Θαμμένα λουτσοβιώτικα τοπία στη λίμνη Μόρνου . Η φωτογραφία είναι του 1972, τραβηγμένη από το σπίτι του Γιωργου Μπερτσιά στη θέση Μαρμαράκι. Διακρίνεται το σπιτι του Μήτσου Ανάστου-Τσιριμώκου, στη θέση Τραγατσούλα και στο βάθος η Αβοροράχη, σε πρώτο πλάνο τα ψηλά αμπέλια όπου βρισκόταν η αγροικία του Δημήτρη Κοράκη- Καμάρα . Σήμερα όλη η περιοχή έχει σκεπαστεί σπο τα νερά της λίμνης του Μόρνου.
Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.
Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021
Τρίτη 8 Ιουνίου 2021
1960, το Ηρώο πεσόντων του Λιδωρικίου
Κολωνάκι. Η φωτογραφία είναι του 1960 από καρτ ποστάλ της εποχής, ο φωτογράφος είναι μάλλον ο «βαρδουσιώτης» Απόστολος Παντέλης από την Άνω Μουσουνίτσα.
Κυριακή 6 Ιουνίου 2021
Λουτσοβιώτικος γάμος στην Άμφισσα (1957)
Οι νεόνυμφοι είναι ο Σπύρος Μπερτσιάς του Κωνσταντίνου και της Μαρίας ( καταγόμενη από την Πενταγιού) και η Αικατερίνη Καραδήμα του Γεωργίου και της Ευθυμίας (καταγόμενη από τον Άβορο).
Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021
Θαμμένα στο βυθό της λίμνης του Μόρνου
Η φωτογραφία είναι του 1972, φαίνεται η αγροικία και το πτηνοτροφείο του Μήτσου Καραδήμα στη θέση Τσαμπάδες στον Λουτσοβιώτικο κάμπο. Διακρίνεται η Παναγιώτα Καραδήμα με τα παιδιά της. Σήμερα η περιοχή είναι θαμμένη στα νερά της λίμνης Μόρνου
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων ( Βασίλης Καραμπέτσος)
Ένας ακόμη συγχωριανός μας αποχαιρέτισε....
Ο Βασίλης Καραμπέτσος, απεβίωσε και η εξόδιος ακολουθία έγινε στο χωριό την Τετάρτη 2 Ιουνίου .
Τα τελευταία 40 χρόνια έμεινε με την οικογένεια του στην Πετρούπολη. Κατέβηκαν στην Αθήνα λόγω της λίμνης. Είχαν το σπιτι τους δίπλα στην ανατολική όχθη του ποταμού Κόκκινου στα Κλιμακιώτικα μεταξύ του Γκέκα το χάνι και τα Χάνια του Καραπιστόλη .
Εργατικός άνθρωπος ο Βασίλης πάλεψε σκληρά στην ζωή του και έχαιρε αγάπης και εκτίμησης από όλους τους χωριανούς μας .
Δευτέρα 31 Μαΐου 2021
Δημήτρης Αρμάος (1959-2015) από το Κροκύλειο
Σαν σήμερα έφυγε από την ζωή ο Δ. Αρμάος (1959-2015) με καταγωγή από το Κροκύλειο
Ο Δημήτρης Αρμάος, γιός του Κροκυλιώτη Πτολεμαίου Αρμάου και της Χρυσαφούλας (το γένος Αναστ. Ξηρού), γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου 1959 στην Άμφισσα, όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική σχολή του Ε.Κ.Π.Α και έγινε διδάκτορας στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Κυρίως, όμως, ήταν ποιητής, άνθρωπος των Γραμμάτων και του Πνεύματος. Σ' αυτό το χώρο αφιέρωσε τη ζωή του.
Έγραψε ποιήματα που άλλα έχουν εκδοθεί, άλλα βρίσκονται σε συλλογές ή σε περιοδικά και άλλα είναι ανέκδοτα. Έγραψε, επίσης και δημοσίευσε άρθρα, μελέτες, κριτικές ενώ έχει μεταφράσει και ξένη λογοτεχνία. Αν και για 20 χρόνια υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όπου διακρίθηκε ως άριστος εκπαιδευτικός και αγαπημένος "δάσκαλος" των μαθητών του, εκεί που ένιωθε ότι ανήκε ήταν ο χώρος των βιβλίων. Σ' αυτόν το χώρο ξεχώρισε ως Επιμελητής εκδόσεων, από τους καλύτερους που διέθετε η χώρα.
Έχει δημοσιεύσει τα Ποιήματα Ι και ΙΙ (1979 και 1984), καθώς και ανάτυπα ποιητικών εργασιών (Μητρόπολη, 1989· Ηθογραφία, 1997·Μυθολόγημα, 2000· Ανάστημα Ορθίου & Καλένδες, 2001), έργα για τη διδασκαλία και τη διδακτική της λογοτεχνίας, μεταφράσεις (Ο Μπωντλαίρ, τα Άνθη του Κακού και το Ύψος του E. Auerbach, 1984· Χρόνος και Ιστορία του G. Agamben, 2003· Η Επιστολή στον Cangrande του Dante, 2004). Τελευταία κυκλοφόρησε κι ένας συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του από τις εκδόσεις Ύψιλον με τον τίτλο «Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007».
Ο Δημήτρης Αρμάος έφυγε απ' τη ζωή στις 31 Μάη 2015. Αδελφός της φιλολόγου Ελένης Αρμάου και σύζηγος της επίσης φιλολόγου Ζωής Μπέλλα, με την οποία απέκτησαν μαζί δυο γιούς, τον Κωνσταντίνο και τον Πτολεμαίο.
Παρασκευή 28 Μαΐου 2021
1968, Αθηναίοι εκδρομείς φωτογραφίζονται στον κάμπο του Λουτσόβου στον Μόρνο.
Επικεφαλής της μεγάλης αθηναϊκής εκδρομικής παρέας ήταν ο Δημήτρης Μπερτσιάς που βρήκε την ευκαιρία για μια σύντομη στάση για να συναντήσει τον πατέρα του ( στο κέντρο της φωτό), που κατοικούσε στο σπίτι που είναι ακριβώς πίσω. Όλη η περιοχή σήμερα είναι σκεπασμένη από τα νερά της λίμνης.
Τρίτη 25 Μαΐου 2021
Σάββατο 22 Μαΐου 2021
Το γεφύρι της Μπελεσίτσας θαμμένο στα νερά του Μόρνου
Λίγο μετά το Λιδωρίκι ήταν το μονότοξο γεφύρι που ένωνε τις όχθες της Μπελεσίτσας που έφερνε τα νερά από το κάμπο του Βελά και από τα παρακείμενα ρέματα και τα διοχέτευε στο Μόρνο, στη θέση Χάνια κοντά στο Στενό.
