Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

Το νερό θυμάται* (διήγημα)

 Το νερό θυμάται*

Απόγευμα, δώδεκα Νοεμβρίου.
Η συγκομιδή των ελιών στο μικρό λιόφυτο στις απώ-
τερες βόρειες πλαγιές της Πάρνηθας τελείωνε. Με τη βοήθεια δυο παλληκαριών από το Αργυρόκαστρο είχαμε ριχτεί με ιδιαίτερο ζήλο στη δουλειά από τα χαράματα. Δεν ήταν χρονιά με πολύ πλούσια σοδιά αλλά το λάδι της χρονιάς φαίνεται θα μας το έδιναν τα περίπου ογδόντα γέρικα ελαιόδεντρα. Δεν μου αρέσει να τραυματίζω τα δένδρα και έτσι επιλέξαμε την παλιά παραδοσιακή μέθοδο συγκομιδής, δηλαδή μάζεμα με το χέρι. Είναι μια μέθοδος αρκετά κουραστική και ελάχιστα αποδοτική, αξίζει όμως για το ιδιαίτερο αίσθημα που απολαμβάνεις αποσπώντας τις ελιές από τη μάνα τους χωρίς να την πληγώνεις, ακουμπώντας με τα χέρια σου αυτό τον ευλογημένο καρπό δίνοντάς του έτσι την αγάπη σου για να μετουσιωθεί σε λίγο, στο λιοτρίβι, σε χρυσαφένιο νάμα που καθημερινά συντροφεύει τα γεύματά σου.
Η πίεση να προλάβουμε το μάζεμα μέσα στη μέρα όπως το επιθυμούσα άρχισε να υποχωρεί μιας και ελάχιστα δέντρα είχαν μείνει αμάζευτα και απέμεναν ακόμη δυο ώρες για να δύσει ο ήλιος στην κοντινή κορφή. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε μια μικρή διακοπή για απολαύσουμε το καφέ μας. Το λιόφυτο είναι σχεδόν στη κορφή ενός μικρού λόφου με το περίεργο όνομα Ντουσκαριά και πανοραμική θέα στον κάμπο του Ασωπού ποταμού και του Ευβοϊκού κόλπου και έχει νότιο σύνορο τον αγωγό μεταφοράς νερού της λίμνης του Μόρνου – ο Μόρνος φαίνεται να είναι παντού στη ζωή μου.
Καθίσαμε με τον Φώτη και τον Ηλία στο τοιχίο που στηρίζει το κανάλι, γεμίσαμε τα ποτηράκια με καφέ από το θερμός και αρχίσαμε τη κουβέντα που, χωρίς να το επιδιώκω, κατέληξε στην πατρίδα μου.
182 σελίδα   

Τους λέω πού γεννήθηκα και πού μεγάλωσα και τους εξηγώ πως αυτός ο τόπος δεν υπάρχει πλέον γιατί έγινε λίμνη και σκεπάστηκε από τα νερά του Μόρνου, το κανάλι δε, που πάνω του τώρα ακουμπάμε, μεταφέρει αυτό το νερό για να ξεδιψούν οι Αθηναίοι. Μάλλον η αφήγησή μου έδει- χνε κάποια πίκρα και ξαφνικά ακούω τον Ηλία να μου λέει συμπονετικά: «Είστε τυχερός! Ξέρεις τι ευλογία είναι το κάθε ποτήρι νερό που πίνεις να έχει μέσα την πατρίδα σου;… Το νερό, έλεγε ο παππούς μου, έχει μνήμη, θυμάται, και έτσι, όταν μπαίνει στο σώμα σου, βρίσκει έναν συμπατριώτη και με μεγάλη χαρά σου προσφέρει την ευεργεσία του!»

Ανέλπιστα άκουσα την πιο λυτρωτική κουβέντα. Να ’σαι καλά, ρε Λιάκο, από το μακρινό Αργυρόκαστρο!  

*διήγημα από το βιβλίο του Κ. Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις. Εκδόσεις οροπέδιο 


Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

. «Η κατάρα της μητρός μου», διήγημα από το βιβλίο του Κ Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις


15. Η κατάρα της μητρός μου

Απόγευμα Παρασκευής, οχτώ μέρες πριν το τελείωμα του Σεπτέμβρη του 1972, ανήμερα της φθινοπωρινής ισημερίας, που η νύχτα και η μέρα ισομεριάζουν, και στο σπιτικό μας, στην κοιλάδα του Μόρνου, επικρατεί μεγάλη αναστάτωση.

Είμαστε στις τελευταίες ώρες πριν την οριστική φυγή. Τα περισσότερα πράγματα έχουν μαζευτεί, έχουν χωριστεί σε δυο ομάδες, αυτά που θα πέρναμε μαζί μας στην Αθήνα και τα υπόλοιπα, που θα μεταφέραμε πάνω στο χωριό. Είμαστε όλοι εκεί και βοηθάμε, ξαφνικά ακούγεται μια φωνή από το δρόμο να καλεί τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ανεβασμένος στο πατάρι για να κατεβάσει κάποια πράγματα και βγήκα εγώ να δω ποιος είναι. Βγαίνοντας στην αυλή αντικρίζω ένα άγνωστο άνδρα που με ρωτά:

«Είναι εδώ ο πατέρας σου;»

Πριν προλάβω να απαντήσω εμφανίστηκε ο πατέρας μου και τον καλωσόρισε.

Ήταν ο Γιάννης ο Πεντεορίτης, από ένα χωριό κοντά στο Γαλαξίδι, που είχε συνεννοηθεί με τον πατέρα μου να αγοράσει το άλογο, την αγαπημένη μας φοράδα, την Κούλα. Την Κούλα την είχαν αγοράσει από το επαχτίτικο παζάρι πριν 18 χρόνια, την χρονιά που γεννήθηκα κι εγώ, και μάλιστα σχεδόν την ίδια ημερομηνία, είμαστε δηλαδή συνο- μήλικοι. Η Κούλα εκείνη την στιγμή έβοσκε στις σιτοκαλαμιές ακριβώς κάτω από την αυλή. Με το άκουσμα ότι τη φοράδα θα την πάρει ο ξένος, όλη η οικογένεια συγκεντρωθήκαμε στην αυλή. Η μάνα μου πήγε και της φόρεσε το σαμάρι και τραβώντας από το καπίστρι την έφερε μπροστά μας. Λες και ήταν άνθρωπος, τη σύστησε με επισημότητα στο νέο της αφεντικό και άρχισε να λέει στο κύριο Γιάννη τα προσόντα της Κούλας. Πόσο εργατική ήταν, πόσο συνεργάσιμη με το ταίρι της στα οργώματα, με πόση άνεση μετέφερε τα φορτία, πόσο γρήγορο ζώο είναι και άλλες αρετές της που δεν θυμάμαι. Τελειώνοντας με τα καλά συμβούλεψε τον κύριο Γιάννη να την προσέχει, ειδικά όταν υπάρχουν μικρά παιδιά, γιατί σαν θηλυκό είναι και λίγο ζηλιάρα και μπορεί να τα δαγκώσει.

Μετά της χάιδεψε το κεφάλι της και με δάκρυα την απο- χαιρέτησε λέγοντας πως δεν φταίει αυτή, αλλά η κακιά η λίμνη που σε λίγο θα τους διώξει όλους και θα σκεπάσει τα πάντα. Η μάνα είχε την πιο στενή συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια με το ζώο και το ένιωθε σαν παιδί της. Τα τελευταία δέκα χρόνια, που ο πατέρας μου δούλευε σε διαφορά δημό- σια τεχνικά έργα, αυτή είχε την φροντίδα των χωραφιών, από το δύσκολο έργο του οργώματος και της σποράς μέχρι τον θερισμό και το αλώνισμα. Σε αυτό το επίπονο έργο που συνήθως ήταν δουλειά των ανδρών είχε την άμεση βοήθεια της Κούλας και ενός μεγαλόσωμου μουλαριού, που ήταν δωρεά της Αμερικής στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ. Αυ- τό το σκληροτράχηλο μουλάρι, –δεν θυμάμαι πως το φω- νάζαμε–, είχε ψοφήσει πριν ένα χρόνο από γερατειά, αφού είχε οργώσει μαζί με την Κούλα με σιδερένιο άροτρο ή με ξύλινο αλέτρι δεκάδες στρέμματα πάνω από είκοσι χρόνια. Το κουφάρι του το είχαμε μεταφέρει στην ποταμιά, όπου αυτά τα κακάσχημα και μεγαλόσωμα όρνια που όρμησαν από τις κορφές των Βαρδουσίων το αποτελείωσαν.

Η αγροτική δουλειά εκείνα τα χρόνια με τα παραδοσιακά μέσα ήταν πολύ σκληρή και για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Απαιτούσε, εκτός του μεγάλου κόπου, ιδιαίτερη επι- μονή και μαεστρία για τον άριστο συντονισμό και την υπα- κοή των ζώων στα κελεύσματα του αγρότη ώστε να παραχθεί το ζητούμενο έργο.

σελίδα 161


Αυτή τη δουλειά για πολλά χρόνια την έκανε η κυρία Ευθυμία, η μάνα μου, μόνη της. Πόσες φορές δεν την είχα ακούσει, όταν είχε υπερβεί τα όριά της, να καταριέται αγα- νακτισμένη τα χωράφια που όργωνε με την φράση:

«Κακή λίμνη δεν θα γίνει... να τα πάρει να ησυχάσου- με...»

Και αυτά τα έλεγε πριν από πολλά χρόνια και πριν ακό- μη να έχει ακουστεί κάτι για κατασκευή λίμνης.

Τέτοιες φράσεις εκστόμιζαν και άλλες γυναίκες που δούλευαν σκληρά στα χωράφια τους και οι απολαβές των κόπων τους ήσαν τόσο μικρές, που τις έφερνε σε κατάστα- ση απελπισίας, ειδικά σε χρονιές με κακές καιρικές συν- θήκες.

Να που η κατάρα της μάνας έπιασε, σκεφτόμουν, άλλο αν η ίδια ήθελε μάλλον να το ξεχάσει...

Ήμασταν όλοι σε κακή ψυχολογική κατάσταση γιατί είχαμε δεθεί με το ζώο. Ο κύριος Γιάννης προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα μιλώντας στην Κούλα για τον εαυτό του και πόσο πολύ αγαπά τα ζώα κι ότι θα περνά κα- λύτερα μαζί του μιας και έχει πολύ λίγα αγροκτήματα και μάλιστα φυτεμένα με ελιές, που δεν απαιτούν κουραστικές δουλειές για το άλογο. Γυρνώντας προς την μεριά μας, λέει:

«Σας καταλαβαίνω, κι εγώ στενοχωριέμαι όταν απο- χωρίζουμε τα ζώα μου, τα έχω σαν τα παιδιά μου, όποτε θέλετε να έρχεστε στο χωριό μου να τη βλέπετε τη φο- ράδα.»

«Κάποια στιγμή θα έρθουμε, είναι στο χωριό σου παν- τρεμένη και η θειά μου η Όλγα με το χωριανό σου το μπάρ- μπα Δήμο», του απαντά η μάνα μου.

«Ναι, ναι, το είχα ξεχάσει πως η κυρά Όλγα είναι από το Λούτσοβο.»

«Είναι αδελφή του πατέρα μου.»

«Αγαπημένο ζευγάρι, καλοί άνθρωποι, τους αγαπά όλο

162


το χωριό. Αν τους είχε δώσει κι ο θεός ένα παιδάκι... τέλος πάντων, αυτά είναι τυχερά πράγματα.»

Ο παππούς, που δεν είχε μιλήσει μέχρι τώρα, πλησίασε το ζώο, του χάιδεψε την χαίτη και κοιτώντας προς εμάς λέει: «Τυχερή είναι η Κούλα, σε καλά χέρια θα πέσει, ο Γιάν- νης φαίνεται πολύ καλός άνθρωπος.» Και συνεχίζει: «Θυ- μάσαι Γιώργο, τότε στην Ναύπακτο, στο παζάρι, ήταν μια βδομάδα μετά την γέννηση του Κώστα, που εσύ διάλεξες αυτό το ζώο, εγώ ήθελα να πάρουμε αρσενικό αλλά εσύ επέμενες και φαίνεται πως έπραξες άριστα, πολύ καλή φο- ράδα. Γιάννη, θα μείνεις πολύ ευχαριστημένος, με την καρ-

διά μας σου την δίνουμε... καλορίζικη!».

«Καλορίζικη, καλορίζικη!!!» ακούστηκε μια φωνή από όλους μας.

Οι παλιοί άνθρωποι, όταν πωλούσαν κάτι έπρεπε να το δώσουν με την καρδιά τους, διαφορετικά πίστευαν ότι τη συναλλαγή θα συνόδευε η γρουσουζιά. Γι αυτό οι αγορα- στές, αν διαισθάνονταν ότι δεν υπήρχε καλή διάθεση συνή- θως χάλαγαν την συμφωνία.

Η παρέμβαση του παππού ήταν καταλυτική προς άπα- ντας.

Ο Γιάννης ο Πεντεορίτης καβάλησε τη φοράδα, αφού πρώτα μας ευχαρίστησε και μας υπενθύμισε να μην ξεχά- σουμε τη θεία μας τη Όλγα και την Κούλα και να επισκε- φτούμε το χωριό του, όπου με χαρά θα μας φιλοξενήσει.

Παρακολουθούσαμε αμίλητοι τον Γιάννη με την φοράδα να απομακρύνονται προς την πλευρά του Στενού. Δεν είχαν διανύσει ούτε διακόσια μέτρα όταν το άλογο κάνει απότομα στροφή 180 μοίρες, σηκώνει τα μπροστινά του πόδια και, κοιτάζοντας προς την δική μας πλευρά, άρχισε να χλιμι- ντρίζει έντονα ενώ ο Γιάννης με δυσκολία προσπαθούσε να το επαναφέρει στην πορεία του.

σελίδα 163


Αυτό το χλιμίντρισμα ήταν το τελευταίο ακουστικό αποτύπωμα της Κούλας, που έμεινε άσβεστο στην μνήμη μου παρόλο που έχουν περάσει τόσες δεκαετίες...

Η κόρνα του φορτηγού που είχε σταματήσει στον δημόσιο δρόμο μας επανέφερε στην πραγματικότητα. «Ο Θύμιος είναι», λέει ο πατέρας μου, «πάω να συνεννοηθούμε τι ώρα θα έλθει το πρωί να φορτώσουμε.» Ο Θύμιος ο Καραγιάν- νης, φίλος του πατέρα μου και ξάδελφος της μάνας μου, είχε φορτηγό και προσφέρθηκε να μας μεταφέρει στην Αθήνα.


 

Ο αείμνηστος Σπύρος Μπερτσιάς με τους γιούς του Κώστα και Γιώργο στην δεκαετία του 60/

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

Στην φωτογραφεία φαίνεται ο Αριστείδης Μπερτσιάς στην Αμερική (Μινεσσοτα) που είχε μεταναστεύσει από μικρός εγκαταλείποντας το χωριό. Ήταν αδελφός του Κώστα Μπερτσιά (Κατσαβός) και της Ρηνας. Στα αγγλικά το όνομα του έγινε bartsias Harris 



 

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Η Δωρίδα στην εποχή του Τρικούπη με την ματιά ενός Γάλλου.

 Απόσπασμα από το βιβλίο του Γκαστόν Ντεσάν  «η Ελλάδα του Χαριλάου Τρικούπη». Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Αναφορά στην Δωρίδα (Μαλανδρίνο και Λιδωρίκι)


…..Λίγο πριν φτάσουμε στο χωριό Μαλανδρίνο κάνουμε στάση σε κάποια ερείπια. Μια βυζαντινή μισογκρεμισμένη εκκλησία που οι βοσκοί του τόπου την λένε Άγιο Απόστολο, σκεπάζει με τα κομματιασμένα απομεινάρια της ένα ναό, τα ισχυρά θεμέλια του οποίου φαίνονται στο χώμα. 

