Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Στο Καραούλι

 

Οι αείμνηστοι:Δήμητρα Καραμπέτσου, Χαράλαμπος Καραδήμας Δημήτρης Κορακης 

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Η συγγραφέας Κωνσταντίνα Κοράκη* μας μιλάει για το βιβλίο της «Η Ανταριασμένη – Οι Φίλοι και τα Κτήρια».

 *Η συγγραφέας Κωνσταντίνα Κοράκη* έχει καταγωγή από τον Κόκκινο , κόρη του αείμνηστου καθηγητή των μαθηματικών Χρήστου.

 

Η συγγραφέας Κωνσταντίνα Κοράκη μας μιλάει για το βιβλίο της που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λυκόφως με τον τίτλο «Η Ανταριασμένη – Οι Φίλοι και τα Κτήρια».

Υπόθεση του βιβλίου

Τι συμβαίνει όταν η πραγματικότητα είναι πιο παράξενη ακόμη και από τα όνειρα; Η απάντηση στο μυθιστόρημα της Κωνσταντίνας Κοράκη «Η Ανταριασμένη, οι φίλοι και τα κτήρια» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λυκόφως.

Η Ανταριασμένη, στα όνειρά της, συναντάει το αλλόκοτο. Όμως, όταν ξυπνάει, αντιμετωπίζει μια σκληρή πραγματικότητα. Ζει σε μία πόλη, όπου οι κάτοικοι προσπαθούν καθημερινά να σκαρφαλώσουν πάνω σε ζωντανά κτήρια, που τρέφονται από αρνητικά συναισθήματα, γι’ αυτό και βασανίζουν τους επίδοξους αναρριχητές.

Η Κωνσταντίνα Κοράκη μιλάει για την «Ανταριασμένη»

Θα βρει συμμάχους στην προσπάθειά της να ανακαλύψει γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

Θα την στηρίξουν οι φίλοι της, όταν βρεθεί αντιμέτωπη με τα κτήρια, σε μία εξωπραγματική μάχη;

Πώς θα αντιδράσουν οι άνθρωποι, τα πλάσματα της φαντασίας και τα κτήρια;

Το βιβλίο περιλαμβάνει artwork που, όπως και το εξώφυλλο, έχει φιλοτεχνηθεί από τον Αλέξανδρο Κοράκη.

 

Η συνέντευξη

Μιλήστε μας για την υπόθεση του βιβλίου σας.

Διαβάζοντας το βιβλίο θα συναντήσετε περιπετειώδεις ναυτικούς, κομψές κυρίες από μια άλλη εποχή, Κλειδοποιούς, πλάσματα του νερού και έναν φιλοσοφημένο γλάρο να ταξιδεύουν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Παράλληλα, παρακολουθούμε τη ζωή στην πόλη της Ανταριασμένης, όπου επικρατεί μια νοσηρή κατάσταση.

Ζωντανά κτήρια βασανίζουν τους κατοίκους, οι οποίοι προσπαθούν καθημερινά να σκαρφαλώσουν πάνω τους, δίχως να σκέφτονται τίποτα άλλο.

Η Ανταριασμένη, η ηρωίδα του βιβλίου, θα προσπαθήσει να ανακαλύψει τι κρύβεται από πίσω και θα έρθει αντιμέτωπη με τα κτήρια και με τον ίδιο της τον εαυτό σε μια αλλόκοτη μάχη με κλειδιά, συναισθήματα και ήχους.

Πως εμπνευστήκατε την ιστορία και ποιο μήνυμα θέλετε να  περάσετε στους αναγνώστες σας

Τις πρώτες παραγράφους τις έγραψα αυτόματα μια μέρα μόλις ξύπνησα. Σιγά σιγά οι χαρακτήρες εμφανίστηκαν στο μυαλό μου και μπλέχτηκαν με διάφορες σκέψεις για την καθημερινότητα και τις σχέσεις. Σίγουρα, πάντως, ήθελα να γράψω κάτι για τη ρουτίνα και την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα που βιώνει ο μέσος άνθρωπος.

Τα μηνύματα είναι πολλά. Είναι μια ιστορία που δίνει έμφαση στη φιλία, την αγάπη, το θάρρος, αλλά και την πάλη με το σκοτεινό κομμάτι του εαυτού μας.

Πόσο διάστημα κάνατε να το γράψετε και πως επηρέασε αυτό την καθημερινότητά σας;

Μου πήρε λιγότερο από έναν χρόνο. Για μένα ήταν παρέα σε εκείνη την περίοδο, επειδή δεν δούλευα τόσο, όσο άλλες χρονιές.

Ποιο είναι το σημείο εκείνο που απαίτησε περισσότερη δουλειά από μέρους σας ή έχει μια 

 ιδιαίτερη θέση στην καρδιάή το μυαλό σας και γιατί;

Η Ανταριασμένη είναι το πρώτο μου βιβλίο, οπότε έγραφα ελεύθερα δίχως να σκέφτομαι ιδιαίτερα την τεχνική (ή την προώθηση). Είναι κάτι που δύσκολα θα ξανασυμβεί.

Κάποια στιγμή αποφάσισα να το στείλω στο εξωτερικό και έτσι το μετέφρασα  στα αγγλικά. Εκεί ζορίστηκα, ένιωσα να διάβαζα την ιστορία κάτω από νέα οπτική γωνία, ουσιαστικά σαν  να γνωρίστηκα ξανά με τους χαρακτήρες και το κείμενό μου.

Οι χαρακτήρες σας ζουν ακόμα μετά το κλείσιμο των σελίδων του βιβλίουΤους σκέφτεστε;

 Πιστεύετε ότι συνεχίζουννα ζουν στη σκέψη των αναγνωστών σας;

Τα πρόσωπα του βιβλίου με συντροφεύουν συχνά, αφού τους έχω συνδέσει με διάφορα κομμάτια της ζωής μου και αποτελούν αφορμή για μικρές ιστορίες. Εξάλλου το δεύτερο βιβλίο, που ολοκλήρωσα πρόσφατα, αποτελεί συνέχεια του πρώτου.

Μια αναγνώστρια μού είχε γράψει ότι σκέφτεται τους χαρακτήρες στα δύσκολα, ίσως να συμβαίνει και με άλλους. Στην Ανταριασμένη παρακολουθούμε πολλούς χαρακτήρες, οπότε είναι πιθανό  ο αναγνώστης να ταυτιστεί με κάποιον.

 Ένας συγγραφέας σταματάει ποτέ να γράφει ή να δουλεύει στο μυαλό του την υπόθεση μιας 

επόμενης ιστορίας πουέχει να εξιστορήσει;

Ορισμένοι συγγραφείς γράφουν κάθε μέρα. Στη δική μου περίπτωση, ακόμα και όταν δεν γράφω, σκέφτομαι συνεχώς και παρατηρώ γύρω μου και στη συνέχεια όλα αυτά διοχετεύονται στο κείμενο.

Σήμερα διαβάζουμε σε ψηφιακή μορφή βιβλία ενώ έχουμε καταφέρει ακόμα να διατηρούμε  

την έντυπη μορφή τουςΣετι μορφή προτιμάτε εσείς να διαβάζετε τα βιβλίαΕίστε υπέρ της 

εξέλιξης;

Διαβάζω πολύ σε έντυπη μορφή, ενίοτε και σε ψηφιακή. Τα ψηφιακά βιβλία είναι μια εναλλακτική πρόταση, ήρθαν για να ενισχύσουν το βιβλίο και να απελευθερώσουν τον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Η Ανταριασμένη π.χ. κυκλοφορεί στο Άμαζον  ως ebook στα αγγλικά σε χαμηλή τιμή. Την είχα ανεβάσει πριν βρω εκδοτικό.

Το ψηφιακό βιβλίο είναι πιο οικονομικό, δεν καταλαμβάνει χώρο, μεταφέρεται εύκολα και, κυρίως, προσφέρει στον συγγραφέα την ελευθερία να δημοσιεύσει τη δουλειά του ακόμα και δωρεάν, χωρίς δεσμεύσεις.

Τι θα ήταν το χτεςτο σήμερα και το αύριο χωρίς βιβλία;

Θα έχαναν την προέκτασή τους. Μέσα από τα βιβλία ταξιδεύουμε στον χώρο και στον χρόνο, ανοίγει το μυαλό μας. Θα ήμασταν εξαιρετικά περιορισμένοι.

Μπορεί ένας συγγραφέας να αφυπνίσει το αναγνωστικό κοινόνα το κάνει να κινητοποιηθεί 

και εν τέλει ναδιαμορφώσει συμπεριφορές;

Σίγουρα μπορεί, αν και ο άνθρωπος έχει την τάση να ενθουσιάζεται πρόσκαιρα με ένα βιβλίο ή μια ταινία και μετά να επιστρέφει στις συνήθειές του. Η συνήθεια και ο φόβος είναι ισχυροί ανασταλτικοί παράγοντες. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι τα βιβλία γράφονται με αφορμή την πραγματικότητα που όλοι βιώνουμε. Ίσως, ο συγγραφέας καταφέρνει να εστιάσει σε κάποια θέματα και να μας τα παρουσιάσει με τον τρόπο του, ώστε να τα προσέξουμε και εμείς.

Μπορείτε να σκεφτείτε τον εαυτό σας σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου δεν ασχολείται καθόλου 

με τη συγγραφικήδιαδικασία

Δεν είναι μακριά αυτό το σύμπαν, αφού δεν έγραφα από πάντα. Θυμάμαι ότι έλειπε κάτι. Ωστόσο, επειδή πλέον ο συγγραφέας πρέπει να ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με την προώθηση, η διαδικασία χάνει ένα κομμάτι από τη γοητεία της. Αν διαβάσετε συνεντεύξεις μεγάλων συγγραφέων, όλοι επιμένουν ότι πρέπει να διαβάζεις πολύ για να βελτιώνεσαι, και μάλιστα από όλα τα είδη. Στην εποχή μας λίγοι το κάνουν, λόγω έλλειψης χρόνου αλλά και διάθεσης. Νομίζω ότι ένα διάλειμμα πότε πότε κάνει κάνει καλό.

Ευχαριστούμε για την παραχώρηση της συνέντευξης και ευχόμαστε πάντα καλοτάξιδες  

δημιουργίες

Και εγώ σας ευχαριστώ. Εύχομαι καλή συνέχεια στα έργα σας.

 

Πηγή:συνέντευξη

Λυδία Ψαραδέλλη

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Ο νέος πρόεδρος του ΣΕΒ ο Σ. Θεοδωρόπουλος με καταγωγή από το Διχώρι

 

Νέος πρόεδρος ο Σ. Θεοδωρόπουλος με ποσοστό 76% - Τα νέα μέλη του ΔΣ
Με ποσοστό 76% τα μέλη του ΣΕΒ εξέλεξαν Πρόεδρο του ΔΣ τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, για τη διετία 2024-2026, έναντι 24% της Ιουλίας Τσέτη.  
 
Τα μέλη του νέου ΔΣ του Συνδέσμου που εξελέγησαν είναι οι:
 
Αντιπρόεδροι: Ράνια Αικατερινάρη,  Ευτύχιος Βασιλάκης, Ανδρέας Σιάμισιης
Γενικός Γραμματέας: Αλεξάνδρα Παπαλεξόπουλου
Ταμίας: Μάρκος Βερέμης

Μέλη
Πέγκυ Αντωνάκου
Καλλίνικος Καλλίνικος
Νάγια Καλογεράκη
Ιωάννης Καραγιάννης
Νικόλαος Καυκάς
Πάνος Κυριακόπουλος
Φίλιππα Μιχάλη
Αριστοτέλης Παντελιάδης
Γεώργιος Περιστέρης
Κυριάκος Σαμπατακάκης
Μενέλαος Τασόπουλος
Θεόδωρος Τρύφων
Ευάγγελος Χρυσάφης
Βασίλειος Ψάλτης

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Κοπή τριφυλλιού στον κάμπο Το 1972

 

Κοπή τριφυλλιού στον κάμπο-θέση Τσαμπάδες-λίγα χρόνια πριν τον σκεπάσει η λίμνη του Μόρνου.

Η καλύβα πίσω ήταν του παππού και της γιαγιάς και ήταν το καλοκαιρινό τους κατάλυμα, στο βάθος ο Λίθος 


Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

Από το 1991

 

Οι αείμνηστοι Βασίλης Κοράκης και ο Νίκος Κολοκυθάς και οι κωστας Καραμπέτσος και Κωστας Μπερτσιάς 

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

 

Ο αείμνηστος Βασίλης Καλμαντης και ο Κώστας Μπερτσιάς ψάχνοντας για τον ντορό άγριων ζώων….

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Μετανομασίες χωριών και οικισμών …

 Ο γνωστός ιστορικός και ονοματολόγος Α. Μηλιαράκης, ηγετική μορφή του αγώνα κατά των μετονομασιών [των πόλεων, κωμοπόλεων, χωριών και οικισμών], έγραφε σχετικώς το 1892: «Τὰ γεωγραφικὰ ὀνόματα, τιθέμενα ὑπὸ τοῦ λαοῦ, πρέπει νὰ μένωσιν ἀναλλοίωτα, ἐφ’ ὅσον οὗτος ἐν τῇ ἱστορικῇ ἐκδηλώσει τὰ ἀποδέχεται… Δὲν εἶναι ἔργον οὔτε ἑνὸς ἀτόμου οὔτε κυβερνήσεως ἡ μεταβολή. Τοιαῦτα ὀνείδη δὲν ἐξαλείφονται διὰ μίας μονοκονδυλιᾶς ἀλλὰ δι’ ἄλλων ἐργασιῶν καὶ μόχθων καὶ θυσιῶν… 

Ο ίδιος έγραφε αργότερα: 

«Ἂν τὰ ὀνόματα ταῦτα εἶναι ἴχνη διαβάσεως ξένων φυλῶν, τὶς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαγράφῃ τὰ ἴχνη ταῦτα ἐκ τῆς ἱστορίας; Ἂν θεωρῇ τὰ ἴχνη ταῦτα βάρβαρα, ἂς ὑψώσῃ αὐτὸς παρ’ αὐτὰ τὰ ἔνδοξα μνημεῖα τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ του». 

Και σε εφημερίδα της εποχής τόνιζε: 

«Πᾶσα ἀντικατάστασις σημερινῶν ὀνομάτων δι’ ἀρχαίων καὶ πᾶσα μεταβολὴ ἔτι τῆς ρίζης ἢ τῶν καταλήξεων αὐτῶν, ἐπιχειρουμένη ὑπὸ τῶν γεωγραφούντων ἢ ὑπὸ τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν ἄνευ μελέτης, ἰσοδυναμεῖ πρὸς καταστροφὴν ζωντανῶν μνημείων, μνημείων τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ γλώσσης» (πρβλ. Μ. Τριανταφυλλίδης, 1981, 576).

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Μπάλα στα Χάνια του Καραπιστόλη το 1972!

 

Σκεπάστηκε από τα νερά της λίμνης του Μόρνου….

Αυτοδίδακτος Λαϊκός Ξυλογλύπτης-Γκλιτσάς


Αυτοδίδακτος Λαϊκός Ξυλογλύπτης-Γκλιτσάς 
Κώστας Θ. Μάρκου
.
Δεν χρησιμοποιεί τόρνο ή παντογράφο και όλα του τα έργα έχουν την υπογραφή του και το έτος κατασκευής.
Για γκλιτσάρια χρησιμοποιεί κυρίως σφεντάμι, οξιά, καρυδιά, δρυ, πουρνάρι και διάφορα άλλα ξύλα κατάλληλα για έπιπλα.
Τα μπαστούνια είναι από αγριλιά, πικραμυγδαλιά, κορομηλιά, βρυσό, μελιό, κρανιά, αγριοτριανταφυλλιά και είναι όλα δουλεμένα με φωτιά.
Η έκθεση κατά τους θερινούς μήνες είναι στο εργαστήριό του στο Δενδρό Κορινθίας  (Δ.Δ. Ξυλοκάστρου), και τους χειμερινούς μήνες στις ΑχαρνέςΑττικής.
Περισσότερες πληροφορίες και φωτογραφίες  από τα έργα του στο γκλίτσες.gr







Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

η νερομάννα της Αθήνας

Από το βιβλίο του αείμνηστου Νίκου  Πάνου, η νερομάννα της Αθήνας, αντιγράφουμε:


Στον εικονιζόμενο οικογενειακό τάφο, ήταν σφραγισμένοι: ο παππούς, η γιαγιά, ο πατέρας, η μάννα, και πέντε αδέλφια. Ο τάφος πνίγηκε από τα νερά της λίμνης του Μόρνου, η τσιμεντένια ταφόπλακα δάρθηκε από τα κύματα και ράγισε στην δεξιά πλευρά της…

Είναι σωστό να υπάρχει η υποψία ότι το ΝΕΡΟ που πίνουμε ξεπλένει τους τάφους των Καλλιέων; 

Εκείνοι που συνέλαβαν..σχεδίασαν-χρηματοδότησαν-εγκαινίασαν-επιθεώρησαν το έργο του ΜΟΡΝΟΥ μήπως θα έπρεπε;

ΝΑ έκτιζαν το χωριό που έπνιξαν;

ΝΑ μετέφεραν εκεί τα ιερά κειμήλια της Ευαγγελιστρίας;

ΝΑ μετέφερα εκεί το μνημείο των πεσόντων για την πατρίδα;

ΝΑ μετέφεραν εκεί  σε μουσείο τα αρχαιολογικά ευρήματα της Καλλίπολης;

ΝΑ μετέφεραν εκεί το σχολείο που έπνιξαν;






Τα αδέλφια Πάνου από το Κάλλιον.






Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Πασχαλινή ιστορία


Πασχαλινή Ιστορία

                        στον Θανάση Χασιακή


Πλησίαζε Πάσχα κι είχαν αρχίσει να έρχονται από τον Πύργο στο χωριό, οι χοντρέμποροι για ν’ αγοράσουν αρνιά.

  Όταν αυτοί κινούσαν για τα ορεινά, με κάτι γκρανκάσες, έφερναν μαζί τους και μπουλούκια· χαλκιάδες και πρώην τσαμπάσηδες από την Μπαρμπάσαινα, φορτωμένους με κάτι μαυρομάνικα χασαπομάχαιρα. Ήταν οι "μακελλάρηδες," τους έφερναν μαζί τους για να σφάξουν τα αρνιά, που ήθελαν να τα στείλουν έτοιμα στον Πύργο.

  Φτάνοντας στο χωριό, έσφαζαν όλη τη μέρα. Βέλαζε το χωριό ολόκληρο , καθώς η λεπίδα του μαχαιριού, άγγιζε το λαιμό τον αθώων ζώων. 

  Αυτή η αναστάτωση άρχιζε τη Μεγάλη Δευτέρα και τέλειωνε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου.

  Εκείνη τη χρονιά ήταν μια Άνοιξη ανεπανάληπτη. Η εκτροφή αμνών, είχε ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη. Τώρα περίμεναν με αγωνία να ακούσουν τις τιμές που θα έδινε ο έμπορας.

Μπήκε η Μεγάλη Δευτέρα και στην Ντρόκλα, ακούστηκε ο παρατεταμένος ήχος μιας κόρνας, σημάδι ότι έφτανε η πρώτη γκρανκάσα με τον κρεατέμπορα. Πάντοτε ερχόταν πρώτος, ένας Νικολόπουλος. Όσο μπόι του έλειπε, άλλο τόσο ήταν ικανός στα παζάρια. Μπήκε στο χωριό, κατέβηκε από το παλιό φορτηγό και πίσω του πήδηξαν από την καρότσα οι "χαλκιάδες" φορτωμένοι με τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες, σαν πεχλιβάνηδες. Όλοι μαζί πήγαν στου Μπάμπη και παράγγειλαν τσίπουρα..

  Ο Νικολόπουλος, πήγε στην Κάτω Ρούγα, να προλάβει τους άλλους εμπόρους κι άρχισε να κάνει τα παζάρια του. Οι συμφωνίες που έκανε αυτός, δεν άλλαζαν. Ήταν το «χρηματιστήριο» των αγοραπωλησιών. Μετά την πρώτη αγορά, άρχιζε η σφαγή.

  Στην Κάτω Ρούγα, εκεί που τέλειωνε το χωριό, πάνω στο τελευταίο πλάτωμα πριν το ρέμα του Χαρατσάρη, ήταν μια μεγάλη βελανιδιά. Στον ίσκιο της άρχιζε ο θρήνος! Ένα κλάμα. Καθώς τα ζωάκια, αντιλαμβάνονταν την τύχη τους, το άγχος του θανάτου εισέβαλε χωρίς καμιά λύπη, στην ψυχούλα τους. Ύστερα, το κλάμα αυτό, απλωνόταν στη λαμπερή ατμόσφαιρα πάνω απ’ όλο το χωριό, σαν το λεπίδι άγγιζε το λαιμό των αθώων και τρυφερών αυτών ψυχών. Το αίμα που έτρεχε σαν ρύακας, γινόταν μαύρο και ξεραινόταν εκεί στο πλάι. Γύρω του μαζεύονταν ένα σωρό έντομα κι επί μήνες, εκεί, όλος ο τόπος μύριζε θάνατο, μέχρι να ’έρθουν οι φθινοπωρινές μπόρες και να τον ξεπλύνουν.


Οι χαλκιάδες είχαν πιάσει δουλειά. Πλάι τους, μπουκάλες με τσίπουρο. Πίνοντας, μαλάκωναν την αγριάδα, από το αθώο αίμα, που φόρτωνε μέσα στο μάτι τους. Σφάζοντας αγρίευαν χωρίς να το καταλαβαίνουν. Έσφαζαν ασταμάτητα, χωρίς λύπηση. Ένας από δαύτους, ο περίφημος Γιδόχαρος, ήταν ο πιο δεξιοτέχνης. Ψηλός, λεπτός, με δέρμα σταρένιο, ξανθά μαλλιά και μάτια τσακίρικα. πάντοτε σοβαρός κι αγέλαστος. Αυτός, με μεγάλη επιδεξιότητα, έκανε στον ίδιο χρόνο διπλάσια δουλειά. Σιγοσφύριζε έναν απροσδιόριστο σκοπό, κι όταν η λάμα του μαχαιριού, ακουμπούσε το λαιμό του ζώου, τότε, μισόκλεινε τα μάτια μ’ αποστροφή. 

  Από δίπλα, ντάνιαζαν τα τομάρια. Το βράδυ τα φόρτωναν  στη γκρανκάσα και μαζί με τ’ αρνιά και τα έστελναν στον Πύργο. Εκεί, ξεφόρτωναν τα αρνιά και τα τομάρια τα έστελναν  στα βυρσοδεψεία, στα Ταμπάχανα της Πάτρας.

Μόλις η μέρα σωνόταν και έμπαινε στη θέση της το σκοτάδι, μαζεύονταν όλοι στο μαγαζί του Μπάμπη. Εκεί έβαναν στην τσόχα, τον κάματό τους, τον οποίο, ο Νικολόπουλος τους κατέβαλε αυθημερόν. Στο χαρτί ήταν άσσοι! Άρχισαν να παίζουν «Θανάση» ή 21, κι όπως ήταν μανούλες στα χαρτιά, έγδυναν στην κυριολεξία, εκείνους τους χωρικούς, που είχαν την απρονοησία να εμπιστευτούν τις ικανότητες και την τύχη τους στα χαρτιά.

  Μια τέτοια επική χαρτοπαιξία έγινε κι εκείνη τη χρονιά. Το παιχνίδι άρχισε, όταν στο καφενείο μπήκε ο Γιδόχαρος αμίλητος, μ’ ένα τσιγάρο να κρέμεται απ’ τα χείλη του. Μια παρέα, πέντε έξι γύφτοι και χωρικοί είχαν πάρει θέσεις γύρω από ένα τραπέζι. Ο μπάρμπα Μήτσος Περβόλας, ο Ντίνος Περαμερίτης, ο Σταύρος Μιχαλόπουλος και τρεις γύφτοι. Πλησίασε ο Γιδόχαρος αμίλητος και πήρε θέση.

  Στο τέλος έμειναν δύο. Ο Γιδόχαρος και ο μπάρμπα Μήτσος Περβόλας. Χτυπήθηκαν άγρια. Η τύχη όμως ευνόησε τον Γιδόχαρο. Μάζεψε όλο το χαρτί. Ο μπάρμπα Μήτσος με δυσκολία έκρυβε τον εκνευρισμό του. Σα να φάνηκε ένα υγρό παράπονο στις άκριες των ματιών του. Δανείστηκε χρήματα δύο φορές από τον Μπάμπη κι όταν τα έχασε κι αυτά, είπε ατάραχος:

«Συνεχίζουμε».

«Τα λεφτά σου μπάρμπα Μήτσο», είπε ψυχρά ο Γιδόχαρος.

«Τελευταία γύρα απάντησε εκείνος, τελευταία γύρα. Παίζω το αρνί...».


Ο Γιδόχαρος, τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του, ήπιε μια γουλιά μέντα έριξε μια ματιά αδιάφορη γύρω κι αμίλητος έκανε χαρτί. Ο μπάρμπα Μήτσος πόνταρε το αρνί. Η τύχη δε γύρισε. Το έχασε κι αυτό!

  Για μερικά λεπτά έπεσε σιωπή στο μαγαζί. Ο Γιδόχαρος μετρούσε τα χρήματα τάχα μου αδιάφορος. Ύστερα σηκώθηκαν. Ο μπάρμπα Μήτσος , είπε εκνευρισμένος:

«Έλα. Πάμε στο μύλο να το πάρεις».

  Διέσχισαν όλη τη σιωπή του καφενέ. Οι θαμώνες κοίταζαν στο πάτωμα. Βγήκαν έξω. Ο μύλος του μπάρμπα Μήτσου στεκόταν σκοτεινός, λίγο πιο πέρα. Στο δρόμο ερημιά. Στάθηκαν ανάμεσα στη μάντρα του Επαμεινώντα και τον μύλο. Ο μπάρμπα Μήτσος άνοιξε. Ξεκρέμασε το σφαχτάρι από το τσιγκέλι. Το έδωσε του Γιδόχαρου και είπε:

«Πάρτο. Καλή Ανάσταση...». Ύστερα του γύρισε την πλάτη, και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του μύλου. Ο Γιδόχαρος φορτώθηκε στην πλάτη το αρνί και τον κατάπιε η νύχτα.


Ο μπάρμπα Μήτσος πήγε πίσω, στη μηχανή του μύλου· άναψε τσιγάρο, κάθισε σ’ ένα σκαμνί και σκέφτηκε τα παιδιά του. Κοίταζε συνέχεια κατά το τσιγκέλι που το φώτιζε μια φέτα φως του φεγγαριού. Άψυχο το τσιγκέλι, ψυχρό, πλάι στην πόρτα. Σκεφτόταν, τι  δικαιολογία να πει στη γυναίκα του. Δεν  χωρούσε στο μυαλό του η αποκοτιά που έκανε. Κάπνισε το τσιγάρο του κι ύστερα, το πήρε απόφαση να πάει στο σπίτι. Βρήκε μια προσωρινή δικαιολογία. Ότι ξέχασε ξεκλείδωτο το μύλο και κάποιος μπήκε μέσα κι έκλεψε το αρνί.


Ανέβηκε τη σκάλα. Άνοιξε την πορτοπούλα και μπήκε μέσα με το κεφάλι. Στη μέση του μαγειρειού, είδε με έκπληξη τη γυναίκα του, να προετοιμάζει το αρνί για την αυριανή και τα δυο μεγάλα παιδιά να την βοηθάνε. Η γυναίκα, χωρίς να τον κοιτάξει, είπε:

«Είναι λίγο παχύ φέτο το αρνί, άντρα μου. Έδωκα μια κουλούρα στον μαύρο Γιδόχαρο, που το ’φερε από το μύλο. Είπε ότι ο πατέρας του απόθανε. Ο Θεός να τον αναπάψει. Τον παρακάλεσα, να κάτσει, να κάνουμε Ανάσταση μαζί. Μου είπε: ευχαριστώ θεια, αλλά φεύγω· η νύχτα είναι αφέγγαρη. Θα πάω με τα πόδια μέχρι τη Μπαρμπάσαινα χωρίς αποκοπή, τι με καρτεράει η φαμελιά μου, για να κάνουμε παρέα Λαμπρή».

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Ωραίος ο βόρειος Παρνασσός, εντυπωσιακή η Γκιώνα αλλά τα Βαρδούσια είναι από άλλη διάσταση!!

 ……..Βγήκαμε στη δημοσιά, πάνω απ’ το χωριό Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) και κάνουμε αριστερά για να πέσουμε κατά τον ποταμό Μόρνο. Πριν πέσουμε, στο χαρακτηριστικό διάσελο – λάκες, νάσου και είχε στηθεί κέντρο υπαίθριων δραστηριοτήτων, με mobile scooter, retrack μεταφοράς κόσμου, διαμόρφωση πίστες για παιδιά, τύπου western farm, συνέχεια των εγκαταστάσεων με τα άλογα στην Κάτω Παύλιανη. Το μέρος προσφέρεται, διότι είναι διάσελο, λάκες, γύρω έλατα, πιο πίσω οι εντυπωσιακές κορφές της Γκιώνας, κοντά στην Παύλιανη και Καλοσκοπή και πριν πέσει κανείς κατά τη μεριά του Μόρνου. Ιδιαίτερο μέρος! Αφήνουμε στα αριστερά ένδειξη για χ. Πανουργιά και δεξιά ένδειξη για τα χωριά: Πυρρά, Καστριώτισσα, Μαυρολιθάρι και «βουτάμε» στο κέντρο, όπου ένα πανόραμα ανοίγεται μπροστά μας, τα Βαρδούσια. Ωραίος ο βόρειος Παρνασσός, εντυπωσιακή η Γκιώνα αλλά τα Βαρδούσια είναι από άλλη διάσταση. Καλύπτουν ολόκληρο το «κάδρο» θέασης, δεν μπορείς να ξεφύγεις, χαμηλώνεις τα μάτια και υποκλίνεσαι.

Στην κορφή Κούκος 2.119μ. Παρνασσού

Πέφτουμε στο ποτάμι και ανηφορίζουμε απ’ την άλλη μεριά για τις «Μουσουνίτσες». Το σκεπτικό μας τώρα είναι να περπατήσουμε στη διαδρομή που φεύγει πάνω απ’ το χωριό Κάτω Μουσουνίτσα και ανεβαίνει στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, εκεί στο καταπληκτικό μπαλκόνι, που είχαμε επισκεφθεί το περασμένο καλοκαίρι, για να ανεβούμε στο Κοκκινιά. Φυσικά δεν το πολύ-πιστεύουμε ότι ο δρόμος θα ανεβαίνει, αλλά σημασία έχει να βάζει κανείς στόχους.
Περνάμε τη διασταύρωση αριστερά για την Κάτω Μουσουνίτσα και λίγο πιο πάνω, αφήνουμε τη δημοσιά που οδηγεί στην Πάνω Μουσουνίτσα (Αθανάσιος Διάκος) και κάνουμε αριστερά, ένδειξη Κονιάκος 11 χιλ. Ακολουθούμε τον χωμάτινο δρόμο, που είναι πολύ όμορφος για περπάτημα ή ρακέτες, εάν έχει χιόνι. Λόγω της σύστασης του εδάφους και της πλευράς, ο δρόμος δεν έχει χιόνι και έτσι βρισκόμαστε καβάλα στο όχημα να βγαίνουμε ψηλά στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. «Καβάλα πάει στην εκκλησιά καβάλα και να προσκυνήσει». Βγαίνουμε στο χαρακτηριστικό μέρος, με το εξωκλήσι και το πανέμορφο δένδρο, μ’ έναν ήλιο να τα κάνει όλα εξώκοσμα. Οι όρθιες πλαγιές της νότιας κορυφογραμμής, χιονισμένες, ασπρισμένες και μετά το απόλυτο μπλε του ουρανού, δίνουν μια άλλη διάσταση στην οπτική μας παραζάλη. Βρισκόμαστε, χωρίς να περπατήσουμε, ψηλά στις πλαγιές των Βαρδουσίων, αιχμάλωτοι μιας μέρας, «καλοσύνη καιρού», που δεν λέει να τελειώσει.

Στο χ. Κάτω Αγόριανη (Λιλαία) Παρνασσίδος

Κολατσίζουμε ξαπλωμένοι στο χιόνι, μακαρίζοντας την τύχη μας και έχοντας ξεχάσει ότι δεν περπατήσαμε καθόλου σήμερα. Άλλα «θέλαμε», άλλα προέκυψαν. Στη Γκιώνα θα σκαρφαλώναμε την κόψη αλλά μας προέκυψε σπρώξιμο αυτοκινήτου και χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε με αυτοκινητάδα στα ψηλά. Κάτι πρέπει να κάνουμε και εμείς.. Βρισκόμαστε σε υψ.1500μ. και έχουμε μπροστά μας ένα πεδίο, ως «τείχος» της νότιας κορυφογραμμής των Βαρδουσίων. Θέλουμε δεν θέλουμε καμιά 500ριά μέτρα υψομετρική διαφορά, για να βγούμε στη ράχη. Η πλαγιά δείχνει να «απλώνεται» ομαλά. Φορτωνόμαστε τα σακίδια, παίρνουμε σκοινί, γκραμπόν και βάζουμε τα πόδια να ανηφορίσουν. Μπροστά είναι τυφλή από θέα, αλλά ξέρουμε ότι βρισκόμαστε στην ευθεία του Κόρακα. Περνάμε τοποθεσίες (σύμφωνα με τον χάρτη) Πύργος, με το χιόνι να βοηθάει. Κάθε τόσο σταματάμε και κωλοκαθόμαστε σε ξέχιονο βραχάκι και απολαμβάνουμε τη θέα των ψηλωμάτων της.. Γκιώνας. Ψηλότερα δενόμαστε, έγινε πολύ ενδιαφέρουσα η προσπάθειά μας, είναι τότε που βγαίνουμε στο «φρύδι», στο χείλος στης πλαγιάς και βλέπουμε απέναντι τον Κόρακα, 2.495μ. Εμείς τότε προσδιορίζουμε την θέση μας και καταλήγουμε ότι είμαστε στην Ανώνυμη κορφούλα 2.383μ.
Έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί βγήκαμε στη ράχη, είμαστε ψηλά και αντικρύζουμε απέναντι τον Κόρακα, χειμωνιάτικα. Πώς μας ήρθε να βγούμε εδώ; Δεν το είχαμε κουβεντιάσει νωρίτερα. Χρόνια γυροφέρναμε στα Βαρδούσια, να που βρεθήκαμε σε κάτι «άγνωστο», αλλά υπέροχο.. Για τις θέες δεν το συζητάμε, η νότια κορυφογραμμή των Βαρδουσίων είναι «μαγική». Ξεκολλάμε απ’ την Ανώνυμη κορφή και προσεκτικά κατηφορίζουμε – χαμηλώνουμε, προσέχοντας να μην στουκάρουμε.. Βγαίνουμε στον Προφήτη Ηλία, ουφ αλλά στην παραζάλη απ’ τον πολύ χειμωνιάτικο ήλιο και ανασυντασσόμεθα.

Η Πλατυβούνα ή Παληοβούνα Γκιώνας, 2.317μ.

Αφήνουμε το μπαλκόνι του Προφήτη Ηλία και επιστρέφουμε κατά κάτω. Σε διασταύρωση, κάνουμε δεξιά, ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί στο χ. Κονιάκο. Τώρα αρχίζουμε και κάνουμε όνειρα για ζυμωτό ψωμί, αυγουλάκια και πατάτες με ρίγανη, σε κάποιο μαγαζάκι στο χωριό, μόλις έχουμε κολατσίσει!
Η διαδρομή είναι πολύ όμορφη διότι στα δεξιά μας έχουμε τα χιονισμένα ντουβάρια της νότιας των Βαρδουσίων και αριστερά την Γκιώνα με την ορθοπλαγιά του Λαζορρέματος, που να μην ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις. Περνάμε εικονοστάσι, όπου δεξιά μας παλιά πεζούλια και λεωφορείο αφημένο στο πουθενά. Στη συνέχεια εικονοστάσι, από κάτω ποτίστρα και μπαίνουμε στο χωριό απ’ την οδό Αγίου Γεωργίου. Στο χωριό, εγώ να προσπαθώ να το φωτογραφίσω και ο Γιώργος επιχειρεί να βρει τη θεια με το να φάμε κάτι, αλλά το μόνο που βρίσκει είναι πόρτες κλειστές. Χειμωνιάτικα, μετά από γιορτές, δευτεριάτικα μεσημέρι, μάλλον τρελοί μπορούσαν να φανταστούν ότι θα εύρισκαν μαγαζάκι ανοικτό. Δεν είδαμε και άνθρωπο, οπότε λέμε να κατηφορίσουμε κατά το Λιδορίκι και να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα. Έλα όμως που ο καιρός μας έχει πάρει τα μυαλά. Αφήνουμε το χωριό και βγαίνοντας έξω απ’ αυτό σταματάμε στο εξωκλήσι Κων/νου και Ελένης πιο πολύ για να απολαύσουμε τις πλαγιές της Γκιώνας, ενώ έχουμε χορτάσει αυτές της νότιας κορυφογραμμής των Βαρδουσίων. Χαμηλότερα και κατά τον ποταμό Μόρνο, που κυλάει στα πόδια μας, παλιά πεζούλια με τα κοπάδια προβάτων να βόσκουν (λιάζονται) στο φως της ημέρας.

Στον Προφ. Ηλία Βαρδουσίων, 1.500μ. υψόμετρο, ανάμεσα στα χ. Κάτω Μουσουνίτσα – Κονιάκος

Στο ποτάμι του Μόρνου
Φορτωνόμαστε στο αυτοκίνητο και κατηφορίζουμε στην καινούργια γέφυρα που οδηγεί στην απέναντι πλευρά, abeam χωριού Λευκαδίτη. Στο ποτάμι όμως ξανασταματάμε. Ο Μόρνος που είχαμε συναντηθεί ψηλά στον καταρράκτη, έξω απ’ το χωριό Στρώμη και τα νερά απ’ τις πλαγιές της Οίτης, σχηματίζουν τώρα ένα δέλτα, πριν φτάσουν στη λίμνη. Τα νερά γυαλίζουν στο φως του ήλιου και αυτό το θεϊκό κάλεσμα δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε. Μεσημέρι είναι, αφού δεν έχουμε περπατήσει για σήμερα ούτε έχουμε γευτεί τα αυγουλάκια με τις ριγανάτες πατάτες, προτιμάμε να ρίξουμε από μια βουτιά στα χρυσίζοντα νερά του ποταμού, κλέβοντας κάτι απ’ το χρυσάφι τους, πριν αυτά καταλήξουν στη λίμνη. Για να ξεπεράσουμε το sock του νερού, σκεφτόμαστε ότι θα μπορούσαμε να βρεθούμε αυτόματα τούτη τη στιγμή, στο νεροχύτη της κουζίνας μας εάν κάποιος άνοιγε τη βρύση του αθηναϊκού σπιτιού μας, καθώς τούτα τα νερά μεταφέρονται στην πρωτεύουσα.. Τι μπορεί να σκεφθεί το μυαλό του ανθρώπου!

Ο Μόρνος ποταμός..

Παραμένουμε ζωντανοί, φορτωνόμαστε στο αυτοκίνητο και σε άσφαλτο πια, ολότελα μελωμένοι, φτάνουμε στο Λιδορίκι. Μπαίνοντας στην κωμόπολη, διαπιστώνουμε κάποια ασυνήθιστη κίνηση. Το επιβεβαιώνουμε καθώς πιο κάτω είδαμε ανθρώπους με τα καλά τους να οδηγούνται προς κάπου και λίγο πιο κάτω μία τροχονόμο που ρύθμιζε την κίνηση. Προλάβαμε και είδαμε αυτοκίνητα «επίσημα» και τύπους με κοστούμια. «Κάνας επίσημος θα επισκέφθηκε το τόπο» σκεφθήκαμε, οπότε ούτε εδώ είμαστε για να φάμε κάτι, πάμε, δεν τόχει η μέρα μας. Πιάνουμε το δρόμο που φεύγει από το Λιδωρίκι και όσο και να ερωτοτροπούν τα νερά της λίμνης με το ανεπαίσθητο αεράκι, εμείς «βλέπουμε» να μας παρακολουθούν αυτοκίνητα ασφαλείας υψηλών προσώπων πίσω μας. Τρομάζουμε να φτάσουμε στο ύψος του χ. Μαλανδρίνου και των φυλακών, για να ηρεμήσουμε. Μετά ο δρόμος, οι πλαγιές και οι φόρμες τους, τα πηγάδια, οι πέτρινες στάνες (αριστουργήματα), οι ξερολιθιές, τα όρη Λιδορικίου, η θάλασσα, ο Παρνασσός ξανά, παύουν να μας κάνουν εντύπωση. Περνάμε τη Βουνιχώρα (μαρτυρικό χωριό), - το έκαψαν και αυτό οι Γερμανοί, όπως το Δίστομο και τα Καλάβρυτα – καίτοι βρήκαμε φούρνο κανονικό, για το κάτι τι που ήθελε ο Γιώργος αλλά δεν έχουμε όρεξη για να σταματήσουμε. Μετά ακολουθεί ο στενός δρόμος, που ελίσσεται ανάμεσα σε πετρώδες έδαφος, όπου οι πέτρες του τόπου ανακατεύονται με αυτές των αρχαιοτήτων και παράγουν υπέροχα γλυπτά. Μετά το ύψος του χωριού Αγία Ευθυμία ο δρόμος φτιάχνει – μετά το τελευταίο μου πέρασμά μου απ’ τον τόπο - φαρδύς, άνετος μέχρι και διαστημικό διπλό τούνελ έστησαν στο τελείωμά του και στρωτά μπαίνουμε στην Άμφισσα. Τελευταία ευκαιρία μας δίνεται με την Άμφισσα, που είναι όμορφη, η πλατεία πλακοστρωμένη, τα μαγαζάκια ολόγυρα μας προσκαλούν, αλλά εμείς έχουμε βγει εκτός πια. Ίσα να βάλουμε βενζίνη και δρόμο…
Μη τα θέλουμε και όλα δικά μας. Η μέρα μας έχει ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Αφήσαμε τις αδυναμίες μας και τις μικρότητες και παίρνουμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής. Μία κορφή, δυο βουνά, σε δυο μέρες και ένα ποταμίσιο μπάνιο, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, μόνο με τέτοιο καιρό τα κάνεις και ο καιρός τούτη τη φορά μας περίμενε!.


Πηγή:ορεινογραφίες.
Τάκη Ντάσιου Φεβρουάριος 2007

Το ταφικό μνημείο αγνώστου στην περιοχή της αρχαίας Καλλίπολης (Λίμνη Μόρνου)


Το ταφικό μνημείο αγνώστου στην περιοχή της αρχαίας Καλλίπολης (Λίμνη Μόρνου)

Ήξερες ότι το ταφικό μνημείο ενός αγνώστου αλλά εύρωστου πολίτη ήταν από τα πρώτα μνημεία που ερευνήθηκαν στην αρχαία Καλλίπολη;

Ένα από τα πρώτα μνημεία που ερευνήθηκαν στην αρχαία Καλλίπολη, την πόλη που, ευρισκόμενη στην όχθη του ποταμού Δάφνου, του σημερινού Μόρνου, κατακλύστηκε από τα νερά του τελευταίου, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 διαμορφώθηκε η ομώνυμη τεχνητή λίμνη, υπήρξε ένα ταφικό μνημείο που εντοπίστηκε σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από το τείχος της πόλης.

Ο τρόπος κατασκευής του αλλά και η θέση του, παραπλεύρως της κύριας οδού που οδηγούσε στη νότια πύλη της πόλης, επιτρέπει το συμπέρασμα ότι προοριζόταν για κάποιον οικονομικά εύρωστο πολίτη. Πρόκειται για τάφο ορθογώνιο και καμαροσκεπή, ο οποίος στέγαζε μία λίθινη σαρκοφάγο. Αν και συλημένο, πιθανώς ήδη από την αρχαιότητα, το μνημείο απέδωσε πολλά και πολύτιμα ευρήματα: ιατρικά εργαλεία από σίδερο και χαλκό, περιδέραια από χρυσό και ημιπολύτιμους λίθους, εξαρτήματα ένδυσης, καθώς και αρκετά νομίσματα. Από αυτά τα αρχαιότερα είναι δύο κίβδηλα δηνάρια, φαινομενικά κοπής επί της αρχής του αυτοκράτορα Αδριανού μεταξύ των ετών 119-122 μ.Χ. και του Μάρκου Αυρηλίου, κοπής κατά το έτος 161 μ.Χ., ενώ τα υπόλοιπα είναι αντωνινιανοί κοπής τοπικών νομισματοκοπίων που κυκλοφόρησαν επί της αρχής του αυτοκράτορα Γαλλιηνού το 267 μ.Χ. ένα χρόνο προτού διέλθουν από την περιοχή οι Γότθοι, οι οποίοι στο πέρασμά τους άφηναν μόνο καταστροφή και θάνατο. Τα νομίσματα μέσα στον τάφο, όπως και μια δεύτερη ομάδα σύγχρονων νομισμάτων που βρέθηκαν κάτω από μια πλάκα δαπέδου οικίας, αποτελούν έναν «θησαυρό», μία απόκρυψη έκτακτης ανάγκης στην οποία κατέφυγε ο ιδιοκτήτης τους με την ελπίδα -εις μάτην- ότι θα μπορούσε να επανέλθει και να ανακτήσει.

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

Το Αβορόρεμα στην συμβολή του με το Μόρνο


 Φωτό του 1972 από την Αγία Μονή ανήκε στο χωριό Κόκκινο, διακρίνεται ο μικρός κάμπος του Αβόρου. Σήμερα όλη η περιοχή είναι σκεπασμένη από τα νερά της λίμνης .

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Χαράλαμπος Στέφος-Ζωγράφος

 

Χαράλαμπος Στέφος-Ζωγράφος

 stefosxaralampos

Ο Χαράλαμπος Στέφος του Γεωργίου και της Αικατερίνης, γεννήθηκε στο Κόκκινο Δωρίδας το 1932. Ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά μιας οικογένειας της οποίας ο πατέρας δούλευε ως χτίστης μαζί με τα αδέρφια του και συντηρούσε την οικογένεια του. 

Το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάζει τον καλλιτέχνη να διακόψει το σχολείο και να φύγει από το χωριό του καθώς ο πατέρας του αρρώστησε βαριά και πέθανε. Όντας το μεγαλύτερο από τα τρία αγόρια έπρεπε να δουλέψει και να συντηρήσει τη μάνα του και τ αδέρφια του. Έτσι φτάνει στην Άμφισσα. Αρχικά, εργάζεται ως υπάλληλος σε ένα μπακάλικο ενώ μένει σε ένα μικρό δωμάτιο. Τα τρία αυτά χρόνια της ζωής του είναι ιδιαίτερα δύσκολα καθώς, μακριά από την οικογένεια του, βιώνει την πείνα, το κρύο και τη σκληρή πλευρά της ζωής στην καθημερινότητα του. Βλέπει πολλούς συνανθρώπους του να υποφέρουν και να δουλεύουν ίσα-ίσα για ένα κομμάτι ψωμί. Η ζωγραφική, όμως, ήτανε πάντα μέσα στην καρδία του και σε εκείνο το μικρό, φτωχικό δωμάτιο, μπορούμε να πούμε ότι την ανακάλυψε περισσότερο και την εξωτερίκευσε.

Ο Χαράλαμπος Στέφος ήταν αυτοδίδακτος, είχε ένα έμφυτο ταλέντο το οποίο ταυτιζόταν με την ίδια του την ύπαρξη. Η ζωγραφική έγινε για αυτόν δημιουργία, σχέδιο, πίνακας. Θαύμαζε το τοπίο τριγύρω του, τις εναλλαγές του φωτός, τις αλλαγές της ώρας στη φύση, τη διαδοχή των ημερών και των εποχών οι οποίες έφερναν και τις ανάλογες μεταπτώσεις στα συναισθήματα του. Το πάθος του για την ζωγραφική ήταν τόσο μεγάλο ώστε όταν δεν εργαζόταν, ζωγράφιζε, σε οποιεσδήποτε συνθήκες της καθημερινότητα του. Στη διάρκεια εκείνων των χρόνων, δημιούργησε πολλά έργα, κυρίως τοπία, νεκρή φύση αλλά και θαλασσογραφίες. Κυρίως όμως τον γοήτευε η "αγρία" και τραχιά ομορφιά του . 

Στην εποχή του έλαβε μέρος και στις πρώτες εκθέσεις. Έτσι, τη δεκαετία 1959-1969 συμμετείχε σε πέντε ομαδικές εκθέσεις σε Άμφισσα και Αθήνα, ενώ πραγματοποίησε και την πρώτη του ατομική έκθεση στο Λιδωρίκι. Τα επόμενα χρόνια γνωρίζει σημαντικούς ανθρώπους της τέχνης οι οποίοι αναγνωρίζουν το ταλέντο του, όπως ο Θεόδωρος Στάμος, καθηγητής τέχνης του πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης, ο ζωγράφος Α.Ζ. Πουλιανός, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών όπως ο Χατζίνης, κριτικοί τέχνης όπως ο Β. Κουντουρίδης, ο Β. Παναγιωτόπουλος, ο Δ. Κραββαρτόγιαννος και άλλοι, οι οποίοι τον αναγνωρίζουν ως ένα από τους πολλά υποσχόμενους νέους ζωγράφους.

Η δεκαετία του 1970 τον βρίσκει εξίσου δημιουργικό και παραγωγικό σε έργα και εκθέσεις, ατομικές και ομαδικές. Έτσι εκθέτει έργα του την Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Άμφισσα ,στην Ιτέα αλλά και στο εξωτερικό. Εντυπωσιάζει και γοητεύει τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών αλλά και το απλό φιλότεχνο κοινό και ξεπερνά τα σύνορα της Ελλάδας. Στην "Ελληνική Εβδομάδα" που διοργανώνεται στην πόλη Deurne της Ολλανδίας το 1977, εκπροσωπεί την ελληνική ζωγραφική και οι κριτικές που αποσπά είναι διθυραμβικές. Το ίδιο συμβαίνει και σε τρεις ομαδικές εκθέσεις στις οποίες συμμετέχει ως μέλος της IAG (International Arts Guilt) στο Μόντε Κάρλο, το 1973, 1976 και το 1978. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης δημιουργεί δικά του χρώματα, δουλεύοντας και σμιλεύοντας την πέτρα, φτιάχνοντας ζεστές, γήινες αποχρώσεις, ενώ από τα φυτά και τα λουλούδια δημιουργεί φυτικά χρώματα.

 Στις Εκθέσεις του παρουσιάζει αυτές του τις δημιουργίες και ο κόσμος ανταποκρίνεται. Στα "Φωκικά" τα οποία διοργανώνονται στην Άμφισσα το 1982 υπό την αιγίδα του Δήμου Άμφισσας, ο Χαράλαμπος Στέφος εκθέτει τη Συλλογή του "Κατοχή- Πείνα", έργο που συγκινεί το φιλότεχνο και όχι μόνο κοινό, με ιστορικές μνήμες του παρελθόντος, οι οποίες αναβιώνουν μέσα από τα προσωπικά βιώματα του καλλιτέχνη. Μαθητές, καθηγητές, φοιτητές, άνθρωποι του πνεύματος αλλά και απλοί άνθρωποι επισκέπτονται αυτή την έκθεση και συγκλονίζονται από τα έργα της.

Στα χρόνια που ακολουθούν, ο καλλιτέχνης είναι δημιουργικότατος. Συμμετέχει σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος ενώ οι κριτικές που δέχεται είναι διθυραμβικές. Τα βραβεία του, σε Ελλάδα και εξωτερικό επιβεβαιώνουν την αξία της τέχνης του. Έργα του βρίσκονται στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθήνας και Άμφισσας, στο ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, στο Λαογραφικό Μουσείο Άμφισσας, στην Ελληνική πρεσβεία της Χάγης, στη Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. 

Ο Χαράλαμπος Στέφος ήταν μέλος του Συλλόγου Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Κεντρικής Ελλάδας ΣΚΕΤΚΕ, ενώ συμπεριλαμβάνεται και στο Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών "Μέλισσα". Δυστυχώς, σε μία ακόμη γόνιμη και παραγωγική στιγμή της ζωής του και της εικαστικής του δημιουργίας, έφυγε από κοντά μας στην ηλικία των 77 ετών, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια πολιτιστική κληρονομία για τον τόπο του αλλά και για την πατρίδα του καθώς και για την ελληνική ζωγραφική τέχνη. Ο Χαράλαμπος Στέφος ήταν παντρεμένος με την Αικατερίνη Χ. Μποτίνη και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Μαρία.

Φωτο του 1938

 06/08/1938 στη Σωτήρω, στο παμπάλαιο εκκλησάκι του  Κόκκινου Φωκίδος, που από το 1975 είναι στο βυθό  της λίμνης του Μόρνου. Στα δεξιά,  η Ασήμω Ανέστου με τον μικρούλη Γιώργο Ανέστο (Δάσκαλο).

Από το προσωπικό αρχείο του Γ Ριόλα

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Φωτο του 63 από το πανηγύρι της Σωτήρος (δίπλα στην δυτική όχθη του Κόκκινου ποταμού)

06/08/1963  Φωτό στο πανηγύρι της Σωτήρως του Κόκκινου, (από το προσωπικό αρχείο του ΓεώργιουΡιόλα)
Από αριστερά προς τα δεξιά: 
Παναγιώτα Ανέστου-Καραδήμα, δίπλα η μητέρα της , η + Ασήμω Καραμπέτσου-Ανέστου (η μαυροφορεμένη). Πίσω τους ο  + Γ. Καραμπέτσος με τον μικρό γιο του Δημήτρη & τη σύζυγό του + Παναγιώτα Καραδήμα-Καραμπέτσου. Εμπρός η Μαρία Μπουλούμπαση-Μωραΐτη, δίπλα της ο Κώστας Καραμπέτσος. Πίσω τους η  + Ευφροσύνη Τσώρη-Καραμπέτσου και ο + Κων. Καραμπέτσος. Ακολουθούν η + Σοφία Καραμπέτσου, η  + Αικατερίνη Καραμπέτσου-Μπουλούμπαση και ο  + Ι. Μπουλούμπασης με τον μικρό Κ. Μπουλούμπαση-Ριόλα. Και άκρη δεξιά η νύφη της Παναγιώτας Καραμπέτσου, η Μαρία γυναίκα του Χρήστου και ο μικρός γιος της.