Πέμπτη 20 Μαΐου 2021
Θαμμένα σπίτια στη λίμνη του Μόρνου
Ζωγραφικός πίνακας που απεικονίζει το σπιτι της οικογένειας Μπερτσιά στη θέση Μαρμαράκι στον Λουτσοβιώτικο Κάμπο. Το σπιτι βρισκόταν δίπλα στη στράτα που οδηγούσε στο Στενό, διασχίζοντας το Κοκκινοπόταμο, κοντά στην συμβολή με τον Μόρνο. Στο βάθος τα Βαρδούσια.
Τρίτη 18 Μαΐου 2021
Θαμμένα τοπία στη λίμνη Μόρνου.(θέση Καλόπορος στο Λουτσοβιώτικο κάμπο)
Η φωτογραφία είναι του 1976, τραβηγμένη από την θέση Λούστρες, από το μικρό λοφίσκο που είναι ακριβώς στην συμβολή του παραλίμνιου περιφερειακού δρόμου με τον δρόμο που οδηγεί στο χωριό Κόκκινος. Φαίνεται ο Μόρνος με εμφανή τα σημάδια της καταστροφής από τις μπουλντόζες που δούλευαν για την κατασκευή του φράγματος. Στο βάθος η η βουνοσειρά του Αβόρου και ακριβώς απέναντι στη θέση Καλόπορο είχε εγκατασταθεί το κεντρικό εργοτάξιο της κοινοπραξίας. Όλη η περιοχή σήμερα είναι θαμμένη στα νερά της λίμνης.
Κυριακή 16 Μαΐου 2021
Όταν τα μουλάρια κουβαλούσαν γαλίκες με σταφύλια στην ορεινή δωρίδα
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1976 δίπλα στο νεκροταφείο στο δρόμο προς τις Λούστρες. Ακόμη τα μουλάρια δεν είχαν εξαφανιστεί…Η Γεωργία Καραμπέτσου σύζυγος του Γιάννη και η Ευθυμία Μπερτσιά σύζυγος του Γιώργου μεταφέρουν με τα μουλάρια τους τα σταφύλια από τη θέση Παλιάμπελα στο χωριό Κόκκινο. Χρησιμοποιούν μεγάλα κοφίνια γνωστά ως γαλίκες.
Παρασκευή 14 Μαΐου 2021
«Θαμμένα» πανηγύρια στον Μόρνο…
Η φωτογραφία είναι απο το πανηγύρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στην αρχή της δεκαετίας του 60.
Το εξωκκλήσι ανήκε στο χωριό Κόκκινο και ήταν κτισμένο στην δυτική όχθη του Κόκκινου ποταμού, ακριβώς απέναντι απο τα Χάνια του Καραπιστόλη. Γινόταν μεγάλο πανηγύρι κάθε χρόνο, στις έξι Αυγούστου, και πλήθος κόσμου ερχόταν απο τα γειτονικά χωριά. Όλη η περιοχή σήμερα είναι θαμμένη στα νερά γης λίμνης του Μόρνου.
Τετάρτη 12 Μαΐου 2021
Θαμμένα τοπία της λίμνης Μόρνου( θέση κ’φάλα στον Λουτσοβιώτικο κάμπο.
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1976 και δείχνει την αγροικία της οικογένειας του Κώστα Κολοκυθά (Τσουπροκώστας). Ήταν στην Ανατολική όχθη του Κερασορέματος, που ξεκινούσε από ψηλά από το χωριό Κόκκινο, και λίγο πριν την γέφυρα του δημοσίου δρόμου Λιδωρικίου-Ναυπάκτου. Την τοποθεσία αυτή την αποκαλούσαν οι ντόπιοι κ’φάλα. Σήμερα όλη η περιοχή είναι σκεπασμένη απο τα νερά της λίμνης
Τρίτη 11 Μαΐου 2021
Θαμμένα τοπία στο βυθό της λίμνης Μόρνου
Πριν αρχίσουν τα έργα για την κατασκευή του φράγματος του Μόρνου είχαν προηγηθεί διάφορες τεχνικές και γεωλογικές μελέτες για το υπέδαφος που θα «φιλοξενούσε» την λίμνη. Είχαν γίνει πολλές γεωτρήσεις και ανοίχθηκαν πολλά πηγάδια για να παρθούνε δείγματα του υπεδάφους για αναλύσεις.
Δευτέρα 10 Μαΐου 2021
1973. Εργάτες στα έργα της λίμνης του Μόρνου.
Σάββατο 8 Μαΐου 2021
Σπάνια φωτογραφία του 1921 από το Μικρασιάτικο Μέτωπο.
Πέμπτη 6 Μαΐου 2021
το εργοτάξιο της κοινοπραξίας που κατασκεύασε το φράγμα του Μόρνου
Το εργοτάξιο εγκαταστάθηκε τον Σεπτέμβριο του 1972 στη θέση Καλόπορος, στο Λουτσοβιώτικο κάμπο λίγο πιο κάτω από την Αγία Μονή, αριστερά και δεξιά του δημοσίου δρόμου Λιδωρικίου-Ναυπάκτου, όλη η περιοχή που φαίνεται στην φωτογραφία είναι σκεπασμένη από τα νερά της λίμνης.
Δευτέρα 3 Μαΐου 2021
1976, Πάσχα στο χωριό Κόκκινος
1976 στον Κόκκινο ο μπάρμπα Νικολός Κοράκης με την γυναίκα του Βασιλική, τον γιο του Γιώργο και την νύφη του Ανθούλα και την εγγονή του Μαρία Μπερτσιά.
Πέμπτη 29 Απριλίου 2021
Ήθελε ο θεός και ζήσαμε!
Τρίτη 27 Απριλίου 2021
Σαν σήμερα πέθανε ο Μακρυγιάννης
Γιάννης Μακρυγιάννης
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης υπήρξε ένας από τους σημαίνοντες αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και συγγραφέας των περίφημων «Απομνημονευμάτων» του.
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης υπήρξε ένας από τους σημαίνοντες αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. Η περίοπτη θέση που κατέχει ως τις μέρες στην συλλογική μνήμη, οφείλεται πρωτίστως στα «Απομνημονεύματά» του, που εξέδωσε το 1907 ο ιστοριοδίφης και συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης και τα οποία ύμνησαν οι λογοτέχνες της λεγόμενης «γενιάς του 30», ως ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τον Μακρυγιάννη ως τον πιο «σημαντικό πεζογράφο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας», σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη.
Ο Ιωάννης Τριαντάφυλλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1797 στα κακοτράχαλα βουνά της Δωρίδας, στο χωριό Αβορίτη, τρεις ώρες δρόμο από το Λιδωρίκι. Το «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι και τού δόθηκε από τους συγχωριανούς του, για το ψηλό του ανάστημα. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του Δημήτριο Τριαντάφυλλο, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους στην Λιβαδειά.Σε ηλικία επτά ετών δόθηκε ως ψυχογιός σ’ ένα πλούσιο έμπορο της πόλης, που όμως τον κακομεταχειριζόταν.Ύστερα από διάφορες περιπλανήσεις, βρέθηκε στο σπίτι του συμπατριώτη του Αθανασίου Λιδωρίκη, που ζούσε στην Άρτα και διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Αλή Πασά. Εκεί ασχολήθηκε με τον εμπόριο και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα πλούτισε, αποκτώντας «σπίτι, υποστατικά, μετρητά και ομολογίες», σύμφωνα με τα όσα γράφει στα «Απομνημονεύματά» του.
Η επαναστατική δράση του Γιάννη Μακρυγιάννη
Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επανάστασης συνελήφθη από τους Τούρκους στην Άρτα. Γρήγορα όμως δραπέτευσε και εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Πήρε μέρος στις μάχες του Σταυρού (4 Αυγούστου 1821) και στην πολιορκία της Άρτας (12 Νοεμβρίου – 4 Δεκεμβρίου 1821).
Στα τέλη του 1821 αρρώστησε σοβαρά και επανήλθε στην αγωνιστική δράση με την εκπόρθηση του Πατρατζικίου (σημερινής Υπάτης), στις 2 Απριλίου 1822, επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σώματος από συντοπίτες του. Στις 4 Ιουλίου 1822, πολέμησε στην Μάχη του Πέτα, όπου τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι. Την 1η Ιανουαρίου 1823, ο Μακρυγιάννης διορίστηκε «Επιστάτης της Δημοσίας Τάξεως» στην απελευθερωμένη Αθήνα.
Με την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (24 Φεβρουαρίου 1825), ο Μακρυγιάννης διορίστηκε πολιτάρχης της Αρκαδιάς (σημερινής Κυπαρισσίας) και συνεισέφερε στην άμυνα του Νεοκάστρου της Πύλου. Μετά την κατάληψή του από τον Ιμπραήμ (6 Μαΐου 1825), έσπευσε στους Μύλους, όπου οργάνωσε την άμυνα της περιοχής. Στις μάχες που επακολούθησαν (13-14 Ιουνίου 1825), ο Ιμπραήμ παρά την αριθμητική του υπεροχή δεν κατόρθωσε να κάμψει την αντίσταση των Ελλήνων και υποχώρησε άπρακτος. Στην μάχη αυτή τραυματίστηκε ο Μακρυγιάννης και διακομίστηκε στο Ναύπλιο.
Μετά την αποθεραπεία του, μετέβη στην Αθήνα και συμμετείχε στην οργάνωση της άμυνας της πόλης και της Ακρόπολης. Μέσα στο 1825, νυμφεύτηκε την Αικατερίνη Σκουζέ, κόρη του Αθηναίου μεγαλοκτηματία Γεωργαντά Σκουζέ, με την οποία απέκτησε 12 παιδιά.
Μετά τον θάνατο του Γιάννη Γκούρα (30 Σεπτεμβρίου 1826), ο Μακρυγιάννης ανέλαβε την ευθύνη των επιχειρήσεων για την υπεράσπιση της Ακρόπολης από τις δυνάμεις του Κιουταχή, που τήν πολιορκούσαν. Στις μάχες της Ακρόπολης τραυματίστηκε σοβαρά τρεις φορές στο κεφάλι και το λαιμό. Εν τούτοις ανένηψε και έλαβε μέρος στις Μάχες της Καστέλλας (30 Ιανουαρίου 1827) και του Αναλάτου (24 Απριλίου 1827).
Η πολιτική δράση του Γιάννη Μακρυγιάννη
Μετά την απελευθέρωση ο Μακρυγιάννης τοποθετήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου. Κατά την περίοδο αυτή και συγκεκριμένα στις 26 Φεβρουαρίου 1829 άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματα» του «για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα που δεν τα συνηθώ». Αν και εντελώς αγράμματος, μας κληροδότησε ένα έργο μεγάλης πνοής και αυθεντικότητας, το οποίο ο Κωστής Παλαμάς χαρακτήρισε «ασύγκριτο στο είδος του, αριστούργημα του αγράμματου, μα γερού και αυτόνομου μυαλού», ενώ ο Γιώργος Σεφέρης τόν αναδεικνύει ως έναν από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους.
Στην συνέχεια ήρθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια και μετά την δολοφονία του συντάχθηκε με τους λεγόμενους «Συνταγματικούς» εναντίον των αδελφών του Βιάρου και Αυγουστίνου Καποδίστρια. Χαιρέτησε την άφιξη του Όθωνα, αλλά γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τόσο με την Αντιβασιλεία όσο και με τον ίδιο τον βασιλιά.
Έξι χρόνια αργότερα συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα στους υπηκόους του. Στην εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε για αυτό το σκοπό στις 8 Νοεμβρίου είχε ενεργό ρόλο σχηματίζοντας ομάδα 63 βουλευτών (πληρεξουσίων).
Στις 13 Απριλίου 1852 κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει τον Όθωνα και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον Μάρτιο του 1853 δικάσθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά και τον Σεπτέμβριο του 1854 του δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε.
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης πέθανε στις 27 Απριλίου 1864, σε ηλικία 67 ετών.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1991
© SanSimer
Κυριακή 25 Απριλίου 2021
Γραβάτες και μουστάκια!!
2/12/1980, εκλεκτοί Κοκκινιώτες σε κάποιο γάμο, από δεξιά: Χρήστος Φλώρος, Γιωργος Κοράκης, Αριστείδης Κολοκυθάς και Θύμιος Καραγιάννης
Παρασκευή 23 Απριλίου 2021
Φωτό του 1972, θαμμένα τοπία στα νερά του Μόρνου
Φωτογραφία του 1972, τραβηγμένη από τον Λουτσοβιώτικο κάμπο, θέση Μαρμαράκι κοντά στην συμβολή του Μόρνου και του Κοκκινοπόταμου. Δεσπόζει στο βάθος η πυραμοειδής απόληξη των Βαρδουσίων γνωστή ως Κάστρο του Βελούχοβου. Τα αγροκτήματα που φαίνονται σε πρώτο πλάνο άνηκαν στην οικογένεια Μπερτσιά. Στην δεξιά πλευρά, στο μέσον, όπου η λευκή κουκκίδα ήταν ένα μικρό αγροτόσπιτο της οικογένειας του Κρανιά, (γινόταν χρήση συνήθως τα καλοκαίρια), τα δυο μεγάλα δένδρα είναι καρυδιές. Σήμερα η περιοχή είναι σκεπασμένη από τα νερά της λίμνης.
Τρίτη 20 Απριλίου 2021
Μακαρέτζος, Μακαρέτζος!
Μακαρέτζος!!
