«Πήραμε ένα λόχο και περάσαμε τη γέφυρα του Μόρνου. Τεράστιο και αλλόκοτο γεφύρι, τα χοντρά δοκάρια του από τσιμέντο αραδιάζονταν ατελείωτα στα πλευρά σου, ενώνονταν πάνω από τα κεφάλια μας. Ήταν σα να μπαίνεις μέσα στο σκέλεθρο κάποιου μυθικού θεριού. Τα άλογά μας αναπήδησαν έντρομα μόλις βρεθήκαμε μπροστά στο στόμιο του. Αναγκαστήκαμε και κατεβήκαμε. Πέρασαν μπροστά οι πεζοί και τότε αποφάσισαν να ακολουθήσουν τα άλογα, περίφοβα όμως πάντοτε, έτοιμα να πηδήσουν ορθά» (Νικηφόρος, Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, τόμος Γ’,σ. 215).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου