Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

"Έφυγε" ο Κουπακιώτης δημοσιογράφος Κώστας Νίτσος 



Πέθανε σε ηλικία 95 ετών, στην κλινική όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες 10 μέρες, ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Κώστας Νίτσος, με καταγωγή από το Κουπάκι Δωρίδας.

Ο Κώστας Νίτσος, υπόδειγμα αγωνιστή δημοσιογράφου, ριζοσπάστη και προοδευτικού διανοούμενου, δίδαξε και άσκησε δημοσιογραφία υψηλού φρονήματος για περισσότερο από μισό αιώνα.

Θεωρούσε ότι ο καλός δημοσιογράφος πρέπει να έχει ήθος, απεριόριστη μόρφωση και το φρόνημα της αποστολής. Αρετές τις οποίες διέθετε ο ίδιος σε υπερθετικό βαθμό και για το λόγο αυτό αποτέλεσε πρότυπο της έντιμης αγωνιστικής δημοσιογραφίας.

Πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση και ήταν ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Δημοσιογράφων Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως.. δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Εμπρός». 

Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στα «Νέα», όπου διατέλεσε και για πολλά χρόνια διευθυντής τους.

Ήταν επίσης διευθυντής του ιστορικού απεργιακού φύλου της της ΕΣΗΕΑ «Αδέσμευτη Γνώμη» που κυκλοφόρησε το 1975 στη μεγάλη απεργία των δημοσιογράφωντο 1975, ενώ διατέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και εξέδιδε για πολλά χρόνια το μοναδικό περιοδικό "Θέατρο".

Πρόσφατα έλαβε από την ΕΣΗΕΑ το μετάλλιο «Ξενοφών» που αποτελεί την ύψιστη δημοσιογραφική διάκριση.

H κηδεία του θα πραγματοποιηθεί με δαπάνη της ΕΣΗΕΑ την Τρίτη 1η Δεκεμβρίου 2015, στις 15.00 από τον Ι.Ν. Αγ. Θεοδώρων στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. 

