Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.
Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024
Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024
ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΉΤΡΗ ΑΡΜΆΟ με καταγωγή από το Κροκύλειο *
* O Δ. Αρμάος γεννήθηκε το 1959 στην Άμφισσα με καταγωγή από το Κροκύλειο, πέθανε στην Αθήνα το 2015.
Δεν ήταν μόνο ένας πρωτοπόρος για την Ελλάδα θεωρητικός της συγκριτικής λογοτεχνίας. Προσπάθησε να φέρει στην πράξη τις ιδέες του και να μοιραστεί τις γνώσεις του μέσα από δύο δρόμους.
Τη δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και, κυρίως, εργαζόμενος μέχρι το τέλος σε πολλούς εκδοτικούς οίκους ως μεταφραστής, διορθωτής και κυρίως εμπνευστής και επιμελητής των σειρών Orbis Literae και Aldina των εκδόσεων Gutenberg.
Απέδειξε το πρακτικό του πνεύμα στην εποχή της εξειδίκευσης ασχολούμενος ακόμη και με τυποτεχνικά θέματα κα τη δημιουργία ελληνικών γραμματοσειρών.
ΓΙΏΡΓΟΣ ΜΠΛΆΝΑΣ, ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΌ… (ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΉΤΡΗ ΑΡΜΆΟ)
*
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ…
Για τον Δημήτρη
Τι θέλετε, λοιπόν, ασύστατοι· να πω:
άδικα ήρθα κι έφυγα; Άδικα είδα
στα 1977 τον Πτολεμαίο
να κατεβαίνει από τα μέρη
της Άμφισσας κύμα
κωνοφόρο μ’ ένα έλατο σελίδες, στην πύλη
μιας κόλασης στεκούμενης τριγύρω.
Πράσινες περιστέρες
περουζέδες
εντός· εκτός: φερέλπιδες pagliacci
να προγευματίζουν
βουτώντας προκηρύξεις
στον καφέ και τσιγάρα στον καφέ·
«Miglior fabbro, miglior fabbro,
γελάς; Είσαι καλός άνθρωπος. Προσπαθεί
να σε κηδέψει ο Foucault”.
«Τι θα μείνει απ’ όλα αυτά;
Καν μια Παλατινή Ανθολογία!» – 1987
«Κέλα για το den του Blake, Γιώργη.
Θα κάνουμε μια έκδοση βαθιά
των Τραγουδιών της Πείρας:
οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι» – 1991
«Άφησε τώρα τον Shakespeare – έχουμε αρκετό·
οι νταλγκάδες του Coleridge λείπουν:
Biographia Literaria.
«Τα παρατώ, Γιώργη», 19; (μόνο εκείνα τα σκαλιά
θυμάμαι και Ζ. Πηγής και… Jonny Walker (;)
και «Όχι εσύ Δημήτρη. Ο τόπος ζέχνει
από managers – ο Κέρβερος
παραδίδει μαθήματα επικοινωνιολογίας…»
«Τι δίνουμε στα παιδιά, Γιώργη;
Απελπισία στιχηρή. Κοπήκαμε απ’ τη ρίζα μας
σα θλιβερά τραγούδια. Αυτό που έρχεται….
οι παλιοί καρποί θα πεταχτούν σα φλούδια…
θα διδάξω… νύχτα. Bella νύχτα!
Αποκριές. Δες πως χορεύει η Μούσα σου!» –
χίλια εννιακόσια – στα χίλια εννιακόσια…
Μόνο το φως, η μουσική, τα χείλη διαρκούν.
«Κι εγώ; Ένα μπουκάλι Cutty Shark – το λιγότερο
τη μέρα; O Coleridge; Κάτι
μυρίζει εξορία μέσα μου, ακούγοντάς σε…
By thy grey beard and glittering eye…»
Τριάντα χρόνια προσδοκίες και ματαιώσεις
κι ο θεός γυμνός, ν’ αφήνει
κάτι απ’ τη θεία του φύση
κι ο βαρκάρης: «Δυο τρόποι για να βρεις
τη λευτεριά σου: ο ένας να φυγαδευτείς
κι ο άλλος να πεθάνεις.
«Τον Poe να κάνουμε, Γιώργη: πλήρης
έκδοση σχολιασμένη…»
Έζησα ήδη έναν θάνατο.
Ο δεύτερος θα με συντρίψει.
Κι έγιναν πέντε και δέκα και…
Μην βιάζεστε, ασύστατοι.
Ένας-ένας…
Ο Άδης τρέφεται με τους καλούς –
οι άθλιοι τον βαρυστομαχιάζουν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ (ποιητής, 1959-2024)
*
Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων
Από Καίτη Συράκη (kathy sirakis)
Σήμερα έφυγε από την ζωή η εξαδέλφη μου Γαλάτεια Καραγιάννη ( Κορακη ) τις Κωνσταντίνας και Πέτρου Κορακη
Ετών 88
Ο Θεός να ανάπαυση την ψυχούλα τις
Ήταν η μεγαλύτερη εξαδέλφη μου από την Πλευρά του Πατέρα μου ( αδελφής του )
Καλό Παράδεισο......
Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024
Χαράλαμπος Στέφος (1932-2009).
Από τον Θανάση Στέφο:
Ένα συλλεκτικό έργο,από ιδιωτική συλλογή, του αδελφού μου ζωγράφου Χαράλαμπου Στέφου(1932-2009). ζωγραφισμένο το 1959.
Είναι η αυλή ενός σπιτιού στην συνοικία Χάρμαινα της Άμφισσας. Τα <<κοφίνια>>για το λιομάζωμα είναι χαρακτηριστικό της περιοχής.
Για να δείτε περισσότερα έργα του ζωγράφου πατήστε www.charalabosstefos.gr
Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024
Ανάβαση στον Κόρακα (Βαρδούσια)
Ορεινογραφίες
Ανάβαση στον Κόρακα
Βρισκόμαστε στο ύψος των καταφυγίων και η σχετική πινακίδα, γράφει: 0145ω. για την κορφή Κόρακας ή Πρ. Ηλίας, 2.495μ.. Μπαίνουμε στο μονοπάτι για την κορφή. Αρχικά το μονοπάτι κάνοντας ζιγκ - ζαγκ παίρνει ύψος και κολλά στην σάρα που τραβερσάρει με κατεύθυνση βόρεια. Φτάνει σε ένα σημείο που διχαλώνει. Δεξιά κάνει μέσα από ένα στένεμα και περνά τις Πόρτεςκαι βγαίνει στην μεσορράχη και αριστερά κινείται πιο ομαλά και βγαίνει πάλι στο ίδιο σημείο. Στη συνέχεια γυρίζει ανατολικά και τραβέρσα πέφτει στα πλατώματα του Μέγα Κάμπου. Η προσέγγιση του όγκου του Κόρακα είναι εύκολη και με καθαρό καιρό απ’ την κορυφή, ύψους 2.495μ., έχει την ευκαιρία να απολαύσει κανείς υπέροχες θέες.
Προς τα ανατολικά ξεχωρίζει το εντυπωσιακό τείχος της Γκιώνας. ΝΑ κάτω απ’ τον Κόρακα, στην περιοχή που λέγεται «ασανσέρ», υπάρχει τεχνητή γούρνα για μάζεμα νερού. Υπάρχει λάκκα, που το καλοκαίρι βγαίνουν κοπάδια, πιθανά απ’ την Κάτω Μουσουνίτσα. Ακόμη εντυπωσιακός είναι ο όγκος της νότιας ράχης Βαρδουσίων, που κατηφορίζει για την λίμνη του Μόρνου. Στα νότια ξεχωρίζει η κορυφή Σκούφια και οι Σούφλες.
Απ’ το ύψος του Κόρακα ακολουθούμε ένα λαιμό στα νότιο-δυτικά και κατηφορίζουμε προς τα Δαφνιώτικα λιβάδια. Πρόκειται για ένα πεδίο με ιδιαίτερη κλίση και με βάση, χαμηλότερα, ένα ρέμα. Τα περάσματα έχουν ενδιαφέρον, καθώς οι τραβέρσες ακολουθούν η μια την άλλη. Μέχρι να βγούμε σε ομαλότερο έδαφος, μας βγαίνει η πίστη. Στη συνέχεια πέφτουμε σε κατακερματισμένο έδαφος, όπως αυτό στις Κοπάνες της Γκαμήλας και με δυτική κατεύθυνση γυρίζουμε στο διάσελο Μετερίζια. Ουφ!
Πηγή: Τάκη Ντάσιου, Οκτώβρης 1995/ορεινογραφίες
Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024
«Τάβλι και άνοιγμα φύλλου» στα Χάνια του Καραπιστόλη (δεκαετία 1970)!!»
Αναγνωρίσαμε τους αξέχαστους κατοίκους του μικρού οικισμού Κρανιά και Καραπιστόλη…
Η κυρία δίπλα στον μπάρμπα Μήτσο τον Καραπιστόλη ανοίγει φύλλο με το παραδοσιακό τρόπο με πλαστή και βέργα!!
Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων
Σε ηλικία 98 ετών η Κοντογιαννη Βασιλική σύζυγος του Ηλία, αποχαιρέτησε τα επίγεια και ταξίδεψε στους ουρανούς.. Την Τετάρτη στις 7 -2-2024 τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία στο κοιμητήριο του Χωριού μας..
Καλό κατευόδιο
Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια της .
Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024
Από το πανηγύρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στις 6/8/1992.
Η εκκλησία που ήταν στην δυτική όχθη του Κόκκινου ποταμού, απέναντι από τα Χάνια του Καραπιστόλη, πνίγηκε στα νερά της λίμνης του Μόρνου… Οι κάτοικοι του χωριού Κόκκινου έχτισαν καινούργια εκκλησία στη θέση Καστανιές στα ΒΑ του χωριού.
Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024
Η γέφυρα του Στενού ή του Μακρυγιάννη*
απόσπασμα από το βιβλίο του Κ Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις.
………Φτάσαμε πριν ο ήλιος ανατείλει από την κορυφή της Γκιώνας, αν και ο ήλιος εδώ θα φαινόταν πολύ αργότερα, καθώς τα ψηλά βράχια και από τις δυο πλευρές σχημάτιζαν μια φυσική κουρτίνα που άφηνε τις πρώτες ηλιαχτίδες ν’ αρχίσουν να ζεσταίνουν τα κρύα νερά του ποταμού μετά τις 10 ενώ αργότερα, μετά το μεσημέρι, θα έλουζαν ολόκληρη την βραχοσχισμή και τα καθαρά κρύα νερά του Μόρνου.
Η τοποθεσία, τοπόσημο για την περιοχή, ήταν εντυπω- σιακή. Από τη μια πλευρά ο πυραμιδοειδής λόφος, που ήταν η νότια απόληξη των Βαρδουσίων, ενός από τα ψηλό- τερα βουνά της Ελλάδας, και από την άλλη πλευρά, τη νό- τια, το έντονα βραχώδες τελείωμα της μακρόστενης βουνο- σειράς της Στόχοβας και του Πύρνου. Φαίνεται ότι εκα- τομμύρια χρόνια πριν οι δυο βουνοσειρές αποτελούσαν ένα ενιαίο, συμπαγές σύνολο και κάποιος μεγάλος σεισμός δη- μιούργησε αυτή την εκτεταμένη, σχεδόν κατακόρυφη σχι- σμή και άφησε ελεύθερη την πορεία του Μέγα ποταμού ή Δαφνούντα όπως ήταν οι παλιότερες ονομασίες του Μόρνου.
