Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

ΝΙΚΟΣ Γ ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Σ ΣΤΕΦΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

ΟΡΘΙΟΙ
ΚΑΤΙΝΑ Σ ΜΠΕΡΤΣΙΑ Θ ΚΑΡΑΔΗΜΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑ Γ ΜΠΕΡΤΣΙΑ 
1992
Θεμιστοκλής Κοράκης  
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ  στα έργα κατασκευής του δρόμου Λιδορικίου Ναυπάκτου

ΚΟΡΑΚΗΣ  ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

σχεδόν όλες οι πιο κάτω λέξεις μιλιόντουσαν και στην δική μας την περιοχή και όχι μόνο στην Ήπειρο που αναφέρει το κείμενο. 

Κ Μ



Πρόσφατα ασχοληθήκαμε στην τάξη με το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου: «Να 'σαι καλά, δάσκαλε», όπου ένας νεαρός φιλόλογος, σε κάποιο χωριό της ελληνικής υπαίθρου, κατάφερε να κάνει τους μαθητές του να νιώσουν περήφανοι για τη γλώσσα τους, τα τραγούδια τους, την παράδοση του τόπου τους και να μην τα θεωρούν όπως χαρακτηριστικά λέει ως «παλιατσαρίες». 
Ανάλογα αισθήματα μας διακατείχαν κι εμάς, όσους μεγαλώσαμε σε κάποιο ηπειρώτικο χωριό,  όταν ερχόμασταν αντιμέτωποι με το ιδίωμα των γονιών μας, των γεροντότερων, των πιο λαϊκών και αυθεντικών ανθρώπων του χωριού.
Ντρεπόμασταν, προσπαθούσαμε να το αποφύγουμε όπως «ο διάολος το λιβάνι» και επικρίναμε και τους δικούς μας, όταν μιλούσαν τη ντοπιολαλιά τους μπροστά σε ξένους, μορφωμένους.
Μεγαλώνοντας, σπουδάζοντας τη ζωή, μαθαίνεις να εκτιμάς περισσότερο το αυθεντικό, το ανεπιτήδευτο, το γνήσια λαϊκό κι αρχίζεις να αναζητάς τη ρίζα του.
Έτσι αυτό απενοχοποιείται, αποκτά αξία και σταδιακά κερδίζει το σεβασμό σου. Η έκπληξη γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν διαπιστώνεις ότι πολλές απ’ αυτές τις λέξεις, έλκουν κατευθείαν την καταγωγή τους από την αρχαία ελληνική διάλεκτο και αποτελούν ζωντανές αποδείξεις της συνέχειας της γλώσσας μας.
Σταχυολόγησα ορισμένες τέτοιες ηπειρώτικες λέξεις με αρχαιοελληνική προέλευση και τις μοιράζομαι μαζί σας.
·          Αγγειά = Αγγεία, οικοσκευή. Ομηρική λέξη «άγγος». 
      Ιλιάδα Β, 471και Οδύσσεια 286 α β, 
·          Αγκίδα = μυτερή σχίζα ξύλου. Από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό:«ακίς – ίδος».
·          Αγκούσα, (η) = Μεγάλο άγχος που συνοδεύεται με αναστεναγμό και μερικές φορές με κλάμα, το βάρος στο στήθος. (Κατά τον Γ. Χατζιδάκη η λέξη είναι αρχαία ελληνική και αποτελεί παραφθορά του τύπου ογκούσα, μετοχής του ρήματος ογκούμαι (= συσσωρεύομαι, εξογκώνομαι. Κατά άλλους προέρχεται από το λατινικό angustia (= τα στενά, η στενοχώρια, οι πύλες ).
·          Αγκωνή=η δεξιά και αριστερή πλευρά του τζακιού. Μεσαιωνική ελληνική αγκωνή < αγκών + γωνία (συμφυρμός). 
·    Ακουρμάζομαι και ακουρμαίνομαι= Ακούω με μεγάλη προσοχή, μερικές φορές βάζοντας το χέρι και στο αυτί. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κρομαι= ακούω με προσοχή κάποιον.
·          Απιθώνω=αφήνω κάτω. Από τη μεσαιωνική ελληνική αποθώνω που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό αποθέτω.
·          Αψυχάω=τσιγκουνεύομαι. Από το στερητικό α- και τη λέξη ψυχή
·          Γάστρα = μετάλλινος κινητός καμπύλος φούρνος. Παράγεται από την ομηρική λέξη «γάστρη» =το κοίλον του αγγείου). Οδύσσεια θ 437.
·          Γούπατο= γούπατο. Από συμφυρμό των ομηρικών λέξεων «γη» και «πάτος» (Ιλιάδα Ζ, 202, Ι, 1190).
·          Δοκήθηκα (το δοκήθηκα)=το αντιλήφθηκα, το κατάλαβα, το ένιωσα. Από το αρχαίο ρήμα δοκέω-ῶ=μου φαίνεται, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω.
·          Ζεύλα και ζεύγλα= το καμπύλο μέροςτου ζυγού μέσα από το οποίο περνά ο λαιμός  του ζώου. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ζεύγνυμι= βάζω κάτω από το ζυγό.
·          Θημωνιά = θημωνιά. Ομηρική λέξη «θημών – ωνος». Οδύσσεια ε, 368
·          Κοσσιά= κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων. Από το ρήμα «κόσσω»=κόβω.
·          Καλοπίχειρα=εύκολα (επίρρημα). Από το επίθετο καλός και το ρήμα επιχειρώ.
·          Λανάρι=Ξύλινο εργαλείο από μονοκόμματο επίπεδο ξύλο στη μια άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένα σιδερένια δόντια για το ξάσιμο το μαλλιού. Από τη Ομηρική λέξη «λήνος»=μαλλί
·          Λιμασμένος=κατεχόμενος από άγρια πείνα. Από την αρχαία λέξη λιμός=πείνα.
·          Λυσιά=ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από το ρήμα λύω=λύνω, ανοίγω
·          Μολόημα=περιστατικό που αξίζει να διηγηθεί. Από το ρήμα ομολογέω-ώ, ομολόγημα, μολόημα.
·          Μπούτα = ξύλινο δοχείο για το χτύπημα του γάλακτος. Από την αρχαία ελληνική λέξη «βύτις» ή «βύττις».
·          Μαστάρι=Εξέλιξη της αρχαίας λέξης μαστός.
·          Νήλα και νίλα= συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική λέξη «νηλής –ές» (Ιλιάδα, 632, Λ, 484, Π, 233) =ανηλεής, σκληρός.
·          Νίβομαι=πλένω το πρόσωπό μου, από το αρχαίο ρήμα νίπτω
·          Ξυθάλι = μασιά για τα κάρβουνα, εξάρτημα τζακιού για το σκάλισμα της θράκας. Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» =ξύνω και «αιθάλη» =στάχτη, καπνιά.
·          Ορμηνεύω=συμβουλεύω. Παραφθορά από το ρήμα ερμηνεύω.
·          Παραγκώμι=παρατσούκλι. Από την πρόθεση παρά και την αρχαία λέξη εγκώμιον.
·          Πάφλας= τενεκές. Από το ρήμα «παφλάζω» =κάνω κρότο. (Παφλασμός= ο ήχος από τα κύματα που σκάνε στην ακτή).Ο τενεκές, όπως είναι γνωστό, παράγει κρότο με την κάθε μετακίνησή του ή με κάθε χτύπημα.
·          Ποδένομαι=φοράω τα παπούτσια μου, από τη λέξη υπόδημα, μεταγενέστερο ρήμα υποδένομαι.
·          Ποριά= ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από τη λέξη πόρος=πέρασμα, άνοιγμα.
·          Πυρομάδα= πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347 και μ, 396).
·          Πυροστιά = πυροστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο εξάρτημα-βοήθημα, που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και «ιστίη»=εστία.
·          Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός. Οδύσσεια χ, 143.
·          Ρούσα= ξανθή. Από τη λέξη  «ρύσσιος», «ρούσιος» =κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος.
·          Στέρφο = άγονο(από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η λέξη «στέριφος»).
·          Στουρνάρι = στουρνάρι, αχμηρό σκληρό πέτρωμα. Παράγεται από το ρήμα «στόρνυμι» ή «στορέννυμι» (μεσαιωνική λέξη «στόρνυμαι» =εξομαλύνω). Από το ρήμα αυτό παράγεται και το «στορύνη» (=χειρουργικό εργαλείο με οξεία αιχμή) και η λέξη «στορεύς –έως» (= παραγωγή πυρός με την τριβή).
·          Στρέω=συμφωνώ, αποδέχομαι κάτι που με συμφέρει.(Συνήθης έκφραση:"δε με στρέει"= δε με συμφέρει, δε συμφωνώ) Από το αρχαίο ρήμα στέργω.
·          Τάλαρος = μεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο για κρασί. Από την ομηρική λέξη «τάλαρος»: «πλεκτοίς εν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν =σε πλεκτά καλάθια καρπούς γλυκούς», Ιλιάδα, 568, «πλεκτοίς εν ταλάροισι αμησάμενοι κατέθηκεν = σε πλεκτά τυροβόλια έβαλε», Οδύσσεια ι, 247.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Και στα δικά μας τα μέρη υπήρχαν Χάνια με γνωστότερα 