Απόσπασμα από το βιβλίο “εμπειριών το ανάγνωσμα “
…. Από το 1966 μέχρι το 1972 ήμουν μαθητής του εξαταξίου γυμνασίου Λιδωρικίου, μιας όμορφης και ήσυχης επαρχιακής κωμόπολης κτισμένης στις υπώρειες της δυτικής πλευράς μιας μεγάλης οροσειράς, έχοντας αντίκρυ έναν επίσης ορεινό όγκο . Στην έξοδο της κωμόπολης ξεκίναγε μια μικρή πανέμορφη κοιλάδα εκτεινόμενη και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά που προσομοίαζε σαν μια καλοφτιαγμένη αυλή για την μικρή αυτή πόλη, διαμορφωμένη ένα επίπεδο κάτω από τα τελευταία σπίτια της.
Ένας μικρός χείμαρρος, που ξεκίναγε από τα ανατολικά, διέσχιζε την μικρή κοιλάδα και στο τέρμα του συναντούσε τον Μέγα ποταμό, που έρεε τα νερά του προς τα νοτιοδυτικά αφού περνούσε μέσα από ένα πολύ μικρό στένωμα. Ουσιαστικά ήταν μια βραχοσχισμή περίπου 50 μέτρων, όπου από παλιά οι κάτοικοι είχαν φτιάξει ένα πέτρινο μονότοξο γιοφύρι για να διαβαίνουν χωρίς να διακινδυνεύουν από τα ορμητικά νερά του ποταμιού.
Η θέση, που βρισκόταν η κωμόπολη, της πρόσφερε μια φυσική απομόνωση, που ήταν πλεονέκτημα για τις παλιότερες εποχές και μεγάλο μειονέκτημα για την σύγχρονη εποχή. Γιαυτό το λόγο ήταν ανάμεσα στις πολύ λίγες στεριανές πόλεις, που είχαν επιλεγεί από το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου ως ιδανικός τόπος εκτοπισμού των αντιφρονούντων …
Η φοίτηση στο Γυμνάσιο των παιδιών, που καταγόντουσαν από τα απομακρυσμένα χωριά της πέριξ περιοχής απαιτούσε αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση από την ηλικία των δώδεκα ετών.
Σε αυτή την πόλη, σε ένα μικρό δωμάτιο -μια χαμοκέλα- που η οικογένεια μου είχε νοικιάσει, έζησα τις έξι σχολικές χρονιές.
Τα δυο πρώτα χρόνια ήμουν μόνος μου και τα επόμενα χρόνια με τα δυο μικρότερα αδέλφια μου.
Δεν ήταν εύκολη βέβαια η διαβίωση των νεαρών μαθητών, που πέρα από τις σχολικές υποχρεώσεις έπρεπε να φροντίζουν και τους εαυτούς τους. Το καθάρισμα, το μαγείρεμα ,το πλύσιμο και όλες τις σχετικές εργασίες, που ένα νοικοκυριό, έστω και μικρό, απαιτεί, ήταν αποκλειστική ευθύνη των νεαρών μαθητών.
Η έλλειψη της γονικής εποπτείας γεννούσε και άλλους κινδύνους για τα νεαρά παιδιά, που έπρεπε να τους διαχειριστούν μόνα τους, έπρεπε να μάθουν να διαχειρίζονται τον χρόνο, να βάζουν προτεραιότητες, να θέτουν στόχους, να παίρνουν μόνοι τους αποφάσεις, να ασκούνται στην αυτοπειθαρχία και βασικά να διαχειρίζονται την ελευθερία τους. Το τελευταίο μάλιστα ήταν και το πιο δύσκολο, τα περισσότερα τα κατάφερναν και ωρίμαζαν νωρίτερα από συνομηλίκους τους, που μεγάλωναν στις οικογενειακές εστίες τους. Υπήρχαν βέβαια και αποτυχίες, κάποιοι ευτυχώς ελάχιστοι παρασυρόντουσαν και οδηγούνται σε επικίνδυνες παρεκτροπές.
Τα δικά μου σχολικά χρόνια συνέπεσαν με την διακυβέρνηση της χώρας από το στρατιωτικό καθεστώς, που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα τον Απρίλιο του 1967, όταν ήμουν μαθητής της πρώτης τάξης του εξαταξίου Γυμνασίου .
Θυμάμαι έντονα το πρωινό της Παρασκευής της 21ης Απριλίου 1967, αν και δεν υπήρχαν κάποια σημάδια, που να το διαφοροποιούν σε κάτι από τα συνήθη σχολικά πρωινά.
Ο ηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ρεύματος που τροφοδοτούσε την κωμόπολη σταμάτησε να λειτουργεί όπως κάθε μέρα στις έξι. Ο τοπικός ηλεκτρικός σταθμός λειτουργούσε από τις έξι το απόγευμα μέχρι τις έξι το πρωί, μιας και ΔΕΗ δεν είχε ακόμη παρουσία στην ορεινή επαρχία της Κεντρικής Ρούμελης.
Οι πρώτοι κάτοικοι από τα γύρω χωριά άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη με τα υποζύγια τους, άλλοι μετέφεραν διάφορα προϊόντα για πώληση και άλλοι ερχόντουσαν για να κάνουν τις αγορές τους ή να επισκεφθούν τις δημόσιες υπηρεσίες για να διεκπεραιώσουν κάποια υπόθεση τους.
Στις οχτώ,όπως κάθε μέρα, οι μαθητές είχαν πάει στο σχολικό συγκρότημα και περίμεναν να κτυπήσει το κουδούνι, μάλιστα είχαν έλθει κανονικά με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και οι μαθητές που πηγαινοερχόντουσαν καθημερινά από τα διπλανά χωριά .
Το κουδούνι κτύπησε και αντί για προσευχή, τον λόγο πήρε ο Γυμνασιάρχης και μας ανακοινώνει πως έγινε επανάσταση και δεν θα κάνουμε μάθημα, συμπληρώνοντας ότι ούτε αύριο θα γίνει μάθημα. Μας ευχήθηκε καλό Πάσχα, η επόμενη εβδομάδα ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και μας έδωσε ραντεβού για την Δευτέρα του Θωμά.
Επακολούθησε πανζουρλισμός από τις φωνές των μαθητών και χαρούμενοι που γλιτώναμε δυο μέρες μαθήματα τρέξαμε στα σπίτια μας και εμείς, που ήμασταν από τα γειτονικά χωριά, πήραμε τα πράγματα μας και αναχωρήσαμε οι περισσότεροι με τα πόδια για τις οικογενειακές μας εστίες.
Κανένας νομίζω ακόμη και οι μεγάλοι μαθητές και πιθανώς και αρκετοί καθηγητές κατάλαβαν εκείνη την στιγμή σε τι προβλήματα έμπαινε η Πατρίδα μας και φυσικά όλοι οι Έλληνες…
Όμως στο μυαλό μου χαράχτηκε βαθιά μια κουβέντα που άκουσα από ένα ”περίεργο” τύπο, έτσι μου φαινόταν τότε, που συζητώντας με μια κυρία της είπε:
-θα έχουμε προβλήματα κυρά Λένη, εμάς τους αριστερούς θα μα πιάσουν..
Τι πάει να πει αριστερός; γιατί να πιάσουν ένα ήσυχο άνθρωπο που το μόνο περίεργο ήταν το γαρύφαλλο, που τοποθετούσε στο πέτο του σακακιού του;
Αυτές οι σκέψεις με βασάνισαν για αρκετά χρόνια και νομίζω απαντήσεις άρχισα να παίρνω όταν η Βραδυνή του Τζώρτζη Αθανασιάδη άρχισε να γράφει εναντίον της Χούντας, θυμάμαι ακόμη, τα πύρινα άρθρα του Σταματόπουλου, πρώην χουντικού, κατά των Συνταγματαρχών.
Θυμάμαι ως μαθητές του Γυμνασίου κάναμε, άθελα μας βέβαια, και την πρώτη μας αντιχουντική ενέργεια. Το 1968 όταν επισκέφθηκε την κωμόπολη μας ο Μακαρέζος-ο επί των οικονομικών της Χούντας - παραταχθήκαμε όλοι οι μαθητές πάνω από 400, αριστερά και δεξιά του δρόμου, με σκοπό να τον επευφημήσουμε. Το σύνθημα μας το έδωσε ο καθηγητής της γυμναστής αλλά δεν ήτα σαφής με το όνομα…
Αρχίσαμε όλοι με στεντόρεια φωνή να φωνάζουμε:
Μακαρέτζος, Μακαρέντζος αντί Μακαρέζος !!!
Κρύος ιδρώτας έλουσε τον γυμναστή, που προσπαθούσε μάταια να μας διορθώσει!!! Εμείς συνεχίζαμε στο Μακαρέτζος …. Η πράξη μας αυτή μας πρόσθεσε κάποιους γύρους τροχάδην στο γήπεδο την επόμενη μέρα…..
Απόσπασμα από το βιβλίο “εμπειριών το ανάγνωσμα “
Κ. Γ. Μπερτσιάς
Μαθητές γυμνασίου Λιδωρικίου, από αριστερά: Μπερτσιάς, Κλώσας, Πήτας
Θαμμένα τοπία (Τσαμπάδες) στη λίμνη Μόρνου
Η φωτογραφία είναι του 1972. Στη θέση Τσαμπάδες στον κάμπο του Κόκκινου, - η περιοχή σήμερα είναι θαμμένη από τα νερά της λίμνης του Μόρνου-, ο Νικολός Κοράκης (Κατσαμπίνης) κόβει τριφύλλι με την κόσια. Δεξιά είναι η γιαγιά η Νικολού, το πραγματικό όνομα της ήταν Βασιλική, όμως εκείνα τα χρόνια συνηθιζόταν οι γυναίκες να αποκαλούνται με το όνομα των ανδρών τους.
Κυριακή 18 Απριλίου 2021
1972, τοπία θαμμένα στην λίμνη Μόρνου.
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη τον Σεπτέμβρη του 1972 στη θέση Λάζος, ακριβώς κάτω από την Αγία Μονή στον κάμπο του Κόκκινου, (όλη η περιοχή σήμερα είναι θαμμένη από τα νερά της λίμνης του Μόρνου). Στο βάθος φαίνεται η Γκιώνα και η νότια πλευρά των Βαρδουσίων. Διακρίνεται επίσης ο πυραμοειδής λόφος του κάστρου του Βελούχοβου με τον Αϊ-Γιώργη στην κορυφή του. Σε πρώτο πλάνο φαίνονται αμυδρά οι αγροικίες του Καραθανάση και του Μήτσου του Καραδήμα στη θέση Τσαμπάδες δίπλα στο δρόμο Λιδωρικίου -Ναυπάκτου.
Παρασκευή 16 Απριλίου 2021
Αύγουστος 1965.
Πέμπτη 15 Απριλίου 2021
Η γέφυρα του Στενού στον Μόρνο, (στο βυθό της λίμνης)
1976, νεαροί φωτογραφίζονται στην γέφυρα του Στενού στον Μόρνο με φόντο το Ξενία (τουριστικό περίπτερο) και τον Λουτσοβιώτικο κάμπο με εμφανή τα σημάδια καταστροφής για την δημιουργία της λίμνης. Από αριστερά: Κώστας Κοράκης, Νίκος, Κώστας και Γιώργος Μπερτσιάς
Κυριακή 11 Απριλίου 2021
Η γέφυρα του Κόκκινου (στο βυθό της λίμνης Μόρνου).
Η πρώτη φωτογραφία είναι του φωτογράφου Απόστολου Παντέλη -Βαρδουσιώτη από την Κάτω Μουσονίτσα. Η φωτογραφία κυκλοφορούσε ως καρτ ποστάλ. Η γέφυρα του Κόκκινου κατασκευάστηκε γύρω στο 1930 και ήταν έργο μεγάλης σπουδαιότητας και για την Φωκίδα αλλά και για όλη την Στερεά, μιας και γεφύρωνε τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε στην Ναύπακτο (δεν υπήρχε ο σημερινός παραλιακός). Το μήκος της ξεπερνούσε τα εκατόν είκοσι μέτρα, οι δώδεκα ημικυκλικές καμάρες με τα οχτώ καλοσχεδιασμένα βάθρα στήριξης προσέδιδαν στην όλη κατασκευή στιβαρότητα αλλά και μια αξιοζήλευτη ομορφιά. Με τα μέσα της εποχής η κατασκευή της γέφυρας του Κόκκινου θεωρείται μεγάλο τεχνικό επίτευγμα και την κατέτασσαν στις πιο μεγάλες γέφυρες της χώρας μας.
Η δεύτερη φωτογραφία (1975) είναι τραβηγμένη λίγο πριν καταστραφεί ολοσχερώς και τα μπάζα της γίνουν υλικά για την κατασκευή του φράγματος. Στην ανατολική άκρη, στο βάθος δεξιά φαίνεται το Χάνι του Γκέκα-Κολοκυθά με καταγωγή από τον Κόκκινο καθώς και ο δρόμος προς Διακόπι και Δάφνο.
Παρασκευή 9 Απριλίου 2021
1964, έργα οδοποιίας στο Λιδωρίκι
Φωτογραφία του 1964, κοντά στο Λιδωρίκι στο δρόμο προς Πεντάπολη.Ένα συνεργείο διορθώνει κάποια καθίζηση στο οδόστρωμα . Διακρίνονται στα δεξιά οι: Γιωργος Μπερτσιάς και ο Κωστας Κολοκυθάς από τον Κόκκινο . Ο εργολάβος με τις μπότες και το καπέλο είναι ο Ιωάννης Κούσουλας από Χαλκίδα, η εταιρία του ήταν η ΕΤΕΜΚ, αριστερά και δεξιά του είναι ο Βαγγέλης Σαΐνης και Γεώργιος Καλαμπαλίκης.
