Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Ομοσπονδία Συλλόγων Β.Δ. Δωρίδας



Στην Αρτοτίνα για τας εορτάς του Διάκου


ΕΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
      Ο απεσταλμένος της εφημερίδας "ΠΑΤΡΙΣ" Κ.Α. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, συνoδεύει  τον υφυπουργό  Συγκοινωνιών, κ. Αβραάμ, με την ακολουθία του στην Αρτοτίνα, προκειμένου να αντιπροσωπεύσει  την κυβέρνηση στις εκδηλώσεις  που διοργάνωσε η Δωρική Αδελφότητα για την "Ελληνική Εκατονταετηρίδα" προς τιμήν του ήρωά μας, Αθανασίου Διάκου. Ο ίδιος ο υφυπουργός θα έκανε και τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Διάκου. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό οδοιπορικό, που δημοσίευσε η εφημερίδα σε συνέχειες  στα φύλλα της με ημερομηνίες 3,4,6  και 9 Σεπτεμβρίου του 1930.
        
                                                                                                                
                                                    
ΣΤΗΝ ΑΡΤΟΤΙΝΑ ΓΙΑ ΤΑΣ ΕΟΡΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
[ΠΩΣ ΤΑΞΕΙΔΕΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΩΡΙΑ – Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΥΛΑΡΙΟΥ- ΣΤΙΣ ΚΟΡΦΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΟΙ ΑΕΤΟΙ- Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ]

 -Η ΠΑΤΡΙΣ- ΤΕΤΑΡΤΗ 3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1930 
 ΑΡΤΟΤΙΝΑ, Σεπτέμβριος (του απεσταλμένου μας)
     
    Εννέα ολόκληρες ώρες πορεία δια ημιόνων, δεν είναι βέβαια ούτε ευχάριστο αλλ’ ούτε και ανεκτό. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν αυτή η πορεία γίνεται μέσα σε ποτάμι και ατραπούς, το πλάτος των οποίων δεν υπερβαίνει ποτέ τα τριάντα εκατοστά του μέτρου και σε πολλά σημεία, ούτε τα δέκα. Τώρα πως κατορθώνουν τα ζώα και περνούν από κει, είναι μυστήριον.
    Θα μπορούσα κάλλιστα να αρχίσω για την κατάσταση των δήθεν δρόμων, για την τηλεφωνικήν συγκοινωνίαν , για - για ένα σωρό άλλα πράγματα, που θα πούμε εν συνεχεία. Αντί όμως για όλα αυτά, αν θέλετε μπορούμε να κάνουμε μαζί την εκδρομή αυτή που αρχίζει από τον Πειραιά και   τελειώνει εις τους Πενταγιούς. 
Ποιος την διοργάνωσε; Η Δωρική αδελφότης , ήτις και εόρτασε την Ελληνικήν εκατονταετηρίδα, εις 
την ιστορικήν πλατείαν της Αρτοτίνης, όπου συνελήφθη ο Διάκος το πρώτον και πριν αρχίσει τον πόλεμον εναντίον των Τούρκων. Είναι γνωστόν ότι απέδρασε κατόπιν κλπ. περιβληθείς την στολήν του αρματολού. Ας αρχίσωμε λοιπόν την εκδρομήν ή μάλλον την ταλαιπωρίαν, χωρίς βέβαια γι αυτό να ευθύνεται η Δωρική αδελφότης.
      Η Αμβρακία, το γνωστό καθαρότατο καραβάκι, μας παραλαμβάνει από τον Πειραιά εις τας 9 το βράδυ της 28ης Αυγούστου. Ο πλοίαρχος Π. Μαρλός περιποιητικότατος, θέτει ολόκληρο το σκάφος εις την διάθεσή μας. Και το γλέντι αρχίζει. Ο υφυπουργός της Συγκοινωνίας κ. Αβραάμ ο οποίος θα αντιπροσώπευε την κυβέρνησιν εις τας εορτάς, ευρεθείς μέσα σε κείνο το πανηγύρι ενθουσιάσθηκε και αυτός και αρχίζει τα Ρουμελιώτικα τραγούδια, που κρατάνε όλη τη νύχτα. Το πρωί μας βρίσκει στο Γαλαξίδι, απ΄ όπου παραλαμβάνομε τον βουλευτήν Παρνασίδος κ. Γουργουρήν και αναχωρούμε για την Ερατεινήν.
    Η Ερατεινή στολισμένη με σμυρτιές και με σημαίες και με αφάνταστο ενθουσιασμό υποδέχεται με ένα πρωτοφανή ενθουσιασμό τον υφυπουργόν και την αδελφότητα των Δωριέων.
    Μα για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν είχε και άδικο. Ήταν η πρώτη φορά που Έλλην υπουργός, απεφάσισε να κάμει αυτό το ταξιδάκι, που όπως θα δούμε παρακάτω ήταν γεμάτο από περιπέτειες και κινδύνους, τους οποίους είναι θαύμα πως κατορθώσαμε να διαφύγουμε.
    Και το μαρτύριο αρχίζει. Λόγο ο πρόεδρος της Κοινότητος, λόγο ο υφυπουργός, λόγο ο ένας, λόγο ο άλλος, κατορθώνουμε να φάμε κάπου μια ώρα μέσα στον καυτερό ήλιο με τους λόγους.
    Επί τέλους και το μαρτύριον αυτό τελειώνει, για να αρχίσει μια ολόκληρη σειρά άλλων, μεταξύ των οποίων την πρώτην θέσιν κατέχουν τα κατανα-γκαστικά έργα, κοινώς επίσημα γεύματα. Και ύστερα λόγοι και πάλι λόγοι όλο λόγοι.
    Το μεσημέρι πέρασε πια. Η ώρα είναι τέσσερις και ετοιμαζόμαστε για το Λιδορίκι.  
    Επιβιβαζόμεθα σε μια θαυμασία Ρεό και ύστερα από λίγο βρισκόμαστε σκαρφαλωμένοι απάνω στα πανύψηλα βουνά της Ερατεινής, κυλώντας απάνω σε έναν κατεστραμμένο σχεδόν αμαξιτό δρόμο, ο οποίος φαίνεται πως κάποτε ήταν σε καλή κατάσταση.