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015


Διαδρομές | Ένα οδοιπορικό στο Μόρνο και την ιστορία του



γράφουν οι Λένα Αναγνωστοπούλου & Κώστας Ζέρβας
Αν ρωτήσεις τους παλιότερους για την καθημερινή ζωή στα χρόνια πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δυο λέξεις βγαίνουν αυθόρμητα και με τη μεγαλύτερη συχνότητα: «φτώχεια» και «τυραννία». Πολλή δουλειά, πενιχρές σοδειές, αδυναμία πώλησης έστω και των λιγοστών προϊόντων, έλλειψη σε φάρμακα και γιατρούς, για να τελειώσει κανείς Γυμνάσιο έπρεπε να πηγαίνει στη Ναύπακτο, απουσία δρόμων και μεταφορικών μέσων.
«Φτώχεια» και «τυραννία»
Η περιοχή μας πάντα ήταν -και συνεχίζει να είναι – σε τελευταία προτεραιότητα σε ό,τι αφορά έργα υποδομής. Όταν σχεδιάστηκε ο σιδηρόδρομος τη δεκαετία του 1880, φτιάχτηκαν γραμμές σε όλη την Πελοπόννησο, η γραμμή Αθήνας-Λειβαδιάς-Μπράλλου-Λαμίας και η γραμμή Μεσολογγίου-Αγρινίου. Αν κοιτάξει κανείς το χάρτη της Ελλάδας εκείνη την εποχή διαπιστώνει ότι η μόνη περιοχή που έμεινε εκτός σχεδιασμού είναι η περιοχή Δωρίδας-Ναυπακτίας.
Το Ευπάλιο απέκτησε οδική σύνδεση με την υπόλοιπη χώρα μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’30 με την ολοκλήρωση της εθνικής οδού Αθηνών-Λιδωρικίου-Ιωαννίνων. Πριν την άφιξη του αυτοκινήτου οι μετακινήσεις στην περιοχή μας γίνονταν από στεριάς με υποζύγια πάνω σε ένα πρωτόγονο «οδικό» δίκτυο, που παρέμεινε σχεδόν απαράλλακτο από τα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και από τη θάλασσα με πλοία. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η οδική σύνδεση των παραλιακών χωριών της Δωρίδας πραγματοποιήθηκε μόλις το 1973(!) με την ολοκλήρωση της Εθνικής οδού Ναυπάκτου-Ιτέας. Μέχρι τότε για να πάει κανείς από το Ευπάλιο στην Ερατεινή ή το Γαλαξίδι έπρεπε να πάει οδικώς μέσω Λιδορικίου ή από θαλάσσης με καΐκι.
Τα παραλιακά χωριά είχαν σύνδεση με την απέναντι ακτή της Πελοποννήσου. Το Μοναστηράκι ήταν το βασικό λιμάνι-διαμετακομιστικό κέντρο της περιοχής. Εμπορεύματα μεταφέρονταν από και προς την απέναντι ακτή του Ψαθόπυργου. Στη συνέχεια με υποζύγια μεταφέρονταν στα χωριά της ορεινής Δωρίδας. Αντίστοιχες εμπορικές συναλλαγές γίνονταν και από το λιμάνι της Ναυπάκτου με Ψαθόπυργο και Πάτρα. Τα χωριά από Σεργούλα, Γλύφα και πιο πέρα είχαν περισσότερες επαφές με το Αίγιο. Βέβαια μιλάμε για μεταφορά στοιχειωδών πρώτων ειδών διατροφής και διαβίωσης διότι το χρήμα που κυκλοφορούσε ήταν ελάχιστο.
Πενιχρά ήταν τα μέσα μεταφοράς. Η συντήρηση των υποζυγίων ήταν μια ακριβή υπόθεση και πολλά νοικοκυριά δεν είχαν τη δυνατότητα αυτή. Έτσι οι περισσότερες μετακινήσεις γίνονταν με τα πόδια και οι άνθρωποι αναλάμβαναν και το ρόλο του υποζυγίου. Είναι αδιανόητο σήμερα να φανταστεί κανείς ανθρώπους φορτωμένους με τσουβάλια και καλάθια να κάνουν διαδρομές πέντε, έξι και παραπάνω ωρών στα κακοτράχαλα μονοπάτια που οδηγούσαν στη Ναύπακτο ή το Μοναστηράκι. Αλλά και τα πλοιάρια ήταν αξιοθρήνητα.
Οι μετακινήσεις στο εσωτερικό της Δωρίδας ήταν πολύ δύσκολες λόγω του ορεινού του εδάφους αλλά και λόγω των ποταμών που ειδικά τους χειμερινούς μήνες αποτελούσαν αδιαπέραστα εμπόδια. Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν ο Μόρνος.
Η πρόσβαση στην Αθήνα: Από «ψηλά» και από «χαμηλά»
Για να πάει κάποιος στην Αθήνα από το Ευπάλιο ή τα άλλα χωριά της περιοχής πριν το 1880 που φτιάχτηκε η σιδηροδρομική γραμμή Πατρών-Αθηνών είχε δύο επιλογές: Πρώτον με τα πόδια μέσω Λιδορικίου, Άμφισσας, Λιβαδιάς  κτλ. Το ταξίδι αυτό απαιτούσε γύρω στις 60 ώρες ποδαρόδρομο. Ο καρυώτης Χρήστος Ζέρβας όταν χρειάστηκε να πάει από την Καρυά στην Αθήνα με τα πόδια χρειάστηκε τέσσερις ημέρες… Μερικές ακόμη διαδρομές: Ναύπακτος-Καρπενήσι 30 ώρες, Ναύπακτος Λιδορίκι 12 ώρες, Ναύπακτος-Άνω Χώρα 8,5 ώρες…
Η εναλλακτική επιλογή ήταν ατμοπλοϊκώς. Υπήρχε τακτική συγκοινωνία με ατμόπλοιο Πάτρα-Αθήνα. Το πλοίο σταματούσε   “αρόδο”,δηλαδή ανοικτά του λιμανιού της Ναυπάκτου, Μοναστηρακίου, Ερατεινής και οι επιβάτες επιβιβάζονταν με λάντζες. Το ταξίδι αυτό διαρκούσε σχεδόν μια ημέρα και φυσικά στοίχιζε πιο ακριβά. Και τότε το «χαμηλά» ήταν πιο άνετο αλλά πιο ακριβό!!!
Μετά την κατασκευή του σιδηροδρόμου το 1887 οι Δωριείς περνούσαν με βάρκα από το Μοναστηράκι στον Ψαθόπυργο και με το τραίνο, τον περίφημο «μουτζούρη», έφταναν στην Αθήνα. Λεγόταν έτσι επειδή έκαιγε κάρβουνο και ο καπνός του έμπαινε ακόμη και μέσα στα βαγόνια κάνοντας τους επιβάτες να “αλλάζουν το χρώμα τους”.
Οι μαθητές
Η γέφυρα του Μόρνου παραδόθηκε στην κυκλοφορία το καλοκαίρι του 1938. Μέχρι τότε η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη. Με τις τεράστιες ποσότητες νερού που κατέβαζε (κατεβασιές) από τους ορεινούς όγκους των Βαρδουσίων, της Γκιώνας και του Τρικόρφου, ήταν εντελώς αδιαπέραστος για μεγάλα διαστήματα του χρόνου, ειδικά τους χειμερινούς μήνες αλλά και την άνοιξη που έλιωναν τα χιόνια. Τον δε υπόλοιπο χρόνο η διάβαση γινόταν με μεγάλες δυσκολίες, επειδή ο Μόρνος πάντα είχε νερό. Οι επιπτώσεις στην οικονομική ζωή των πεδινών χωριών της Δωρίδας ήταν καταλυτικές. Ο Μόρνος ήταν ένα τείχος που εμπόδιζε την ανάπτυξη της περιοχής.
Η μεταφορά των εμπορευμάτων γινόταν δύσκολα. Οι μαθητές που τέλειωναν το ημιγυμνάσιο στο Ευπάλιο έπρεπε για να πάρουν το απολυτήριο του Γυμνασίου να σπουδάσουν στη Ναύπακτο. Η δαπάνη ήταν απαγορευτική για τις περισσότερες οικογένειες. Οι μαθητές έπρεπε να ενοικιάζουν σπίτι στη Ναύπακτο.
Ο Ευπαλιώτης ιατρός Γιάννης Τριανταφύλλου, έχοντας ο ίδιος σχετικά βιώματα, σε βιβλίο του γράφει για τη διαδρομή Ευπάλιο- Ναύπακτο: «Αυτό το «δέκα χιλιόμετρα μακριά» από το χωριό μας, με τα σημερινά δεδομένα μοιάζει λίγο με αστείο. Τότε, όμως, δεν υπήρχαν δρόμοι, συγκοινωνία. Στη Ναύπακτο πηγαίναμε ή με τα πόδια ή με τα άλογα. Κι ανάμεσα στο χωριό μας (σε όλα τα χωριά της Δωρίδας) και στη Ναύπακτο υπήρχε ένα φοβερό εμπόδιο. Ο ποταμός Μόρνος  χωρίς γέφυρα τότε. Τους χειμωνιάτικους μήνες ο Μόρνος με τις κατεβασιές του, ήταν αδιάβατος. Ήταν αδύνατο και πολύ επικίνδυνο να τον περάσουμε. Μόνο πολύ τολμηροί που είχαν δυνατά άλογα, το αποφάσιζαν. Οι άλλοι και κυρίως οι μανάδες, που είχαν παιδιά στο Γυμνάσιο στη Ναύπακτο περίμεναν μέρες ή και βδομάδες κάποτε, να λιγοστέψουν τα νερά, για να μπορέσουν «να διαβούν αντίπερα» και να πάνε να δούνε τα παιδιά τους στη Ναύπακτο. Και να τους πάνε από τα χωριά το καλάθι ή το σακούλι με τα τρόφιμα και τα πλυμένα ρουχαλάκια τους… Συχνά, μερικές μανάδες, όταν αργούσαν πολύ να λιγοστέψουν τα νερά του Μόρνου, αποφάσιζαν και πήγαιναν στη Ναύπακτο με τα πόδια και φορτωμένες από «Κεφαλογιόφυρο», ένα παλιό πέτρινο γεφύρι, πολύ μακριά από το χωριό μας.  Κι ας χρειαζόταν να περπατάνε δέκα ώρες για να φτάσουν στη Ναύπακτο, που  ήταν μόνο δέκα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μας» (Γ. Τριανταφύλλου, “ Στον αδερφό μου Νίκο Τριανταφύλλου”, σ. 15).
Τώρα τι σημαίνει για κάποιον, και πολλές φορές για γυναίκα, φορτωμένη με καλάθια ή σακούλια ,να ξεκινήσει από το Ευπάλιο με κατεύθυνση το Τρίκορφο, να προχωρήσει στο ύψος της Καρυάς, να κατέβει το καρυώτικο ρέμα, να περάσει το Κεφαλογιόφυρο, να περάσει στη Ναυπακτία κάτω από το χωριό Καταφύγιο και στη συνέχεια να φτάσει στη Δάφνη και από κει στη Ναύπακτο ; σύνολο 9-10 ώρες ανηφόρα-κατηφόρα συν το βάρος!!!
Ο Σπύρος Πριόβολος θυμάται ότι ο πατέρας του, ο παπα-Βασίλης, έκανε αυτή τη διαδρομή έχοντας στην αγκαλιά του την μικρή του κόρη Κατίνα, διότι έπρεπε να  επισκεφθεί  γιατρό και το ποτάμι είχε κατεβασιά!