Πιο ψηλά, μέσα στους θάμνους, ένας τοίχος ελληνικός, πολύ καλής τοιχοδομίας, και που διευρύνεται, σε κάποια σημεία, σχηματίζοντας τετράγωνους πύργους, αγκαλιάζει την κορυφή μιας Ακρόπολης. 

Ποιο είναι το όνομα αυτής της πόλης που έχει σβηστεί; Δεν ξέρω αν οι επιγραφές, οι στοιβαγμένες μέσα σε ακατάλληλα κτίσματα  του χωριού, μπορούν να μας το πουν. 

Γρήγορο γεύμα στο Μαλανδρίνο, σε μια γωνιά από  φυλλώματα, φτιαγμένη από πλεγμένα κλαδιά και φύλλα κληματαριάς, που θα την ονόμαζα πέργκολα αν η λέξη αυτή δεν ξυπνούσε εικόνες πολύ ξένες προς το δωρικό το οποίο. Ενώ τρώμε λίγα αυγά και μισή οκά κρέας που βρήκε ο Χαράλαμπος, δεν ξέρω πως, από αυτούς τους ανθρώπους που τρώνε μόνο βραστές ρίζες, συζητάμε  με τον πρόεδρο και τον παπά. Ο παππάς αυτός είναι ο πιο βρώμικος που έχω δει ποτέ μου. Το γλοιώδες καλιμαύκι του μοιάζει να κολλάει στα λιπαρά μαλλιά του, κάτω από το μαύρο ράσο του, καθώς άνοιγε, φαινόταν ένα χιτώνιο από χοντρό μπλε ύφασμα, σφιγμένο στη μέση με μια στρατιωτική ζώνη.

Είναι ταυτόχρονα, ο δάσκαλος του χωριού. Το πρόσωπο του, με την γενειάδα του, φαίνεται καλό και αγαθό. Παραδέχεται με αθωότητά την άγνοια των συμπατριωτών του αλλά και του ίδιου. 

Το ταχυδρομείο δε φτάνει ποτέ μέχρι εδώ. Όταν κάποιος απ’ το χωριό πηγαίνεις στο Λιδωρίκι, πρωτεύουσα της επαρχίας, ρωτάει τον Ταχυδρόμο αν υπάρχουν γράμματα για το Μαλανδρίνο: σπανίως υπάρχουν. 

Ο παπάς ρωτάει με περιέργεια τον Χαράλαμπο για τα πολιτικά, κυρίως για το νέο νόμο που κατέθεσε ο Τρικούπης στο σώμα για το θέμα των ιερέων.

Ένα πολύ όμορφο τοπίο πλαισιώνει αυτό τον πολιτικό διάλογο: 

οι μεγάλες κορυφογραμμές είναι σκεπασμένες με συστάδες κοντών δέντρων, που σχηματίζουν βαθυπράσινες κηλίδες. Μέσα στην ευφορία του απαλού και δροσερού αέρα, ένα βούισμά από μέλισσες… 

Στα τέλη του Ιουνίου, που για τους αθηναίους είναι τόσο βαρύ και τόσο θερμό, έχουμε ήδη, στις πρώτες βαθμίδες των υψηλών οροπεδίων, ένα ανοιξιάτικο αεράκι, όπως στις δροσιές του Απριλίου. 

Ο παππάς μας συνοδεύει για λίγο στο δρόμο, μέχρι να φτάσουμε σε μια πηγή , που το νερό της πέφτει σαν μικρός καταρράκτης μέσα σε πέτρινες γούρνες, κάτω από έναν πλάτανο. Το νερό είναι τόσο καθάριο που θα μπορούσες, μέσα από την διαφάνεια του να μετρήσεις τα χαλίκια. Ο παππάς κοιτάζεται μέσα του με ευχαρίστηση. Δε φοβάμαι μήπως έχει κι εκείνος την τύχη του Νάρκισσου. 


Λιδωρίκι, 2 Ιουλίου

Όσο πλησιάζουμε στο Λιδωρίκι, το τοπίο ζωηρεύει χάρη σε μια ζωή μετρημένη και γοητευτική που μας παρηγορεί για την χθεσινή ξεραΐλα. 

Συνιστώ στους ταξιδιώτες την επαρχία της Δωρίδας. Θα άξιζε να εγκατασταθεί στον τόπο αυτό μια αποικία καλλιτεχνών. Αυτό το μέρος δεν το έχουν επισκεφτεί ποτέ. 

Οι οδηγοί Ζοάν και Μπεντεκερ  δεν την κάνουν την τιμή έστω και για μιας μνείας. Είναι μια επαρχία διαφορετική, μια περιοχή ανεξερεύνητη. 

Αυτό το διαφορετικό στοιχείο που έχει της δίνει μία επιπλέον βοήθεια. Αν δε φοβάσαι πολύ τα μουλάρια τον αγωγιατών, της κάπως δύσκολες νύχτες που περνάτε προσπαθώντας να κοιμηθείτε στο πάτωμα, σε ένα χάνι  και τους λόγους των σχολαρχών, πηγαίνετε κάπου στην Δωρίδα, στο Λιδωρίκι για παράδειγμα. Δεν θα μετανιώσετε ούτε για το χρόνο σας ούτε για τον κόπο σας. 

Το Λιδωρίκι είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας Δωρίδας. Έχει ταχυδρομείο και τηλεγραφείο. Ένα σχολάρχης διδάσκει την αλφαβήτα στο όνομα της κυβέρνησης. 

Ένας  υπολοχαγός της χωροφυλακής, πολύ κομψός, μα την πίστη μου, χωρίς να θυμίζει σε τίποτα τους ατημέλητούς  γιουχμπασήδες , κάνει θόρυβο με τα σπιρούνια του και το ξίφος του πάνω στο πλακόστρωτο. 

Παρά την διοικητική σημασία που του αποδίδουν, το Λιδωρίκι δεν είναι  παρά μια κωμόπολη, ή καλύτερα ένα μεγάλο χωριό που τα σπίτια του, σκορπισμένα μέσα στο πράσινο, σκαρφαλώνουν, καταλαμβάνοντας το λόφο, απέναντι από μια κοιλάδα. 

Η θορυβώδης άφιξη μας πάνω στα χαλίκια του κεντρικού δρόμου είναι ένα γεγονός, και ένας κύκλος αργόσχολων και περίεργων έρχεται αμέσως, να μας δει από κοντά. 

Δεν ξέρω πόσα χέρια έσφιξα, στην υγεία πόσων ανθρώπων αναγκάστηκα να πιω ρακί και πόσες εμβριθείς  πολιτικές συζητήσεις άκουσα. 

Στην μικρή πλατεία, απέναντι από ένα πλάτανο και μια κρίνη  με τρεχούμενο νερό, ένας πρώην σχολάρχης, με την πρόφαση ότι ήθελε να μας καλωσορίσει, φρόντισε να μας έχει αποκλειστικότητα. 

Θα υποστούμε μέχρι τέλους την ευφράδεια του, με την απόλυτα σωστή γραμματική. Τις όμορφες εκφράσεις του που της δανειζόταν από τη γλώσσα του Ξενοφώντα και του Πολυβίου, τους αριθμούς αυτούς τους ιδιαίτερα ακριβείς, με τους οποίους οι έλληνες διανθίζουν το λόγο τους και που τους κάνει να μοιάζουν με αναφορές της επιτροπής προϋπολογισμού. 

Οι έλληνες υπήρξαν πάντα ομιλητές. Σε εμάς, η κουβέντα κόβεται από διακοπές, εξελίσσεται λίγο στην τύχη, σταμάτα απότομα, ανάλογα με τις ξαφνικές παρεμβάσεις. 

Εδώ ο ρήτορας μιλάει με την άνεση του, αναπτύσσει την ιδέα του μέχρι τέλους, ήσυχα, όσο θέλει. Οι ακροατές τον αφήνουν ανενόχλητο, διατηρώντας το δικαίωμα της ανταπόδοσης , μόλις έρθει η σωστή στιγμή. 

Και οι πιο πολλοί χωρικοί  έχουν μια φυσική ευκολία, μια καθαρή σκέψη, προσφορά ρητορικά μέσα, αρκετές πληροφορίες για να υποστηρίξουν την ανάπτυξη τους με γεγονότα. 

Δεν επαναλαμβάνεται όσο μιλούν. Οι λέξεις τους έρχονται χωρίς προσπάθεια. Οι ατέλειωτες κουβέντες τους είναι ταυτόχρονα πολύ ήρεμες και πολύ ζωντανές. 

Είναι πλατωνική διάλογοι, γυμνωμένοι από την πρώτη χάρη τους και προσαρμοσμένοι  στην χρήση τον καφετζήδων  και των υποψηφίων. 

Η Γαλλία αναφωνεί  αυτός ο ευφραδής δάσκαλος, η Γαλλία είναι πρώτη μεταξύ των εθνών. Δυστυχώς η λατινική φίλη περνάει σήμερα μια κακή περίοδο  και ο Γερμανός είναι πιο ισχυρός. 

Γιατί πρέπει αυτά τα λογύδρια που αντηχούν στην πλατεία του Λιδωρικίου, να κρύβουν μια τόσο θλιβερή αλήθεια! 

Ο σχολάρχης επιμένει στην μεγάλη ευγνωμοσύνη που χρωστάει η Ελλάδα τους Γάλλους. Όχι, η αλήθεια είναι συνεχίζει ότι εναντίον των Γάλλων δεν έχουμε τίποτα να πούμε δεν έχουμε παράπονο, ενώ με τους ιταλούς και τους άγγλους, είναι άλλο πράγμα. 

Έπειτα ο μονόλογος περιστρέφεται σε θέματα εσωτερικής πολιτικής, ο ρήτορας είναι τρικουπικός. Αλλά διατείνεται πως έχει το δικαίωμα να κρίνει ελεύθερα. Θαυμάζει πολύ τον κύριο Τρικούπη, αλλά κάνει κριτική στο φορολογικό σύστημα, ισχυρίζεται ότι ο ελληνικός λαός λυγίζει από το βάρος, όπως ένας παραφορτωμένος γάιδαρος. 

Τότε ο πρώην σχολάρχης, που υπήρξε βουλευτής, σηκώνεται. Το κουτσό τραπέζι όπου καθόμαστε του φαίνεται πως είναι βήμα. Η φωνή του ανεβαίνει, σαν να θέλει να φτάσει κάποιους αόρατους   ακροατές, σε κάποια φανταστική γαλαρία. 

Σιγά-σιγά, μερικοί φουστανελοφόροι κάνουν κύκλο γύρω από αυτό το ξεχείλισμα ρητορικής. Ο σχολάρχης σκουπίζει το μέτωπο του, ξανακάθεται, και ξαφνικά μας αφήνει. 

Φεύγει ευχαριστημένος…….

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

Το δασικό φυτώριο στα Χάνια του Καραπιστόλη ( στον βυθό της λίμνης)

 

Φωτογραφία του 1972, φαίνεται το φυτώριο και η κοίτη του ποταμού Κόκκινου, στο βάθος στην απέναντι όχθη είναι το Λουτσοβιώτικο εξωκκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Όλη η περιοχή είναι σήμερα στον βυθό της λίμνης.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Έργα αναδάσωσης και στήριξης εδαφών στην κοινότητα Κοκκίνου πριν 60 χρόνια.

 

Η φωτογραφία πρέπει να είναι αρχές της δεκαετίας του 1960. Εκείνη της εποχή το δασαρχείο Λιδωρικίου εκτελούσε ένα ευρύ πρόγραμμα έργων  αναδάσωσης της ορεινής Δωρίδας με φυτά που καλλιεργούσε  στο φυτώριο  που έχει στα Χάνια του Καραπιστόλη, δίπλα στην ανατολική  όχθη του Κοκκινοπόταμου.

Ξεχωρίσαμε τους αείμνηστους: Χαράλαμπο Στέφο (Γκούβας), όρθιος πάνω στην μάνδρα και δίπλα του ο Θανάσης Καραδήμας (Καραθανάσης), και ακριβώς δίπλα του ο Χαράλαμπος Κοράκης (Καραγκούνης).

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

Χαράλαμπος Στέφος



 Ο Αείμνηστος ζωγραφος Χαράλαμπος Στέφος επί τω έργω κάπου στην ύπαιθρο 

στο χωριό Αγία Ευθυμία Φωκίδας το 1999.

Πέρα απ το μεγάλο έργο του με θέματα από την αγροτική ζωή και την φύση γενικότερα, δημιούργησε και μία σειρά έργων από τα δύσκολα χρόνια του πολέμου τού 1940, που τα βίωσε απο μικρό παιδί στα σκληρά αυτά χρόνια και τα αποτύπωσε  στούς πίνακες του με έντονα τα σημάδια τής προσωπικής του εμπειρίας..!

-Φωτο απο το λεύκωμα, πού η  παρουσίαση του έγινε στο Πνευματικο κέντρο Άμφισσας τον Αύγουστο.




Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

 

Ο Χρήστος Καραδήμας του Γεωργίου με την σύζυγο του στον Καναδά που ζει εδώ και περίπου 60 χρόνια 

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Το δασικό φυτώριο στα Χάνια του Καραπιστόλη

 

Στο δασικό φυτώριο-ανήκε στο Δασαρχείο Λιδωρικίου- άρχισαν  να καλλιεργούνται  δασικά δενδρίλια στις αρχές του 1960  απαραίτητα για  τις αναδασώσεις στην ορεινή δωρίδα. Το έργο του ήταν πολύ σημαντικό και ουσιαστικά έσωσε πολλές περιοχές από κατολισθήσεις, ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το Χωριό Κόκκινος. Το φυτώριο λειτουργούσε με την επιστασία του αείμνηστου Σπύρου Μπερτσιά και προσέφερε αρκετές θέσεις εργασίες, ιδιαίτερα σε γυναίκες των διπλανών χωριών.

Σήμερα η περιοχή είναι σκεπασμένη από τα νερά της λίμνης του Μόρνου.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

εκδημία Κωνσταντίνου Ι. Μάρκου απο Κονιάκο

 αντιγραφή απο την ιστοσελίδα του συλλόγου Κονιακιωτών:

 Με συγκίνηση ενημερώνω, για την εκδημία του Κωνσταντίνου Ι. Μάρκου. 



Ο Κωνσταντίνος Ι. Μάρκος γεννήθηκε το 1938 στον Κονιάκο Δωρίδος. Από την παιδική του ηλικία ήταν κάτοικος Αιγάλεω, στο μεικτό οκτατάξιο Γυμνάσιο όπου αποφοίτησε. Πτυχιούχος της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας, της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και καθηγητής της Βυζαντινής Μουσικής υπηρέτησε επί δεκαπενταετία ως δάσκαλος και καθηγητής σε ιδιωτικά σχολεία του Δήμου Αιγάλεω και ακολούθως στη Δημόσια Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση μέχρι της συνταξιοδοτήσεώς του. Παραλλήλως ασχολήθηκε επισταμένως μέ την εθνική μουσική(Βυζαντινή καί Δημοτική). Εκτός τών ωδειακών του σπουδών είχε διδασκάλους : Νικόλαος Βλαχόπουλος, Στυλιανός Μπονάνος, Θεόδωρος Χατζηθεοδώρου, Ιωάννης Θεοδωρίδης και Νικόλαος Κακουλίδης.

Κυρίως όμως εμαθήτευσε πλησίον τού διαπρεπούς εθνομουσικολόγου Σίμωνος Καρά, όπου εδιδάχθη καί τήν παλαιογραφία τής Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Στήν σχολή τού "Συλλόγου πρός Διάδοσιν τής Εθνικής Μουσικής" τού Σίμωνος Καρά διετέλεσε επί 17 έτη μουσικοδιδάσκαλος καί συνεργάτης και προσωπικός διαχειριστής του αρχείου. 

    Ήταν Πρωτοψάλτης διαφόρων ναών ( Ιερού Ναού τών Αγίων Κωνσταντίνου καί Ελένης στό Αιγάλεω) και υπήρξε συγγραφέας των εξής βιβλίων:


    Δημοτικά τργούδια Κονιάκου Δωρίδος, 1978, σελ.278.

    Ακριτικά Δημοτικά Τραγούδια, 2 τόμοι, 1995-96, σελ.588.

    Ιστορικά Δημοτικά Τραγούδια τής Αλώσεως μέ ιστορική καί μουσικολογική εισαγωγή, 1998, σελ.237.

    Επετειακά Δημοτικά Τραγούδια, τόμος Α' 2010, σελ.403.

    Επετειακά Δημοτικά Τραγούδια, τόμος Β' 2011, σελ.χχχ 

    Ελληνικά Κάλαντα - Εκλογή , 2011, σελ. 732.(Όλα τά ανωτέρω έχουν εκδοθή σέ βυζαντινή καί ευρωπαϊκή σημειογραφία.)

    Η Ακολουθία τού Ακαθίστου Ύμνου, 1994, σελ.192.

    Αί ακολουθίαι τού Μεγάλου καί Μικρού Παρακλητικού Κανόνος, 1997, σελ.188(εκδόσεις πολυτελείς γιά ιερείς καί ιεροψάλτες).

    Επιμελήθηκε τού Ειρμολογίου Ιωάννου τού Πρωτοψάλτου τό οποίο καί συνεπλήρωσε. Καταρτίσθηκαν έτσι τρείς τόμοι έκ τών οποίων εκυκλοφόρησε προσφάτως ο πρώτος(2002, σελ.500).

    Ασματική Ακολουθία είς τήν θαυματουργός εικόνα τής Παναγίας τής Ατταλειωτίσσης(τή αιτήσει Ατταλειωτών).

    Ασματική Ακολουθία είς τόν Άγιον Ευγένιον τόν Τραπεζούντιον.

    Θεωρία και πράξη της Ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, τόμος Α',2010 , σελ. 374.


     Έχει καταγράψει περισσότερα από 3.000 δημοτικά τραγούδια από όλο τόν ελληνικό χώρο. Έχει συμμετάσχει σέ πολλές ραδιοφωνικές καί τηλεοπτικές εκπομπές καί σέ μουσικολογικά συνέδρια ώς εισηγητής. Εδημιούργησε καί διηύθυνε τη Χορωδία Βυζαντινής καί Δημοτικής Μουσικής του Δήμου Παιανίας η οποία συμμετέχει σε πολλές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αοκνος εργάτης συνεισέφερε με τις γνώσεις του και την πνευματικότητά του στην Τοπική Κοινωνία του Κονιάκο και της Δωρίδας, στην Αδελφότητα Κονιακιωτών Δωρίδος (ο Άγιος Γεώργιος)  της οποίας διετέλεσε Πρόεδρος και Αρχισυντάκτης-Εκδότης της εφημερίδας άφησε πίσω του πλούσια λογοτεχνική  παρακαταθήκη για εμάς τους νεότερους με τα κείμενα του. Είναι ο Καλλιτεχνικός Εμπνευστής της εκδήλωσης στον Κονιάκο της Αναβίωσης του γνήσιου ύφους του Δημοτικού Τραγουδιού, η οποία με θρησκευτική ευλάβεια κάθε χρόνο πραγματοποιείται στις 16 Αυγούστου, με ενδιαφέρουσα θεματολογία και ερμηνείες από ντόπιους κατοίκους.


Θείε, σε ευχαριστώ για τις γνώσεις που μου μετέφερες, για τον πνευματικό πλούτο των συζητήσεών μας, για την κατεύθυνση στα σεμινάρια Διδασκαλίας Χορών της Δωρίδας μας, για την παιδαγωγική στήριξη που μου παρείχες και να ξέρεις θα είσαι νοερά δίπλα μας κάτω από τα πλατάνια της πλατείας, στις βεγγέρες τ'Αη Γιωργιού, στο Τραγούδι τον Αύγουστο. Ας είναι ελαφρύ το χώμα.

Πες τα χαιρετίσματα στους συγγενείς! 


Αιωνία σου η μνήμη.

R. I. P.


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων (Βασίλης Καραγιάννης του Γεωργίου)

 Ένας ακόμη χωριανός μας, αποχαιρέτησε τον μάταιον τούτο κόσμο …

Ο Βασίλης Καραγιάννης, γιος του Γιώργου και της Ευθυμίας, μεγάλωσε στον Λουτσοβιώτικο κάμπο που σήμερα είναι σκεπασμένος από τα νερά της λίμνης. Το σπιτι τους ήταν κοντά στο δημόσιο  δρόμο Λιδωρικίου-Ναυπάκτου, στην θέση ένωση που απείχε ένα περίπου χιλιόμετρο από την γέφυρα του Κόκκινου στην διασταύρωση με τον δρόμο που οδηγούσε προς το χωριό.

Βιοπορίστικε από μικρός στην Αθήνα και μαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη λειτουργούσαν το θρυλικό καφενείο «Ρούμρλη» στην οδον Ιπποκράτους στα Εξάρχεια για σχεδόν 50 χρόνια. Εξαίρετος επαγγελματία και πολύ καλός άνθρωπος. Θα τον θυμόμαστε με αγάπη. Θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του, αιώνια η μνήμη του.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

Κάλλιον: Το χωριό-φάντασμα που χάθηκε στη λίμνη

 

Το χωριό-φάντασμα που χάθηκε στη λίμνη

Το χωριό-φάντασμα που χάθηκε στη λίμνη

«Πώς αφηγείσαι την ιστορία ενός τόπου που δεν υπάρχει πια;» αναρωτήθηκαν οι Σωτήρης Τσίγκανος κι ο Ιώνιαν Μπισάι, δημιουργοί του «NEROMANNA», της μικρού μήκους ταινίας για το πνιγμένο Κάλλιο και τη διάσπαση της κοινότητάς του. Για τις ανάγκες του πρότζεκτ, οι δύο εικαστικοί καλλιτέχνες προχώρησαν σε υποβρύχια κινηματογράφηση, συνοδεύοντας τα ανατριχιαστικά πλάνα του βυθισμένου χωριού (είναι το μόνο σχετικό υλικό που υπάρχει) με τις αφηγήσεις των κατοίκων του. Τους εντόπισαν έπειτα από έρευνες στο Λιδωρίκι, στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπου σκόρπισαν τη δεκαετία του ’80. «Το Κάλλιο ήταν ένα χωριό πάρα πολύ ωραίο, με τα νερά του τα κρύα, με τας πηγάς του» λέει μια γερόντισσα στην ταινία. «Δεν το πιστεύαμε όταν μας είπαν ότι θα φύγουμε από κει. Πνιγήκαμε για να πιει ο κόσμος νερό, αλλά ποιος μας άκουσε;». Θυμούνται εκείνες τις ώρες, τις τελευταίες του χωριού. «Οταν ήρθε το νερό μες στην αυλή, αναγκαστήκαμε να τα φορτώσουμε όλα και να φύγουμε. Ημασταν εκεί που πνίγηκε η εκκλησία, μεταφέραμε τις εικόνες, πιανόταν η ψυχή σου. Μάζευα τα πράγματα από το σπίτι κι έκλαιγα λες κι είχα πεθαμένο. Βλέπαμε τα σπίτια μας να καλύπτονται από το νερό. Ξέρεις τι είναι να χάνεις τη σειρά σου, το σπίτι σου, τα πάντα όλα;» λένε οι χωριανοί. «Διαλυθήκαμε, ξεχωρίσαμε, δεν βλεπόμασταν πια». Το Κάλλιο είχε πάρει το όνομά του από την αρχαία Καλλίπολη που αναπτυσσόταν στον ίδιο τόπο. Ερείπια της αρχαίας πόλης βρίσκονται σήμερα στην κορυφή του βουνού και μερικά στον πάτο της λίμνης… Πολλά από τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Λιδωρικίου.

Το χωριό-φάντασμα που χάθηκε στη λίμνη-1
Οι δημιουργοί της μικρού μήκους ταινίας «NEROMANNA», Σωτήρης Τσίγκανος και Ιώνιαν Μπισάι.

Το 1993, η ξηρασία οδήγησε τη στάθμη της λίμνης του Μόρνου να υποχωρήσει αισθητά, φανερώνοντας ξανά το βυθισμένο Κάλλιο. Το χωριό μαζεύτηκε στην όχθη για να παρακολουθήσει το απόκοσμο θέαμα, αλλά αυτή η συγκέντρωση θύμιζε μνημόσυνο. «Ηταν σαν να βλέπεις τους πεθαμένους, καλύτερα να μην τα έβλεπες» θυμάται ένας παππούς. Γρήγορα το Κάλλιο ξαναχάθηκε στην κρυψώνα του. Φανερώθηκε πάλι για λίγο το 2007, σε μια άλλη ξηρασία. Εκτοτε μένει κάτω από το νερό και στις αναμνήσεις των κατοίκων του. «Οταν φτιάξαμε το σπίτι στην Πεντάπολη, είδα στο όνειρό μου ότι άδειασε η λίμνη και πήγα στην αυλή και είπα “αχ σπιτάκι μου σ’ αγαπάω”» λέει μια χωριανή. «Δεν θέλω να βλέπω τη λίμνη, θέλω να βλέπω τον τόπο. Το κάστρο, τον Αη Λια, απέναντι το βουνό. Το νερό δεν μου κάνει αίσθηση καμιά».

Το «NEROMANNA» παρουσιάστηκε πρώτη φορά στην Μπιενάλε της Αθήνας το 2017. Στο πλαίσιο του εικαστικού-ερευνητικού πρότζεκτ, ο Ιώνιαν Μπισάι και ο Σωτήρης Τσίγκανος προσκάλεσαν τους κατοίκους του Καλλίου σε εκδήλωση στο κτίριο της Βαρβακείου. «Στήσαμε ένα γλέντι, οι κάτοικοι μαζί με τους επισκέπτες και τους περίοικους είχαν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν δημόσια για την ιστορία τους, να ξαναβρεθούν» λέει στην «Κ» ο Σωτήρης. Το πνιγμένο χωριό στήθηκε προσωρινά σε νέες συντεταγμένες. Για τους καλλιτέχνες, η ενασχόληση με το Κάλλιο είχε έντονη συναισθηματική φόρτιση. «Η ιδέα για το πρότζεκτ προέκυψε από δημοσιεύματα που έπεσαν στην αντίληψή μας. Οταν αρχίσαμε να το ψάχνουμε, διαπιστώσαμε ότι δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. Αποφασίσαμε να πάμε εκεί να το επισκεφθούμε. Βρήκαμε ανθρώπους, μιλήσαμε μαζί τους. Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερή η πικρία τους ότι δεν αναγνωρίστηκε ποτέ η θυσία τους». Οπως λέει ο κ. Τσίγκανος, δεν είναι μόνο ότι έχασαν τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες, αλλά χάθηκε και η δομή της κοινότητάς τους. «Οπως μας είπαν, πολλοί έφυγαν από τη ζωή, γιατί δεν μπορούσαν να συνηθίσουν τη νέα κατάσταση».

Το χωριό-φάντασμα που χάθηκε στη λίμνη-2

Το λέει κάποιος στο τέλος του βίντεο, με απλά, αλλά συγκλονιστικά λόγια. «Οποιος έρχεται το τέλος του και θα πάει στον άλλο κόσμο, θα πάει εκεί. Ξαναμαζεύεται το χωριό».

Το έργο διεκδικεί το πρώτο βραβείο στο ισπανικό φεστιβάλ Loop, ενώ θα εκτίθεται μέχρι τέλη Οκτωβρίου στην έκθεση Blind Date, Versions of artistic citizenship σε επιμέλεια Αντώνη Βολανάκη στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης. Μπορεί κάποιος να το παρακολουθήσει επίσης στον σύνδεσμο vimeo.com/latentcommunityproject.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

γκλίτσα

 Η λέξη γκλίτσα  προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη αγκύλος. Με τη νεότερη υποκοριστική κατάληξη -ιτσα έγινε αγκυλίτσα και με συγκοπή αγκλίτσα. Τελικά και γκλίτσα και κλίτσα. Μια γκλίτσα αποτελείται από δυο τμήματα. Το ίσιο ραβδί, το «αγκλιτσόξυλο» ή «γκλιτσόξυλο»,και τη χειρολαβή της με το κυκλικό σχήμα, το «κεφάλι γκλίτσας».



Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων (Δημήτριος Λέτσος)

 Έφυγε από ζωή και κηδεύθηκε σήμερα στο νεκροταφείο του χωριού μας ο Μήτσος ο Λέτσος ετών 91.

  Ο  Μήτσος είχε καταγωγή από τον Άβορο και ήταν παντρεμένος  την Μυγδάλω, κόρη του Αποστόλη και της Σοφίας Κοράκη. Είχε μεταναστεύσει αρχικά στην Γερμανία και μετά στην Αυστραλία, τα τελευταία χρόνια ζούσε στην Αθήνα. Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια του, καλό ταξίδι..


Στην φωτογραφία του 1968 ο Μήτσος ο Λέτσος είναι δεύτερος στον χορό στην αυλή του μαγαζιού του Θύμιου του Καραγιάννη.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022


 Ο αείμνηστος Χαράλαμπος Καραδήμας στην εκκλησία της μεταμόρφωσης του Σωτήρος στην θέση Καστανιές.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

Αγία Μονή στον Λουτσοβιώτικο κάμπο.

 
Ο Σπυρος και η Κατίνα Μπερτσιά με τα παιδιά τους Κώστα και Γιώργο.

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στο εξωκλήσι  της Παναγίας (Αγία Μονή) στον κάμπο του Κόκκινου, πιθανώς το 1962 στις 23 Αυγούστου, ανήμερα της γιορτής, Σήμερα η περιοχή είναι σκεπασμένη  από τα νερά της λίμνης..

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

Ο Παπαδιαμάντης σε διήγημα του το 1900 αναφέρει το Λιδωρίκι και τα Σάλωνα…(Απόλαυσις στη Γειτονιά).

 Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Άστυ σε δύο συνέχειες, στις 15 και 16 Αυγούστου 1900. Σάτιρα και δράμα μαζί, μοναδικό στο είδος του, γιατί του λείπει ολότελα η αφήγηση και όλη η ιστορία εξελίσσεται μεσ’ από το κουτσομπολιό των γυναικών μιας γειτονιάς της Αθήνας για ένα νεαρό άνδρα, που αυτοκτόνησε από έρωτα.