Ενετική γέφυρα επί του Μόρνου ποταμού
    Γυρίζω τα μάτια μου σε μια στιγμή προς τα επάνω και βλέπω κάτι πελωρίους βράχους με παράξενα σχήματα, που σκέπτομαι πως αν ποτέ λόγω σεισμού ή άλλης αιτίας κατρακυλήσουν προς την Ερατεινήν, όχι μόνο δεν θα γλυτώσει κανείς, αλλά είναι ζήτημα αν θα βρεθούν ποτέ.      
    Ευτυχώς που έως ότου καλοσκεφθώ όλα αυτά, περνάμε. Μα όμως ευρισκόμεθα στα χίλια μέτρα περίπου από της επιφανείας της θαλάσσης. Θαρρώ πως σχεδόν δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ αεροπλάνου και αυτοκινήτου σ’ αυτό το ύψος. Γυρίζω τα μάτια μου προς τα κάτω και βλέπω κάτι γκρεμνούς και στο βάθος μακριά πολύ κάτι μικρούλικα σπιτάκια που μοιάζουν σαν κουκλόσπιτα. 
    Η εύθυμη παρέα που είναι μέσα σταματάει τα γέλια και τις φωνές. Τα πρόσωπα όλων μας είναι κατακίτρινα και με εντεταμένη την προσοχή μας παρακολουθούμε τον σοφέρ, ο οποίος με μια επιδεξιότητα αφάνταστη, οδηγεί το αυτοκίνητο με ταχύτητα 75 χιλιομέτρων, όπως τουλάχιστον γράφει ο μετρητής. Με την ταχύτητα αυτή δηλαδή, μια μικρή βλάβη του τιμονιού, ή ένα κλατάρισμα της σαμπρέλας, θα μας έστελνε κάτω στην άβυσσο.  Τι να κάνουμε όμως, το φιλότιμο του σοφέρ δεν επέτρεπε σε άλλο αυτοκίνητο να τον προσπεράσει. Και έτσι όσο κι αν φωνάζαμε, ο κόπος πήγαινε χαμένος. Όταν μάλιστα σε κάποια στιγμή που σταθήκαμε κάποιο άλλο αυτοκίνητο τον προσπέρασε, αρρώστησε πραγματικά, γιατί δεν τον αφήκαμε να φύγει αμέσως «για να τον κάνει να φάει σκόνη». Τι να γίνει όμως; Εμείς είχαμε απόφαση να ξαναγυρίσουμε Αθήνα.
    Ο ήλιος κοντεύει να δύσει πια. Μαύρα, κατάμαυρα σύννεφα, έχουν σκεπάσει τον ουρανό και απειλούν από στιγμής σε στιγμή να ξεσπάσει η νεροποντή, όταν φθάνομε στη Γρανίτσα, ένα χωριουδάκι μεταξύ Ερατεινής και Λιδορικίου. Όλοι οι κάτοικοί του με επί κεφαλής τον παπά και μια πελωρία σημαία μας προϋπαντούν λίγο έξω από το χωριό και μας εύχονται το «καλώς ορίσαμε».
    Γριές και γέροι - νέοι και παιδιά ζητούν να μάθουν ποιος είναι ο υφυπουργός. Και όταν τους τον δείχνουμε, τον παρατηρούν σαν αξιοπερίεργο θέαμα. Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ εις την ζωήν τους τέτοιο πρόσωπο. Δεν ήξεραν καν τι θα πη υπουργός.
    Κάτι ροδόχρυσες ακτίνες χρυσώνουν τις βουνοκορφές των Βαρδουσίων, όταν φθάσαμε εις το Λιδόρικι
    Δέκα λεπτά έξω από το χωριό, είναι  μαζεμένος όλος ο κόσμος και μας υποδέχεται με σημαίες και ζήτω. Και πριν καλά-καλά πάρουμε αναπνοή αρχίζουν οι λόγοι, από χειρογράφου, από μνήμης, λόγοι ετοιμασμένοι εκ των προτέρων και λόγοι της στιγμής που μας τρώνε απάνω από τρία τέταρτα της ώρας.
    Τα πετρελαιοφάναρα των δρόμων, έχουν ανάψει πια, όταν μπαίνουμε μέσα εις το χωριό την κατάστασιν και τας ανάγκας του οποίου θα περιγράψω εις άλλην ανταπόκρισιν.
    Εις την πλατείαν του Λιδωρικιού απάνω σε πρόχειρη σκηνή μαθηταί του γυμνασίου, παίζουν το δράμα του Αθανασίου Διάκου. Σε λίγο τα βουνά και τα φαράγγια αντηχούν από τους πυροβολισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται εις το πρόγραμμα. Τα πουλιά τρομαγμένα φτερουγίζουν ανάμεσα εις τους πλατάνους.
    Ετελείωσε το ένα δράμα και αρχίζει το άλλο. Το γεύμα. Η μεγάλη φιλοξενία των κατοίκων του Λιδωρικιού, κοντεύει να βγει σε κακό. Πεινάς δεν πεινάς πρέπει να φας ό,τι  σου σερβίρουν. Ας είναι όμως. Τελειώνει και αυτό. Οι φιλόξενοι χωρικοί μας περιποιούνται εις τα σπίτια νωρίς νωρίς, γιατί την επομένην θα γίνει η πορεία προς την Αρτοτίναν. Αλλά περί αυτής αύριον.

Κ. Α ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ



ΠΕΜΠΤΗ 4 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1930
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΣΑΒΡΑΧΑ
Τα πρωτόγονα μέσα συγκοινωνίας που κυριαρχούν ακόμα στην ύπαιθρο.
ΑΡΤΟΤΝΑ, Σεπτέμβριος - (Του απεσταλμένου συντάκτου μας).

    Οι κάτοικοι του Λιδορικιού, ύστερα από την παράσταση, αρχίζουν να μαλώνουν σχεδόν ποιος θα πρωτοπεριποιηθεί τους εξ Αθηνών,
    Ήταν πάντα γνωστό - και πολλοί ξένοι περαστικοί από την Ελλάδα είπαν και έγραψαν για την προθυμία και την φιλοξενία των χωρικών μας. Όμως πρέπει κανείς να αντιληφθεί ο ίδιος αυτό το πράγμα για να το νοιώσει καλά. Ο ταξιδιώτης δεν θα σκεφθεί ούτε μια στιγμή για το βραδινό του ύπνο. Οι χωρικοί θα τον προσκαλέσουν και θα τον παρακαλέσουν ακόμα, να περάσει την νύχτα του στο φτωχικό τους και να μοιρασθεί το φαΐ τους. Θα’ ναι γι αυτούς η μεγαλυτέρα  χαρά και ευχαρίστησις.
    Όλοι κοιμηθήκαμε σε καθαρότατα χωριατόσπιτα και δυστυχώς όχι νωρίς. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, παρ’ όλον ότι το πρωί έπρεπε να ξεκινήσουμε για την Αρτοτίνα, εις τας έξ τουλάχιστον, για να φθάσουμε μετά εννέα ολόκληρες ώρες.
     Ξημέρωμα πια. Ένα- ένα τα άστρα τρεμοσβήνουν στον ουρανό. Το κρύο αρκετά τσουχτερό κάνει τα σαγόνια μας να χορεύουν τον εξωφρενικό χορό. Ούτε να μιλήσουμε δε μπορούσαμε, ιδίως εμείς οι αμάθητοι από τέτοιο βουνίσιο κρύο.
    Είναι η ώρα 7, μα ούτε ξεκινήσαμε ούτε και ο ήλιος βγήκε ακόμα. Γιατί εις το Λιδορίκι γίνεται αυτό το παράξενο. Ο ήλιος δηλαδή να ανατέλλει τουλάχιστον μία ώρα αργότερα από την κανονική, και τούτο γιατί τα ψηλά βουνά που είναι απάνω από το Λιδορίκι, τον εμποδίζουν να φανεί μόλις ανατείλει.
     Ύστερα από πρόχειρη σκέψη απεφασίσθη αντί η ημιονική πορεία να γίνει από το Λιδορίκι, από την τοποθεσία «Στενό» όπου υπάρχει και χάνι. Σημειωτέον δε ότι μέχρις εκεί η απόστασις δια των ζώων είναι μία ώρα περίπου. Μέχρις εκεί απεφασίσθη να πάμε με αυτοκίνητο. 
    Μόλις προχωρήσαμε λιγάκι από το Λιδορίκι, συναντούμε τον υφυπουργό κ. Αβραάμ, ο οποίος εβάδιζε προς το «Στενό» πεζός διότι το αυτοκίνητό του υπέστη βλάβην. Τον παίρνουμε εις το δικό μας αυτοκίνητο και προχωρούμε. Μα ύστερα από λίγο αρχίζουν τα χτυποκάρδια. Δρόμος ελεεινός και απαίσιος, με μικρότατες στροφές από το ένα μέρος, χαράδρα αρκετά βαθιά από το άλλο, μας κάνει να κρατάμε και την αναπνοή μας ακόμα. Η εύθυμη παρέα, εις την οποία προσετέθη και ο κ. υφυπουργός, με γέλια και τραγούδια περνά την ώρα της, ενώ ταυτοχρόνως σε κάθε επικίνδυνο μέρος, που κινδυνεύουμε να τσακιστούμε εις την χαράδρα, τάζει λαγούς με πετραχήλια εις τους αγίους.
  
Η μοντέρνα συγκοινωνία των Ελληνικών επαρχιών
   
Εις μίαν στιγμήν περνάμε κάτω από ένα πελώριο πλάτανο. Τα κλαδιά του μας κάνουν να μεταβληθούμε μέσα εις το αυτοκίνητο σε θεοσεβεστάτους προσκυνητάς. Εν τούτοις όμως, πολλά κεφάλια χαϊδεύτηκαν όχι και τόσον απαλά από τα πολυάριθμα χέρια του και πολλά ψαθάκια ευρέθησαν έξω από το αυτοκίνητο. Περνάει κι αυτό. Αλλά το μπότζι εξακολουθεί ολοένα και πιο ισχυρό. Σε μια στιγμή φθάνουμε σε μια πολύ μικρά στροφή, από την οποία έπρεπε οπωσδήποτε να περάσουμε. Ομολογώ πως δεν είχα πια το θάρρος να μείνω απάνω εις το αυτοκίνητο. Παρακαλώ τον σοφέρ να σταματήσει για να κατεβώ. Με ακολουθεί ο κ. Αβραάμ και δυο  - τρεις άλλοι.
    Προχωρώ προ του αυτοκινήτου, για να δω καλύτερα τα πράγματα. Ο σοφέρ αρχίζει να προχωρεί. Η καρδία όλων μας αρχίζει να παίρνει  «τριακόσιες στροφές εις το λεπτό». Ο κ. Αβραάμ παρακολουθεί με αρκετή νευρικότητα τα συμβαίνοντα. Το αυτοκίνητο εμπήκε ήδη εις την επικίνδυνον στροφήν και προχωρεί. Οι εμπρόσθιοι τροχοί επέρασαν ήδη από το επικίνδυνον σημείον. Μένουν οι οπίσθιοι, οι οποίοι έχουν και το περισσότερον βάρος. Μόλις φθάνουν εκεί, αρχίζουν  και υποχωρούν τα πρώτα μαλακά χώματα. Και εμείς που είμεθα κάτω και εκείνοι που ήσαν απάνω έχουμε γίνει κατακίτρινοι. Είμαστε βέβαιοι πως ελπίς σωτηρίας δεν υπάρχει. Μα να όμως μια φωνή ανακουφίσεως βγαίνει από όλων μας τα στόματα. Το δυστύχημα απεφεύχθη.   
    Τα αυτοκίνητο σταματά και κατεβαίνουν όλοι κάτω και παρατηρούν από πού επέρασαν. Τότε μόνον διεπίστωσαν, ότι μόλις δέκα εκατοστά, ίσως και ολιγότερον, απείχον από την χαράδραν. Αυτή ήταν η πρώτη περιπέτεια. Χίλιες άλλες αρχίζουν από το «Στενό», όπου καβαλάμε εις τους ημιόνους. Και το μαρτύριο αρχίζει. Αρκεί να φαντασθεί κανείς πως ύστερα από εννέα ώρες θα φθάναμε εδώ.
    Προχωρούμε κατά μήκος του ποταμού Μόρνου, ο οποίος δεν έχει παρά ελάχιστα νερά. Περνάμε μια αρχαιοτάτη τοξοειδή γέφυρα, ανεβαίνουμε μια μικρή βουνοπλαγιά και ξανακατεβαίνουμε προς τον ποταμό , ο οποίος δεν είναι πια ο Μόρνος, τον οποίον αφήκαμε πίσω μας, αλλά το Γρανιτσόρεμα. Περνάμε κάτω από πυκνότατα πλατάνια. Τόσο πυκνά, που δεν μπορεί να περάσει ούτε μία ακτίνα του ήλιου.
    Προχωρώντας, φθάνουμε εις του Σκορδά το χάνι. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην ξέρει την παροιμία «καλή αντάμωση  στου Σκορδά το χάνι». Εκεί ο Αθανάσιος Διάκος συνηντάτο με τους συντρόφους του, εφ’  όσον εγλύτωναν φυσικά, όταν αυτοί έκαναν καμιά επίθεση εναντίον των Τούρκων. Γι αυτό και η παροιμία αυτή όταν και σήμερα λέγεται προϋποθέτει αβεβαιότητα δια την συνάντησιν. 
    Προχωρούμε ακόμα πολύ και μπαίνουμε μέσα εις τον Κόκκινον ποταμόν, ο οποίος απέκτησε αυτό το όνομα εκ του γεγονότι ότι όταν κατέρχεται ορμητικός, παρασύρει χώματα κόκκινα και αποκτά το ίδιο χρώμα. Φθάνουμε σε μια πηγή νερού και σταματάμε τα ζώα για να ξεκουραστούμε λιγάκι. Δεν προφθαίνω να κατέβω, όταν σε απόσταση τριακοσίων περίπου μέτρων πιο εμπρός βλέπω τους εκδρομείς να κατεβαίνουν εν τάχει από τα ζώα των και να τρέχουν προς ένα ορισμένο σημείο.   
    Κεντώ το μουλάρι μου και καλπάζω προς τα εκεί. Ευρέθηκα προ του εξής θεάματος. Ο υφυπουργός της Συγκοινωνίας, λόγω αφηνιάσεως του ζώου του, ευρίσκετο σε δύσκολη θέση. Οι ημιονηγοί μας παρατηρούσαν με χαιρεκακία το πάθημα αυτό του κ. υφυπουργού.
    Σε λιγάκι αναχωρούμε. Βαδίζουμε ακόμα τρεις ώρες περίπου και αρχίζουμε πια να ανεβαίνουμε την οροσειρά των Βαρδουσίων.
    Εις την αρχή τα πράγματα πηγαίνουν κάπως καλά. Δηλαδή βαδίζουμε δια μέσου του βουνού. Αργότερα όμως τα πράγματα μεταβάλλονται. Βουνό υπάρχει μόνο από την μίαν πλευρά. Από την άλλην είναι χαράδρα, η οποία όσο προχωρούμε, τόσο γίνεται πιο βαθιά. Εκτός από ένα μικρό χωριουδάκι, που είναι απέναντί μας,  κι αυτό σκαρφαλωμένο στις πλαγιές ενός βουνού απέναντί μας, τίποτα άλλο δε φαίνεται που να προδίδει ζωή. Να περιγράψω το θέαμα της φύσεως: Απορρώγες βράχοι, κατάφυτοι από έλατα και κέδρους. Έχουμε ήδη φθάσει εις τα χίλια μέτρα. Κοιτάζω προς τα κάτω και με πιάνει ίλιγγος. Είναι αδύνατον να προχωρήσω άλλο. 
    Αναγκάζομαι να κατέβω και να αρχίσω τον δρόμο περπατώντας. Ύστερα όμως από μερικά βήματα αναγκάζομαι να ξανανέβω και πάλι εις το μουλάρι. Μα κι αυτό το αλιτήριο, θαρρείς και το ΄κανε επίτηδες. Πηγαίνοντας άκρη – άκρη έκανε πολλές φορές το κορμί μου να αμφιταλαντευθεί. Φόβος και τρόμος με πιάνει. Ο αγωγιάτης γελά. Γυρίζω τα μάτια μου ψηλά και βλέπω κάτι αετούς, οι οποίοι έκαναν τον πρωινό τους περίπατο. 
    Συλλογίζομαι μήπως το τομάρι μας χρησιμοποιηθεί για τροφή των επί ημέρας. Και η Κοστάριζα, πρώτο χωριό εις την πεντάωρη ήδη πορεία μας απέχει κάμποσο ακόμα. Εις μίαν στιγμήν ο δήθεν δρόμος χάνεται σχεδόν. Εκείνος που υπάρχει είναι αρκετός μόνον για τα δύο αριστερά ποδάρια του ζώου. Τα δύο δεξιά υποχρεωτικώς θα πατήσουν εις την κατωφέρειαν της χαράδρας. Ας δούμε λοιπόν τι θα γίνει μ’ αυτή την Ιστορία. Το ΄ριξα πια εις την τύχη, μη μπορώντας να κάμω τίποτα άλλο καλύτερο. Σε λιγάκι περάσαμε χωρίς κανένα ατύχημα. Ήδη άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σπιτάκια της Κοστάριζας. 
    Οι κάτοικοί της με σημαίες μας υποδέχονται λιγάκι έξω από το χωριό με ζητωκραυγές. Κατεβαίνουμε από τα ζώα και επιχειρούμε να περπατήσουμε. Μα που όμως. Τα πόδια μας μουδιασμένα αρνούνται να μας εξυπηρετήσουν. Μπαίνοντας εις την πλατεία του χωριού βλέπουμε να μας περιμένει στρωμένο τραπέζι και αρνιά σουβλιστά που τα κατασπαράζουμε κυριολεκτικώς, σε διάστημα ελαχίστων στιγμών. 
    Μα αρχίζει ραγδαία βροχή που δεν εννοεί να σταματήσει προς το παρόν τουλάχιστον. Ευτυχώς σε λίγο σταματά και η μουσική της φρουράς αρχίζει να παίζει διαφόρους εθνικούς χορούς. Ο ενθουσιασμός των χωρικών είναι  αφάνταστος. Πρώτη φορά εις την ζωήν των άκουαν τέτοια μουσική εις το χωριό τους. Στα πρόσωπά τους είναι ζωγραφισμένη η χαρά. Ωραίες χωριατοπούλες, και λεβεντόκορμοι τσολιάδες, με επικεφαλής τον κ. Αβραάμ, αρχίζουν τον χορό. Όμως σε λιγάκι ξαναρχίζει η βροχή και αναγκάζονται να τον σταματήσουν. Η στενοχώρια τους δεν περιγράφεται. Δεν άρχιζε λιγάκι αργότερα; κι ας έριχνε και πέτρες ακόμα , λένε.
    Αναγκαζόμεθα και μεις να φύγουμε υπό βροχήν για την Αρτοτίναν, γιατί ακόμα έχουμε τέσσερις ώρες δρόμο. Καβαλάμε και παίρνουμε τα στενοσόκακα του χωριού, για να βγούμε από την δυτική πλευρά του βουνού και το μαρτύριο ξαναρχίζει, πιο φοβερό όμως αυτή τη φορά , λόγω της βροχής.
  