Τετάρτη 7 Απριλίου 2021
Κολύμπι στα κρύα νερά του Μόρνου(1975)
Η φωτογραφία τραβηγμένη το 1975: νεαροί από το χωριό Κόκκινο κολυμπούν στο Στενό κάτω από τις γέφυρες (τώρα στο βυθό της λίμνης). όπου έχει δημιουργηθεί νερόλακκος ή όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι, βορός. Μέχρι το Στενό τα νερά του ποταμιού ήσαν πολύ κρύα μιας και οι πηγές είναι σχετικά κοντά (στις υπώρειες των Βαρδουσίων στην κορφή του Καλλίου-Βελούχι). Μέχρις εδώ ζούσαν και πέστροφες με την γκρίζογάλανη ράχη και τα χρυσάφι και κοκκινοπορτοκαλί στίγματα με μια αχνή άλω. Διακρίνεται και το τοιχίο στήριξης του δρόμου προς το Βελούχι.
Οι νεαροί είναι από αριστερά: Βαγγέλης Καραμπέτσος, Νίκος Μπερτσιάς και Κώστας Κοράκης.Κυριακή 4 Απριλίου 2021
1949: γυναίκες φτιάχνουν την δέση στο Μόρνο.
Μια σπάνια φωτογραφία του 1949 ή του 1950. Μια ομάδα κατοίκων, κυρίως γυναίκες, από το χωριό Κόκκινος βρίσκονται στις γέφυρες του Στενού (τώρα στο βυθό της λίμνης του Μόρνου) για την κατασκευή της δέσης δηλαδή του μικρού φράγματος στο ποτάμι ώστε ένα μέρος του νερού να μπει στο κανάλι με το οποίο ποτιζόταν ο λουτσοβιώτικος κάμπος .
Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021
όταν οι άνθρωποι γλεντούσαν! 1967 στον Κόκκινο (Λούτσοβος).
Η φωτογραφία είναι του 1967. Φαίνεται μια ομάδα Κοκκινιωτών να χορεύουν στο ανατολικό προαύλιο του μητροπολιτικού ναού του χωριού-η Κοίμησης της Θεοτόκου-. Όλοι τους εξαίρετοι γλεντζέδες και χορευτές!
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021
1965, εργάτες στα έργα οδοποιίας Λιδωρικίου-Ναυπάκτου
Σάββατο 27 Μαρτίου 2021
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων (Γιώργος Δημητρακόπουλος)
Σήμερα έφυγε από την ζωή ο χωριανός μας ο Γιώργος Δημητρακόπουλος σε ηλικία 79 χρονών. Ο Γιωργος, γιος του Χαράλαμπου από τον Άβορο και της Άννας από τον Κόκκινο, έμεινε ορφανός από μικρός, όταν ο πατέρας του δολοφονήθηκε στον εμφύλιο στην θέση Ανάθεμα στην επιστροφή του από την Βιτρινίτσα όπου είχε πάει για να προμηθευτεί λάδι.
Ένας θείος του τον πήρε στην Αμερική σε ηλικία δέκα ετών όπου σπούδασε και σταδιοδρόμησε στην εκπαίδευση, κάνοντας λαμπρή καριέρα ως καθηγητής πανεπιστημίου.
Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν η Ελλάδα την οποία επισκεπτόταν τακτικά, τα τελευταία μάλιστα χρόνια έμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο σπιτι του στην Ερατεινή.
Αγαπούσε το χωριό και πολλά καλοκαίρια το επισκεπτόταν μαζί με τον αδελφό του τον Θέμη.
Οι πιο κάτω φωτογραφίες είναι από το αντάμωμα στου Πρατά τον Λάκο το 2008.
Αιώνια η μνήμη του,
θερμά συλλυπητήρια στα αδέλφια του: Θέμη, Μαρία και Κατίνα και σε όλους τους οικείους του.
Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021
Πως σώθηκε ο Κόκκινος (Λούτσοβος);
Η φωτογραφία είναι γύρω στο 1960. Σε πρώτο φόντο φαίνεται το χωριό Κόκκινος(Λούτσοβος) και είναι εμφανής η ρεματιά στην οποία παρατηρήθηκαν έντονες ρηγματώσεις. Μεγάλες επίσης ρηγματώσεις είχαν εμφανιστεί και σε πολλά σημεία μέσα στο χωριό Οι γεωλόγοι μηχανικοί του δημοσίου που είχαν κληθεί να επιθεωρήσουν την περιοχή είχαν προτείνει να μεταφερθεί το χωριό γιατί κινδύνευε άμεσα από κατολίσθηση. Τελικά η δασική υπηρεσία, σχεδίασε και υλοποίησε ένα πρωτοποριακό έργο για τα δεδομένα της εποχής, ( κυρίως με την κατασκευή αποστραγγιστικών τάφρων αλλά και πλούσιες δενδροφυτεύσεις σε όλη την περιοχή), και σύντομα ο τόπος σταθεροποιήθηκε σχεδόν με ελάχιστο κόστος!
Στο βάθος φαίνεται ο κάμπος που σήμερα έχει σκεπαστεί από τα νερά της λίμνης του Μόρνου.
Τρίτη 23 Μαρτίου 2021
Στο βυθό της λίμνης του Μόρνου
Ψάρεμα στον Μόρνο.
Στην φωτογραφία του 1972 διακρίνεται νεαρός ψαράς (Κώστας Κολοκυθάς του Δημητρίου - χάνι Γκέκα) να ψαρεύει στη θέση Λάζος , ακριβώς κάτω από την Αγία Μονή. Σήμερα η περιοχή είναι σκεπασμένη από τα νερά της λίμνης.
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021
εκλεκτοί και αξέχαστοι Λουτσοβιώτες
Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021
Το τελευταίο προσκύνημα στην Αγία Μονή (σήμερα στο βυθό της λίμνης του Μόρνου)
Το τελευταίο προσκύνημα στην Αγία Μονή.
Προσκύνημα στην Αγία Μονή
Η Αγία Μονή είναι ακριβώς μπροστά μας σε απόσταση εξακοσίων περίπου μέτρων. Δεν φαίνεται από το πτηνοτροφείο του Μήτσου γιατί κρύβεται πίσω από την απόληξη ενός μικρού πυκνόφυτου γεώλοφου που ξεκινά λίγο ψηλότερα, στα βορειοανατολικά, παράλληλα σχεδόν με τον αμαξιτό δρόμο Λιδωρικίου - Ναυπάκτου.
Αυτός ο λόφος φέρει το όνομα Λίθος γιατί, ενώ όλη η έκτασή του είναι χωμάτινη, στο κέντρο του και λίγο πιο ψηλά υπάρχει ένας μεγάλος βράχος που φαίνεται από όλη σχεδόν την κοιλάδα. Άγνωστο ποιος φύτεψε αυτό το λιθάρι. Είναι από τα περίεργα της φύσης που οι άνθρωποι αδυνατούν να εξηγήσουν και προσφεύγουν στους μύθους. Μπορεί να είναι κάποιο απομεινάρι της μεγάλης Τιτανομαχίας, της μάχης δηλαδή, όπως λέει η ελληνική μυθολογία, μεταξύ των Τιτάνων και των Ολύμπιων θεών, ποιος να ξέρει; Ίσως να είναι κάποια λοξοδρομημένη πέτρινη ρουκέτα που οι Τιτάνες έστειλαν ενάντια στον Δία... Συμβαίνει και στις μέρες μας με τα πυραυλοκίνητα βλήματα...
Κοντά στον λίθο υπήρχε ένα μεγαλούτσικο ξέφωτο όπου ο Χαράλαμπος είχε λιγοστά χωράφια και μια καλύβα με ένα στάβλο-μαντρί για τις ανάγκες ενός μικρού κοπαδιού αιγοπροβάτων. Ο Χαράλαμπος είχε καταγωγή από το απέναντι χωριό, τον Άβορο και ήταν σώγαμπρος εδώ. Πολυφαμελίτης και πολύ καλός άνθρωπος, με μια υπέροχη οικογένεια, λογιζόταν, παρόλο που ήταν στις παρυφές του κάμπου, μέλος της μικρής κοινότητας της κοιλάδας. Με τον παππού μου είχαν άριστες σχέσεις και πολλές φορές τα έλεγαν όταν συναντιόντουσαν με τα κοπάδια τους. Σε κάποιες συζητήσεις ήμουν παρών και τις θυμάμαι με νοσταλγία. Και τι δεν κουβέντιαζαν! ιστορίες του πολέμου, ιστορίες της Αμερικής, ιστορίες από την κατοχή, για την ζωή ανθρώπων που δεν ζούσαν αλλά είχαν γράψει κάποια ιστορία. Άκουγα και δεν χόρταινε τις ωραίες αφηγήσεις και η φαντασία με ταξίδευε σε χρόνους αλλοτινούς και σε μέρη μακρινά...
«Φτάσαμε», ακούγεται η φωνή του Ματσόλα, που διέκοψε τη αναπόλησή μου στου Χαράλαμπου τα χρόνια και τα μέρη.
Μπροστά μας και δεξιά, στο πλάτωμα ενός μικρού λόφου, ξεχωρίζει η σκεπή της εκκλησίας και παραδίπλα, πίσω από δυο τρεις βελανιδιές κάποιοι ρημαγμένοι τοίχοι.
Βγαίνουμε από τον δρόμο και παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι. Σε πέντε λεπτά φτάνουμε στο πλάτωμα και το πρώτο που αντικρίζουμε είναι κάποιες παλιές κολόνες και δυο μισογκρεμισμένους τοίχους. Στο βάθος, προς τα βόρεια, είναι χτισμένη μια μικρή εκκλησία. Σε όλο το χώρο βρίσκονται διάσπαρτες παλιές πελεκημένες πέτρες και σπασμένες μαρμάρινες και λίθινες κολόνες. Ανοίξαμε την πόρτα της εκκλησίας. Το δάπεδο ήταν χωμάτινο και λίγο χαμηλότερα, σχεδόν ένα σκαλί, από την βάση της πόρτας. Οι τοίχοι με πέτρες και άλλα υλικά, κυρίως κεραμικά, προερχόμενα μάλλον από παλιότερα οικοδομήματα, χαμηλοτάβανη και με ένα λιτό τέμπλο με λίγες παμπάλαιες εικόνες. Παρά την έλλειψη πλούσιου διακόσμου και φανταχτερών εκκλησιαστικών κειμηλίων, ο χώρος εκπέμπει μια γαλήνη που ηρεμεί την ψυχή των προσκυνητών. Αυτή την ηρεμία και τη γαλήνη την αισθάνεσαι και στον εξωτερικό περίβολο.
Προσκυνήσαμε τις παμπάλαιες εικόνες και θελήσαμε να ανάψουμε ένα κερί και τα δυο καντήλια που κρέμονταν αριστερά και δεξιά του τέμπλου, αλλά δυστυχώς δεν είχαμε φωτιά, το κουτί με τα σπίρτα ήταν άδειο. Αφήσαμε οφειλόμενα από το τελευταίο προσκύνημα, το κεράκι ακόμη το χρωστάμε στην Παναγιά μας, την προστάτιδα της Κοιλάδας. Τα νερά της λίμνης δεν επιτρέπουν τη διαγραφή της οφειλής.
Βγήκαμε έξω και καθίσαμε στις αρχαίες πέτρες, κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά. Από εδώ βλέπαμε όλη σχεδόν την κοιλάδα. Αγναντεύαμε την κοίτη του ποταμιού, που αυτή την εποχή είχε λιγοστό νερό, από το Στενό και το Κάστρο του Βελούχοβου στα ψηλά μέχρι την συμβολή του με το Αβορόρεμα.
«Ελάτε εδώ», μας φωνάζει ο Κώστας, «αυτή η μαρμάρινη πλάκα έχει κάποια επιγραφή στα λατινικά».
Πήγαμε κοντά και είδαμε πράγματι την λατινική επιγραφή.
«Να, και αυτή εδώ η κολόνα έχει λατινικά», ακούμε τον Νίκο, που έψαχνε μέσα σε κάποια ερείπια που έμοιαζαν με ιερό εκκλησίας.
«Τόσα χρόνια ερχόμασταν εδώ στο πανηγύρι, στις 23 Αυγούστου, και ποτέ δεν είχαμε προσέξει τις λατινικές επιγραφές», μας λέει ο Ματσόλα.
Στο πανηγύρι μόνο επιγραφές δεν κοιτάζαμε, είχε τόσα αλλά ενδιαφέροντα...
«Εγώ θυμάμαι κάποιον, πριν πέντε έξι χρόνια, που ήρθε στο Χάνι και μας είπε πως είναι αρχαιολόγος ή κάτι τέτοιο και ζήτησε να του ετοιμάσουμε κάτι για φαγητό. Πιάσανε την κουβέντα με τον πατέρα μου και έλεγε πως καταγράφει παλιά μοναστήρια και έτσι είχε έρθει κι εδώ στην Αγία Μονή. Επίσης, είπε πως όταν η περιοχή είχε κατακτηθεί από τους Ενετούς ή τους Φράγκους, εδώ λειτουργούσε καθολικό μοναστήρι.»
«Έτσι εξηγείται, Κώστα, γιατί υπάρχουν οι λατινικές επιγραφές», του απαντώ. «Όμως βλέπεις αυτές τις κολόνες; Δεν μοιάζουν με κολόνες δωρικού ρυθμού; Κοίταξε πόσο λιτό είναι το κιονόκρανο. Ο δωρικός ρυθμός διακρίνεται για την αυστηρή γραμμή και την έλλειψη περίτεχνων διακοσμήσεων, αυτά δεν μάθαμε στο Γυμνάσιο;»
«Πράγματι, μοιάζουν», συμφώνησαν και οι υπόλοιποι.
«Ποιος να ξέρει; μπορεί να προϋπήρχε και αρχαίος ναός...»
«Γεια σας, ρε παιδιά, τι κάνατε εδώ;» Ήταν ο Θεμιστοκλής, που όλοι τον ξέραμε ως Μούστο. Ο Μούστος ήταν ο ακρίτας της κοιλάδας. Διέθετε ένα μεγάλο κοπάδι αιγοπροβάτων και είχε την βάση του στο τέλος της κοιλάδας, στη θέση Μαυρονέρι, εκεί που θα ανυψωνόταν το φράγμα για να γίνει η λίμνη.
«Φεύγουμε μεθαύριο για την Αθήνα και ήρθαμε να προσκυνήσουμε για τελευταία φορά», του απαντώ.
«Ναι, το ξέρω. Ακόμα δεν ξεκίνησαν τα έργα και άρχισαν οι αποχωρήσεις. Κι εγώ πρέπει να φύγω. Χθες έφτασαν κάποια μηχανήματα στο Μαυρονέρι, πολύ κοντά στην ταράτσα που έχω το μαντρί. Ήταν μεσημέρι και είχα ξαπλώσει στη μεγάλη αριά όταν με ξύπνησαν κάτι περίεργοι θόρυβοι και τα γαυγίσματα των σκυλιών. Ήταν δυο μεγάλοι γερανοί και μια μπουλντόζα. Σταμάτησαν κοντά στη γέφυρα, εκεί που είναι η πηγή. Φαίνεται σ’ αυτό το μέρος θα φτιαχτεί το φράγμα».
«Να δω πού θα πάω με τα ζωντανά μέχρι να τα πουλήσω. Τελείωσε το Μαυρονέρι για μένα...»
Το κοπάδι του μπάρμπα Μούστου κατηφόρισε προς την πλευρά του ποταμιού με τα σκυλιά να γαβγίζουν σε κάποια ξεκομμένα ζωντανά, για να πάνε μαζί με τα άλλα.
«Άντε, παιδιά, να σας χαιρετίσω και να πείτε στην Ευθυμία να μην μας ξεχάσει τώρα που θα γίνει πρωτευουσιάνα». Η Ευθυμία, η μητέρα μου, ήταν πρώτη ξαδέλφη του Θεμιστοκλή.
«Παιδιά, εγώ πείνασα και θέλω και μια ώρα μέχρι να φτάσω στο Χάνι, δεν είναι καιρός να γυρίσουμε;»
Αμέσως συμφώνησαν και οι υπόλοιποι. Εγώ ήθελα να μείνω λίγο ακόμη και δεν τους ακολούθησα. Παρέμεινα μόνος, καθισμένος σε μια πεσμένη κολόνα στο άκρο του πλατώματος, απολαμβάνοντας την όμορφη θέα. Έβλεπα κάποιες εικόνες, που θαρρείς αντίκριζα για πρώτη φορά. Μπορεί να ήταν και η σκέψη μου που μου έλεγε: τελευταία σου ευκαιρία, παρατήρησε καλύτερα και κατάγραψε τα πάντα, αύριο δεν θα υπάρχουν... Παλιότερα δεν υπήρχε τέτοια απειλή, τα μάτια έβλεπαν αλλά το μυαλό δεν κατέγραφε, το ανέβαλλε για αργότερα, «και αύριο εδώ θα είναι, έχουμε καιρό να εμβαθύνουμε και να αποτυπώσουμε...» Τώρα όμως άλλαξαν τα πράγματα, δεν υπάρχει αύριο…
Έβλεπα με έκπληξη την ομορφιά του μικρού κάμπου ακριβώς απέναντί μου, στολισμένου με αναβαθμίδες και περιτριγυρισμένου με μια πλούσια συστάδα πλατάνων στην συμβολή του Αβορορέματος με τον Μόρνο.
«Α, να και το άλλο, τι ομορφιά εκπέμπει! Πώς δεν το είχα προσέξει τόσο καιρό;» μονολογούσα. Αυτός ο μικρός ο γήλοφος σε σχήμα αβγού ακριβώς κάτω από το Σεβεδίκο, και το μεγάλο ρέμα που έρχεται από ψηλά από τον Πύρνο να τρέχει περιμετρικά, να το κυκλώνει στην βάση του και να φεύγει μετά προς το ποτάμι, δίνοντας την αίσθηση ενός μικρονησιού…
Πρέπει να είχε περάσει κανένα μισάωρο, που στεκόμουν σαν εκστασιασμένος, εκεί στην αρχαία κολόνα, και κατέγραφα εικόνες οικείες αλλά και εικόνες πρωτοφανέρωτες, όταν ο θόρυβος του λεωφορείου του ΚΤΕΛ με επανέφερε στην πραγματικότητα. Σε αυτό το μισάωρο μου φάνηκε πως άκουσα την απόλυση της Λειτουργίας και το δι΄ευχών από τον παπά Δημήτρη και αμέσως μετά ένα ανθρώπινο βουητό από ευχές για την μεγάλη γιορτή της Παναγίας. Άκουσα καθαρά το Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές, τραγούδι πρόκριμα για να ξεκινήσει ο χορός από τους μεγαλύτερους και, τελευταίο, Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται, με τον γλυκύτατο ήχο του κλαρίνου και του νταουλιού τον ξεσηκωτικό ρυθμό. Κατόπιν απόλυτη σιγή κι έπειτα μια εξαίσια μουσική συνοδευόμενη από ανθρώπινη οχλοβοή με θύμισες από θίασο δαιμονικής συνέργιας που οι κάτοικοι του κάμπου πίστευαν, παραδόξως δεν μου προκάλεσε φόβο αλλά ήρθε στο νου μου το Απολείπειν ο θεός Αντώνιον, το καλύτερο για μένα ποίημα του Καβάφη:
Σαν έξαφνα, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -....
μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια πού φεύγει.
Ναι, και εφάνη έξαφνα ο αόρατος για μας θίασος να περνά και συνάμα ακούστηκαν οι αποκρουστικοί θόρυβοι από τις μπουλντόζες, τους γερανούς και τα γυποειδή φορτηγά. Ναι, αποχαιρετούμε την κοιλάδα των ανέμελων χρόνων και της απέραντης ελευθερίας και φεύγουμε, χωρίς όμως να την ξεχνούμε.
Θαμμένη θα είναι πάντα στο μυαλό μας και στα όνειρα μας θα ξαναζωντανεύει συχνά- πυκνά στου ύπνου μας την σχόλη…