Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Η Μαρία Δέδε-Γούρα θυμάται

 Κείμενο της Μαρίας Δέδε- Γούρα.

ΛΙΔΩΡΙΚΙ : Η ζωή στην Πλατεία της Βαθιάς στη δεκαετία 1960-1970.


Ας ξεκινήσω τις αναμνήσεις μου από την ημέρα που ο πατέρας μου άνοιξε την ταβέρνα η «ΣΤΑΝΗ», στην πλατεία "Βαθειά" στο χωριό μας.  Κι’ όπως είναι γνωστό σ’ όλους μας, τότε τα παιδιά, μετά το σχόλασμα απ’ το σχολείο, βοηθούσαν στις δουλειές της οικογένειάς τους. Έτσι κι’ εγώ έζησα τον πιο πολύ καιρό στη Βαθειά. 


Κατ’ αρχήν η πλατεία δεν έχει καμία σχέση με την σημερινή μορφή της. Ναι μεν σήμερα μπορεί η πλατεία να είναι μεγάλη, να καλύπτει τις ανάγκες του χωριού, να είναι, όπως και τότε, έτσι και σήμερα, τόπος συνάντησης όλων, μικρών και μεγάλων, αλλά για μένα εκείνη η μορφή της που μπορεί να ήταν μικρή, ήταν όμως πιο ζεστή, πιο φιλόξενη, σκεπασμένη από τον τεράστιο πλάτανο. 


Στο βάθος η βρύση να τρέχει δροσερό νερό και να περιμένουμε το καλοκαίρι στην ουρά για να γεμίσουμε τα παγούρια. 


Οι χωριανοί μας πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Με τον πρωϊνό καφέ τους και με κρύο νερό απ’ τη βρύση, στα καφενεία του Ευσταθίου, του Δελενίκα, του Κλώσσα. Να σερβίρουν το πρωϊ οι πατεράδες και από το μεσημέρι και μετά οι γυιοί.


Να βλέπεις κάθε πρωί τις γραφικές φιγούρες, τα συμπαθητικά γεροντάκια, τον Τάλτα με το τσιμπούκι στο στόμα, το Μπακόϊαννο, το Σγάια, το Κουτ’λαποστόλη, φορώντας τις φουστανέλες τους μέχρι το τέλος της ζωής τους, τον Γιώργη τον Πανάγο, με την μουστάκα του, με την κομπολογάρα του και τα φοβερά αστεία του, που ακουγόταν σ’ όλη την πλατεία. Πώς να ξεχασθεί η φιλικότατη – γλυκύτατη φυσιογνωμία του Κώστα του Κάπου. Με πόση αγάπη τον περιέβαλαν οι φίλοι του. Με τι χαρά παίζαν ατέλειωτες ώρες τάβλι, κάτω από τον πλάτανο ή απέναντι στου Κουλόπουλου την μουριά. Πώς να ξεχάσει κανείς την πάντα γελαστή φυσιογνωμία του Βασίλη του Παπαρούκη. Πώς να ξεχάσει κανείς τον Κώστα και τον Ηλία Δελενίκα, ή όπως τους λέγαμε ο Τζάμιας και ο Γαλέος.


Το βράδυ, γεμάτη όλη η πλατεία, και τα καφενεία και η ταβέρνα του πατέρα μου, με το κοντοσούβλι, το κοκορέτσι και το σπληνάντερο. Να φυσά ο αέρας και να φέρνει τον καπνό στην Πλατεία. Να φωνάζει ο Ευσταθίου, για τον καπνό που πήγαινε προς τα τραπέζια του κι’ ενοχλούσε τους πελάτες του. 


Οι παρέες σχεδόν ήταν μόνιμες. Μεταξύ αυτών που μου έρχονται στη θύμησή μου είναι ο Μήτσος ο Κακόπουλος, ο δικηγόρος με τον κουμπάρο του το Μήτσο τον Αρμύρο, ταμία της Αγροτικής Τράπεζας, ο Βασίλης ο Κουλόπουλος, ο συμβολαιογράφος, ο Μιχάλης ο Πατσουλές, ο γεωπόνος. Πολλές φορές μαζί τους ο οδοντίατρος και μετέπειτα Νομάρχης ο Τάκης ο Ανδρίτσος. Επίσης μαζί τους ο Βασίλης ο Καραγιάννης, ο φιλόλογος, από τις πιο αγαπημένες μορφές που δίδαξαν στο Γυμνάσιο Λιδωρικίου. 


Η παραγγελία τους σαλάτα, φέτα κι’ ένα κατοστάρι κρασί γι’ αρχή, δηλαδή ΣΑ-ΦΕ-ΚΡΑ και μετά ο μεζές και το κοκορέτσι. Και πιο δίπλα ο Γιώργος ο Αρβανίτης με το περίπτερο. Η παραγγελία του πάντα ένα κατρούτσο με σόδα. 


Το βράδυ μας τέλειωνε πάντα με καλή μουσική, κάτω από τον πλάτανο, που έπαιζε το παλιό μαγνητόφωνο του Χρήστου του Ευσταθίου. Η αποθέωση όμως ήταν τα κελαηδήματα του αηδονιού, που είχε μαγνητοφωνήσει, μετά από πολύ κόπο, επιμονή και υπομονή ο Χρήστος, κάτω από το ρουμάνι στον Αντώνη.


H πιο κάτω φωτογραφία είναι από κάποια γιορτή [απόκριες ή 28 οκτώβρη ή 25 μάρτη] με κομπανία - κοινώς "τα όργανα" στο μαγαζί μας, όπου φαίνονται οι μουσικοί ο Μπίρμπος [νομίζω], βιολί, από Πλέσια, ο Κλώσσας, κλαρίνο από Λιδωρίκι, ο Κακόπουλος [λίγο], σαντούρι, από Σκαλούλα και ο Πανάγος, κιθάρα,από Λιδωρίκι.

Επίσης χορεύουν, ο αξέχαστος Θανάσης Φαλίδας, ο Τάσος Καραμπέτσιος, ο δάσκαλος, ο Δημήτρης Αρμύρος και ο Κώστας Παπαδόπουλος [Τσίφτης]. Όρθιοι παρακολουθούν Κώστας Καραγκούνης, ο πατέρας μου και ο Θανάσης Γούρας.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου