Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

Μεγάλοι Δωριείς: Δημήτριος Κάππος (1904–1985)

 


Δημήτριος Κάππος (1904–1985)



Το μεγάλο τέκνο της Δωρίδας


Στο άκρο της Φωκίδας, εκεί όπου τα βουνά αγκαλιάζουν τον Μόρνο και οι πλαγιές του Γκιώνας καθρεφτίζουν την αγριάδα της ελληνικής φύσης, γεννήθηκε το 1904 στο Λιδωρίκι ένας άνθρωπος που έμελλε να πορευτεί μακριά από την πατρική γη, αλλά να την κουβαλά πάντοτε μέσα του. Ο Δημήτριος Κάππος, γιος του Ανδρέα, άφησε από νωρίς να φανεί η κλίση του στα γράμματα και ιδιαίτερα στη μαθηματική σκέψη, εκεί όπου η λογική συναντά την ποίηση των αριθμών.


Τα χρόνια της νιότης του ήταν σκληρά· η Ελλάδα της εποχής δεν προσέφερε πολλές ευκαιρίες για προκοπή σε έναν νέο από την επαρχία. Ο ίδιος όμως, ανήσυχο πνεύμα και διψασμένος για γνώση, διάλεξε τον δρόμο της μαθηματικής επιστήμης. Οι σπουδές του τον οδήγησαν στη Γερμανία, σε ένα περιβάλλον πνευματικά απαιτητικό, όπου έπρεπε να αποδείξει όχι μόνο τη μαθηματική του δεινότητα αλλά και την πνευματική του αντοχή.


Εκεί, στα αμφιθέατρα και τα γραφεία των καθηγητών, γνώρισε από κοντά τις μεγάλες σχολές σκέψης της ευρωπαϊκής μαθηματικής παράδοσης. Δέθηκε με το έργο του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, του άλλου σπουδαίου Έλληνα μαθηματικού που μεσουρανούσε στα πανεπιστήμια της Γερμανίας. Μπορεί να μην έγινε ποτέ τόσο διάσημος όσο ο δάσκαλος, ωστόσο κράτησε ακέραιο το πάθος για την αλήθεια των αριθμών και την αυστηρότητα της μαθηματικής απόδειξης.


Δίδαξε και έγραψε, περισσότερο με το ήθος του δασκάλου παρά με τη φιλοδοξία του ερευνητή. Τα συγγράμματά του, όπως τα Μαθήματα Αναλύσεως – Απειροστικός Λογισμός και η Εισαγωγή εις την Άλγεβραν, έμειναν πολύτιμα εργαλεία για γενιές φοιτητών. Σε μια εποχή που η ελληνική μαθηματική βιβλιογραφία ήταν περιορισμένη, ο Κάππος πρόσφερε έργα στέρεα, καλογραμμένα, όπου η δυσκολία της ύλης ισορροπούσε με τη σαφήνεια της έκθεσης.


Όμως η πορεία του δεν περιορίστηκε στη συγγραφή. Ζώντας για χρόνια στο Μόναχο, μπόλιασε την ελληνική σκέψη με την ευρωπαϊκή πειθαρχία, μεταφέροντας στο έργο του τον αέρα της διασποράς. Έμεινε πάντα πιστός στις ρίζες του, κι ας τον χώριζαν εκατοντάδες χιλιόμετρα από το Λιδωρίκι. Για τους συγχωριανούς του, ο Δημήτριος Κάππος δεν ήταν απλώς ένας καθηγητής των μαθηματικών, αλλά η απόδειξη ότι και η μικρή Δωρίδα μπορούσε να γεννήσει πνεύματα μεγάλα, αντάξια να σταθούν δίπλα στα ευρωπαϊκά αναστήματα.


Έφυγε από τη ζωή το 1985 στο Μόναχο, μακριά από το χωριό που τον ανάθρεψε. Όμως η μνήμη του παραμένει ζωντανή, σαν ένα κερί που καίει σιωπηλά μέσα στις ψυχές εκείνων που πιστεύουν ότι η παιδεία και η γνώση είναι ο μόνος δρόμος για την αληθινή ανάταση του ανθρώπου.


Ο Δημήτριος Κάππος υπήρξε, πράγματι, «μεγάλο τέκνο της Δωρίδας». Ένας άνθρωπος που μετουσίωσε την ταπεινή του αφετηρία σε πνευματική παρακαταθήκη· κι αν σήμερα το όνομά του δεν κοσμεί τις πρώτες σελίδες των διεθνών επιστημονικών εγχειριδίων, φωλιάζει ωστόσο με τιμή στις καρδιές όσων αναζητούν στους αριθμούς και στις εξισώσεις κάτι παραπάνω από ψυχρά σύμβολα: την ίδια την τάξη του κόσμου.


Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

1972 αγροτόσπιτο στο βυθό …

 

Πριν τα νερά του Μόρνου το σκεπάσουν …..
Ο παππούς διακρίνεται αμυδρά στο μπαλκόνι. 


Σ’ εκείνο το σπιτάκι μου, το πέτρινο, το ταπεινό,

γεννήθηκα και γνώρισα τον κόσμο τον καλό.


Ο Μόρνος κύλαε κοντά, μ’ ορμή και με τραγούδι,

μας δρόσιζε τα καλοκαίρια, μας νανούριζε τα βράδια 


Στον κάμπο τον εύφορο, γεμάτο με καρπούς,

παίζαμε και γελούσαμε σαν ξέγνοιαστοι μικροί.


Μα ήρθανε τα δίσεκτα τα χρόνια τα σκληρά, το εβδομήντα δύο,

μας είπαν: «φύγετε παιδιά, θα γίνει εδώ η λίμνη, η πρωτεύουσα διψά»


Και σκεπάστηκε για πάντα η πατρίδα μας στα βάθη τα απύθμενα 

κι έμειναν οι μνήμες μας παντοτινά, σαν άγιοι θησαυροί.




Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025

 Παλιά φωτό. Φαίνεται ο δρόμος που οδηγεί προς τα Χαλνια του Στενού δίπλα στη Μπελεσιτσα. Στο βάθος το Κάστρο του Βελούχοβου.


Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων (Καίτη Στέφου)

 Η Καίτη Στέφου κόρη  του αείμνηστου Κωνσταντίνου Στέφου  έφυγε  σήμερα από τη ζωή…

Καλό κατευόδιο Καιτουλα αιώνια η μνήμη σου 

Η εξόδιος ακολουθία την Παρασκευή (12/9/) στις 11.30 στο κοιμητήριο της Νέας Σμύρνης .




Βάτους κι αγκάθια πάτησα Βασίλω μου!

 ΒΑΤΟΥΣ ΚΙ ΑΓΚΑΘΙΑ ΠΑΤΗΣΑ ΒΑΣΊΛΩ ΜΟΥ


«Κάλλιο να ιδώ το αίμα σου στη γη να κοκκινίζει, παρά να δω τα μάτια σου άλλος να τα φιλήσει»


Τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα. Ωστόσο, η ιστορία πίσω από το «Βάτους κι αγκάθια πάτησα Βασίλω» είναι μία από τις τραγικότερες.


Η Βασιλική Κων. Δημοπούλου καταγόταν από το Τρίκορφο Ναυπακτίας. Την ερωτεύτηκε ο Ιωάννης Πολύζος. Επειδή όμως ήταν φτωχή δεν την ήθελε ο πατέρας του Δημήτριος Πολύζος. Μετά από λίγο καιρό έγινε νέο συνοικέσιο για κάποιον Μιλτιάδη Μπούρο από τη Σταμνά Μεσολογγίου. Ο Μπούρος ως καλός και τίμιος άνθρωπος, ρώτησε τον Ιωάννη Πολύζο αν συνεχίζει να ενδιαφέρεται για τη συγκεκριμένη κοπέλα, πήρε όμως αρνητική απάντηση. Γι’ αυτό δέχτηκε το συνοικέσιο, έγιναν αρραβώνες και κανονίστηκε η προίκα. Μετά από λίγο άλλαξαν γνώμη οι γονείς της νύφης και ενημέρωσαν το Μπούρο ότι χαλάνε τον αρραβώνα χωρίς να του δώσουν καμία εξήγηση. Ο Μπούρος είχε αγαπήσει τη Βασιλική και αποφάσισε ή να την κλέψει ή να την σκοτώσει. Έτσι, κάποια μέρα που επέστρεφε μαζί με τη θεία της από τη Γυρβουλιά, τη σταμάτησε στην περιοχή Τρόχη στο Ξερόρεμα και της είπε "διάλεξε ή θα ‘ρθεις μαζί μου ή θα σε σκοτώσω". Η Βασιλική ξεκίνησε να πάει μαζί του αλλά μετά από προτροπή της θείας της δείλιασε και δεν πήγε. Ο Μπούρος τότε έριξε και την σκότωσε. Την επόμενη μέρα πήγε και παραδόθηκε μόνος του στις αρχές.

Από το γεγονός αυτό που συνέβη την 1η Μαρτίου 1925 βγήκε το τραγούδι "Βάτους κι αγκάθια πάτησα Βασίλω μου", το έγραψε ο Μπούρος μέσα στη φυλακή, ο οποίος μάλιστα μέχρι που πέθανε φορούσε μαύρο πουκάμισο.


Τραγούδι ερωτικό με προέλευση από το Τρίκορφο Ναυπακτίας. 

Ο ρυθμός του κομματιού είναι 7/8 και χορεύεται ως συρτός Καλαματιανός  


Εδώ το ακούμε σε μια παλιά ηχογράφηση από το 1926 με τον Σωτήρη Στασινόπουλο και στο κλαρίνο ο Θανάσης Βρούβας! 


https://youtu.be/GT_YCXgPTJA?si=X4lkbbRj_O11_6Sr


Και εδω σε μια ηχογράφηση του 1985 από την Ελένη Λιάπη - Αναδιώτη και στο κλαρίνο ο Γιάννης Κούπας! 


https://youtu.be/l9apNUN0oYQ?si=Z8k2qfcpmNUBtr6u


 


Εδώ όλοι οι στίχοι :


Βάτους κι αγκάθια πάτησα Βασίλω μου,

αμάν αμάν Βασίλω όσο να σ’ αγαπήσω.


Και τώρα που σ’ αγάπησα Βασίλω μου,

αμάν αμάν Βασίλω μου λένε να σ’ αφήσω,

μου λένε να σ’ αφήσω και να σε παρατήσω.


Φέτος τα στάρια χάλασαν Βασίλω μου,

αμάν αμάν Βασίλω και τι ψωμί θα φάμε,

αμάν αμάν Βασίλω στο δρόμο που θα πάμε.


Φέτος τ’ αμπέλια χάλασαν Βασίλω μου,

αμάν αμάν Βασίλω και τι κρασί θα πιούμε,

αμάν αμάν Βασίλω όταν στεφανωθούμε;


Κάλλιο να ιδώ το αίμα σου Βασίλω μου,

αμάν αμάν Βασίλω στη γη να κοκκινίζει,

παρά να δω τα μάτια σου άλλος να τα φιλήσει.


Στη Πάτρα πάω κι έρχομαι Βασίλω μου,

αμάν αμάν Βασίλω τι θέλεις να σου στείλω;


Στείλε μου χτένι και γυαλί Βασίλω μου,

αμάν αμάν Βασίλω και μια πυκνή τσατσάρα.


Το χτένι να χτενίζεσαι Βασίλω μου,

αμάν αμάν Βασίλω και το γυαλί να βλέπεις,


Κι αυτήν την πυκνοτσάτσαρα Βασίλω μου,

αμάν αμάν Βασίλω να στρώνεις τα μαλλιά σου.



Πηγή: Διάδοση της δημοτικής μουσικής 


Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Η κοιλάδα που έγινε βυθός της λίμνης

 

Η κοιλάδα απλωνόταν σαν ζωγραφιά ανάμεσα στα βουνά, εκεί που ο Μόρνος κι ο Κοκκινοπόταμος ενώνονταν και, σα δυο αδέρφια που δεν χώρισαν ποτέ, κύλαγαν μαζί για τη θάλασσα του Λεπάντου. Στον κάμπο, τα αγροτόσπιτα δεκαπέντε όλα κι όλα, σκόρπια σαν πουλιά που βρήκαν το καθένα το κλαρί του. Ήταν φτωχικά, με τις σκεπές χαμηλές, αλλά από μέσα τους ανέβαινε καπνός που μύριζε ψωμί στον φούρνο, τραχανά και κουβέντες βραδινές γύρω από τη λάμπα του πετρελαίου.


Στο βάθος, στον μικρό λόφο, το μοναστήρι της Παναγίας. Δεν είχε καμπάνες, ούτε καθημερινές λειτουργίες. Μονάχα μια φορά τον χρόνο, στις 23 του Αυγούστου, άνοιγαν οι πόρτες του κι έπαιρνε ζωή ο τόπος. Τότε γινόταν το μεγάλο πανηγύρι: έρχονταν συγγενείς κι απόμακροι χωριανοί, άναβαν οι φωτιές, στήνονταν τα τραπέζια και ο τόπος γέμιζε τραγούδια, γέλια και καπνό από τα ψητά. Για μια μέρα ολόκληρη η κοιλάδα ανέπνεε αλλιώς, λες και η Παναγία κρατούσε ευλογία για όλο τον χρόνο.


Εκεί, σε τούτον τον τόπο, ήταν και το δικό μου σπίτι. Το σπίτι που με είδε να γεννιέμαι, να παλεύω στα χωράφια, να μαθαίνω τα γράμματα κάτω από το φως της λάμπας, να ονειρεύομαι πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από την κοιλάδα. Ως τα δεκαοχτώ μου χρόνια, όλα μου τα βήματα πατούσαν σ’ αυτή τη γη· κι ύστερα ο δρόμος με πήρε μακριά, να γνωρίσω άλλα μέρη, άλλους ανθρώπους.


Κι όμως, κάθε φορά που ο νους μου γυρίζει πίσω, βλέπω την κοιλάδα όπως ήταν. Την ακούω να σφύζει από τζιτζίκια το καλοκαίρι, να μυρίζει χώμα υγρό το φθινόπωρο, να ντύνεται λευκό το χειμώνα. Και πιο πολύ απ’ όλα, θυμάμαι το πανηγύρι του Αυγούστου: την ξεχωριστή μέρα που η σιωπή του μοναστηριού γινόταν φωνή και χαρά. Γιατί κι ας σκεπάστηκαν όλα από τα νερά της λίμνης, ο τόπος αυτός δεν χάθηκε· έμεινε ζωντανός, βυθισμένος στη μνήμη μου, σαν το πιο ακριβό καταπίστευμα που μου χάρισε η ζωή.

creator.ai