Σε αυτό το πανέμορφο γεωλογικό ανάγλυφο πολλά χρό- νια πριν κάποιοι τεχνίτες, επιδέξιοι μαστόροι της πέτρας, ήρθαν και έβαλαν την δική τους πινελιά. Έχτισαν ένα αρι- στούργημα, ένα μονότοξο γεφύρι με στέρεες βάσεις και όμορφα σκαλοπάτια στο τόξο, όπου ανεβοκατέβαιναν με άνεση και ασφάλεια άνθρωποι και ζώα για εκατοντάδες χρόνια. Νεότεροι τεχνίτες, με την δική τους μαστοριά, ήρ- θαν και πρόσθεσαν αρμονικά δίπλα του, προς την πλευρά του Βελουχιού, μια τσιμεντένια γέφυρα για να διαβαίνουν
118
και τα αυτοκίνητα του επαρχιακού δρόμου που ένωνε την Ναύπακτο με το Λιδωρίκι και την Άμφισσα.
Για να δυσχεράνουν την αποχώρηση των Γερμανών το 1944, οι Εγγλέζοι ανατίναξαν, ευτυχώς μόνο την τσιμε- ντένια γέφυρα. Ο ελληνικός στρατός λίγο αργότερα συναρ- μολόγησε στην θέση της μια σιδερένια στρατιωτική γέφυ- ρα Μπέιλι.
Μου άρεσε πολύ αυτή η γέφυρα και τρελαινόμουν να ακούω τους παράξενους συριγμούς, που προκαλούσαν κυ- ρίως οι χοντροί ξύλινοι δοκοί της επιφάνειας όταν περνούσε κανένα από τα λιγοστά αυτοκίνητα που τη διέσχιζαν. Μου άρεσε επίσης να προσπαθούμε να εφαρμόσουμε στη πράξη την θεωρία της ταλάντωσης και του συντονισμού που εί- χαμε διδαχτεί στη Φυσική.
Όταν ήμασταν μεγάλη παρέα στοιχιζόμασταν εν είδει παρελάσεως και με συντονισμένο βηματισμό πιστεύαμε ότι θα γκρεμίζαμε τη γέφυρα. Δεν τα καταφέραμε και έτσι έπεσε ο πρώτος σπόρος της αμφισβήτησης θεωριών και δο- ξασιών, που πολύ με βοήθησε γενικά στην ζωή μου.
Στη γέφυρα αυτή είχα δώσει και κάποιες μυθικές δια- στάσεις γιατί είχα ακούσει από έναν παλιό αξιωματικό του Μηχανικού ότι ο στρατάρχης Μοντγκόμερι, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε δηλώσει πως «χωρίς τη γέφυρα Μπέιλι δεν θα είχαμε κερ- δίσει τον πόλεμο», κι εμείς είχαμε στον τόπο μας μια τέ- τοια γέφυρα!
Μια μεγάλη φυσική λεκάνη είχε σχηματιστεί ακριβώς κάτω από τις γέφυρες προς την πλευρά του δρόμου που οδηγεί στο Βελούχι, ένα πανέμορφο χωριό δύο χιλιόμετρα πιο πάνω, ακριβώς κάτω από τις πηγές του ποταμού. Σε αυτή τη λεκάνη κολυμπούσαμε συχνά τα καλοκαίρια πα- ρόλο που τα νερά ήταν πολύ κρύα. Το μπάνιο σ’ εκείνο μέ- ρος ήταν τολμηρή και θαρραλέα πράξη για μας τους νεα-
119
ρούς. Υπήρχε μάλιστα ένας άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ μας για το ποιος θα έκανε πρώτος το πρωινό μπάνιο του.
Σήμερα είμαι εδώ με τον αδελφό μου για το τελευταίο μας μπάνιο. Όταν βουτήξαμε στο ποτάμι πηδώντας από τον ψηλό τοίχο αντιστήριξης του δρόμου, ένιωσα έντονο ρίγος κι ένα μούδιασμα σε όλο μου το σώμα. Τα σαγόνια μου έτρεμαν και τότε κατάλαβα ότι δεν άντεχα το κρύο νερό, δεν είχα το ανάλογο ψυχικό σθένος.
Βγήκα γρήγορα στην απέναντι όχθη με τον Νίκο να με πειράζει για λιποψυχία. Μπορεί να ήταν κι έτσι, η ψυχική διάθεση σε ανεβάζει ψηλά ή σε κατεβάζει στα τάρταρα… κι εγώ σήμερα ήμουν στα κάτω.
Άρχισα να τρέχω και να κάνω ασκήσεις σουηδικής γυ- μναστικής για να συνέλθω ενώ ο Νίκος συνέχιζε να κολυ- μπά. Όταν αισθάνθηκα καλύτερα πήρα τη φωτογραφική μηχανή και τράβηξα μερικές φωτογραφίες.
Σε λίγο ακούγονται παράξενοι ήχοι που μοιάζουν με κροτάλισμα και τρίξιμο της γέφυρας. Κοιτάζω προς τα πά- νω και αντικρίζω το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που κατευθυνό- ταν στο Λιδωρίκι. Το θέαμα είναι υπέροχο. Η σκουροπρά- σινη σιδερόφραχτη γέφυρα, ο μπλε όγκος του λεωφορείου και πιο ψηλά οι μυτερές γκριζοκαφετιές άκρες των βράχων και από δίπλα ένα γκρίζο πέτρινο τόξο με το χαρακτηρι- στικό πράσινο γείσο από αναρριχώμενο κισσό, συνθέτουν μια απαράμιλλη εικόνα που απολαμβάνω εκστασιασμένος…………….
*ήταν στην θέση Στενό δίπλα στο ΞΕΝΙΑ και στα Χάνια.Εδώ και 45 χρόνια έχει καταστραφεί και βρίσκεται στο βυθό της τεχνητής λίμνης του Μόρνου
γιατί είχε το όνομα Μακρυγιάννη;
Περίπου 200 χρόνια πριν, όταν έπρεπε να περάσει την πέτρινη γέφυρα με τους φυγάδες χωριανούς της, όπως γράφει με την χαρακτηριστική γραφή του ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του:
Οι Τούρκοι του Αλή Πασά θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυκτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώ- θηκαν και έφυγαν ή θα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζή- σουνεεκεί.Θαπέρναγαναπό ̓ναγιοφύριτουΛιδωρικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το πο- τάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιά- σουνε, και δεκαοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ ’έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ ’έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέροντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέ- ταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει «Η αμαρτία του βρέφου θα μας χάση», τους είπε, «περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε… το παίρνω κι ̓αν έχω τύχη και δεν κλάψη, δια- βαίνομε»… η μητέρα μου κι ̓ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα λ ̓ εγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς.
Έτσι η γέφυρα του Στενού απέκτησε και ένα δεύτερο όνομα, «του Μακρυγιάννη το γεφύρι». Αμφιβάλλω, βέ- βαια, αν οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν το γιατί.
Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024
Αεροφωτογραφία του 1955
Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024
Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024
Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024
Χάνια Καραπιστόλη
Στο βυθό της λίμνης του Μόρνου εδώ και 45 χρόνια!
Ο μπάρμπα Μήτσος Καραπιστόλης με τον Σπύρο Μπερτσιά, επιστάτη του δασικού φυτωρίου,
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα ζωντανές αναμνήσεις
……«Σπύρο, Σπύρο, έλα δω, έχω ψήσει τον καφέ!», ακού- στηκε η φωνή του Μήτσου του Καραπιστόλη.
«Έρχομαι σε λίγο», ήταν η απάντηση.
«Κάμε γρήγορα, έχουμε και καλή παρέα σήμερα», ήταν η ανταπάντηση του παλιού Χανιτζή.
«Πάμε δίπλα στον μπάρμπα Μήτσο, έχει και κρύο νερό από το πηγάδι, ξεδιψάτε και συνεχίζετε μετά τον δρόμο
Σελ. 97
σας για την Γρανίτσα», μας προέτρεψε ο θείος Σπύρος. Δίπλα στο πηγάδι υπήρχε ένας πλάτανος και εκεί κα- θόταν ο Μήτσος ο Καραπιστόλης, ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος λίγο παραπάνω από τα εβδομήντα μαζί με έναν νέο άντρα περίπου τριάντα χρόνων και έπιναν τον καφέ τους. Ο νέος άντρας ήταν από το Λιδωρίκι, υπάλληλος της Αγροτικής τράπεζας. Τον Κώστα, αυτό ήταν το όνομά του, τον γνωρίζαμε. Κάποια απογεύματα παίζαμε μαζί μπάλα
στο γήπεδο του Γυμνασίου μας στο Λιδωρίκι.
Ο Κώστας είχε μεγάλη αγάπη για την ιστορία του τό- που και είχε αρχίσει να αφηγείται τη μάχη με τους Τούρ- κους, που είχε λάβει χώρα σε αυτά εδώ τα Χάνια. «Τέτοια εποχή, τέλος Ιουλίου, έγινε αυτή η μάχη, ήταν μετά την έξοδο του Μεσολογγίου που οι Τούρκοι, κάνοντας εκκα- θαριστικές επιχειρήσεις σε όλη τη Στερεά, έφτασαν μέ- χρι εδώ όπου χτυπήθηκαν από τους Έλληνες με αρχηγό τον Σκαλτσά. Έγινε μεγάλος χαλασμός, γέμισε το ποτάμι κουφάρια και λαβωμένους», τελείωσε την εξιστόρηση ο
Κώστας.
Πρώτη φορά άκουγα αυτή την ιστορία και εντυπωσιά-
στηκα. Μπορώ να πω πως αυτή η αφήγηση του Κώστα ήταν ο σπόρος που με έκανε να δείξω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία, το οποίο εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου σε μια αγαπημένη μου ενασχόληση. Μου έκανε επί- σης εντύπωση που ο Κώστας ρωτούσε τον μπάρμπα Μή- τσο αν την έχει ακούσει ξανά αυτή την ιστορία. Προφανώς ήθελε να μάθει κάτι παραπάνω ή να επιβεβαιώσει αυτά που είχε διαβάσει. Σε αυτή τη συζήτηση άκουσα ότι το Χάνι ήταν στα παλιά χρόνια γνωστό ως «του Σκορδά το Χάνι».
«Παιδιά, σας έφερα ένα λουκουμάκι, κατεβάστε με το μαγκάνι το χαρανί και βγάλτε κρύο νεράκι να ξεδιψάσετε, δύσκολη η μέρα σήμερα, πολλά χρόνια έχει να κάνει τέτοια ζέστη», ήταν η κυρά Γιαννούλα η γυναίκα του μπάρμπα
Σελ. 98
Μήτσου που ήρθε να μας φιλέψει.
Το νερό αυτού του πηγαδιού ήταν τόσο κρύο που νόμιζες
ότι υπήρχε πάγος κάτω στον πάτο, στα περίπου οχτώ μέ- τρα, που έψυχε το νερό……
Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024
Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024
Απ’ τη Σκούφια Βαρδουσίων πέσαμε στα Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια…
Είχαμε βγει με το 2CV από την Μουσουνίτσα (1) στο διάσελο του Σταυρού, το αφήσαμε εκεί να ξεκουραστεί και το κόψαμε με το πόδι για τα ψηλά. Βλέπεις ήταν καλοκαιράκι ακόμη. Κόντευε μεσημέρι, όταν περάσαμε τα καταφύγια και φτάσαμε στη ράχη Μετερίζια. Βαδίζαμε σ’ ένα χωματόδρομο βαριεστημένα, -είμασταν από ταξίδι, βαρούσε και ο ήλιος- και περπατούσαμε σε απόσταση ο ένας από τον άλλον. Δεν είμασταν «τσακωμένοι», τα βασικά καθημερινά θέματά μας τα είχαμε λύσει νωρίτερα στο δρόμο και έτσι μιλούσαμε, όταν μιλούσαμε, φωνάζοντας ο ένας στον άλλο από απόσταση, όταν θέλαμε να στρίψουμε! Ένας δρομίσκος οδηγούσε και τον ακολουθούσαμε και σαν έκοβε δρόμο ο προπορευόμενος, φώναζε ο δεύτερος! Βγήκαμε στα μετερίζια, ύψος κάτι πιο πάνω από 2.000 μέτρα και ακολουθήσαμε από την κόψη των Μετεριζιών τώρα, κοντά – κοντά ο ένας με τον άλλο και το σκοινί σε πρώτη ζήτηση. Περάσαμε την απότομη πλαγιά κάνοντας κάνα δίωρο μέχρι την κορφή, που το χαρήκαμε. Πιο πολύ μας τράβηξαν την προσοχή μας οι διπλανές Σούφλες, μέχρι να βγούμε στην Σκούφια. Εντυπωσιακές, λόγω της άρνησής τους «να μπουν σε μια ευθεία». Την πρώτη κορφή που αγγίξαμε, Σκούφια, υψ.2.240μ. ήταν όμορφη, αλλά δεν χαλαρώσαμε! Το φως της ημέρας είχε πέσει και χωρίς πολλά – πολλά από μέρους μας, είπαμε να ξεκολλήσουμε απ’ τα ψηλώματα και να πέσουμε χαμηλά. Τα χαμηλά ήταν τα Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια που τα βλέπαμε και τα λαχταρούσαμε από ώρα. Από τον λαιμό της διχάλας, αφού κοντοσταθήκαμε και σιωπηλά συμφωνήσαμε ότι η Σκούφια μας ζόρισε, πέσαμε στις σάρες, όπου η κλίση ήταν αρκετή. Έπρεπε να βιάσουμε τα πόδια μας εάν θέλαμε να βρούμε ένα μέρος για κατασκήνωση. Δικαιολογία, όλος ο τόπος είναι ιδανικός! Συνεχίσαμε την κάθοδό μας με προσοχή, γιατί το πεδίο δεν άφησε περιθώρια χαλαρώματος. Κατεβήκαμε σχετικά γρήγορα και σε λίγο πέσαμε στις στάνες στην τοποθεσία Πάνω Ραϊλή, οι οποίες ήταν έρημες. Εδώ δεν είχαν ανέβει για φέτος οι τσοπάνηδες. Φάνηκε από τον χωμάτινο διάδρομο, που είχε ανοιχτεί, αλλά δεν είχε περάσει αγροτικό. Στάση για μια ανάσα και να θαυμάσουμε αυτά τα λιτά κτίσματα και σημαδέψαμε τις στάνες στο Κάτω Ραϊλή, που ήταν χαμηλότερα στον πάτο της λεκάνης, που στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της ΕΟΚ είχαν γίνει σύγχρονες πια. Δρόμος οδηγούσε εκεί και το προκατασκευασμένο σπιτάκι (τσοπαναραίων) να ξεχωρίζει στο λιγοστό φως. Τα σκυλιά μας υποδέχτηκαν, κουδούνια προβάτων ακούγονταν και σφυρίγματα ανθρώπου, αλλά άνθρωπο δεν βλέπαμε πουθενά. Ξεδιψάσαμε απ’ το νερό του ρυακιού (Καρυώτικο ρέμα) και κολλήσαμε στην απέναντι πλευρά της λεκάνης, σμίγοντας με το κοπάδι. Χαιρετηθήκαμε ζεστά, γιατί είχαμε τόσα χρόνια αναπτύξει σχέση μαζί τους. Βλέπεις είναι μετακινούμενοι Σαρακατσαναίοι, και βγαίνουν κάθε άνοιξη στις στάνες των Μουσουνιτσιώτικων λιβαδιών. Είπαμε τα νέα μας και ξανασυστηθήκαμε. Αναφέραμε την ερήμωση της στάνης στο Πάνω Ραϊλή και μας απάντησε ότι χρησιμοποιείται μαζί με την στάνη του Κάτω Ραϊλή. Γνωστοί, όσο μπορεί να είμαστε, εδώ, στα Βαρδούσια, είχαμε ξαναβγεί και σμίξει με τους ανθρώπους. Και αυτοί μας θυμόντουσαν.. Μαζί του το εγγόνι, παιδί του γιού του, που το είχε για συντροφιά. Γελάσαμε λέγοντας κουβέντες στο πόδι, γιατί το κοπάδι προχωρούσε και ο άνθρωπος είχε δουλειά. Αρνηθήκαμε ευγενικά στην επιμονή του «ελάτε στο κονάκι», μιας και η ώρα ήταν περασμένη και είχαμε δρόμο στο άγνωστο!. Απλώς δεν θέλαμε να φορτωθούμε στον άνθρωπο, θα βρίσκαμε κάτι παράμερα στο βουνό, ένα μέρος αγναντερό να στήσουμε την κατασκήνωση και να απολαύσουμε την νύχτα που έπεφτε. «Σας είδα από νωρίτερα» έκανε ο μπάρμπα Γιώργος «καθώς ανεβαίνατε από τα Μετερίζια. Σας έβλεπα και όση ώρα κολλούσατε ψηλότερα στην ράχη, μετά σας έχασα..» «εεε..» «Ωρέ βγήκατε επάνω! Ε, αφού δεν νυχτώσατε πάνω εκεί πάλι καλά». «..» «και πέσατε απ’ εκεί κάτω ε!» «ναι είπαμε να γυρίσουμε απ’ εδώ» «ορέ μπράβο, αφού είχατε τέτοια όρεξη.. Προ καιρού έπεσε ένας τράγος από εκεί ψηλά και πάει. Ξέρεις τί τόπος είναι. Μέχρι να φτάσει κάτω έγινε λάσπη!! Μόνον το τροκάνι (κουδούνι) του βρήκαμε στον πάτο και το έχουμε κρεμασμένο στο μαντρί μπροστά». «Το είδαμε..» «το είδατε; Αυτό ήταν δεν έμεινε τίποτα άλλο..».. «Έχει κάμποσο ύψος» έκανε ο Γιώργος, «θάναι καμιά 300αριά μέτρα.». «Ορέ τι τρακόσια μέτρα, πες 500 μέτρα τουλάχιστον, σου κόβεται η ανάσα»! Ο μπάρμπα Γιώργος, σαν μας είδε να παίρνουμε τον δρόμο, μας φώναξε να κολλήσουμε «ευθεία μπροστά. Είναι μακρύς ο δρόμος από γύρα.. Τραβάτε ευθεία επάνω θα βγείτε γρήγορα». Το κάναμε, μόνο που στο τέλος μιας τόσο φορτωμένης ημέρας, δεν ξέρεις εάν οι δυνάμεις σου έχουν ξεπεράσει τα όρια ή ότι δεν έχεις άλλη επιλογή. Θέλεις η κούραση, θες η νύχτα που πέφτει μαγικά, το κεφάλι βουίζει, τα μάτια βλέπουν αστεράκια στη γη, τα αυτιά έχουν βουλώσει και παρακαλάς τα πόδια να σηκωθούν για άλλη μια φορά να ψηλώσουν. Να τόσο δα ίσα να μικρύνουν την απόσταση από το τέλος – αυτό το ορίζουμε εμείς – τούτης της ημέρας. Αύριο πάλι θα είναι μια καινούργια μέρα.. Περπατάς νύχτα στα αστέρια, στα ψηλώματα των Βαρδουσίων και δεν έχεις «χώρο» να χωρέσεις τις κουβέντες του τόπου. Τις αφήνεις και αυτές μένουν μετέωρες, όπως αυτές του μπάρμπα Γιώργη για τον τράγο, που έπεσε από ψηλά. Τι να θυμηθείς και που να σταματήσεις, ενώ συνεχίζεις να αγκομαχάς ανηφορίζοντας; Όλα είναι πρωτόγνωρα, όλα φαντάζουν μαγικά μέσα στο κεφάλι μου και γύρω. Όλα όμως θέλουν το χρόνο τους.. Τάκη Ντάσιου, Καλοκαίρι 1990 Παραπομπές Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια Ενδεικτική βιβλιογραφία πηγη: https://oreinografies.wordpress.com/ |
Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024
Στο βυθό της λίμνης του Μόρνου.
Στην θέση Τσαμπάδες στον Λουτσοβιώτικο κάμπο, ( τώρα θαμμένος στα νερά την λίμνης του Μόρνου), η οικογένεια του Δημήτρη Καραδήμα είχε το πτηνοτροφείο και δίπλα υπήρχε η κατοικία της οικογένειας.
Η φωτό είναι του 1972, διακρίνεται η Παναγιώτα Καραδήμα και τρία παιδιά της.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ. Μπερτσιά : θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις.
………Δίπλα στο πτηνοτροφείο ο Μήτσος είχε χτίσει έναν μι- κρό οικίσκο όπου στέγαζε την οικογένειά του. Παραδίπλα ήταν το κατάλυμα της οικογένειας του Γιώργου του αγρο- φύλακα, τους χώριζε το κανάλι που μετέφερε το νερό του Μόρνου προς τα τελευταία αγροκτήματα της κοιλάδας. Ακριβώς απέναντι, στα δεξιά του δρόμου προς την πλευρά του λόφου, ο Γιάννης είχε χτίσει μια αγροτική αποθήκη που τα καλοκαίρια τη χρησιμοποιούσε για να μένει με την οι- κογένειά του. Περίπου είκοσι νοματαίοι ξεκαλοκαίριαζαν σε αυτό τον μικρό οικισμό.
Όταν τον συναντήσαμε είχε ήδη φορτώσει το γερμανικό τρίκυκλό του –ένα Zundapp μοντέλο 561 του 1965, αν θυ- μάμαι καλά–, με αυγά ντανιασμένα στις αυγοθήκες, προ- σεκτικά δεμένες στην μικρή καρότσα, και ήταν έτοιμος να φύγει.
Μας χαιρέτισε και μας ρώτησε αν είναι αλήθεια ότι φεύ- γουμε για Αθήνα. Του απάντησα ότι φεύγουμε μεθαύριο.
Έδειχνε στενοχωρημένος...
«Ένας-ένας θα φεύγει, αχ αυτή η λίμνη, μουρμούρι- σε...»
«Και συ έκανες έξοδα, δεν πάνε πέντε χρόνια που έφτια- ξες το πτηνοτροφείο, δεν είχες ακούσει ότι θα γίνει η λί- μνη;», τον ρωτά ο Νίκος.
«Κάτι ακουγόταν, αλλά τίποτα επίσημο, εδώ και η Αγροτική Τράπεζα μου έδωσε ένα μικρό δάνειο, τι να πού- με τώρα... δεν ξέρω τι να κάνω, ελπίζω να περάσουν κά-
152 σελιδα
ποια χρόνια μέχρι να φτιαχτεί αυτή η ρημάδα η λίμνη.» «Γεια σας παιδιά», ακούστηκε η φωνή της κυρά Πανα- γιώτας, που έβγαινε από το μικρό σπιτάκι μαζί με τα τρία πιτσιρίκια, «ελάτε να σας κεράσω ένα λουκούμι, τα έφερε
χθες ο Μήτσος από το Λιδωρίκι.»
Πριν προλάβαμε να απαντήσουμε μπήκε ξανά στο σπίτι
και εμφανίστηκε σε λίγο μ’ ένα κουτί λουκούμια. «Εδώ έχουμε και κρύο νερό, αυτό το παγούρι που είναι τυλιγμένο με αφρολέξ μας έσωσε. Κρατά το νερό κρύο ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, πού το βρήκε ο Μήτσος δεν ξέρω. Όλο καινούργια πράγματα φέρνει...»
Πήραμε με χαρά το λουκούμι, το κόκκινο το κλασικό, το μεγάλο, με γεύση τριαντάφυλλου και με κομμάτια αμυ- γδάλου, ακόμη το θυμάμαι, ήπιαμε το κρύο νεράκι και συ- νεχίσαμε το δρόμο μας.
Γυρνώντας βλέπω την Παναγιώτα με τα παιδιά να είναι στημένα σαν να μας αποχαιρετούν και αυθόρμητα κατε- βάζω την μηχανή και τους φωτογραφίζω.
«Μια φωτογραφία για ενθύμιο τους λέω», και συνεχί- ζουμε την πορεία μας προς την Αγία Μονή, που δεν ήταν πλέον μακριά………
Στο βάθος δεξιά του δρόμου, στον μικρό λόφο, ήταν κτισμένη η Αγία Μονή
Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024
Μια φωτο του 1972 από τον «βυθό» του Μόρνου..
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από την θέση τεμπελέικα στον Λουτσοβιώτικο κάμπο κοντά στις όχθες του Μόρνου .
Διακρίνεται αμιδρά, στο κέντρο δεξιά, το αγροτόσπιτο της οικογένειας του Γιώργου Ανέστου (Κασσιμέρης). Επίσης φαίνονται και οι καλύβες του Καλμαντή και του Καραγκούνη και ο αμαξιτός δρόμος Λιδωρικίου-Ναυπάκτου στην θέση τραγατσούλα που ήταν και τα αλώνια του Τσουμπροκώστα.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις
……Μόλις περάσαμε την γέφυρα του Κερασορέματος ή της «Κφάλας», όπως ήταν πιο γνωστή με την ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά, πέφτουμε πάνω στον παλιό αγροφύλακα, τον Γιώργο τον Ανέστο, πιο γνωστό ως Κασιμέρη, που με το άλογό του ερχόταν από το μονοπάτι δίπλα στο ρέμα.
Ήταν και αυτός και η πολυμελής οικογένειά του μόνιμοι κάτοικοι του εξωχώριου διάσπαρτου οικισμού μας. Το σπίτι του, ορατό από τη θέση που ήμασταν, απείχε πεντακόσια περίπου μέτρα από τον κεντρικό δρόμο. Ήταν σχεδόν απέναντι από το σπίτι του Τσουπροκώστα, στην άλλη όχθη του ρέματος αλλά ψηλότερα, στο ξέφωτο μιας πλαγιάς κατάφυτης με κουμαριές, πουρνάρια και βελανιδιές.
Σ’ αυτό το πανέμορφο ξέφωτο είχε χτίσει εδώ και δεκαετίες το σπίτι του, έχοντας πανοραμική θέα σ’ ένα μεγάλο μέρος του κάμπου. Λίγο πιο πάνω, στην ίδια πλαγιά, σε ένα μικρότερο ξέφωτο, είχε σπίτι ο αδελφός του ο Χρήστος, γνωστός με το παρατσούκλι Τσάκης. Ο Χρήστος συμπεριλαμβανόταν στους μόνιμους κατοίκους του κάμπου και ζούσε εκεί με τη γυναίκα και την ψυχοκόρη του. Ήταν κτηνοτρόφος, με μεγάλο κοπάδι κατσικιών και, αν θυμάμαι καλά, από τους ελάχιστους που έφτιαχνε βούτυρο από το γάλα των κατσικιών του με την παραδοσιακή καράμπα.Αγναντεύοντας τα τρία σπίτια δεν μπορούσες να μη σκεφτείς ποσό σοφά οι παλιοί άνθρωποι επέλεγαν τον τόπο διαμονής τους. Έχτιζαν στα κατάλληλα μέρη με καλό προσανατολισμό, φυσική προστασία για τις άσχημες καιρικές συνθήκες και ανοιχτό ορίζοντα. Αυτό ίσχυε για όλα τα σπίτια, ακόμη και για τις πρόχειρες αποθήκες και άλλα χρηστικά παραπήγματα που είχαν από χρόνια χτιστεί εδώ κι εκεί σ’ αυτή τη μικρή κοιλάδα……..
Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024
Θαμμένα αγροτόσπιτα
Στο βυθό της λίμνης του Μόρνου βρίσκεται από το 1977 το αγροτόσπιτο της οικογένειας του Κ. Κολοκυθά (Τσουπροκώστα), στον Λουτσοβιώτικο κάμπο στην θέση κφάλα.
Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024
Χθες έφυγε από κοντά μας,ή Καραδημα Γεωργία συζ.του Λεωνίδα. Ή κηδεία της θα γίνει την Τετάρτη 10-1-2024 στον χωριό. Ήταν πολύ καλή φιλησυχος άνθρωπος ,πάντα με το χαμόγελο και έναν καλό λόγο για όλους μας. Αγαπητή από όλους τους Χωριανους. Ή οικογένεια θα βάλει λεωφορείο, όσοι επιθυμούν να μεταβούν με το Λεωφορείο, να επικοινωνήσουν με την κόρη της Μαίρη στο τηλ.6978281042 για περισσότερες πληροφορίες. Εκ μέρους του Συλλόγου εκφράζουμε τα θερμά μας Συλλυπητήρια στην οικογένεια της.Αιωνια η μνήμη της και ας είναι ελαφρύ το χώμα πού θα την σκεπάσει.
Θανασης Φλώρος
Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων
Ένας ακόμη χωριανός μας εγκατέλειψε στο τέλος του 2023 τον μάταιο τούτο κόσμο..
Ο αγαπητός σε όλους μας Βασίλης ο Κοράκης, (της βασιλοκώσταινας όπως ήταν πιο γνωστός), στα 98 του, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Ο Βασιλης, ίσως ο πιο φιλήσυχος και άκακος άνθρωπος που έζησε στο χωριό μας, μετακόμισε μετά τον θάνατο της μάνας του εδώ και πολλά χρόνια στην Αθήνα. Τα καλοκαίρια πάντα ανέβαινε στο χωριό το οποίο υπεραγαπούσε.. Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στο νεκροταφείο του χωριού το περασμένο Σάββατο.
Καλό ταξίδι Βασίλη, θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη!
Λαχανόκηπος το 1972
Λαχανόκηπος το 1972 στον κάμπο του Κόκκινου, βυθισμένος τώρα στα νερά της λίμνης.Η εικονιζόμενη είναι η Ευθυμία Γ.Μπερτσιά.
Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023
Από την γέφυρα του Στενού (1976)
1976. Στην γέφυρα του Στενού, στο βάθος φαίνεται ο κάμπος του χωριού Κόκκινος, νεαροί της εποχής ποζάρουν στον φακό. Σε πρώτο πλάνο δεξιά διακρίνεται το Ξενία. Οι καταστροφές στην κοιλάδα για την κατασκευή του φράγματος είναι ορατές…
Όλη η περιοχή είναι πλέον στο βυθό της λίμνης του Μόρνου.
Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023
Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023
Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023
"Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις" ( 18 διηγήματα από τον «βυθό» της λίμνης του Μόρνου)
''Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις" του Κ. ΜΠΕΡΤΣΙΑ από τις εκδόσεις ΟΡΟΠΕΔΙΟ
διαβάζουμε από τον πρόλογο του βιβλίου:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ήδη στον τίτλο της συλλογής διηγημάτων του Κώστα Μπερτσιά ενυπάρχει το στοιχείο της αντίθεσης, όνειρα που σχηματίστηκαν κάποτε, υπήρξαν και έσβησαν στη συνέχεια, ενώ στο μυαλό σφράγισαν αναμνήσεις που παρέμειναν ζωντανές.
Τελικά η μνήμη γίνεται βάλσαμο στον πόνο και την πίκρα και οδηγεί στη νοερή αναβίωση του παρελθόντος.
Πρόκειται για ένα παρελθόν όχι αυστηρά προσωπικό, γιατί μέσα από αυτό ξετυλίγεται με τη ζωντανή παραστατική αφήγηση, τη γλαφυρή περιγραφή και την αμεσότητα των διαλόγων η κουλτούρα και η παράδοση την ελληνικής επαρχίας, που μπροστά στην τεχνολογική εξέλιξη και τις εκάστοτε αναφυόμενες σκοπιμότητες καθίσταται το σφάγιο στον βωμό της λεγόμενης «αειφόρου ανάπτυξης», της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης.
Αυτό που περισσότερο γοήτευσε τον άνθρωπο από την αρχαιότητα, η φύση, και μάλιστα η ελληνική φύση με τη διαύγεια, την καθαρότητα και την αισθητική της καλλιγραμία από τον Ηράκλειτο μέχρι και τον Αριστοτέλη και τους νεότερους φιλοσόφους χάνει την αυτοδυναμία της και γίνεται υποχείριο της όποιας εξέλιξης, που δυστυχώς λησμονεί την «αρχή» της.
Από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια, αναδύεται μέσα από τα διηγήματα ένα σφοδρό κατηγορώ κατά της κοντόφθαλμης πολιτικής των αρχών, της έλλειψης διορατικότητας και προγραμματισμού διεπόμενων από σεβασμό προς τη φύση, την ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισμό.
Εδώ ακριβώς τίθεται το μεγάλο θέμα της ηθικής ευθύνης του ανθρώπου και κυρίως του σύγχρονου ανθρώπου,
του δελεασμένου από τα επιτεύγματα της τεχνολογικής ανάπτυξης. Το κόστος είναι ιστορικό, κοινωνικό, ηθικό, αισθητικό.
Κάπου σημειώνει ο αφηγητής: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό». Τα συναισθήματα αυτά είναι οικεία και γνώριμα στον κόσμο της Κύπρου. Νοσταλγούμε την Αμμόχωστο, την Κερύνεια, τον Απόστολο Ανδρέα, ενώ ζούμε στον τόπο μας και αυτό κάνει την πίκρα μας πιο οδυνηρή.
Στο κεφάλαιο «Ο Χαμένος Παράδεισος» ο λόγος είναι λυρικός, ενέχων εντός του δύναμη ομηρική, εμποτισμένη από την αγάπη και τη λαχτάρα ενός κόσμου που άλλοτε ζούσε και δημιουργούσε αστείρευτα. Ήταν τότε τα χρόνια του πατρικού σπιτιού, της παιδικής ηλικίας που σφραγίζει ανεξίτηλα κάθε ανθρώπινη ψυχή.
Μέσα όμως από την ανάμνηση των οικογενειακών περιστατικών, αναδεικνύονται συγχρόνως και ιστορικές στιγμές του Ελληνισμού που κινούνται μέσα σε τραγικές αντιθέσεις. Στα δύσκολα χρόνια του πολέμου «δεν πρέπει να εκμεταλλευόμαστε την ανάγκη των ανθρώπων», σημειώνει τελικά με ανθρωπιά ο αφηγητής.
Εξάλλου, η ηθική διάσταση συμπορεύεται με την φυσική διάσταση των πραγμάτων, όπως φαίνεται στο διήγημα «Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή».
Φώφη Παντελή, φιλόλογος, διευθύντρια μέσης εκπαίδευσης στη Λευκωσία
Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023
Η γέφυρα του Κόκκινου ποταμού σε αεροφωτογραφία του 1955
Η γέφυρα είναι από το 1978 είναι στο βυθό της λίμνης του Μόρνου. Στην ανατολική πλευρά ήταν το χάνι του Γκέκα και λίγο βορειότερα το ιστορικό χάνι του Καραπιστόλη, (του Σκορδά το χάνι)