- Ετελείωσε;... αλήθεια;
- Tώρα ξεψύχησε.
- Και τον εμεταλάβανε;
- Θα τον θάψουν με παπάδες;
- Έζησε ως δεκαπέντε ώρες.
Από παράθυρον εις αυλόπορταν, από εξώστην εις δώμα, από χαμόγειον εις ανώγειον, επετούσαν το πρωί οι πτερόεντες αυτοί διάλογοι μεταξύ των γειτονισσών. Και μεγάλη περιέργεια εφέρετο ελαφρά εις τον αέρα.
- Η άμοιρη η μάννα! κλαίει και δέρνεται.
- Ο πατέρας, ο έρμος, λείπει.
- Και δεν του ντελεγραφούνε νάρθη;
- Είπαν πως του ντελεγραφήσανε.
- Που βρίσκεται;
- Στη Λειβαδιά, μούπαν, ή στο Λιδωρίκι.
- Στα Σάλωνα, όχι στην Λειβαδιά!
- Στην Σαντορίνη, όχι στα Σάλωνα!
- Η δόλια η μαννούλα τα τραβά όλα.
- Και δε λυπήθηκε τα νιάτα του;... Δεκαοχτώ χρονών παιδί, ακούς εσύ!
- Και τι μορφόπαιδο! τι σεμνό και συλλογισμένο περπατούσε!
- Ακόμα δεν ίδρωνε το μουστάκι του! Κι έκαμε τη ζωή του χαλάλι!
- Στην κοιλιά είχε χτυπηθή;
- Στο στομάχι, παραπάνω, στο στήθος, κοντά στο βυζί.
- Στο υπογάστριο, όχι στο στήθος!
- Με μαχαίρι;
- Με μαχαίρι.
- Δεν ήξευρε να χτυπηθή, το ελάχιστο, στο πόδι! είπε η μία.
- Στο σπίτι μέσα μαχαιρώθηκε;
- Απάνω, στο Αστεροσκοπείο.
- Στο Θησείο, καλέ, όχι στο Αστεροσκοπείο!
- Κι έζησε δεκαπέντε ώρες;
- Μάλιστα, από εψές το δειλινό ως τα σήμερα το πρωί.
- Και τι να λιμπιστή; Το επήρε κατάκαρδα, ως τόσο.
- Κείνο το κορίτσι το μελαχροινό!
- Είδες μαύρη που ήταν· μα νόστιμη, αλήθεια.
- Τι είναι; τι είναι; ηρώτησε μία άνιφτη, αχτένιστη, η οποία τώρα ακόμη εξήλθεν από το υπόγειον δωμάτιον, όπου εκατοικούσε.
- Να, ο Μιχαλάκης που σκοτώθηκε.
- Ποιος Μιχαλάκης;
- Κείνο το παιδί της κυρίας Βασιλειάδους, που περνούσε από 'δω.
- Α! ο Μιχαλάκης, της κυρίας Βασιλειάδους; και γιατί σκοτώθηκε;
- Εσύ μονάχα δεν είσ’ από 'δω; Δεν άκουσες τίποτα;
- Όχι, γιατί σκοτώθηκε;
- Θέλεις να σου πω το γιατί; Να, από έρωτα, το καημένο...
- Και ποιαν αγαπούσε;
- Θα τον θάψουν, λέει, με παπάδες; Έδωκε ο Μητροπολίτης την άδεια;
- Να, ο παπα-Γρηγόρης του είπε: δεν σε μεταλαβαίνω αν δεν ξαγορευθής...
- Κι εκείνο τι είπε; Μπόρεσε και μίλησε;
- Κι εκείνο τού είπε: Κανένας δεν φταίγει, παπά μου· εγώ μονάχος μου το έκανα. Εφταξούσιος δεν ήμουν; Εφταξούσιος βέβαια.
- Και τόχε πάρει κατάκαρδα; Λένε πως την αγαπούσε από μικρή.
- Από δώδεκα χρονών την αγαπούσε. Δώδεκα χρονών εκείνος, ένδεκα αυτή.
- Και το φώναζε, το είχε μεγάλο μεράκι. Η θα την πάρω, μητέρα μου, ή θα σκοτωθώ.
- Το είπε και τόκανε.
- Τι αίσθημα!...
- Μα εκείνη δεν τον αγαπούσε; έλαβε καιρόν να ερωτήση η άνιφτη, η τελευταία εξελθούσα από το ισόγειον, προς την αυλόπορταν, όπου ίσταντο δύο ή τρεις γυναίκες, ενώ άλλαι τρεις ή τέσσαρες ανταπεκρίνοντο προς ταύτας υψηλά από μπαλκόνια ή παράθυρα, ως χελιδόνες εις τας φωλεάς των, υπό τα γείσα των στεγών.
- Τι μορφόπαιδο! κρίμα!
- Τώρα, έχει φύγει από τη γειτονιά η μικρή εκείνη.
- Νανία την έλεγαν, θαρρώ, ή πως την έλεγαν; Ανιψιά τής κυρία-Παναγιώτους, που την έχει πάρει ψυχοπαίδα, επειδής είναι άκληρη.
- Α! της κυρία-Παναγιώτους;
- Μαύρη, χλωμή, με μεγάλα μάτια, νόστιμη, συμπαθητικιά. Μάτια που έσφαζαν.
- Να που έσφαξαν ένανε.
- Έχει φύγει από δω απ' το μαχαλά με τη μητέρα της· είναι πεντ’ έξι μέρες.
- Με ποια μητέρα της; με τη θεια της, την ψυχομάννα της.
- Και πού κοντά κάθισαν τώρα.
- Ποιος ξέρει; Στη Νεάπολη, ψηλά επάνω.
- Στο Κολωνάκι, όχι στη Νεάπολη!
- Κι εκείνη δεν τον αγάπαε; ηρώτησεν πάλι η ακτένιστη.
- Εκείνη εκοίταζε πολλούς· είχε αργολάβους. Εκανε αργολαβίες με το μεροκάματο.
- Δεν θα είναι παραπάν’ από δεκάξι χρονών κορίτσι.
- Ως δεκαεφτά θα είναι.
- Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο...
- Θα πάη τάχα να κλάψη στην κάσα του; Θα πάη στον τάφο του να κλάψη;
- Και πότε θα τον θάψουν;
- Θα τον ξενυχτίσουν τάχα; ή σήμερα το δειλινό θα τον παν’;
- Μα ετελείωσε για τα καλά; Είπαν, πως ψυχομαχούσε.
- Ξεψύχησε, καλέ, τον αλλάζουν. Θέλετε να τον ζωντανέψετε πίσω;
- Αχ! η μάννα η άμοιρη!

Αριστερά, εις την πρώτην καμπήν της οδού, εις στενόν δρομίσκον, υπήρχε μικρά κομψή οικία, ανήκουσα εις την οικογένειαν του νέου του αυτοκτονήσαντος.
Η οικογένεια κατώκει εις το ισόγειον.
Ο θάλαμος, όπου είχαν εξαπλωμένον τον νεκρόν, είχε δύο παράθυρα ημιανοικτά προς τον δρόμον.
Έξω, επί του πεζοδρομίου, γύρω εις το παράθυρον, εσχηματίζετο πυκνόν ημικύκλιον από γυναίκας, παιδία του δρόμου, γείτονας και διαβάτας. Ο νεκρός ηπλωμένος επί της κλίνης εις το μέσον, δύο λαμπάδες έκαιον, η μήτηρ εξηκολούθει να κλαίη σπαρακτικώς. Οκτώ ή δέκα πρόσωπα, οικείοι ή συγγενείς, ίσταντο όρθιοι περί την κλίνην. Τέσσαρες ή πέντε γυναίκες εκάθηντο ολόγυρα.
Πας διαβάτης ίστατο έξω διά να ίδη. Αι γυναίκες της γειτονιάς, μη χορταίνουσαι να βλέπουν, εσπόγγιζον διαρκώς τα τόσον εύκολα δάκρυα. Ηκούοντο ψιθυρισμοί·
- Ωχ! Κρίμα στο νέο!
- Δε λυπήθηκε τα νιάτα του!
- Πώς άλλαξε το πρόσωπο του!
- Σαν να κοιμάται είναι!
- Να, τώρα θα μας μιλήση!
- Να μίλαε της μητέρας του, να την παρηγορήση!
- Δεν τον έπαιρνε ξώψυχα!
- Δεν ήξερε να μη χτυπήση δυνατά!
- Δεν το έκανε καλύτερα με ρεβόλβερο, μπορούσε να μην τον έπαιρνε καλά η σφαίρα.
- Δεν έπαιρνε τίποτις από το φαρμακείο να πιή, να του δώσουνε αντιφάρμακο! είπε μία.
- Δεν κατάπινε τίποτα σπίρτα, να του δίνανε γιατρικό να τα ξέρναε! είπεν άλλη.
- Ωχ! Κρίμα ’ς!
- Αχ! η δόλια η μαννούλα!

Επάνω εις μίαν ταράτσαν ίσταντο το πρωί της άλλης ημέρας τρεις νεαραί γυναίκες, τέσσερα ή πέντε κοράσια, ηλικίας μεταξύ πέντε και δέκα ετών και μία γεροντοτέρα. Η ταράτσα έβλεπεν εις τινά γειτονικήν αυλήν, αντίκρυζε δε πλαγιώτερον ολίγον προς την δυτικήν θύραν, την νοτιοδυτικήν γωνίαν και το μικρόν κωδωνοστάσιον του ενοριακού ναού της συνοικίας.
- Να, τον φέρνουνε!
- Είναι κόσμος κάμποσος!
- Να το καπάκι· να τα φανάρια· να κι ο Σταυρός!
- Να κι οι παππάδες!
- Πού είναι η κάσα;
- Ω, λουλούδια και κακό· νά τος, νά τος!
- Πούναι τος, μαμά; πούναι τος;
Και η μικρά κορασίς ανερριχάτο προσκολλώμενη εις τον θριγκόν, κύπτουσα απλήστως, με κίνδυνον να πέση.
- Δε φαίνεται καλά· είναι κόσμος μπροστά... ωχ! δεν μπορούν να σταθούν παράμερα!
- Σταθήτε, καλέ, στην άκρη!...
- Να, τον πάνε μες στην εκκλησιά!...
- Καλά-καλά δεν τον είδαμε.
- Εγώ δεν είδα, μαμά!...
- Θα τον ιδούμε τώρα που θα τον βγάλουν έξω! θα πάρουν τον κάτω δρόμο.
- Στο κάτω νεκροταφείο δεν θα τον παν’ ;
- Μπορεί να τον παν’ και στο απάνω· μα αλλάζουν πάντα το δρόμο...
- Κόσμος που μπαίνει μες στην εκκλησιά!
- Να ο αδελφός του, με δύο φίλους που τον κρατούν μπράτσο.
- Πούναι, μαμά, πούναι;
- Να, τώρα πάει μέσα...
- Πάνε μέσα όλοι· και δεν είδαμε τη μάννα του.
- Πού να ιδείς, τόσος κόσμος!
- Αχ! η δόλια του η μαννούλα!... Πως δε λυπήθηκε τα νιάτα του!...
- Ο πατέρας λείπει, λένε, δεν είν' εδώ.
- Η έρμ' η μάννα τα τραβά όλα!
Ηκούσθη κλάψιμον παιδίου ανερχόμενον από τον θάλαμον δια της θύρας προς την ταράτσαν.
- Ο γυιός σου κλαίει, Σταματούλα!
- Τι να το κάμω; Ζαλίζεται να το σκύβω στην ταράτσα· δεν θα ιδώ τίποτα· ας κλάψη!
Εφάνη κίνησίς τις ανθρώπων περί τας δύο θύρας του ναού, την δυτικήν και την πλαγίαν· άνθρωποι εισήρχοντο δρομαίως ή εξήρχοντο.
- Τι είναι, καλέ; Τ’ είναι;
- Κάτι τρέχει· τι να είναι;
- Μην ήρθε ο πατέρας του σκοτωμένου και τρέχουν έτσι;
- Μα του ντελεγραφήσανε τάχα; Και πρόφταινε νάρθη;
- Μην ελιγοθύμησε η μάννα του;
- Γιατί τρέχει έτσι ο κόσμος;
- Μην έπεσε κανένα παιδί απ' το γυναικίτη; Σα φωνές ακούω, κλάϊματα.
- Απ' το γυναικίτη;
- Η κουμπάρα η Θοδώρα, που πήγε τώρα στην εκκλησιά, δε βαστούσε· ήθελε να ιδή· έγκυος με το παιδί στην αγκαλιά…
- Μην της έπεσε το παιδί απ' τα χέρια, καθώς θα έσκυβε απ' το γυναικίτη;
- Τι λες, καλέ; Πώς σου φάνηκε αυτό;
- Δεν ξέρω κι εγώ τι να πω. Άλλες κάμποσες πηγαίνουν και καβαλικεύουν στα στασίδια, απ' οπίσω απ' τον ψάλτη για να ιδούνε... Μα η κουμπάρα θ' ανέβηκε στο γυναικίτη.
- Ακόμα τρέχουν!... Η μάννα του νεκρού θα λιγοθύμησε... Αυτό θα είναι!
- Ακούστε να σας πω!... μην ήρθε κείνη η αραπίτσα η Νανία, που αγαπούσε ο σκοτωμένος;... Είπαν πως γι' αυτήν σκοτώθηκε.
- Και μην έπεσε απάνω στο νεκρό, αβάσταχτα, τραβώντας τα μαλλιά της!...
- Ποιός να ξέρει!... Νάξερα, θα πήγαινα στην εκκλησιά!...
- Από πού να μάθη κανείς!...
- Νά, ο μπαρμπα-Λιμπέρης!... Ε, μπαρμπα-Λιμπέρη, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Η μικρά κορασίς είδε μεταξύ του πλήθους, έξω του ναού, ένα συγγενή της μητρός της ιστάμενον και ήρχισε να φωνάζει ακράτητα:
- Mπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη! E, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Αλλ' εκεί όπου ίστατο ο καλούμενος φυσικά υπήρχον πλειότεροι θόρυβοι και η φωνή της παιδίσκης δεν θα έφθανε ν' ακουσθή.
- Μπαρμπα-Λιμπέρη! Λιμπέρη! ε Λιμπέρη! δεν ακούς;... Θείε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ε μπαρμπα-Λιμπέρη!
Τον έκραζε δια να έλθη, να τους ειπή τι είχε συμβή εντός του ναού και πόθεν η κίνησις εκείνη, την οποίαν τους εφάνη ότι παρετήρησαν. Αλλά πιθανόν να μη είχε συμβή τίποτε και βέβαιον, ότι ο μπαρμπα-Λιμπέρης δεν θα ήξευρε τίποτε να τους είπη, και αν ακόμη ήκουε τας φωνάς της μικράς ανεψιάς του.
- Μα γιατί δεν ακούει, καλέ; κουφός είναι;
- Να, τώρα τον ανησπάζονται, είπεν η γραία· ησυχάσατε· τώρα θα βγουν· άρχισαν κι ανησπάζονται.
- Πώς το ξέρεις;
Βγαίνουν ένας-ένας απ' την εκκλησιά· ανησπάζονται και βγαίνουν... Τώρα θα τον βγάλουν.
- Θα τον βγάλουν, γιαγιά, γλήγορα;
- Τώρα, σε λιγάκι.
Ηκούσθησαν και πάλιν οι κλαυθμοί του παιδίου, υποκάτωθεν ακριβώς της ταράτσας.
- Σταματούλα, δεν ακούς; το παιδί έσκασε να κλαίη!
- Ας κλάψη· ζαλίζεται να τον σκύβω στην ταράτσα και δε θα ιδώ τίποτε.
- Να, τώρα θα βγουν έξω.
- Μα γιατί άργησαν;
- Αργούν πολύ.
- Αχ! πότε θα βγουν;
- Θα τον ιδούμε, μαμά; θα τον ιδώ κι' εγώ;
- Τώρα θα βγουν.
- Μα πώς αργούν ακόμα;
- Να τώρα πήραν στα χέρια το Σταυρό, τα φανάρια.
- Να, βγαίνουν.
- Να οι παπάδες!
- Να, τώρα θα βγη το λείψανο!
- Πούναι το, μαμά; πούναι το;
- Να!
- Ωχ! μαύρος, μαύρος, που έγινε! απ' τη μαχαιριά τάχα; χύθηκε το αίμα· πώς μαύρισε!
- Εγώ δεν βλέπω, μαμά!... μαμά!
- Να, εκεί· βαστάξου καλά, μη σκύβης.
- Αχ! καημένα νιάτα! κρίμα ’ς! κρίμα ’ς!
- Η άχαρη η μαννούλα του!
- Να την! κείνη η ντελικάτη, η μαυροφόρα· μπαίνει μες στο αμάξι μαζύ με άλλες δύο...
- Πού είναι την, μαμά;...
- Τώρα μπήκε μες στην καρότσα· πάνε!
- Αχ! μαύρη μαννούλα!
- Κρίμα ’ς τα νιάτα του!
- Θεός σχωρέσ' τονε!
- Θεός σχωρέσ' τονε!

Και το βάσανον του ατυχούς νεκρού έμελλεν οσονούπω να τελειώσει.
Απήλθε, με την ελπίδα να εύρη εις άλλον κόσμον ολιγωτέραν περιέργειαν.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/89?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2022-08-16

© SanSimera.gr