Ο Τάκης Αναγνωστόπουλος θυμάται: «η Ναύπακτος είχε κίνηση διότι εξυπηρετούσε δύο επαρχίες (Δωρίδας και Ναυπακτίας), ήταν εμπορικό κέντρο. Επιπλέον είχε Γυμνάσιο κι απ’ όλα τα χωριά εκεί πηγαίναν τα παιδιά. Ελάχιστα πηγαίναν στην Πάτρα, όσα είχαν συγγενείς. Την ίδια εποχή είχε ανάπτυξη και το Ευπάλιο-που είχε και αρκετά μαγαζιά- γιατί κατεβαίνανε από τα γύρω χωριά με τα ζώα τους στο Ευπάλιο. Ψωνίζαν, φορτώναν τα ζώα και γυρίζαν στα χωριά τους. Εμείς ως μαθητές  περνάγαμε τη γέφυρα για να πάμε στο Γυμνάσιο στη Ναύπακτο. Η διαδρομή Ευπάλιο-Ναύπακτος με τα πόδια ήταν περίπου δύο ώρες και δεν την κάναμε εύκολα. Από το Ευπάλιο δίναμε όσοι ήμασταν παρέα μου (Πάνος Αλεξανδρής, Θανάσης Αλεξανδρής, Κώστας Ζέρβας, Νίκος Καλαμάκης κ.ά) ραντεβού στην Αγζιά και παίρναμε το δρόμο πειράζοντας ο ένας τον άλλο και αστειευόμενοι….Παιδιά ήμασταν. Ορισμένοι δε, βγάζανε και τα παπούτσια, δένανε τα κορδόνια μεταξύ τους και τα κρεμάγανε στον ώμο. Από τη μια μεριά κρεμόταν το ψωμοσάκκουλο κι από την άλλη τα παπούτσια. Δεν το κάνανε πάντα για να μη χαλάσουν τα παπούτσια, γιατί εκείνα ήταν φτιαγμένα από πετσί και από κάτω η σόλα είχε πρόκες. Μάλιστα θυμάμαι τον Οδυσσέα το Λακουμέντα, ο οποίος κατέβαινε στο χωριό – από τα Λαγιανδρεέϊκα που μένανε -με τσόκαρα. Αλλά ποδαρόδρομος ως τη Ναύπακτο με τσόκαρα ήταν κουτσοπόδιασμα. Αναγκαζόταν και έβγαζε τα τσόκαρα και πήγαινε ξυπόλυτος μέχρι τη Ναύπακτο».
Το πέρασμα του ποταμού 
Ο Τάκης Αναγνωστόπουλος συνεχίζει: «Όταν το ποτάμι δεν είχε νερό, περνάγαμε μέσα απ’ αυτό. Πριν γίνει η γέφυρα και όταν το ποτάμι είχε νερό και έπρεπε να πάμε στη Ναύπακτο, περνούσαμε χαμηλά στην «περαταριά»: ήταν μια βάρκα που είχε δυο σκοινιά δεμένα, στις δυο όχθες του ποταμού, και μπαίναμε μέσα και περνούσαμε στην απέναντι πλευρά, πληρώνοντας το βαρκάρη. Η «περαταριά» ήταν προς τα Μορνοχώρια, δηλαδή στο δρόμο που πάει σήμερα αριστερά, φθάνοντας στη γέφυρα καθώς πάμε από Ευπάλιο προς Ναύπακτο. Το κόμιστρο ήταν δύο δραχμές».
Σε μερικά σημεία το πέρασμα του ποταμού γινόταν με τη βοήθεια αλόγων, έναντι αντιτίμου φυσικά. Επειδή τα χρήματα ήταν λιγοστά πολλοί για να γλιτώσουν ακόμη και την πενιχρή αμοιβή στον περατάρη, προτιμούσαν να δοκιμάσουν μόνοι τους. Βέβαια έβγαιναν στην αντίπερα όχθη βρεγμένοι και ταλαιπωρημένοι.
Ο Γιάννης Πριόβολος του Αλεξίου θυμάται περιπτώσεις ανθρώπων που παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά, άλλους τους περισυνέλεξαν πιο κάτω, άλλοι πνίγηκαν. Θυμάται και περιπτώσεις που άνθρωποι στην προσπάθειά τους να διαβούν αντίπερα, έμειναν για ώρες πάνω σε μια νησίδα μη μπορώντας να πάνε ούτε μπροστά ούτε πίσω!!!
Η διαδικασία του περάσματος πολλές φορές γινόταν ήταν ένα αληθινό μαρτύριο. Ο Βαγγέλης Βλάχος στο βιβλίο του «Στα χνάρια μιας πορείας» αναφέρει: «Κείνο όμως που ήταν ίσως το πιο επικίνδυνο ήταν το πέρασμα του ζώου με το φορτίο. Πολλές φορές το νερό βαράγκωνε. Χτυπούσε στη κοιλιά του ζώου και κινδύνευε να παρασυρθεί από την ορμή του νερού. Αλλά δεν κινδύνευε το ζώο μόνο, κινδύνευε και ο πατέρας, που με την πλάτη από το κάτω του ζώου προσπαθούσε να το βοηθήσει να μην παρασυρθεί από το ρεύμα. Αυτό σήμαινε πως το ζώο δεν άντεχε, μαζί με το ζώο, θα παρασυρόταν και ο πατέρας. Εμείς απέναντι βλέπαμε τον αγώνα και τον κίνδυνο και καταπίναμε την ψυχή μας που πήγαινε να βγει από την αγωνία μας» (παρατίθεται στο βιβλίο του Γ. Χαλάτση).
Ο ανθρωποφάγος Μόρνος
Το αίτημα της γεφύρωσης του Μόρνου πήρε πολλά χρόνια μέχρι να γίνει πραγματικότητα και αφού συνέβησαν πολλά περιστατικά πνιγμού. Όπως αναφέρει η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ(17-12-1907): στις 16 Δεκεμβρίου 1907, προφανώς μετά από κάποιο συμβάν πνιγμού, «συνελθούσα η πόλις Ναυπάκτου εν πανδήμω συλλαλητηρίω σήμερον διαβίβασε δι’ επιτροπής…… για την κατασκευή της γέφυρας του ποταμού Μόρνου ελλείψει της οποίας διακόπτεται η συγκοινωνία Ναυπακτίας και Δωρίδος, ολόκληρον την χειμερινήν περίοδον επί ανυπολογίστω οικονομική ζημίας αμφοτέρων των επαρχιών».