Κ. Α. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΑΥΡΙΟΝ: Πορεία κάτω από τα πλατάνια, που σχηματίζουν στοές. _ Τα φαράγγια βουίζουν από τους κεραυνούς. 


ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΣΑΒΡΑΧΑ 
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ Της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΑΡΤΟΤΙΝΑ, Σεπτέμβριος - (Του απεσταλμένου μας).

    Κατάμαυρος ο ουρανός έχει ανοίξει τους κρουνούς του και ρίχνει αδιάκοπο χοντρό νερό. Είναι τέσσερεις το απόγευμα, όταν φεύγουμε από την Κοστάριζα. Να μείνουμε εκεί ήταν αδύνατο. Γι αυτό και μεις προτιμούμε να φάμε όλη τη βροχή, αλλά να φθάσουμε οπωσδήποτε εις την Αρτοτίναν.
    Περνάμε τα στενοσόκακα του χωριού, τόσο στενά που δεν μπορούν να περπατήσουν περισσότεροι από ένας και αρχίζουμε να παίρνουμε την άκρη της βουνοπλαγιάς κάτω από πελώρια έλατα, που σχηματίζουν πραγματικές στοές.
    Μα όσο πυκνά κι αν είναι, δεν μπορούν να μας προφυλάξουν από το χονδρό νερό που εξακολουθεί να μας καμουτσικίζει τα μούτρα. Εν τω μεταξύ τα ρούχα μας έχουν γίνει μούσκεμα και το νερό τρέχει απ΄ όλες τις άκρες, σαν από βρύσες. Κρυώνουμε ελεεινά και τα σαγόνια μας τρέμουν. Μα σφίγγουμε τα δόντια μας και εξακολουθούμε την επίμονη πορεία μας, η οποία θα διαρκέσει τέσσερις ώρες. Τα λεπτά που περνάμε, μας φαίνονται αιώνες ανεξάντλητοι, που διαρκούν για το δικό μας μαρτύριο. Τη σκοτεινιά, χαρακώνει για μια στιγμή μια αστραπή που σβήνεται ευθύς αμέσως και τη διαδέχεται ένας κρότος που κάνει τα φαράγγια ν’ αντιλαλούν. Αυτό ήταν η αρχή. Ύστερα από λίγο αρχίσαμε να ζούμε σ’ έναν κόσμο άγνωστο. Σ’ έναν κόσμο καινούργιο που μόνο στα παραμύθια υπάρχει. 
    Κεραυνοί, ο ένας πίσω από τον άλλο , σπαθίζουν το μαύρο ουρανό και ύστερα κρότοι, κρότοι αλλεπάλληλοι, που γίνονται πιο δυνατοί από τον αντίλαλο. Εις τα σχολεία διδάσκουν πως εις την κόλαση υπάρχουν καζάνια και φωτιές. Μα πια άλλη κόλαση πιο φοβερή απ’ αυτή μπορεί να υπάρχει; Αστραπές, κεραυνοί, βροντές μας θαμπώνουν τα μάτια και μας ξεκουφαίνουν. Η αναπνοή μας αρχίζει να γίνεται βαριά από την μυρωδιά του θειαφιού που κυριαρχεί σε όλη την ατμόσφαιρα. Μα πότε λοιπόν θα φθάσουμε; Πώς θα γλιτώσουμε απ’ αυτή την κόλαση;  
    Αφήκαμε πια τις στοές των ελάτων και προχωρούμε σε μια χέρσα έκταση που οι δυστυχισμένοι αυτοί προσπαθούν να την κάμουν καλλιεργήσιμο. Αρχίζουμε έναν εξαντλητικό κατήφορο, που γίνεται ακόμα πιο εξαντλητικός από την κούραση και τον τρόμο, για να μπούμε κάτω από τα πλατάνια που είναι ριζωμένα στη βάση του βουνού.
    Έχουμε χάσει πια το ηθικό μας. Με τα κεφάλια σκυφτά, χωρίς να βγάζουμε μιλιά από το στόμα, έχουμε αφήσει τα ζώα μας να πηγαίνουν απ΄ όπου θέλουν χωρίς να μας μέλλει πια.
    Περνούμε ένα μικρό ρεματάκι και αρχίζουμε και πάλι τον ανήφορο, που θα μας οδηγήσει εις την Αρτοτίνα. Το φως της ημέρας κοντεύει να σβήσει πια όλως διόλου και η επικίνδυνη πορεία, ακόμα πιο επικίνδυνη τώρα, λόγω της βροχής, εξακολουθεί.
    Ώρα οκτώ φθάνουμε εις την Αρτοτίναν. Η βροχή έχει κόψει λιγάκι κι αυτό μας κάνει  να αναθαρρήσουμε. Οι  Αρτοτινοί μας περιμένουν εις την πλατεία του χωριού για το καλωσόρισμα.
    Ευτυχώς, που λόγω της βροχής, ούτε αυτοί, αλλά ούτε και μεις έχουμε όρεξη για λόγους. Και μια ευτυχία ακόμα: Το επίσημο γεύμα, που επρόκειτο να γίνει, ανεβλήθη για την επομένη.
    Οι καμπάνες της μοναδικής εκκλησίας χτυπούν και οι χωρικοί με ζητωκραυγές μας παίρνουν για να μας περιποιηθούν. Μια επιτροπή από τους πιο μορφωμένους της Αρτοτίνας, μόλις φθάσαμε, καθόρισε για τον καθένα σε ποια σπίτια θα φάει και θα κοιμηθεί. Να κάτι που δεν το περίμενα. Εγώ είχα την ευτυχία να φάω εις το σπίτι του απογόνου του Διάκου. Ήταν μια μεγάλη χαρά και μια συγκίνηση για μένα αυτό το πράγμα.    
    Πηγαίνοντας σ΄ αυτό το σπίτι, βρέθηκα μέσα σ΄ ένα μικρό κομμάτι της Αθήνας. Βρίσκω εκεί όλο Αθηναίους σχεδόν, τους κ.κ. Τσέντον , κ. και κ. Φερέ και άλλους, που δυστυχώς δεν μπορώ να τους θυμηθώ. Ήταν ένα ξεκούρασμα για μένα αυτό το πράγμα. Αυτοί παραθερίζοντας εκεί από δύο μηνών, δεν ξέρουν τίποτα από την Αθήνα. Με ρωτούν για διάφορα πράγματα. Και έτσι η ώρα περνάει χωρίς να το καταλάβουμε.
    Ο απόγονος του Διάκου, γέρο-Διάκος ιατρός, μας λέγει διάφορα πράγματα που θα τα πούμε εν καιρώ. Μεσονύχτι. Καληνυχτίζω και φεύγω να πάω να κοιμηθώ εις το σπίτι του διδασκάλου κ. Τσέντου. Με παίρνει σχεδόν από το χέρι και προχωρούμε μέσα από ένα στενό δρομάκι, που έχει μεταβληθεί σε ποταμό από τη βροχή. Τσαλαβουτούμε μέσα εις τα νερά και μετ΄ ολίγα λεπτά φθάνουμε εις το σπίτι. Λέμε ακόμα μερικές κουβέντες με το δάσκαλο, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, το ένα των οποίων, προς τιμήν του, σπουδάζει εις την γεωργική σχολή, και πέφτω ένα ζωντανό πτώμα εις το κρεβάτι. Τότε μόλις ένοιωσα τη φοβερή κούραση. Τα κόκαλά μου πονούσαν φρικτά . Παρ΄ όλα αυτά όμως, ο ύπνος με πήρε αμέσως.
    Με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, ξύπνησα. Πού η χθεσινή νεροποντή. Ένας θαυμάσιος ήλιος έλαμπε απ΄ άκρη σ΄ άκρη και έκανε τον άνθρωπο να νομίζει πως όλα τα έλατα ήσαν στολισμένα με διαμάντια.
    Αν είμαστε εις τας Αθήνας, ασφαλώς θα κοιτάζαμε να πάμε απ΄ όπου έχει σκιά. Εδώ όμως κοιτάζαμε να κάτσουμε όσο το δυνατόν πιο πολύ εις τον ήλιο. Ήταν μια σόμπα, από τη θερμότητα της οποίας είχαμε απόλυτον ανάγκη εδώ πάνω στα 1150 μέτρα που βρισκόμαστε.

Ο υφυπουργός της Συγκοινωνίας κ. Αβραάμ εκφωνών  λόγον κατά τα αποκαλυπτήρια  της προτομής του Αθανασίου Διάκου εις την Αρτοτίναν

     Εις τας 9:30 άρχισε η εορτή. Μετά την δοξολογία, ο υφυπουργός της Συγκοινωνίας κ. Αβραάμ απεκάλυψε την προτομή του Διάκου, εκφωνήσας ακολούθως έναν υπέροχο λόγο, τα κυριότερα σημεία του οποίου σας ετηλεγράφησα. Μετά τον κ. υφυπουργόν ομίλησαν πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων ο υφηγητής της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Ιατρός κ. Κοτσαύτης, ο αντιπρόσωπος της Πανελληνίου Ενώσεως Εφέδρων βιομήχανος κ. Αναγνωστόπουλος, ο αντιπρόσωπος του νομάρχου Φθιωτιδοφωκίδος κ. Ρηγάδης, ο κ. Μπούρας του Αγροτικού και Εργατικού κόμματος, ο απόγονος του Διάκου.
    Τελευταίος απ΄ όλους εξεφώνησε τον πανηγυρικόν ο πρόεδρος της Δωρικής Αδελφότητος κ. Χριστόπουλος. Είπε τόσα ωραία πράγματα, που λυπούμαι πολύ γιατί δεν τα έχω πρόχειρα αυτή τη στιγμή.
    Επικολούθησε γεύμα εις την αίθουσαν του σχολείου και το απόγευμα μετά τρία τέταρτα της ώρας, βρεθήκαμε εις την μονήν του Αγίου Ιωάννου όπου εμόνασεν ο Διάκος. Εκεί ο θρύλος λέει ότι ο Διάκος παρακάλεσε να μεταφερθεί το δαχτυλίδι του, ενθύμιο της μητέρας του.
    Σώζεται ακέραιον το κελί του Διάκου. Και ο υφυπουργός και μεις πατήσαμε με συγκίνηση το τίμιο αυτού του κελιού, απ΄ όπου ένας τρόφιμός του μια μέρα ξεκίνησε για τη μεγάλη ιδέα.
    Μετά την αποκάλυψη της αναμνηστικής πλακός, επιστρέψαμε εις την Αρτοτίναν, όπου οι κάτοικοί της με τα εθνικά κοστούμια είχαν αρχίσει, τη συνοδεία της μουσικής της φρουράς, τους εθνικούς χορούς.
    Ο κ. Αβραάμ ενθουσιάζεται κι αρχίζει το χορό. Το τι έγινε εκείνη τη στιγμή, δεν λέγεται. Χειρο-κροτήματα και ζήτω. Σωστός πανζουρλισμός. Και βέβαια. Οι καημένοι οι χωρικοί ενόμιζαν πως ένας υπουργός δεν πάει παραπέρα από το γραφείο του. Ενόμιζαν πως αυτός είναι κάτι το εξαιρετικό. Φανταστείτε τι έγινε λοιπόν όταν τον είδαν να χορεύει.

Κ. Α. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΑΥΡΙΟΝ: Στους Πενταγιούς.- Εις το χωριό της Μαρίας.





ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΓΙΩΤΙΣΣΑΣ
Εντυπώσεις και σκίτσα από μια περιοδεία δια τας εορτάς του Αθανασίου Διάκου
    ΕΡΑΤΕΙΝΗ, Σεπτέμβριος. (Του απεσταλμένου συντάκτου μας). 
Συνεχίζω σήμερα τας εντυπώσεις μου από τας εορτάς της Αρτοτίνας.
   

Το απόγευμα επέρασε μέσα σ΄ ένα διαρκές γλέντι. Οι Αρτοτινοί κράτησαν τον χορό έως αργά τη νύχτα, μ’ έναν άδολο και συγκινητικό ενθουσιασμό.

    Καμιά καινούργια ιδέα δεν έχει φωλιάσει στο μυαλό αυτών των ορεσιβίων. Εξακολουθεί πάντοτε να μένει ριζωμένη βαθιά μέσα εις την ψυχή τους η αγάπη για την πατρίδα. Πολλοί με ρώτησαν αν θα γίνει πόλεμος και πότε για να τρέξουν να ξαναπάρουν πίσω εκείνα που χάσαμε.
Καημένοι Αρτοτινοί! Πέρασαν πια εκείνοι οι καιροί. Τώρα μια άλλη περίοδος έχει αρχίσει για όλη την Ελλάδα. Ένας άλλος πόλεμος πιο σκληρός έχει αρχίσει για την κατάληψη της γης, που τόσα χρόνια περιφρονήσαμε. Μα ο πόλεμος αυτός είναι πόλεμος χωρίς κανόνια και ντουφέκια. Σ΄ αυτό τον πόλεμο τρέξτε και σεις, έστω κι αν τα αποτελέσματά του είναι λίγο άχαρα για τον τόπο σας, λόγω της συστάσεως του εδάφους.
     Οι καμπάνες της Αρτοτίνας μας ξύπνησαν πρωί –πρωί, πριν ο ήλιος σκορπίσει τις ολόχρυσες ακτίνες του. Για τους καθυστερημένους, τέσσερις σαλπιγκταί, σαλπίζουν εγερτήριο. Αλλά μαζί με τους καθυστερημένους ξεπετάγονται και οι συμπατριώται του Διάκου, ποιος ξέρει από ποιο συναίσθημα.

Στους Πενταγιούς   
    Αφήνουμε την Αρτοτίνα και παίρνουμε τον δρόμο για τους Πενταγιούς. Αποχαιρετούμε όλους εκείνους κι αυτούς ακόμη που δεν γνωρίσαμε. Σφίγγουμε με ιδιαίτερη συγκίνηση το χέρι του Γέρου- Διάκου. Περισσότερο απ’ όλους στενοχωριούνται για την αναχώρησή μας οι κάμποσοι Αθηναίοι που παραθερίζουν. Γι αυτούς ξαναρχίζει και πάλι η ήσυχη ζωή του χωριού, που όσο ευχάριστη άλλο τόσο και κουραστική είναι.
     Παίρνουμε τη Ράχη και προχωρούμε προς τους Πενταγιούς. Προχωρούμε μέσα από δάση ελάτων που μένουν ανεκμετάλλευτα λόγω ελλείψεως συγκοινωνιών. Συναντούμε άλλα πελώρια έλατα που βρίσκονται ριγμένα κατά γης από την δύναμιν του αέρος, που ίσως στα γύρω χωριά να φυσά όπως συνήθως.