Το χάνι του Καραπιστόλη στη θέση ΧΑΝΙΑ κοντά στις όχθες του ποταμιού Κόκκινου ακριβώς απέναντι από το εξωκκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος .
Το χάνι του Κωνστανελου στο Στενό και λίγο πιο πέρα στον οικισμό Χάνια το χάνι του Κτσάκου.
Νεότερο χάνι ήταν του Γκέκα στην γέφυρα του Κόκκινου .

Τα χάνια και ο αγωγιάτης


Τα χάνια & ο αγωγιάτης
(του Ζάχου Ξηροτύρη)


Ποιος από τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας ξέρει ή θα πι­στέψει τί ήταν τα χάνια; Ακούν καμιά φορά χάνια και χάνει ο νους τους, θέλουν διερμηνέα να τους εξηγήσει τί ήταν αυτά τα χάνια.
Ήταν απομονωμένα. κατοικητήρια, κάτι μακρόστενα κτίρια που ξεφύτρωναν στα σταυροδρόμια και στις πιο ειδυλλιακές τοποθεσίες με μαγικές της φύσης ομορφιές, έργα μαστόρων τεχνιτών, που η δόμη­ση τους γινόταν με μεράκι. Ήταν τα λεγόμενα Πανδοχεία, που δια­νυκτέρευαν περαστικοί κι αλαργινοί και ολόκληρα καραβάνια, σαν αυτά του Ρόβο. Ειδυλλιακές οι τοποθεσίες των χανιών στην ύπαιθρο, τόσο που όλοι ζήλευαν τη ζωή του χατζή. «Ήθελα, να ‘μουνα χατζής να κάθομαι στη στράτα, και να νταραβερίζομαι τον κόσμο π' αραδιά­ζει».
Και δεν ήταν χάνια μόνο στην ερημιά, γιατί ερημιά ήταν όλος ο τόπος, αφού δρόμοι και συγκοινωνία δεν υπήρχε τότε, αλλά και στις πόλεις και τις κωμοπόλεις, γιατί εκεί θα πήγαιναν οι χωρικοί όλοι με τα ζώα τους, για τις υποθέσεις τους, να ψωνίσουν ή να πουλήσουν προϊόντα κι έπρεπε να στεγασθούν και τα ζώα τους να ξεκουραστούν και να τροφισθούν, για να πάρουν το δρόμο της επιστροφής την ίδια ή την άλλη μέρα  βαρυφορτωμένοι.
Σήμερα, αυτά τα χάνια ρήμαξαν κι έμεινε η λέξη χάνια μόνο, που άλλοτε καραβάνια από αλογομούλαρα διακινούνταν και εξυπηρε­τούσαν τον άνθρωπο. Μ ένα λόγο, τα χάνια ήταν τα λιμάνια της ξηράς. Δεν ήξεραν οι παλιοί τι θα πει ρόδα, όλη η συγκοινωνία και διακόμιση γινόταν με ζώα. Σήμερα έχασαν τα χάνια και την αξία τους και τη μορφή τους, άλλα ερειπώθηκαν και άλλα έγιναν ξενοδο­χεία  ή εξοχικά κέντρα  ή πολυκατοικίες.

  Ήταν τα χάνια τότε ξενοδοχεία ύπνου και φαγητού για τους αν­θρώπους και σταύλους για τα ζώα, γι’ αυτό πήραν και τ' όνομα παν­δοχείο.
Τα ζώα τότε —και ήταν αναρίθμητα, γιατί κανένας χωρικός δεν ήταν χωρίς ζώο— ήταν η κούρσα, το φορτηγό, το λεωφορείο του σήμερα, για να μεταφέρουν ανθρώπους και όλα τα απαραίτητα..
Για τη δουλειά αυτή υπήρχε και ιδιαίτερο επάγγελμα, ο αγωγιά­της, ο συνοδός των ζώων, που διήνυε μιας και δυο ημερών διαδρομή ώσπου να φθάσουν στον προορισμό τους οι μισθωτές των ζώων. Το επάγγελμα αυτό του αγωγιάτη, που τόσες θετικές υπηρεσίες προσέ­φερε, είναι πανάρχαιο,  όπως μας λέει ο μύθος «περί όνου σκιάς».
Τα Άβδηρα, μέσα στους μύθους και την παράδοση και τους τό­σους Αβδηρητισμούς, παρέδωσαν στην αιωνιότητα, και τη δίκη περί όνου σκιάς, κάτι που σήμερα το μεταχειριζόμαστε κάθε λίγο για ασή­μαντα πράγματα.
Να όμως, που η ασήμαντη! σκιά του όνου κάποτε έγινε τόσο ση­μαντική, που έφερε διαπληκτισμούς μεταξύ αγωγιάτη και επιστάτη και δικαστικούς αγώνες που συγκλόνισαν τα Άβδηρα. Και να, πώς έ­γινε, όπως μας λέει ο Γερμανός Βίλατ, μυθιστοριογράφος, στο μυθι­στόρημα του «Η  των  Αβδηριτών   ιστορία»:
Ένας οδοντογιατρός ονόματι Στρουθίων, ήθελε να πάει από τα Άβδηρα σ' ένα γειτονικό χωριό όπου γινόταν παζάρι. Ιούλιος μή­νας, που ο ήλιος έψηνε το καρβέλι, ζέστη αφόρητη, δεντράκι να ισκιώ­σουν για λίγο δεν υπήρχε. Άξαφνα, του γιατρού του ήρθε μια σοφή ιδέα, να εκμεταλλευθεί τη σκιά του γαϊδάρου. Σταματάει το γάιδαρο, κατεβαίνει και τρυπώνει κάτω από την κοιλιά του γαϊδάρου που έ­κανε σκιά. Ο αγωγιάτης όμως ήθελε τη σκιά για τον εαυτό του και η φιλονικία δεν άργησε, ο καθένας διεκδικούσε τη σκιά, ο γιατρός σαν μισθωτής και ο αγωγιάτης σαν ιδιοκτήτης. Ο ένας έλεγε ότι είχε μισθώσει το γάιδαρο και του ανήκει η σκιά, ο άλλος ότι δεν του μί­σθωσε τη σκιά, αλλά το γάιδαρο μόνο. Ευτυχώς επικράτησε νηφαλιότερη σκέψη, γύρισαν πίσω στα Άβδηρα και κατέφυγαν στην κρίση της δικαιοσύνης. Εις μάτην δικαστές και δικηγόροι προσπαθούσαν να εύρουν λύση και όλοι οι Αβδηρίτες τότε, προ του αδιεξόδου, πρότει­ναν να τεθεί το θέμα προς κρίση στη Βουλή και  τη Γερουσία.
Λύση όμως δε βρέθηκε και τότε οι Αβδηρίτες βρήκαν τη δική τους πρακτικότερη: Διαμέλισαν το ατυχές ζώο, γιατί το θεώρησαν σαν αιτία κακού, αποζημίωσαν όλοι οι Αβδηρίτες τον ιδιοκτήτη και ξαναβρήκαν τη γαλήνη τους.
Το επάγγελμα του αγωγιάτη είναι ένα ιδιόρρυθμο επάγγελμα, μα άκρως εξυπηρετικό. Δουλειά του είναι η μεταφορά, με ζώα, ανθρώπων και παντοειδών πραγμάτων και εμπορευμάτων, για τη διακίνηση ό­μως όλων αυτών υπάρχει ιδιαίτερο δίκαιο, το δίκαιο των μεταφορών. Ο αγωγιάτης αναλαμβάνει  τον  κίνδυνο της μεταφοράς, ο δε  εντολέας του θα τον αποζημιώσει για την ημεραργία του, αν το εμπόρευμα δεν είναι έτοιμο να του παραδοθεί συμφωνά με την εντολή που του έ­δωκε. Με την εντολή που θα λάβει υπογράφεται συμβόλαιο άτυπο μεν, αλλά ισχυρό. Μόνο μια περίπτωση απαλλάσσει τον μεταφορέα αγωγιάτη, αν το ζώο του αρρωστήσει ή ψοφήσει. Τότε απαλλάσσεται γιατί αυτός έπαθε τη μεγάλη ζημιά και διότι δεν είναι υπαίτιος.
Ο αγωγιάτης ξέρει καλά τους δρόμους και τα μονοπάτια για να συντομεύει το δρόμο και να σε βγάλει πάλι στον κύριο δρόμο, να συ­νεχίσεις το δρομολόγιο σου. Πολλές φορές οι αγωγιάτες είναι ανα­γκασμένοι να περάσουν και μικροπόταμα και κατεβασμένα ρέματα. Τό­τε μπαίνουν μέσα και κρατώντας από τα χαλινάρια το ζώο, το τραβάνε δυνατά και με φωνές το προτρέπουν και το ενθαρρύνουν. Ο επιβάτης το μόνο που έχει να κάνει, είναι να κλείσει τα μάτια του, κατά προ­τροπή του αγωγιάτη, να μη βλέπει και ζαλιστεί. Άλλοτε πάλι πιά­νεται από  την ουρά του αλόγου και βγαίνει στην αντίπερα όχθη.
Αν ο δρόμος είναι μακρινός και δεν τους παίρνει η ώρα, θα μεί­νουν σε κάποιο χάνι, που θα βρουν πάντα ανοικτό, θα μείνουν, θα φάνε την περιβόητη φασολάδα ή καμιά γίδα βραστή, θα πιουν το κρασάκι τους, θα κοιμηθούν και θα συνεχίσουν την άλλη μέρα. Όσο για το μενού, δεν πολυσκοτίζονταν, «καλαμπαλίκι έπεσε, νερό στη φα­σολάδα». Αν έρχονταν πολλοί πελάτες, έριχναν νερό στη φασολάδα και χόρταιναν πεντακισχίλιοι. Μια έννοια είχαν, να ‘χει ξιδόκρασο, για καλό κρασί δεν γινόταν λόγος, «να πίνουν οι διαβάτες και να μην πολυπροσέχουν το ζύγι στο τριφύλλι».
Άπληστος ο χατζής σαν το μυλωνά, άλλωστε πόσους απ' αυτούς τους περαστικούς θα ξανάβλεπε; Κι αν ξαναπερνούσε κανένας ύστε­ρα από ένα χρόνο και τον θυμούνταν, του ‘λεγε εκείνο που έμεινε πα­ροιμιώδες για τους χατζήδες και τους μπακάληδες: «Φίλοι, με το συμπάθιο, πέρσι που ξαναπέρασες, ξέχασες να πληρώσεις στη βία σου μι­σή οκά κρασί». Κι εκείνος, αμφιβάλλοντας, το πλήρωνε, χωρίς βέ­βαια να το χρωστάει.
Και δεν ήταν τα χάνια μόνο λιμάνια της ξηράς για τους διακινούμενους, αλλά και πρακτορεία ειδήσεων και ο αγωγιάτης ταχυδρό­μος και διαλαλητής των νέων που μάθαινε. Και θα μάθει πολλά ο α­γωγιάτης, γιατί είναι ο μόνος πολυταξιδεμένος από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη, άλλωστε συχνά μεταφέρει πρωτευουσιάνους και επίσημα πρόσωπα, που κάτι θα  ξέρουν από την πόλη ή την πρωτεύουσα.
Σήμερα χάθηκαν τα χάνια, έλειψαν οι αγωγιάτες, μαράζωσε και αυτό το επάγγελμα, το τόσο εξυπηρετικό άλλοτε. Τα χάνια τα κα­τάπιε ο οικοδομικός οργασμός και η βιομηχανία με το μεγάλο στόμα και τους  αγωγιάτες  τους κατήργησε η ρόδα..

Πηγή: Ζάχος Ξηροτύρης, «Ήθη Έθιμα & Δοξασίες του λαού μας»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Χαιρετισμός αναχωρησάντων ...
Ο συγχωριανός μας Γεωργιος Καραμπέτσος του Χαράλαμπους ( Τσαλδάρης ) και της ευθυμίας που ζούσε στην Αθήνα , εργολάβος στο επάγγελμα , έφυγε από αυτό τον κόσμο ....
Η κηδεία έγινε το περασμένο Σάββατο στο νεκροταφείο της Βουλας .

Καλό ταξίδι και θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του .

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Ποιους Δήμους είχε η Δωρίδα το 1889

Από Οδηγό της Ελλάδος, ο οποίος εκδόθηκε στην Αθήνα το 1889, αντλούνται πληροφορίες για τους 
 Δήμους του Νομού Φθιώτιδος και Φωκίδος (α/α 53-88). Παρέχονται στοιχεία για ονοματεπώνυμα 
δημάρχων, πρωτεύουσα δήμου, αριθμό χωριών, πληθυσμό δήμων των ετών 1870, 1879 και 1889, 
αριθμό σχολείων και μαθητών, γεωλογική σύσταση του εδάφους, παραγόμενα προϊόντα, 
συγκοινωνιακή σύνδεση, κ.ά.).

Αναλυτικότερα στον Οδηγό αναφέρονται για τον Νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος τα εξής:

ΝΟΜΟΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΦΩΚΙΔΟΣ

Επαρχίαι 4: Φθιώτιδος, Παρνασσίδος, Λοκρίδος και Δωρίδος.
–Δήμοι 36, περί ων κατωτέρω.
–Πληθυσμός τω 1879: 128.440, τω 1889: 136.470.
–Πρωτεύουσα: Λαμία.
–Δευτερεύουσαι πόλεις: Άμφισσα, Γαλαξείδιον, Δαδίον, Δεσφίνα, Στυλίς, Υπάτη, Λιδωρίκιον, Αταλάντη. 



Ειδικότερα για την επαρχία Δωρίδας, απαριθμούνται οι παρακάτω Δήμοι με τα στοιχεία τους. 

 ΔΗΜΟΣ ΚΡΟΚΥΛΙΟΥ (επαρχ. Δωρίδος).
–Δήμαρχος Αναστ. Σακαρέλος.
–Χωρία 7, πρωτ. θερ. Πενταγιοί, χειμερ. Παλαιοκάτουνον.
–Πληθ. τω 1870: 3.131, τω 1879: 3.649, τω 1889: 3.246.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σιτηρά, κυρίως αραβόσιτος, όσπρια, αμπελώνες, καρποφόρα δένδρα, λαχανόκηποι, βοσκαί.
–Ειρηνοδικείον (Πρωτοδ. Αμφίσσης).
–Επισκ. Φωκίδος.
–Ελλην. Σχολ. (ταξ. 1 μαθ. 20), Δημοτικά 4 (μαθ. άρρ. 200).
–Συγκοινωνία διά Βιτρινίτσης, Αμφίσσης, Ιτέας και διά Ναυπάκτου.