Δυο μέρες αργότερα με τον τίτλο «ο ανθρωποφάγος Μόρνος» η εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» αναφέρει τις παρεμβάσεις στη Βουλή για το θέμα:
Λιδωρίκης: Φόρον αίματος πληρώνουν εις τον Μόρνον ποταμόν κατ’ έτος οι κάτοικοι των επαρχιών Δωρίδος και Ναυπακτίας. Παρακαλώ να ψηφισθή το περί δημοσίων έργων νομοσχέδιον, όπως γεφυρωθή επί τέλους ο ποταμός αυτός» Στράτος: Θα πνιγεί όλος ο κόσμος μέχρις ότου η Βουλή ευδοκήση να ψηφίσει νομοσχέδιον 7 εκατομμυρίων». Το νομοσχέδιο ψηφίσθηκε, Δεκέμβρης 1907, η γέφυρα όμως άρχισε να κατασκευάζεται το 1936!!!   Και θα καθυστερούσε πιο πολύ, εάν δεν υπήρχε επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί ο οδικός άξονας Αθηνών- Ιωαννίνων.
Η γέφυρα
Η γέφυρα ολοκληρώθηκε το 1938. Για την εποχή της ήταν πρωτοποριακή και καύχημα της ελληνικής μηχανικής επιστήμης. Έχει πέντε τόξα, καθένα από τα οποία έχει άνοιγμα 4,5 μέτρων. Το ολικό μήκος της γέφυρας είναι 225 μέτρα και το πλάτος του καταστρώματός της είναι 6 μέτρα. Είναι κατασκευασμένη με σιδηροπαγές μπετόν-αρμέ. Στοίχισε 10 εκατομμύρια δραχμές, τα οποία καταβλήθηκαν από το κράτος ως μέρος της δαπάνης για την κατασκευή της εθνικής οδού Πειραιώς-Μεσολογγίου. Η σημασία της για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής ήταν καταλυτική. Επίσης είχε και μεγάλη στρατιωτική σημασία.
Οι εφοδιοπομπές για τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε στα βουνά της Ηπείρου το 1940-1941 πέρασαν από αυτή τη γέφυρα. Το 1941 βομβαρδίστηκε από γερμανικά στούκας χωρίς όμως να υποστεί ζημιές.
Το 1941 υπήρξε η σκέψη από τα συμμμαχικά στρατεύματα να την ανατινάξουν για να εμποδίσουν την προέλαση των Γερμανών και των Ιταλών. Ευτυχώς όμως επικράτησε η άποψη να μην γκρεμιστεί, διότι ο Μόρνος στο σημείο αυτό δεν ήταν ικανός να εμποδίσει τα μηχανοκίνητα πολεμικά μέσα των Γερμανών. Σε ανάλογες περιπτώσεις στα γεφύρια στη «Ρέρεση» και στο «Στενό», πριν το Λιδορίκι, όπου ο Άγγλος αξιωματικός Τζέφ ανατίναξε τα πέτρινα γεφύρια, οι Γερμανοί βρήκαν τρόπους και πέρασαν σχετικά εύκολα το Μόρνο.
«Κεφαλογιόφυρο»
Το «Κεφαλογιόφυρο» συνδέει την ορεινή Δωρίδα και την ορεινή Ναυπακτία. Είναι χτισμένο σε ένα στενό πέρασμα του Μόρνου και είχε πολύ μεγάλη σημασία για την ζωή της περιοχής. Χτίστηκε τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Είναι μονότοξο, έχει μήκος δεκάξι μέτρα, πλάτος 2,30 μέτρα και απέχει πέντε μέτρα από την επιφάνεια του νερού.
Από εκεί πέρασαν οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου μετά την ηρωική Έξοδο. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοίκησαν στα χωριά της Δωρίδας, της Ναυπακτίας και της Παρνασσίδας. Πολλοί προτίμησαν την Καρυά για νέα τους πατρίδα.
«Μυθικό θεριό»
«Πήραμε ένα λόχο και περάσαμε τη γέφυρα του Μόρνου. Τεράστιο και αλλόκοτο γεφύρι, τα χοντρά δοκάρια του από τσιμέντο αραδιάζονταν ατελείωτα στα πλευρά σου, ενώνονταν πάνω από τα κεφάλια μας. Ήταν σα να μπαίνεις μέσα στο σκέλεθρο κάποιου μυθικού θεριού. Τάλογά μας αναπήδησαν έντρομα μόλις βρεθήκαμε μπροστά στο στόμιό του. Αναγκαστήκαμε και κατεβήκαμε. Πέρασαν μπροστά οι πεζοί και τότε αποφάσισαν να ακολουθήσουν τα άλογα, περίφοβα όμως πάντοτε, έτοιμα να πηδήσουν ορθά» (Νικηφόρος, Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, τόμος Γ’,σ. 215).
Για τη συγγραφή του άρθρου πολύτιμες ήταν οι πληροφορίες από το βιβλίο του Γιάννη Γεωρ. Χαλάτση «Διαδρομές του παρελθόντος στη Ναυπακτία και τη Δωρίδα. Οδικό δίκτυο, γεφύρια, χάνια»», Ναύπακτος 2009
ΠΗΓΗ: εφημερίδα «ΤΟ ΕΥΠΑΛΙΟ», τεύχος 102

