Τρίτη 8 Μαΐου 2018

ντοπόλαλιά , λέξεις που ξεχνιούνται....


Άγανα(τα) = οι (ενοχλητικές) τρίχες που έχουν τα στάχια.
Αγκιά (τα) = δοχεία και σκεύη της μαγειρικής (κατσαρόλες, πιάτα κ.λπ.).
Αγιάζι (το) = η νυχτερινή διαπεραστική ψύχρα
Αγιογδύτης (ο) = ο χωρίς αναστολές εκμεταλλευτής
Αγλέορας  = Βότανο, με γαλακτώδη δηλητηριώδη χυμό  ,
 (μετ.) –«έφαγε τον αγλέορα» = έφαγε πολύ 
Αγκομαχάω = βογκάω από πόνο ή κόπο 
Αγκωνάρι (το) = γωνιακός, ακρογωνιαίος λίθος 
Αγκωνή (η) = η γωνία  του σπιτιού, «μια αγκωνή ψωμί»
Αγνάντιο = απέναντι 
Άγουρος = ανώριμος, άπειρος νέος 
Αγουρίδα (η) = το άγουρο ξινό σταφύλι 
Αγριάδα (η) = είδος αγριόχορτου, θυμός 
Αγρικάω = ακούω κάτι, καταλαβαίνω 
Αδειάζω  (είμαι) αδειανός = ευκαιρώ, έχω ελεύθερο χρόνο (- Έλα απ’ το σπίτι… - Δεν αδειάζω…) 
Aδερφομοίρια = τα αμοίραστα μερίδια που ανήκαν σε αδέρφια
Αδράχτι (το) = εργαλείο της ρόκας για το γνέσιμο (κλώσιμο) του μαλλιού  για να γίνει νήμα
Αερικό (το) = Το φάντασμα, η νεράιδα 
Ακόνι (το) = πέτρα για λείανση κοφτερών εργαλείων 
Ακαμάτης (ο) = ο τεμπέλης 
Αλαξιά (η) = φορεσιά, τράμπα, ανταλλαγή 
Αλάργα = μακριά 
Αλαφιασμένος (ο) = τρομαγμένος 
Αλαφροΐσκιωτος (ο) = αυτός που βλέπει αερικά, στοιχειά, φαντάσματα 
Άλειμμα (το) = το χοιρινό λίπος στην λαήνα. (ομηρική λέξη)
Αλεσιά (η) = αλεσμένη ποσότητα σταριού
Αλέτρι (το) = γεωργικό εργαλείο για το όργωμα της γης.
Αλισίβα (η) = βρασμένη στάχτη με νερό για το πλύσιμο των ρούχων, (μετ.)=το πόσιμο νερό που έχει ζεσταθεί υπερβολικά από τον ήλιο
Αλειτούργητος = ο άθρησκος – αυτός που δεν έχει πάει σε εκκλησία 
Αλιγδώνω = αλείφω με ζωικό λίπος, «αλίγδωσε τα ρούχα του» =τα λέρωσε
Αλισβερίσι (το) = συναλλαγή, δοσοληψία, συνεργασία, 
Αλουνού = άλλου 
Αλύχτημα (το) = το γοερό γαύγισμα 
Αλωνάρης, αλωνιστής (ο) = ο μήνας Ιούλιος
Αλώνι = 1.το κυκλικό μέρος, στρωμένο με πλάκες που αλώνιζαν, 2.το νέφος γύρω από το φεγγάρι.
Αλπού ή αλουπού (η) = η αλεπού, είδος τοπικού σταφυλιού (αλπούδες) 
Αμέτι μουχαμέτι = το έβαλε σκοπό ,πείσμα 
Αμή, αμί = ναι 
Αμπάριζα (η) = παλιό ομαδικό παιχνίδι 
Αμπολάω = αμολάω,αφήνω
Αμποριά (η) = Η πρόχειρη πόρτα στο χωράφι ή την στρούγκα  
Αμόλα = φεύγα 
Αμόνι = σιδερένια βάση που πάνω της σφυρηλατούσαν για να διαμορφώσουν το καυτό σίδερο 
Άμπακας = υπερβολικό φαγοπότι ( - έφαγε τον άμπακα) 
Αμπάρι = ξύλινη αποθήκη του σπιτιού για αποθήκευση σιταριού
Αμπλαούμπλας = ο ασουλούπωτος - αυτός που λέει βλακείες 
Αμποδάω = εμποδίζω ,  αμπόδηκε = δεν άφησε
Αναβροχιά = ανομβρία
Ανακαψίλα (η) = η καούρα 
Αναγελάω = χλευάζω, κοροϊδεύω 
Ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι να ξεμουδιάσω 
Αναμαλλιάρης- αναμαλλιασμένος = με αχτένιστα μαλλιά 
Αναμπουμπούλα (η) = η φασαρία, η αταξία 
Αναπιάνω = ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι- φτιάχνω τη ζύμη του ψωμιού
Αναχαράζω = αναμασάω, μυρικάζω 
Ανάρια (τα) =αραιά 
Ανάρμεγος, (η,ο) = το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. 
Ανάρτηγο = νηστίσιμο, «Το φαγητό είναι ανάρτηγο» 
Ανασταίνω = αναθρέφω, επαναφέρω στη ζωή 
Ανημπόρια = η αρρώστια 
Ανερώτηγα = χωρίς άδεια 
Αντί (το) = εξάρτημα του αργαλειού, ξύλο κυλινδρικό  που τυλίγεται  το στημόνι( νήμα), 
Ανυφάντρα (η) = η υφάντρα 
Αντίδερο = αντίδωρο από τον Ιερέα στο εκκλησίασμα 
Αντίκρυ = απέναντι
Αξάι (το) = αλεστικό δικαίωμα
Απαγγιάζω = κρύβομαι από τον αέρα, 
Απάγκιο (το) = απάνεμο,  αποκούμπι, από-άγγειος = απάνεμος
Απαντάω = συναντάω κάποιον  « - Τον απάντησα στο δρόμο…»
Απαρατάω = αφήνω-εγκαταλείπω
Αποκόβω = απογαλακτίζω.
Αποκούμπι = στήριγμα για τα γηρατειά
Απόλυσε =  φύτρωσε (ή αμόλυσε)
Απλογιέμαι = απαντάω σε κάποιον από μακριά (έχει ως ρίζα την λέξη «απολογούμαι») 
Απλοχεριά (η) = όσο χωράει μια παλάμη
Αποπαίδι = το αποκληρωμένο παιδί 
Απόρριξε = όταν κάποιο ζώο απέβαλε το έμβρυο που κυοφορούσε
Αποσπερού (επίρ.) = απόβραδο 
Αποσταίνω = κουράζομαι, Απόστασα = κουράστηκα
Απότρυγα = μετά τον τρύγο 
Αράδα = σειρά
Άρατος = έφυγε, εξαφανίστηκε, «έγινε άρατος !»
Άραχνος = άτυχος- για λύπηση, σκοτεινός «μαύρος και άραχνος» 
Αργαλειός = μηχανισμός για την ύφανση του νήματος ώστε να γίνει υφαντό.
Αργητό = καθυστέρηση «δεν είναι αργητό» 
Αργιεύω = αραιώνω, «-Πάω γι’ αργιέματα στα μέσα…» 
Αρίδα (η) = το πόδι- το καλάμι του ποδιού 
Αρλούμπα (η) = κουταμάρα, ανοησία 
Αρκουμάνι = το θηρίο- ο εύσωμος 
Άρμη (η) = το πηχτό αρμυρό γάλα μαζί με τρίμματα τυριού 
Αρμολόι = γέμισμα των αρμών του τοίχου 
Αρμάρι = το ξύλινο ντουλάπι στο κούφωμα του τοίχου που φύλαγαν φρούτα , γλυκά κ.λ.π. 
Αρνάδα = χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή  (αντίστοιχα - κατσικάδα για τα γίδια)
Αρνόκουρα (τα) = μαλλιά από την κουρά των αρνιών
Αρούποτος = αχόρταγος, «το βαγένι που δεν ρουπώνει» (που βγάζει νερό)
Αρτένουμε = τρώγω μη νηστήσιμα φαγητά, παραβιάζω τη νηστεία
Άρτζι – μπούρτζι = «τρέχα γύρευε», ανακάτωμα, «άρτζι – μπούρτζι και λουλάς», από το 
Ασκί (το) = επεξεργασμένο δέρμα κατάλληλο για δοχείο  
Ασουλούπωτος, (η, ο) = ατημέλητος 
Αστράχα = το κενό μεταξύ τοίχου και σκεπής, σίγουρο μέρος για κρύψιμο 
Αστροφεγγιά (η) = τα άστρα φέγγουν χωρίς φεγγάρι.    
Ατσάκιγος = ατσαλάκωτος- που δεν τσακίζεται 
Αυγατάω = αυξάνω, φτάνω
Αφόρεγο (το) =  καινούργιο
Αφόρμησε = ερεθίστηκε η πληγή 
Άφραγγος (ο) = χωρίς χρήματα  
Αχαΐρευτος = ανεπρόκοπος
Αχάραγο = πριν το ξημέρωμα 
Άχερο (το) = το άχυρο 
Αχαμνός, (η, ο) = ο αδύνατος
Αχούρι (το) = στάβλος γουρουνιών, αχυρώνας, ακατάστατο σπίτι 
Αχρόνιαγο = το άτυχο- το κακορίζικο,  χαϊδευτική φράση ή βρισιά για παιδιά
Άχτι (το) = το γινάτι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου