήγαμεν εις Λιβαδειά και μας περασπίστηκαν οι φιλάνθρωποι άρχοντες εκεί κάμποσον καιρόν, όσο οπού πιαστήκαμεν και κάμαμεν εκεί σπίτια, υποστατικά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)