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Δεκαετία 90 στο αυτοσχέδιο γήπεδο στις καστανιές η νεολαία του χωριού προσπαθεί να παίξει ποδόσφαιρο 

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Τρύγος 1975
1972
28/5/1957 Άμφισσα γάμος Σπυρου Μπερτσιά
1952
Δημήτρης Μπερτσιάς του Κωνσταντίνου

Λίμνη Μόρνου 

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

1971 , Νίκος Μπερτσιάς και Κώστας Στεφόπουλος ( σήμερα είναι ιερέας ) στο διάλειμμα  ενός παιδοσφαιρικού αγώνα !!!
Λιδωρίκι αρχές 1960 φωτογραφία από τον Α  Παντέλη  (Βαρδουσιώτης)
Συνεργείο της Εταιρίας ΕΤΕΜΚ , επισκευάζει δρόμο στο Λιδωρίκι , δεξιά με τα φτυάρια , ο Μπάρμπα Κώτσιος Κολοκυθάς ( Τσουπροκότσιος) με τον Γιώργο Μπερτσιά ( Κατσαβός) ,ο Ευάγγελος Σάιτης και ο Γεώργιος Καλαμπαλίκης και ο εργολάβος Ιωάννης Κούσουλας με την ρεπούμπλικα, αρχές 1960

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

προγόνων αναμνήσεις, Μιλτιάδης Καραδήμας



προγόνων αναμνήσεις,Κοράκης Αποστόλης και η γυναίκα του 



Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015


Αντιγράφουμε από το εξαίρετο blog lidoriki του φίλου μας Κώστα Καψάλη που συχνά αναφέρεται και στο χωριό μας τον ευχαριστούμε θερμά !!! 



Απ’ το  2007 αγαπημένοι  μου  φίλοι , ψάχνω για  να ‘βρω μια  φωτογραφία  απ’ το  μικρό . ταπεινό  πέτρινο  εκκλησάκι  της  “ Νεταμόρφωσης του  Σωτήρος “ , που  υπήρχε  πέρα  στο  Λουτσοβιώτικο , “ Δίπλα  στο  ποτάμι και κάτω  απ’ τα  δέντρα “  όπως τιτλοφορεί ένα  υπέροχο μυθιστόρημά  του ένα  μεγάλος  Αμερικανός  συγγραφέας ..
   Θα  μου  πείτε  γιατί ; αφού  το  εκκλησάκι  δεν  ήταν  καν Λιδορικιώτικο , ναι βέβαια , αλλά  είχα  πάει  μικρό  παιδί  με  τη  μάνα  μου , στο  πανηγύρι του  , που γινόταν στις  6 Αυγούστου , Αγία   Σωτήρα , θυμάμαι  το  λέγαμε , και  εκεί  μαζεύονταν  πολλοί  προσκυνητές  απ’ όλα  σχεδόν τα  γύρω  χωριά .
   Η  τύχη  όμως  με  βοήθησε , προ  ημερών , ένα  αγαπητός  χωριανός  και  συγγενής , ο  Γιώργος  Ριόλας  μου  έστειλε  αυτή  την  υπέροχη  φωτογραφία , τον  ευχαριστώ  θερμά ..

ΣΗΜ : Χθεα  φίλοι  μου μ αντί  για  τη  φωτιγραφία  της Μετανόρφωσης  του  Σωτήρος , από  λάθος είχε  μπει το  εκκλησάκι της  Αγίας  Μονής , επανορθώσαμε  και  ζητάμε  συγγνώμη , ευχαριστούμε .
  6-8-51 Aγία  Σωτήρα - Λούτσοβο , στη  ρεματιά , Γ.Μπήλιος , Κατίνα  Σκούτα
6-8-1951 , ανήμερα  του  πανηγυριού της  “ ΑΓΙΑΣ  ΣΩΤΗΡΑΣ “ ο  Γιώργος  Μπήλιος  με  την  Κατίνα Σκούτα , τη  συμμαθήτριά  μου , στην  όμορφη  εξοχική  περιοχή  στο  Λουτσοβιώτικο .
Αρχείο  Γ. Μπηλιου 

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Φώτης Αλεξ. Κατσούδας: «Ντοπιολαλιές στη Δωρίδα» κριτική της Στέλλας Πριόβολου

Φώτης Αλεξ. Κατσούδας: «Ντοπιολαλιές στη Δωρίδα» κριτική της Στέλλας Πριόβολου
Ο φιλόλογος Φώτης Κατσούδας, με εξαιρετική ευαισθησία στις παραδόσεις της πατρίδας του –το Παλαιοξάρι Δωρίδας– και στη λαλιά της, παρουσιάζει στο βιβλίο του με τίτλο Ντοπιολαλιές στη Δωρίδα τα αποτελέσματα μιας έρευνας, που άρχισε ως φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1971-1972.

Συγκέντρωσε, λοιπόν, ένα πλούσιο λαογραφικό υλικό που στηρίχτηκε στις αφηγήσεις παππούδων και γιαγιάδων και –όπως ο ίδιος επισημαίνει στον πρόλογό του– «ήταν εκείνοι που πολέμησαν με τον Μακρυγιάννη, τον Διάκο, τον Σαφάκα και άλλους στην Εθνεγερσία του 1821 για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά μας». Έτσι, του γεννήθηκε η ιδέα να ασχοληθεί με την τοπική διάλεκτο όχι μόνον του χωριού του, αλλά της ευρύτερης περιοχής της Δωρίδας. Στον πρόλογό του, εξάλλου, περιγράφει με ειλκρίνεια, γλαφυρότητα και γλωσσική ευαισθησία πώς ρούφαγε τις αφηγήσεις, τις έδενε με τα πρόσωπα και κατέγραφε στη μνήμη του τις λέξεις με την ιδιόμορφη προφορά τους. Τις λέξεις αυτές ο συγγραφέας τις ονομάζει χαρακτηριστικά «φωτογραφίες της μνήμης, που έχουν το δικό τους μπόι, μεγαλύτερο από τον άνθρωπο που τις εκφέρει». Αναφέρεται, για παράδειγμα, στη λέξη «μπλαρ», που είναι η μονοσύλλαβη απόδοση της λέξης «μουλάρι» και ανατρέχει στο συγκεκριμένο μπλαρ, που του έδωσε κάποτε μια κλοτσιά και παραλίγο να τον αφήσει στον τόπο... Είναι η ντοπιολαλιά που τον συνδέει με το περιβάλλον του αλλά και με το παρελθόν του, και αυτήν θέλει να αναδείξει και αυτήν θέλει να διασώσει. Πιστεύει ότι όσο και αν η τεχνολογία έχει προοδεύσει, εντούτοις δεν μπορεί να αποδώσει τη ρουμελιώτικη προφορά των λέξεων όπως: ουλνούς=όλους, εκνούς=εκείνους, γμαρ=γομάρι, μνι=μουνί κ.ά.

Ο Φώτης Κατσούδας ενσωμάτωσε μέσα στην ντοπιολαλιά και ονομασίες τοποθεσιών που έχουν ιστορική σημασία, όπως το τοπωνύμιο «Σκαλτσά τα Δέντρα», που βρίσκεται δυτικά του Παλαιοξαρίου. Εκεί ήταν ο χώρος, όπου ο οπλαρχηγός της Επανάστασης του ’21 Σκαλτσοδήμος είχε το στρατόπεδό του και υπερασπιζόταν από τη θέση αυτή το περίφημο Μοναστήρι της Βαρνάκοβας από τουρκικές επιθέσεις.

Είναι αναμφισβήτητα εξαιρετική η πρωτοβουλία του Δήμου Δωρίδας, που υπό την αιγίδα του παρουσιάστηκε το βιβλίο αυτό από τις Εκδόσεις Πληθώρα.

Από το μικρό, ουσιαστικά, λεξικό των ντοπιολαλιών της Δωρίδας αξίζει, πιστεύω, να παρατεθούν μερικές χαρακτηριστικές και αυθεντικές λέξεις:

αβάρετος=ακούραστος, αγαθομούνα=απονήρευτη, αποτωρούλια=πριν από λίγο, (γ)κιοτεύω=δειλιάζω, έγκωσα=χόρτασα, θεοπούντι=παγωνιά, ιπρουχτές=προχθές, καταντίπ = εντελώς, κουκουνιάζω=τρέμω από το κρύο, κούσιαλο=το γεροντάκι, κωλοσφούγγι=χαρτί υγείας, νωρούλια=νωρίς, πιοτής=αυτός που πίνει πολύ, πισπιρίγκω=έξυπνη γυναίκα, σκουρέμπω=το μικρό κοριτσάκι, σχασιά=αηδία, τοσλάκι=τόσο δα, τσιούπα – τσπι=το κορίτσι, φαρμακοτρίφτης=φαρμακοποιός, χαμούρα=πρόσωπο εξευτελισμένο, χερχερείτε=κάνετε γρήγορα.

Ντοπιολαλιές στη Δωρίδα
Φώτης Αλεξ. Κατσούδας
Εκδόσεις Πληθώρα
192 σελ.
Τιμή € 12,00

H ιστορία του Tσοπανάκου
Έθιμα & Παραδόσεις

H ιστορία του Tσοπανάκου (Ελληνική Παράδοση)

Eζούσε μια φορά στην όμορφη Δωρίδα
ένας μικρός τσοπάνος. O Aλή.
Eφύλαγε του τσέλιγκα τα γίδια
κι έτρεχ' από κορφούλα σε κορφή.
Σκληρό τ' αφεντικό του μα η ανάγκη
έκανε το παιδί να εργασθεί.
Xωρίς πατέρα. Άρρωστη μητέρα.
Tα φάρμακά της να χει και φαΐ.
Mια μέρα εκουράστηκε. O ύπνος
τον πήρε κάτω απ' την βελανιδιά.
Σαν ξύπνησε, ετρόμαξε. Tα γίδια!
Φύγανε και δεν ήταν πουθενά!
Σφύριξε. Έτρεξε. Mα τίποτε! Tο βράδυ
σαν ήρθ' ο τσέλιγκας, κατσούφης, βλοσυρός
«-Θα σε σουβλίσω» λέει και μουγκρίζει
«τα ζωντανά μου θέλω. Φέρτα, μπρος!»
Tη σούβλα πιάνει. «-Όχι, όχι αφέντη!»
παρακαλάει και κλαίει ο μικρός.
Aλλά χυμάει πάνω του αυτός.
Kαι τότε μπρος στ' αθώο προσωπάκι
το χέρι του αρπάζει ο Θεός!
Σπάει τη σούβλα, παίρνει το παιδάκι.
Πουλί το κάνει κι ασημένιο φως...
Στα πιο ψηλά κλωνάρια από τότε
της Γκιώνας σφυρίζει και λαλεί,
ο τσοπανάκος. Για τ' αγαπημένα.
Tα γίδια του που ψάχνει τα χαμένα,
τη μάνα του που μάταια καρτερεί.

Στο ξωκκλήσι του Aη Nικόλα στα Kαλτεζιά της Δωρίδας, διακρίνεται χτισμένη στη βορεινή πλευρά της εκκλησίας μια φωλιά του Tσοπανάκου. Mοιάζει σαν έργο τέχνης έτσι όπως είναι «κεντημένη» με τη λεπτή σωληνωτή είσοδο του παράξενου όσο και γεμάτου θρύλους άγριου πουλιού.(πηγή εφημερίδα της Φωκίδας).


από "DORIDA news" - 

Μια αληθινή ιστορία φόνου στο Κουπάκι Δωρίδας το 1953 που έγινε… βιβλίο !

“ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Καλύτερα σκοτωμένη παρά χωρισμένη ” 
 
Το βιβλίο "Παναγιώτα: Καλύτερα σκοτωμένη παρά χωρισμένη" του Ιατρού Λουκά Κονανδρέα είναι μία αληθινή ιστορία φόνου που συγκλόνισε το πανελλήνιο στο Κουπάκι του 1953 και μόλις κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση. Στις 14 Αυγούστου μάλιστα, η αγγλική του έκδοση (Better Dead Than Divorced: The Trial of Panayota) διακρίθηκε με βραβείο της Ένωσης συγγραφέων πεζού λόγου (Nonfiction Authors Association award). Σημειώνεται πως για την συγγραφή του βιβλίου ο κ. Κονανδρέας συγκέντρωσε και επεξεργάστηκε πάνω από 700 σελίδες σχετικών ντοκουμέντων για την υπόθεση.

Περιγραφή:

Μια ρομαντική σχέση που κατέληξε σε γάμο. Μια σκανδαλώδης εξωσυζυγική σχέση, που για να συνεχιστεί, η σύζυγος έπρεπε να φύγει από τη μέση. Η δολοφονία της Παναγιώτας, μιας νέας γυναίκας που ζούσε στους περιορισμούς ενός συντηρητικού, μικρού χωριού, στα βουνά της Ελλάδας. Μια αληθινή ιστορία. Όταν η ξαδέλφη του δολοφονήθηκε, ένας έντιμος άντρας αγωνίστηκε πέραν των δυνατοτήτων του να οδηγήσει τον οικονομικό και κοινωνικό παράγοντα της περιοχής, τον σύζυγο της ξαδέλφης του και φίλο του, στη δικαιοσύνη, ενάντια σε οικονομικές δυσκολίες και δικαστικούς επηρεασμούς.

Εκδόσεις: CaptainBook.gr
Έτος έκδοσης: 2015
Αριθμός σελίδων: 312 


Ο Λουκάς Αθανασίου Κονανδρέας είναι γιατρός, και γεννήθηκε στο Κουπάκι Δωρίδας. Είναι ένα από τα τέσσαρα παιδιά του Θανάση και της Πολυξένης Κονανδρέα. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο Ζωγράφου και στην συνέχεια σπούδασε Ιατρική στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά τη στρατιωτική του θητεία και την άσκησή του σε «αγροτικό ιατρείο» μετανάστεψε στον Καναδά και στις ΗΠΑ για μετεκπαίδευση στην Ιατρική (Τορόντο, Σικάγο και Καλιφόρνια). Άσκησε επείγουσα ιατρική σε διάφορα νοσοκομεία της Καλιφόρνιας και στη συνέχεια μετακόμισε στο Κονέτικατ, όπου οργάνωσε και διευθύνει μέχρι σήμερα ένα ιατρικό κέντρο επειγόντων περιστατικών. Είναι παντρεμένος με τη Γεωργία, η οποία είναι διδάκτωρ Ψυχολογίας και έχουν δυο γιους που βρίσκονται στο στάδιο των πανεπιστημιακών τους σπουδών.
Πριν 40 περίπου χρόνια ο Χαράλαμπος Στέφος και ο Ανδρέας Κ Κολοκυθάς 
Ο Γιώργος Σ Μπερτσιάς ,ο αδελφός του Κώστας με την μητέρα τους πριν κάποια χρόνια 

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015


Παρασκευή ρουμελιώτικου τραχανά 
Στην πλατεία του Διακοπίου ( Γρανίτσα )
Η παλιά γέφυρα στον Κοκκινο κοντά στην έξοδο της σήραγγας που φέρνει το νερό από τον Εύηνο