      Είναι ευνόητον πως απ΄ αυτήν την πορείαν δεν λείπουν και αι «ατραξιόν» που κάνουν την πορείαν πιο ξεκούραστη. Οι πιο γεροί εις την ιππασία αρχίζουμε τον καλπασμό. Προηγείται μια πραγματική αμαζών και φεμινίστρια, η κ. Παπούλια, περί της οποίας θα ασχοληθώ εις άλλην μου ανταπόκρισιν, και αυτό μας φέρνει εις το φιλότιμο. Ο καλπασμός αυτός κάνει πολλούς να μας μιμηθούν. Μα πριν καλά- καλά κινηθούν βρίσκονται κάτω από τα ζώα των. Το πάθημά των όσο κι αν είναι λυπηρό, άλλο τόσο είναι και κωμικό. Δυστυχώς το ίδιο έπαθε γι άλλη μια φορά και ο κ. Αβραάμ. 
      Προχωρώντας φθάνουμε σε μια πηγή και στεκόμεθα να πιούμε νερό με τα χέρια φυσικά. Εις τον κ. υφυπουργό προσφέρεται με ένα  χωνί από χαρτί  και ο φωτογραφικός φακός τον αποθανατίζει.
    Μεσημέρι πια όταν φθάνουμε εις τους Πενταγιούς. Οι Πενταγιώτες μας υποδέχονται εις τα πρόθυρα του χωριού, κάτω από έναν πελώριο πλάτανο, που στη ρίζα του τρέχει αφθονότατο και παγωμένο νερό.    
    Οι Πενταγιοί, ένα καθαρότατο χωριουδάκι είναι σημαιοστόλιστο. Δηλαδή έχει τετράγωνο μπλε χαρτί και εις την μέση ένα λευκό σταυρό. Αυτές είναι οι σημαίες του. Από τα σπίτια του, όλα με δυο πατώματα, μας καλωσορίζουν οι πεντάμορφες χωριατοπούλες. Το χωριό της Μαρίας εξακολουθεί να έχει ακόμα τα πρωτεία των ωραίων κοριτσιών. Μόλις πάτησα το πόδι μου εις την πλατείαν του χωριού, το πρώτον πράγμα που έμαθα ήταν ότι υπάρχει ακόμα το σπίτι της Μαρίας της Πενταγιώτισσας. Εζήτησα ως είναι φυσικόν, να πάω να το ιδώ και με πήγαν.
     Είναι ένα σπιτάκι μικρό, μικρούλικο, που χρησιμεύει σήμερα για αχυρώνα. Τίποτα δεν υπάρχει που να προδίδει την ταραχώδη ζωή της Μαρίας. Το πέρασμα του χρόνου σαν ένα βρεγμένο σφουγγάρι, τα ΄σβησε όλα. Μόνο απ’ έξω από το σπιτάκι αυτό επτά ή οκτώ κυψέλες βουίζουν αδιάκοπα από τις εργατικές μέλισσες. Τι αντίθεσις! Ξαναγυρίζουμε εις την πλατείαν του χωριού, όπου μας περιμένει ένα θαυμάσιο γεύμα.    
    Είναι ίσως η πρώτη φορά που γεύμα τέτοιο δεν είναι καταναγκαστικόν έργον. Δεν προφθαίνουμε να τελειώσουμε κι αρχίζει μια ραγδαία βροχή, που ευτυχώς όμως δεν κρατεί περισσότερο από μισή ώρα.
      Μπαίνουμε σ’ ένα μικρό καφενεδάκι όπου οι λεβεντόκορμοι Πενταγιώτες με επικεφαλής τον κ. Αβραάμ αρχίζουν το χορό. Θύελλα ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων υποδέχονται τις πρώτες στροφές.
   Τα  μαύρα σύννεφα σκόρπισαν πια. Ροδόχρυσες ακτίνες του ήλιου κάνουν τα σύννεφα να παίρνουν διάφορους εξωτικούς χρωματισμούς όταν εμείς αφήνουμε τους Πενταγιούς.

Η αναχώρησις
    Έως έξω από το όμορφο χωριουδάκι ήλθαν οι Πενταγιώτες να μας αποχαιρετήσουν. Είμαστε πια αρκετά μακριά και οι Πενταγιώτες κάθονται ακόμα και μας κουνούν τα μαντίλια τους. Οι καημένοι! Ποιος ξέρει αν θα ξαναειδούν ποτέ εις την ζωήν τους τέτοια πομπή.
    Ό  ήλιος κοντεύει να δύσει  όταν φθάνουμε εις του Σκορδά το Χάνι. Αξίζει τον κόπο να διηγηθώ  ένα μικρό επεισοδιάκι, που μας έκανε να γελάσουμε αρκετά. Ένας τσοπάνος, αρκετά εις το κέφι, μόλις έμαθε ότι μαζί μας ήταν κι ένας υπουργός, ηθέλησε να τον γνωρίσει. Αφού τού τον έδειξαν τον επλησίασε και αφού εστηρίχθη καλά εις τα πόδια του, τη βοηθεία της γκλίτσας του, ήρχισε να του εκφωνεί «ένα μικρό λόγον», όπως είπε. Αφού είπε αρκετά, κατέληξεν ως εξής: 
  «Άκουσ’ ιδώ να σ’ πω. Ισένα υπουργό δε σ΄ έκαμ΄ η μάνα σου. Σ’ έβγαλ’ εγώ μι το σφιρίδιο. Αφού λοιπόν ιγώ σ’ έβγαλα, καλλιέργησέ μ’  και μέναν. Εμείς ιδώ δεν έχουμε κρούσματα. Δεν είμαστε κρουσματάρχαι». 
   Ο κ. Αβραάμ αναγνωρίζει ως δίκαια τα όσα είπε ο αγαθός τσοπάνος και φεύγουμε μια ώρα αρχύτερα, γιατί είχε σκοπό να συνεχίσει για πολύ ακόμα.

    Κόντευε το βράδυ, όταν φθάσαμε εις το Λιδορίκι. Ο στρατηγός κ. Μάρκου, που ήταν μαζί μας, μας παίρνει εις το σπίτι του για να ξεκουραστούμε. Επηκολούθησε γεύμα προς τιμήν του υφυπουργού από τον  ιατρικό και εμπορικό σύλλογο του Λιδορικιού και φεύγουμε, περασμένες δέκα, για την Ερατεινή.
     Καληνυχτίζουμε τους επισήμους, οι οποίοι επιβιβάζονται εις τον «Άρη», και τους ευχόμεθα καλήν αντάμωση. Μα είναι γεγονός πως κανείς απ’ αυτούς δεν θα επιχειρήσει ποτέ πια στη ζωή του αυτό το ταξίδι, που όσο κι αν έγινε αφορμή να γνωρίσουμε πράγματα που δεν τα βλέπαμε ποτέ, άλλο τόσο ήταν και επίπονο και επικίνδυνο μέχρι βαθμού απιστεύτου.

Κ. Α. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Το κείμενο που μας παραχωρήθηκε από τον Σύλλογο Αρτοτινών, δημοσιεύθηκε στο τελευταίο φύλλο (Α.Φ.126) της εφημερίδας ΑΡΤΟΤΙΝΑ (Επιμέλεια κειμένου - Αντιγραφή: Ντζελέπης Βασίλειος, Δάσκαλος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου