Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Τα κουδούνια και τα τσοκάνια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης και της ζωής του βουνού.

 


γράφει ο Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος πηγή:kalavritanews.com
Τα κουδούνια και τα τσοκάνια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης και της ζωής του βουνού. Μα είναι αναπόσπαστο κομμάτι και της ζωής όλων όσων προερχόμαστε από ορεινές και κτηνοτροφικές περιοχές, αφού από τα πρώτα μας ακούσματα, σαν αντικρίσαμε τον ήλιο, ήταν και οι μελωδίες τους, γι’ αυτό και ηχούν πάντα στ’ αυτιά μας!
Τα κουδούνια προορίζονται για τα γίδια, τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, ενώ τα τσοκάνια για τα πρόβατα και τα γελάδια, χωρίς αυτό να είναι «νόμος». Είναι το ίδιο γνωστά και τα γιδοτσόκανα, αλλά με κάπως διαφορετικό ήχο από τα προβατοτσόκανα. Οι όροι αυτοί είναι μεγάλες κατηγορίες, που κάθε μία έχει τις υποκατηγορίες της και το κάθε κουδούνι και τσοκάνι τη δική του ιδιαίτερη ονομασία. 
Σαν κύριο σκοπό έχουν να δηλώνουν τη θέση των ζώων, όταν αυτά δεν είναι ορατά, ώστε να εντοπίζονται εύκολα από τον ιδιοκτήτη τους. Το έμπειρο αυτί μπορεί να τα προσδιορίσει από τον ήχο του καθενός, χωρίς να τα βλέπει καν, χωρίς να τα έχει ξανακούσει. Ο ρυθμός του χτύπου, άλλωστε, προδίδει και τον διαφορετικό τρόπο βαδίσματος και βοσκής κάθε ζώου.
Ο ήχος εξαρτάται από το σχήμα, το μέγεθος, το μέταλλο και τον τύπο. Αυτά τα χαρακτηριστικά παίζουν ρόλο και στην ονομασία. 
Στα γίδια και στα πρόβατα κρεμιούνται, αποκλειστικά σχεδόν, με τη βεζά, ενώ στα μεγάλα ζώα με δερμάτινη λωρίδα ή αλυσίδα. Η βεζά είναι ξύλινο «στεφάνι» και κατασκευαστής της είναι ο ίδιος ο τσοπάνης, εφ’ όσον ξέρει καλά την τέχνη, γιατί διαφορετικά είναι βέβαιο ότι θα προκληθεί τραυματισμός στο λαιμό του ζώου. Τα δύο άκρα της κουμπώνουν μεταξύ τους με κομμάτι κέρατου, που παίρνει τη μορφή «μανικετόκουμπου», το λεγόμενο παπίρι, από τα χέρια του τσοπάνη κι αυτό. 
Τα μεγάλα κουδούνια και τσοκάνια τα φοράνε μόνο στα μονόχια (ευνουχισμένα) τραγιά και κριάρια, όταν αυτά εύσωμα. Έχουν διάφορες ονομασίες, όπως: κυπριά, μπουζούκες, ζακυθινά και μπίπες. Πραγματικά, είναι ν’ αναρωτιέται κανείς πώς μπορούν και κινούνται τα ζώα με τόσο βάρος και όγκο στο λαιμό τους, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις μοιάζουν με μικρές καμπάνες! Υπάρχει εδώ και η άποψη πως, επειδή είναι ζωηρά και επιθετικά, τα μεγάλα κουδούνια έχουν κι αυτό το σκοπό. Ίσως να είναι και ο λόγος που σε ορισμένες περιοχές της πατρίδας μας τα ονομάζουν «σκλαβέρια». Τα βράδια, όμως, που μαζεύονται στο μαντρί, συνηθίζεται να τους τα βγάζουν, για να μπορούν να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν με άνεση.
Πολύ συνηθισμένα είναι και τα διπλοκούδουνα, ενώ τα τριπλοκούδουνα είναι λιγότερο γνωστά και τα συναντάμε μόνο σε μεγάλα κυπριά. Αυτά (τα διπλοκούδουνα), αντί για βαρίδι (ή γλωσσίδι) έχουν ένα δεύτερο κουδούνι, το μεσάρι, που μόνο του δεν βγάζει ήχο, γιατί το ίδιο δεν έχει βαρίδι. Το μεσάρι ονομάζεται και τσακλοκούδουνο, χαρακτηρισμός ο οποίος απευθύνεται μεταφορικά και σε άνθρωπο με χαμηλή νοημοσύνη ή που δεν στηρίζεται στη δική του δυναμική. 
Μικρότερα όλων είναι τα σκυλοκούδουνα, που δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους στα χαρακτηριστικά τους. Κάποιοι μερακλήδες τα βάζουν πολλά μαζί και στα άλογα, σαν αρμαθιά στην ίδια ειδικά κατασκευασμένη δερμάτινη λωρίδα. Είναι οι λεγόμενες χανάκες με τις ζήλιες (χανάκα η δερμάτινη λωρίδα και ζήλιες τα σκυλοκούδουνα), που θα έλεγε κανείς «ισοκρατούν» στο μεγάλο κουδούνι του ζώου στο βάδισμα! Είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί το πόσο τέλεια συνδυάζονται οι ήχοι όλων των κουδουνιών μαζί με τον ήπιο καλπασμό, το ρυθμικό θόρυβο των πετάλων, τη χάρη της κίνησης του αλόγου και το καμάρι του καβαλάρη! 
O ήχος τους δεν είναι γνώριμος μόνο στους νοικοκυραίους τους, αλλά και στα ίδια τα ζώα μεταξύ τους. Το έμπειρο αυτί μπορεί να διακρίνει από το χτύπο των κουδουνιών αν το κοπάδι βόσκει, αν μετακινείται, αν τρέχει, που σημαίνει πως μπορεί ν’ αντιμετωπίζει κίνδυνο (π.χ. λύκοι, ζωοκλέφτες) κλπ.
Το καλό και προσεγμένο κουδούνι δείχνει την αρχοντιά και το μεράκι του τσοπάνη. Γι' αυτό και η κλοπή του αποτελεί προσβολή, που μπορεί να βάλει σε μεγάλη διχόνοια πολλές οικογένειες! Είναι γεγονός, επίσης, πως η ζωοκλοπή έχει πολύ μικρότερη βαρύτητα από την κλοπή ενός μεγάλου κουδουνιού. Γι’ αυτό και κάποιες φορές γίνεται για λόγους αντεκδίκησης! Οι κλέφτες κουδουνιών, άλλωστε, δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν αν δεν τα παραποιήσουν, γιατί ο ιδιοκτήτης τους θα τα γνωρίσει. 
Αρκετές είναι και σήμερα οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την κατασκευή τους και την προώθησή τους στον καταναλωτή. Η τέχνη τους στον ήχο είναι αξιοθαύμαστη, μα περισσότερο αξιοθαύμαστο είναι το «μουσικό αυτί» του τσοπάνη, που κάνει τους κατάλληλους συνδυασμούς κατά την αγορά τους, ώστε να ακούγεται μια πραγματική συναυλία! 
Δεν θα μπορούσε να μείνει μακριά από το κομμάτι αυτό της ζωής και της παράδοσης και η λαϊκή σοφία. Αρκετές παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις με θέμα το κουδούνι είναι λίγο-πολύ γνωστές σε όλους μας: 

- Του κρεμάσανε κουδούνια.
- Κουδουνίζουνε τ’ αυτιά μου.
- Κουδούνισε το κεφάλι μου (ή το μυαλό μου).
- Έπεσε το βαρίδι, σώπασε το τσοκάνι.
- Του μείναν’ τα τσοκάνια.
-Τον μερακλή τσοπάνη τον ακούς από τα τσοκάνια και τον βλέπεις απ’ τα (γ)κεσέμια. 
- Κανείς δεν ακούει τα δικά του κουδούνια.
- Στη ζημιάρα προβατίνα κρεμάνε το τσοκάνι. 
- Από τα τσοκάνια βρίσκεις το κοπάδι.

Αναφερόμενοι στο συγκεκριμένο θέμα, ας θυμηθούμε και το γνώριμο και νοσταλγικό ήχο του κουδουνιού του σχολείου! Τα ηλεκτρικά που σήμερα ειδοποιούν τους μαθητές ότι το μάθημα αρχίζει ή τελειώνει, σε πολλούς ήταν άγνωστα.


Νίκος Παπακωνσταντόπουλος

Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.


Σκυλοκούδουνα
Αρνοτσόκανο
Κατσικοτσόκανο
Κατσικοκούδουνο
Γιδοκούδουνο
Γιδοτσόκανο
Γιδοτσόκανο με βεζά
τύπου «ζέβλα» 
(ζέβλα: εξάρτημα 
του παραδοσιακού 
αρότρου)
Λιανοκούδουνα και 
χοντροκούδουνα 
(ανάλογα με το 
μέγεθος-ήχο)
Μικρό ζακυθινό με 
βεζά 
«γιδοστέφανο» 
(δένει επάνω)
Ζακυθινά
Γιδοτσόκανα «σφήνες»
Μεσαία κυπριά 
(διπλοκούδουνα)
με σχέδιο
Κυπρί 
(διπλοκούδουνο) 
με σχέδιο 
(στο κουδούνι και 
στη βεζά)
Μεγάλο κυπρί 
(διπλοκούδουνο) 
με σχέδιο και 
τέσσερα παπίρια
Το πολύ μεγάλο 
κυπρί δυσκολεύει 
το ζώο
Μικρές και μεγαλύτερες 
«γουργούρες» 
(προβατοτσόκανα)
Αριστερά: «μπουζούκα». 
Δεξιά «μπίπα» 
(από το 
«μπιπ-μπιπ» του 
ήχου του)
Γαϊδουροκούδουνο
Μουλαροκούδουνο
Γελαδοτσόκανο
Φωτο από το πραγματικό 
μουσείο του 
Ανδρέα Κακαβά!
Φωτο από το πραγματικό 
μουσείο του 
Ανδρέα Κακαβά!
Φωτο από το πραγματικό 
μουσείο του 
Ανδρέα Κακαβά!

Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Ήθελε ο θεός και ζήσαμε*(Διήγημα)

 


Μεγάλη Παρασκευή σήμερα ……

7. Ήθελε ο θεός και ζήσαμε*


Η Πρωτομαγιά του 1964 συνέπεσε με τη Μεγάλη Παρασκευή. Ήταν από τις σπάνιες χρονιές που το Πάσχα θα το γιορτάζαμε Μάιο. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά στην κοιλάδα του Μόρνου.
Οι γεωργοί στην κοιλάδα είχαν αρχίσει τις προετοιμασίες για την σπορά στους αγρούς, ο καθαρισμός των καναλιών άρδευσης και τα οργώματα είχαν σχεδόν τελειώσει σε όλο τον κάμπο. Οι καλλιεργητές μάλιστα που τα χωράφια τους αρδεύονταν από τον Κοκκινοπόταμο και καλλιεργού- σαν καλαμπόκι έπρεπε μέχρι τις αρχές Μαΐου να έχουν τελειώσει και με τη σπορά, η οποία γινόταν πρώιμα σε αυτά τα χωράφια, μιας και το καλαμπόκι χρειάζεται αρκετά ποτίσματα για να έχει ανάπτυξη και πλούσια παραγωγή.

Ο Κόκκινος ποταμός μπορούσε να δώσει νερό το πολύ μέχρι τα μέσα Ιουλίου· το υπόλοιπο διάστημα, μέχρι το φθινόπωρο, στέρευε στο μεγαλύτερο τμήμα του σε αντίθεση με τον Μόρνο, που τα νερά του έρεαν αδιάκοπα όλο τον χρόνο.
Εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή του 1964 ο πατέρας μου είχε τελειώσει με την πρώιμη σπορά των χωραφιών, γύρω από το σπίτι, με καλαμπόκι, αφού τα χωράφια αυτά μπορούσαν να αρδευτούν μόνο από τον Κόκκινο.

Τα χρόνια εκείνα το όργωμα και η σπορά γίνονταν με το παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή με τα άλογα ή τα μουλάρια και το αλέτρι του Ησίοδου. Ήταν δύσκολη δουλειά για τους ανθρώπους και για τα ζώα.
Δεν έπρεπε ούτε σπυρί να πάει χαμένο, για να πιάσει ο κόπος τόπο, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι άνθρωποι του μόχθου.


Στα φρέσκα οργώματα έπεφταν κάθε είδους πουλιά για να κλέψουν κανένα σπόρο. Οι επιδρομές των κορακιών ήταν η μεγάλη μάστιγα για τους γεωργούς, τόσο κατά τη σπορά όσο και μετέπειτα, κατά την περίοδο της ωρίμανσης και της συγκομιδής.

Για να μειώσουν αυτές τις επιδρομές, χρησιμοποιώντας παλιά ρούχα έφτιαχναν σκιάχτρα και τα τοποθετούσαν στα χωράφια τους. Στην αρχή ήταν αποτελεσματικό μέτρο, αλλά σιγά-σιγά τα πουλιά εξοικειώνονταν και στο τέλος κάθονταν ακόμη και πάνω στα σκιάχτρα.
Χρησιμοποιούσαν επίσης κάποιες αυτοσχέδιες κατασκευές από τενεκέδες, που με τον άνεμο δημιουργούσαν έντονο θόρυβο που φόβιζε τα πουλιά, τουλάχιστον στην αρχή.
Κάποιοι γεωργοί θεωρούσαν πιο αποτελεσματικό μέτρο να κρεμούν σε κάποιους στύλους μέσα στα χωράφια τους νεκρά πουλιά, που είχαν τουφεκίσει.


Ο πατέρας μου είχε ένα παλιό στρατιωτικό τυφέκιο, μακρύκανο, τύπου γκρα, που το είχε μετατρέψει σε κυνηγετικό. Έπαιρνε κυνηγετικό φυσίγγι στην θαλάμη αντί για σφαίρα και λειτουργούσε με κινητό ουραίο. Εκείνο το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής το κατέβασε από το ταβάνι του σπιτιού μας όπου το φύλαγε, το όπλισε και παραμόνευε στην αυλή ώστε, όταν πέσουν τα πουλιά στα οργωμένα χωράφια, να τα τουφεκίσει. Κάποια στιγμή κάπου θέλησε να πάει, άφησε το όπλο πάνω στον φράχτη και απομακρύνθηκε.


Παρακολουθώντας τη σκηνή μαζί με τα αδέλφια μου τρέξαμε, κι εγώ άρπαξα το όπλο κι άρχισα να σημαδεύω, πρώτα τον αδελφό μου και μετά την αδελφή μου, λέγοντάς τους αστειευόμενος «σας σκοτώνω», πιστεύοντας ότι δεν είχε φυσίγγι. Το χαρακτηριστικό κλικ του επικρουστήρα ακούστηκε δυο φορές χωρίς να γίνει εκπυρσοκρότηση. Μετά έστρεψα το όπλο προς τον ουρανό, ξαναπάτησα την σκανδάλη και ο εκκωφαντικός ήχος της εκπυρσοκρότησης ακόμη ακούγεται στα αυτιά μου μαζί με τα ξεφωνητά της μάνας μου και τις αγριοφωνάρες του πατέρα μου…

*το διήγημα είναι από το βιβλίο: «θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις».

Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

Μακαρέντζος-Μακαρέντζος!! (Διήγημα)

Είκοσι μια Απριλίου σήμερα.…55 χρόνια πριν.


Μακαρέντζος-Μακαρέντζος!! (Διήγημα)


Από το 1966 μέχρι το 1972 ήμουν μαθητής του εξαταξίου γυμνασίου μιας όμορφης και ήσυχης επαρχιακής κωμόπολης κτισμένης στις υπώρειες της δυτικής πλευράς μιας μεγάλης οροσειράς, έχοντας αντίκρυ έναν επίσης ορεινό όγκο. Στην έξοδο της κωμόπολης ξεκίναγε μια μικρή πανέμορφη κοιλάδα εκτεινόμενη και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά, που προσομοίαζε σαν μια καλοφτιαγμένη αυλή για την μικρή αυτή πόλη διαμορφωμένη ένα επίπεδο κάτω από τα τελευταία σπίτια της.


Ένας μικρός χείμαρρος, που ξεκίναγε από τα ανατολικά, διέσχιζε την μικρή κοιλάδα και στο τέρμα του συναντούσε τον Μέγα ποταμό που έρεε τα νερά του προς τα νοτιοδυτικά αφού περνούσε μέσα από ένα πολύ μικρό στένωμα. Ουσιαστικά ήταν μια βραχοσχισμή περίπου 50 μέτρων όπου από παλιά οι κάτοικοι είχαν φτιάξει ένα πέτρινο μονότοξο γιοφύρι για να διαβαίνουν χωρίς να διακινδυνεύουν από τα ορμητικά νερά του ποταμιού.


Η θέση που βρισκόταν η κωμόπολη, με το όνομα Λιδωρίκιον, της πρόσφερε μια φυσική απομόνωση, που ήταν πλεονέκτημα για τις παλιότερες εποχές και μεγάλο μειονέκτημα για την σύγχρονη εποχή. Γιαυτό το λόγο ήταν ανάμεσα στις λιγοστές στεριανές πόλεις που είχαν επιλέγει από το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου ως ιδανικός τόπος εκτοπισμού των αντιφρονούντων …


Η φοίτηση στο Γυμνάσιο των παιδιών, που καταγόντουσαν από τα απομακρυσμένα χωριά της πέριξ περιοχής απαιτούσε αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση από την ηλικία των δώδεκα ετών.

Σε αυτή την πόλη, σε ένα μικρό δωμάτιο, μια χαμοκέλα, που η οικογένεια μου είχε νοικιάσει, έζησα τις έξι σχολικές χρονιές.

Τα δυο πρώτα χρόνια ήμουν μόνος μου και τα επόμενα χρόνια με τα δυο μικρότερα αδέλφια μου.

Δεν ήταν εύκολη βέβαια η διαβίωση των νεαρών μαθητών, που πέρα από τις σχολικές υποχρεώσεις έπρεπε να φροντίζουν και τους εαυτούς τους. Το καθάρισμα, το μαγείρεμα, το πλύσιμο και όλες οι σχετικές εργασίες, που ένα νοικοκυριό, έστω και μικρό, απαιτεί, ήταν αποκλειστική ευθύνη του νεαρού μαθητή.


Η έλλειψη της γονικής εποπτείας γεννούσε και άλλους κινδύνους για τα νεαρά παιδιά, που έπρεπε να τους διαχειριστούν μόνα τους. Έπρεπε να μάθουν να διαχειρίζονται τον χρόνο, να βάζουν προτεραιότητες, να θέτουν στόχους, να παίρνουν μόνοι τους αποφάσεις και να ασκούνται στην αυτοπειθαρχία και βασικά να διαχειρίζονται την ελευθερία τους. Το τελευταίο μάλιστα ήταν και το πιο δύσκολο, τα περισσότερα τα κατάφερναν και ωρίμαζαν νωρίτερα από συνομηλίκους τους, που μεγάλωναν στις οικογενειακές εστίες τους. Υπήρχαν βέβαια και αποτυχίες, κάποιοι ευτυχώς ελάχιστοι παρασυρόντουσαν και οδηγούνται σε επικίνδυνες παρεκτροπές.


Τα δικά μου σχολικά χρόνια συνέπεσαν με την διακυβέρνηση της χώρας από το στρατιωτικό καθεστώς, που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα, τον Απρίλιο του 1967, όταν ήμουν μαθητής της πρώτης τάξης του Γυμνασίου.

Θυμάμαι έντονα το πρωινό της Παρασκευής της 21ης Απριλίου 1967, αν και δεν υπήρχαν κάποια σημάδια, που να το διαφοροποιούν σε κάτι από τα συνήθη σχολικά πρωινά.

Ο ηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ρεύματος, που τροφοδοτούσε την κωμόπολη, σταμάτησε να λειτουργεί όπως κάθε μέρα στις έξι. Ο τοπικός ηλεκτρικός σταθμός λειτουργούσε από τις έξι το απόγευμα μέχρι τις έξι το πρωί, μιας και η ΔΕΗ δεν είχε ακόμη παρουσία στην ορεινή επαρχία της Κεντρικής Ρούμελης.


Οι πρώτοι κάτοικοι από τα γύρω χωριά άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη με τα υποζύγια τους, άλλοι μετέφεραν διάφορα προϊόντα για πώληση και άλλοι ερχόντουσαν για να κάνουν τις αγορές τους ή να επισκεφθούν τις δημόσιες υπηρεσίες για να διεκπεραιώσουν κάποια υπόθεση τους.

Στις οχτώ, όπως κάθε μέρα, οι μαθητές είχαν πάει στο σχολικό συγκρότημα και περίμεναν να κτυπήσει το κουδούνι, μάλιστα είχαν έλθει κανονικά με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και οι μαθητές που πηγαινοερχόντουσαν καθημερινά από τα διπλανά χωριά.

Το κουδούνι κτύπησε και αντί για προσευχή, τον λόγο πήρε ο Γυμνασιάρχης και μας ανακοινώνει πως έγινε επανάσταση και δεν θα κάνουμε μάθημα, συμπληρώνοντας ότι ούτε αύριο θα γίνει μάθημα. Μας ευχήθηκε καλό Πάσχα, η επόμενη εβδομάδα ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα,  και μας έδωσε ραντεβού για την Δευτέρα του Θωμά.

Επακολούθησε πανζουρλισμός από τις φωνές των μαθητών και χαρούμενοι που γλιτώναμε δυο μέρες μαθήματα τρέξαμε στα σπίτια μας και εμείς που ήμασταν από τα γειτονικά χωριά πήραμε τα πράγματα μας και αναχωρήσαμε οι περισσότεροι με τα πόδια για τις οικογενειακές μας εστίες.

Κανένας νομίζω ακόμη και οι μεγάλοι μαθητές και πιθανώς και αρκετοί καθηγητές κατάλαβαν εκείνη την στιγμή σε τι προβλήματα έμπαινε η Πατρίδα μας και φυσικά όλοι οι Έλληνες…

Όμως στο μυαλό μου χαράχτηκε βαθιά μια κουβέντα που άκουσα από ένα περίεργο τύπο, έτσι μου φαινόταν τότε, που συζητώντας με μια κυρία της είπε:

-θα έχουμε προβλήματα κυρά Λένη, εμάς τους αριστερούς θα μα πιάσουν..

Τι πάει να πει αριστερός; γιατί να πιάσουν ένα ήσυχο άνθρωπο σαν τον κύριο Γιάννη; το μόνο «περίεργο» ήταν το κομψό λευκό λινό κουστούμι που πάντα φορούσε και το γαρύφαλλο που κοσμούσε το πέτο του σακακιού του.

Αυτές οι σκέψεις με βασάνιζαν για αρκετά χρόνια και νομίζω απαντήσεις άρχισα να παίρνω όταν η Βραδυνή του Τζώρτζη Αθανασιάδη άρχισε να γράφει εναντίον της Χούντας, θυμάμαι ακόμη, τα πύρινα άρθρα του Σταματόπουλου, πρώην χουντικού, κατά των Συνταγματαρχών.

Θυμάμαι ως μαθητές του Γυμνασίου κάναμε άθελα μας βέβαια και την πρώτη μας αντιχουντική ενέργεια. Όταν το 1968 επισκέφθηκε την κωμόπολη μας ο Μακαρέζος, (ο επί των οικονομικών της Χούντας). Παραταχθήκαμε όλοι οι μαθητές πάνω από 400, αριστερά και δεξιά του δρόμου, με σκοπό να τον επευφημήσουμε. Το σύνθημα, μας το έδωσε ο γυμναστής αλλά δεν ήταν σαφής με το όνομα…

Αρχίσαμε όλοι με στεντόρεια φωνή να φωνάζουμε:

Μακαρέντζος, Μακαρέντζος αντί Μακαρέζος !!!

Κρύος ιδρώτας έλουσε τον γυμναστή, που προσπαθούσε μάταια να μας διορθώσει!!! Εμείς όμως συνεχίζαμε στο Μακαρέντζος ….

Αυτή η παραφωνία μας στοίχισε κάποιους παραπάνω γύρους τροχάδην στο γήπεδο την επόμενη ημέρα!!


Πόνημα δημιουργικής γραφής

Κ. Μ. Μπερτσιάς