 ΔΗΜΟΣ ΒΩΜΕΑΣ (επαρχ. Δωρίδος).
–Δήμαρχ. Μιλτ. Ι. Κουτσαγγέλης.
–Χωρία 6, πρωτ. Αρτοτίνα.
–Πληθ. τω 1870: 3.089, τω 1879: 3.475, τω : 1889: 2.703.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σιτηρά, όσπρια, αμπελώνες και βοσκαί.
–Η Αρτοτίνα είναι έδρα θερινή του Ειρηνοδικείου Κροκυλίου.
–Επισκοπή Φωκίδος.
–Δημοτικά Σχολ. 4 (μαθ. άρρ. 140), Γραμματοδ. 2.
–Συγκοινωνία δι’ Αμφίσσης, Ιτέας.

ΔΗΜΟΣ ΥΛΙΑΣ (επαρχ. Δωρίδος).

–Δήμαρχος Γεωργ. Γαρδίκης.
–Χωρία 6, πρωτ. Γρανίτσα.
–Πληθ. τω 1870: 3.021, τω 1879: 3.281, τω 1889: 2.944.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σιτηρά, αμπελώνες και βοσκαί.
–Επισκ. Φωκίδος.
–Ελλ. Σχολ. μη λειτουργούν τακτικώς, Δημοτικά 3 (μαθ. άρρ. 125).
–Συγκοινωνία δι’ Αμφίσσης, Ιτέας.


ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΤΙΟΥ (επαρχία Δωρίδος).
–Δήμαρχος Βασ. Κ. Ανδρίστου.
–Χωρία 10, πρωτ. Λιδωρίκιον.
–Πληθ. τω 1870: 3.117, τω 1879: 3.582, τω 1889: 4.104.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σιτηρά, όσπρια, αμπελώνες, λαχανόκηποι, αμυγδαλέαι και πλείσται βοσκαί διά κτηνοτροφίαν 
ακμάζουσαν.
–Οικον. Εφορία. Ταμείον. Ταχ. και τηλ. γραφείον ηνωμένον.
–Ειρηνοδικείον Δωρίδος (Πρωτοδ. Αμφίσσης).
–Επισκ. Φωκίδος.
–Ελλην. Σχολ. πλήρες (μαθ. 80), Δημοτικά 5 (μαθ. άρρ. 120), Γραμματοδ. 1.
–Συγκοινωνία δι’ Αμφίσσης, Ιτέας (όρα Άμφισσαν).
ΔΗΜΟΣ ΠΟΤΙΔΑΝΙΑΣ (επαρχ. Δωρίδος).

–Δήμαρχος Κ. Ηλιόπουλος.
–Χωρία 6 και μονή «Βαρνάκοβα», πρωτ. Άνω Παλαιοαξάριον.
–Πληθ. τω 1870: 2.177, τω 1879: 2.118, τω 1889: 2.141.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σιτηρά, όσπρια, αμπελώνες, λαχανόκηποι, και πλείσται υπέρ πάντα άλλον δήμον βοσκαί διά
 κτηνοτροφίαν λίαν ανεπτυγμένην.
–Ταχυδρ. γραφείον.
–Ειρηνοδικείον (Πρωτοδ. Αμφίσσης).
–Επισκ. Φωκίδος.
–Δημοτικά Σχολ. 4 (μαθ. άρρ. 120), Γραμματοδ. 2.
–Συγκοινωνία διά Βιτρινίτσης κυρίως, διά Ναυπάκτου και δι’ Αμφίσσης Ιτέας.

ΔΗΜΟΣ ΕΥΠΑΛΙΟΥ (επαρχ. Δωρίδος).
–Δήμαρχος Γ. Σεπεντζής.
–Χωρία 15, πρωτ. Μπασταίοι, συνοικ. του χωρίου Κλιμακίου.
–Πληθ. τω 1870: 2.431, τω 1879: 3.132, τω 1889: 3.495.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σίτος, αραβόσιτος, κριθή, φασόλια, ολίγοι σταφιδώνες, βοσκαί.
–Ταχυδρ. γραφείον Σουλέ.
–Επισκ. Φωκίδος.
–Δημοτικά Σχολεία 9 (μαθ. άρρ. 65), Γραμματοδ. 7.
–Συγκοινωνία ένθεν μέν διά Βιστρινίτσης ένθεν δε διά Ναυπάκτου, ών μικρόν απέχει, σχεδόν εξ ίσου.

ΔΗΜΟΣ ΤΟΛΟΦΩΝΟΣ (επαρχ. Δωρίδος).
–Δήμαρχος Αγησίλαος Δρόσου.
–Χωρία 10, πρωτ. Βιτρινίτσα, πολίχνη παράλιος εν τω Κορινθιακώ.
–Πληθ. τω 1870: 3.221, τω 1879: 3.541, τω 1889: 4.102.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Κριθή κυρίως, σίτος, αραβόσιτος, αμπελώνες, ολίγοι σταφιδώνες, ελαιώνες.
–Ταχ. και τηλ. γραφείον ηνωμένον.
–Χειμερινή έδρα του ειρηνοδικείου Ποτιδανίας.
–Επισκ. Φωκίδος.
–Ελλην. Σχολ. (ταξ. 2 μαθ. 20), Δημοτικά 5 (μαθ. άρρ. 140), Γραμματοδ. 1.
–Συγκοινωνία διά των ατμοπλοίων της Ελλ. Ατμ. των γραμμών Κορινθιακού (όρα συγκ. Αμφίσσης, Πατρών και Κορίνθου).»

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

ΛΙΔΩΡΙΚΙ 1957, στο ραφείο του δασκάλου μου Χαρ. Κολοκύθα  (όρθιος από αριστερά), επάνω δεξιά είμαι εγώ, καθιστός από αριστερά ο Μιλτ. Κολοκύθας από το χωριό Αγλαβίστα και δίπλα του, (δεν θυμάμαι το όνομά του), είναι από το χωριό Σκαλούλα.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΤΕΦΟΣ

Πρόσκοποι στις όχθες του Μόρνου κοντά στο Στενό 

Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

ντοπολαλιά ....

Ββ
Βάβισμα (το) = γαύγισμα « - το σκυλί βαβίζει) (από το αρχαίο βοώ)
Βαγένι (το) = το κρασοβάρελο, μεγάλο δρύινο  βαρέλι για αποθήκευση κρασιού
Βάγια = η δάφνη
Βάνω = Βάζω.
Βάρδα = απομακρύνσου, φύγε μακρυά    (βάρδα φουρνέλο !! )
Βαρέλα = (η) ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό
Βαρικό, βαρκό (το) = βάλτος, βούρκος, χωράφι με νερό
Βγάζω = κηδεύω «τον έβγαλαν»
Βελάνι = ο καρπός της βελανιδιάς
Βέμπελη = Αφόρητη ζέστη «έβγαλα τη βέμπελη»Η και μπέμπελη
Βερβερίζω = κλαίω- σκούζω από τον πόνο
Βερεσέ, (επίρ.) = με πίστωση, από το τούρκικο veresiye
Βετούλι (το) = κατσίκι ενός χρόνου
Bιτσίνα (η) = εμβόλιο
Βλάμης = αδελφοποιτός
Βλάχος = ο τσέλιγκας, ο φουστανελάς, ο ακοινώνητος
Βλοημένο (το) = ευλογημένο «το βούλιαξε το βλοημένο» (ασταμάτητη βροχή)
Βολά ( η) = φορά (πρώτη βολά)
Βούζα (η) = βατράχι μεγάλο
Βούτα = 1) αρπαγή 2)ξύλινο δοχείο για τα τσίπουρα  3) το βούτηγμα της μπουκιάς
Βουτσί = 1) κρασοβάρελο – ξιδοβάρελο,  σκεύος για μεταφορά υγρών  2) «είναι βουτσί στο μεθύσι » (έχει πιει ένα κρασοβάρελο)
Βρακοζώνι (το) = η ζώνη (αυτή τον άνδρα της τον έχει βάλει στο βρακοζώνη της)
Βραστογαλιά (η) = βραστό γάλα  

Γγ 
Γαϊδουράγκαθο (το) = αγαπημένο φυτό των γαϊδάρων
Γαλάρια (τα) =οι προβατίνες ή κατσίκες που κρατούν  γάλα, το αντίθετο από τα στέρφα που δεν έχουν
Γδυτός = γυμνός
Γέννημα (το) = το σιτάρι
Γέρνω = (μετ.) κοιμάμαι – πάω να γείρω 2) παρακμάζω
Γιδοξούρι (το) = σκωπτικά ο κουρεμένος σαν γίδι, ο άξεστος
Γιούκος (ο) = στοίβα  ρούχων που τοποθετούνται με σειρά (τούρκικη λέξη yk)
Γιοματάρι (το) = το βαγένι με το νέο κρασί
Γιούρτι (το) =  χωράφι κοντά στο σπίτι
Γκαβαλίνες (οι) = περιττώματα γαϊδάρων
Γκαβός (ο) = αλλήθωρος   (Γκαβίζω =  αλληθωρίζω)
Γκανιάζω = 1.διψάω πολύ ,2.κάνω κάτι υπερβολικά «-Το παιδί γκάνιαξε στο κλάμα»
Γκαρίζω = τραγουδάω φάλτσα (σαν τον γάιδαρο).
Γκεσέμι (το) = οδηγός του κοπαδιού με το μεγαλύτερο τροκάνι ή κουδούνι.
Γκιόσα (η) = μαύρη γίδα με δυο άσπρες ρίγες στο πρόσωπο ή άσπρη κοιλιά.
Γκούσια (η) = το στομάχι των πουλερικών (σλάβικη λέξη=gusa)
Γκλάβα (η) = χοντροκέφαλο, «δεν κατεβάζει (ιδέες) η γκλάβα του»
Γκορτσιά (η) = αγριοαχλαδιά ( αρβανίτικη λέξη= goritse )
Γλάρα (η) = 1.νύστα, 2.καθαρός καιρός «-απόψε έχει γλάρα»
Γλέπω ή γλιέπω = βλέπω
Γλήγορα = γρήγορα
Γκλίτσα (η) =  Ποιμενική κυρτή σκαλιστή λαβή με περίτεχνη ξύλινη διακόσμηση που εφαρμόζει σε ραβδί.
Γκράς (ο) = 1)  είδος όπλου 2)  «είσαι γκράς» δεν παίρνεις μπρος  με τίποτα.3)  Ο σταθερός και ευθύς χαρακτήρας
Γκρατζουνάω = γδέρνω με τα νύχια
Γνέμα (το) = το νήμα
Γκαρδαμώνω = δυναμώνω – ανάρρωση
Γνέθω = φτιάχνω νήμα (γνέμα) για ύφανση στη ρόκα (γνέσιμο)
Γούπατο (το) = τόπος που βουλιάζει
Γούρνα (η) = λακκούβα με βρόμικο στάσιμο νερό (αρχαία λέξη= γρώνη)
Γουρνοτσάρουχα = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
Γουρουνίτσα (η) = παλιό ομαδικό παιχνίδι
Γράνα (η) =  η στενή λωρίδα που χωρίζει τα χωράφια
Γρουμπούλι (το) = στρογγυλός ακανόνιστος όγκος, « μεγάλα γρουμπούλια έχει ο χυλός»
Γωνιά (η) = το σημείο γύρω από την εστία του τζακιού.  


Τρίτη 15 Μαΐου 2018

η Δωρίδα στα 1851




Ο ΛΟΥΤΣΟΒΟΣ

 
Μιάμιση ώρα μακρυά απ’ το Λοιδωρίκι , δυτικά , είναι ο Λούτσοβος , χωμένος σε δάσος μ’ ένα ποτάμι . Με 16 οικογένειες και 96 νομάτους – όσους και επί Τουρκοκρατίας σχεδόν – βγάζει στάρι , καλαμπόκι , κρασί και κάστανα .
Γνωστοί Λουτσοβιώτες είναι οι :
Α ν ά σ τ ο ς η Ανέστος η Νάστος Γιώργος , κτηματίας . ( Αγωνιστής ) .
Κ α ρ α μ π έ τ σ ο ς Τριαντάφυλλος , κτηματίας , 75 χρονών . ( Αγωνιστής ) .
Κ ο ρά κ η ς Μήτρος , κτηματίας . ( Αγωνιστής ) .
Λ ο ύ τ σ ο β ο ς Δημήτρης , κτηματίας , 59 χρονών .( Αγωνιστής ) . 

πηγή lidoriki.gr

Εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου Λιδωρικιώτη Μαθηματικού Δημητρίου Κάππου, 20 Μαΐου 2018

Στις 20 Μαΐου 2018, ώρα 12.00 διοργανώνεται στο Λιδωρίκι από την Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία, σε συνεργασία με τα παραρτήματά της των Νομών Βοιωτίας και Φθιώτιδας και τον Πολιτιστικό Σύλλογο Λιδωρικίου, εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου Λιδωρικιώτη Μαθηματικού Δημητρίου Κάππου.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Χαιρετισμοί
Ομιλητές:
•    Σουζάνα Παπαδοπούλου, Ομότιμη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης
«ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΠΠΟΣ: Ο δάσκαλος, ο επιστήμονας, ο άνθρωπος»
•    Σίμος Σεχόπουλος, καθηγητής Μαθηματικών
«Η εξέχουσα προσωπικότητα του Λιδωρικιώτη Καθηγητή Δημητρίου Κάππου»
•    Μιχάλης Χρυσοβέργης, τ. Σχολικός Σύμβουλος Μαθηματικών,
«Δημήτριος Κάππος, κορυφαίος Έλληνας Μαθηματικός του 20ου αιώνα»
Για το Διοικητικό Συμβούλιο
της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας
Ο Πρόεδρος
Ανάργυρος Φελλούρης
Καθηγητής Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου
Ο Γενικός Γραμματέας
Ιωάννης  Τυρλής
Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

ντοπόλαλιά , λέξεις που ξεχνιούνται....


Άγανα(τα) = οι (ενοχλητικές) τρίχες που έχουν τα στάχια.
Αγκιά (τα) = δοχεία και σκεύη της μαγειρικής (κατσαρόλες, πιάτα κ.λπ.).
Αγιάζι (το) = η νυχτερινή διαπεραστική ψύχρα
Αγιογδύτης (ο) = ο χωρίς αναστολές εκμεταλλευτής
Αγλέορας  = Βότανο, με γαλακτώδη δηλητηριώδη χυμό  ,
 (μετ.) –«έφαγε τον αγλέορα» = έφαγε πολύ 
Αγκομαχάω = βογκάω από πόνο ή κόπο 
Αγκωνάρι (το) = γωνιακός, ακρογωνιαίος λίθος 
Αγκωνή (η) = η γωνία  του σπιτιού, «μια αγκωνή ψωμί»
Αγνάντιο = απέναντι 
Άγουρος = ανώριμος, άπειρος νέος 
Αγουρίδα (η) = το άγουρο ξινό σταφύλι 
Αγριάδα (η) = είδος αγριόχορτου, θυμός 
Αγρικάω = ακούω κάτι, καταλαβαίνω 
Αδειάζω  (είμαι) αδειανός = ευκαιρώ, έχω ελεύθερο χρόνο (- Έλα απ’ το σπίτι… - Δεν αδειάζω…) 
Aδερφομοίρια = τα αμοίραστα μερίδια που ανήκαν σε αδέρφια
Αδράχτι (το) = εργαλείο της ρόκας για το γνέσιμο (κλώσιμο) του μαλλιού  για να γίνει νήμα
Αερικό (το) = Το φάντασμα, η νεράιδα 
Ακόνι (το) = πέτρα για λείανση κοφτερών εργαλείων 
Ακαμάτης (ο) = ο τεμπέλης 
Αλαξιά (η) = φορεσιά, τράμπα, ανταλλαγή 
Αλάργα = μακριά 
Αλαφιασμένος (ο) = τρομαγμένος 
Αλαφροΐσκιωτος (ο) = αυτός που βλέπει αερικά, στοιχειά, φαντάσματα 
Άλειμμα (το) = το χοιρινό λίπος στην λαήνα. (ομηρική λέξη)
Αλεσιά (η) = αλεσμένη ποσότητα σταριού
Αλέτρι (το) = γεωργικό εργαλείο για το όργωμα της γης.
Αλισίβα (η) = βρασμένη στάχτη με νερό για το πλύσιμο των ρούχων, (μετ.)=το πόσιμο νερό που έχει ζεσταθεί υπερβολικά από τον ήλιο
Αλειτούργητος = ο άθρησκος – αυτός που δεν έχει πάει σε εκκλησία 
Αλιγδώνω = αλείφω με ζωικό λίπος, «αλίγδωσε τα ρούχα του» =τα λέρωσε
Αλισβερίσι (το) = συναλλαγή, δοσοληψία, συνεργασία, 
Αλουνού = άλλου 
Αλύχτημα (το) = το γοερό γαύγισμα 
Αλωνάρης, αλωνιστής (ο) = ο μήνας Ιούλιος
Αλώνι = 1.το κυκλικό μέρος, στρωμένο με πλάκες που αλώνιζαν, 2.το νέφος γύρω από το φεγγάρι.
Αλπού ή αλουπού (η) = η αλεπού, είδος τοπικού σταφυλιού (αλπούδες) 
Αμέτι μουχαμέτι = το έβαλε σκοπό ,πείσμα 
Αμή, αμί = ναι 
Αμπάριζα (η) = παλιό ομαδικό παιχνίδι 
Αμπολάω = αμολάω,αφήνω
Αμποριά (η) = Η πρόχειρη πόρτα στο χωράφι ή την στρούγκα  
Αμόλα = φεύγα 
Αμόνι = σιδερένια βάση που πάνω της σφυρηλατούσαν για να διαμορφώσουν το καυτό σίδερο 
Άμπακας = υπερβολικό φαγοπότι ( - έφαγε τον άμπακα) 
Αμπάρι = ξύλινη αποθήκη του σπιτιού για αποθήκευση σιταριού
Αμπλαούμπλας = ο ασουλούπωτος - αυτός που λέει βλακείες 
Αμποδάω = εμποδίζω ,  αμπόδηκε = δεν άφησε
Αναβροχιά = ανομβρία
Ανακαψίλα (η) = η καούρα 
Αναγελάω = χλευάζω, κοροϊδεύω 
Ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι να ξεμουδιάσω 
Αναμαλλιάρης- αναμαλλιασμένος = με αχτένιστα μαλλιά 
Αναμπουμπούλα (η) = η φασαρία, η αταξία 
Αναπιάνω = ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι- φτιάχνω τη ζύμη του ψωμιού
Αναχαράζω = αναμασάω, μυρικάζω 
Ανάρια (τα) =αραιά 
Ανάρμεγος, (η,ο) = το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. 
Ανάρτηγο = νηστίσιμο, «Το φαγητό είναι ανάρτηγο» 
Ανασταίνω = αναθρέφω, επαναφέρω στη ζωή 
Ανημπόρια = η αρρώστια 
Ανερώτηγα = χωρίς άδεια 
Αντί (το) = εξάρτημα του αργαλειού, ξύλο κυλινδρικό  που τυλίγεται  το στημόνι( νήμα), 
Ανυφάντρα (η) = η υφάντρα 
Αντίδερο = αντίδωρο από τον Ιερέα στο εκκλησίασμα 
Αντίκρυ = απέναντι
Αξάι (το) = αλεστικό δικαίωμα
Απαγγιάζω = κρύβομαι από τον αέρα, 
Απάγκιο (το) = απάνεμο,  αποκούμπι, από-άγγειος = απάνεμος
Απαντάω = συναντάω κάποιον  « - Τον απάντησα στο δρόμο…»
Απαρατάω = αφήνω-εγκαταλείπω
Αποκόβω = απογαλακτίζω.
Αποκούμπι = στήριγμα για τα γηρατειά
Απόλυσε =  φύτρωσε (ή αμόλυσε)
Απλογιέμαι = απαντάω σε κάποιον από μακριά (έχει ως ρίζα την λέξη «απολογούμαι») 
Απλοχεριά (η) = όσο χωράει μια παλάμη
Αποπαίδι = το αποκληρωμένο παιδί 
Απόρριξε = όταν κάποιο ζώο απέβαλε το έμβρυο που κυοφορούσε
Αποσπερού (επίρ.) = απόβραδο 
Αποσταίνω = κουράζομαι, Απόστασα = κουράστηκα
Απότρυγα = μετά τον τρύγο 
Αράδα = σειρά
Άρατος = έφυγε, εξαφανίστηκε, «έγινε άρατος !»
Άραχνος = άτυχος- για λύπηση, σκοτεινός «μαύρος και άραχνος» 
Αργαλειός = μηχανισμός για την ύφανση του νήματος ώστε να γίνει υφαντό.
Αργητό = καθυστέρηση «δεν είναι αργητό» 
Αργιεύω = αραιώνω, «-Πάω γι’ αργιέματα στα μέσα…» 
Αρίδα (η) = το πόδι- το καλάμι του ποδιού 
Αρλούμπα (η) = κουταμάρα, ανοησία 
Αρκουμάνι = το θηρίο- ο εύσωμος 
Άρμη (η) = το πηχτό αρμυρό γάλα μαζί με τρίμματα τυριού 
Αρμολόι = γέμισμα των αρμών του τοίχου 
Αρμάρι = το ξύλινο ντουλάπι στο κούφωμα του τοίχου που φύλαγαν φρούτα , γλυκά κ.λ.π. 
Αρνάδα = χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή  (αντίστοιχα - κατσικάδα για τα γίδια)
Αρνόκουρα (τα) = μαλλιά από την κουρά των αρνιών
Αρούποτος = αχόρταγος, «το βαγένι που δεν ρουπώνει» (που βγάζει νερό)
Αρτένουμε = τρώγω μη νηστήσιμα φαγητά, παραβιάζω τη νηστεία
Άρτζι – μπούρτζι = «τρέχα γύρευε», ανακάτωμα, «άρτζι – μπούρτζι και λουλάς», από το 
Ασκί (το) = επεξεργασμένο δέρμα κατάλληλο για δοχείο  
Ασουλούπωτος, (η, ο) = ατημέλητος 
Αστράχα = το κενό μεταξύ τοίχου και σκεπής, σίγουρο μέρος για κρύψιμο 
Αστροφεγγιά (η) = τα άστρα φέγγουν χωρίς φεγγάρι.    
Ατσάκιγος = ατσαλάκωτος- που δεν τσακίζεται 
Αυγατάω = αυξάνω, φτάνω
Αφόρεγο (το) =  καινούργιο
Αφόρμησε = ερεθίστηκε η πληγή 
Άφραγγος (ο) = χωρίς χρήματα  
Αχαΐρευτος = ανεπρόκοπος
Αχάραγο = πριν το ξημέρωμα 
Άχερο (το) = το άχυρο 
Αχαμνός, (η, ο) = ο αδύνατος
Αχούρι (το) = στάβλος γουρουνιών, αχυρώνας, ακατάστατο σπίτι 
Αχρόνιαγο = το άτυχο- το κακορίζικο,  χαϊδευτική φράση ή βρισιά για παιδιά
Άχτι (το) = το γινάτι