Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ήδη στον τίτλο της συλλογής διηγημάτων του Κώστα Μπερτσιά ενυπάρχει το στοιχείο της αντίθεσης, όνειρα που σχηματίστηκαν κάποτε, υπήρξαν και έσβησαν στη συνέ- χεια, ενώ στο μυαλό σφράγισαν αναμνήσεις που παρέμει- ναν ζωντανές.

Τελικά η μνήμη γίνεται βάλσαμο στον πόνο και την πίκρα και οδηγεί στη νοερή αναβίωση του παρελθόντος.

Πρόκειται για ένα παρελθόν όχι αυστηρά προσωπικό, γιατί μέσα από αυτό ξετυλίγεται με τη ζωντανή παραστα- τική αφήγηση, τη γλαφυρή περιγραφή και την αμεσότητα των διαλόγων η κουλτούρα και η παράδοση την ελληνικής επαρχίας, που μπροστά στην τεχνολογική εξέλιξη και τις εκάστοτε αναφυόμενες σκοπιμότητες καθίσταται το σφά- γιο στον βωμό της λεγόμενης «αειφόρου ανάπτυξης», της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης.

Αυτό που περισσότερο γοήτευσε τον άνθρωπο από την αρχαιότητα, η φύση, και μάλιστα η ελληνική φύση με τη διαύγεια, την καθαρότητα και την αισθητική της καλλι- γραμία από τον Ηράκλειτο μέχρι και τον Αριστοτέλη και τους νεότερους φιλοσόφους χάνει την αυτοδυναμία της και γίνεται υποχείριο της όποιας εξέλιξης, που δυστυχώς λη- σμονεί την «αρχή» της.

Από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια, αναδύεται μέσα από τα διηγήματα ένα σφοδρό κατηγορώ κατά της κοντόφθαλ- μης πολιτικής των αρχών, της έλλειψης διορατικότητας και προγραμματισμού διεπόμενων από σεβασμό προς τη φύση, την ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισμό.

Εδώ ακριβώς τίθεται το μεγάλο θέμα της ηθικής ευθύ- νης του ανθρώπου και κυρίως του σύγχρονου ανθρώπου,

9


του δελεασμένου από τα επιτεύγματα της τεχνολογικής ανάπτυξης. Το κόστος είναι ιστορικό, κοινωνικό, ηθικό, αισθητικό.

Κάπου σημειώνει ο αφηγητής: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό». Τα συναισθήματα αυτά είναι οικεία και γνώριμα στον κόσμο της Κύπρου. Νοσταλγούμε την Αμμόχωστο, την Κερύνεια, τον Απόστολο Ανδρέα, ενώ ζούμε στον τόπο μας και αυτό κάνει την πίκρα μας πιο οδυνηρή.

Στο κεφάλαιο «Ο Χαμένος Παράδεισος» ο λόγος είναι λυρικός, ενέχων εντός του δύναμη ομηρική, εμποτισμένη από την αγάπη και τη λαχτάρα ενός κόσμου που άλλοτε ζούσε και δημιουργούσε αστείρευτα. Ήταν τότε τα χρόνια του πατρικού σπιτιού, της παιδικής ηλικίας που σφραγίζει ανεξίτηλα κάθε ανθρώπινη ψυχή.

Μέσα όμως από την ανάμνηση των οικογενειακών πε- ριστατικών, αναδεικνύονται συγχρόνως και ιστορικές στιγ- μές του Ελληνισμού που κινούνται μέσα σε τραγικές αντι- θέσεις. Στα δύσκολα χρόνια του πολέμου «δεν πρέπει να εκμεταλλευόμαστε την ανάγκη των ανθρώπων», σημειώνει τελικά με ανθρωπιά ο αφηγητής.

Εξάλλου, η ηθική διάσταση συμπορεύεται με την φυ- σική διάσταση των πραγμάτων, όπως φαίνεται στο διή- γημα «Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή».

Φώφη Παντελή, φιλόλογος, διευθύντρια μέσης εκπαίδευσης στη Λευκωσία

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

«θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις» Επίμετρο από Ε.Σπύρου

 Παραθέτουμε πιο κάτω το επίμετρο, γραμμένο από τον Βαγγέλη Σπύρου, από το βιβλίο του Κ. Γ. Μπερτσιά με τίτλο: «θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις»



ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 «ξηρασία» πολιτισμού μέσα στο νερό 

της λίμνης Μόρνου 

 

Είχαν σκεπαστεί, θα έλεγα είχαν «θαφτεί» στη χώρα της λήθης, από καιρό, πολλές μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια στον μικρό συνοικισμό Πέραμα του Διστράτου Άρτας, μαζί με όλα εκείνα που η λίμνη Πουρναρίου της ΔΕΗ σκέπασε και έθαψε στα θολοπράσινα σχεδόν νερά του ποταμού Άραχθου όταν,στα μέσα Ιανουαρίου 2021, έλαβα έναν άσπρο φάκελο από τον Κώστα Μπερτσιά με τη συλλογή διηγημάτων του και τίτλο «Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις».

 

Ήταν αφηγήσεις από τη ζωή του στον τόπο που γεννήθηκε, ώς τα 18 του χρόνια, σε μια όμορφη κοιλάδα που διέσχιζε ο Μόρνος ποταμός, πριν η κυβέρνηση αποφασίσει να «απαλλοτριώσει» την περιοχή και τους ανθρώπους για να κάνει μια τεχνητή λίμνη, να μαζέψει νερά και να τα μεταφέρει στην Αθήνα, να ξεδιψάσει τα εκατομμύρια Ελλήνων, που με λάθος πολιτικές στοίβαξε στην πρωτεύουσα στερώντας τους τη γη τους, τις πατρίδες, τους τόπους που γεννήθηκαν, το νερό σε κρύες βρύσες που είχαν στα χωριά και τις πόλεις, τον καθαρό αέρα στα διάσελα και προσήλια, τα χυμώδη φρούτα και νόστιμα κηπευτικά τους, τους γαλανούς ουρανούς, τα πολύχρωμα πουλιά, τα υγιεινά κυνήγια και κατοικίδια ζώα, τα ψάρια, το μοσχοβολιστό ψωμί στις γάστρες με ξύλα, τα γλυκοκελαϊδίσματα πουλιών και τις φωνές των κοπαδιών, τα πράσινα δέντρα γεμάτα οξυγόνο και τα πολύχρωμα λουλούδια στους κήπους και τα λιβάδια.

 

Μαζί με τα υλικά αγαθά κάθε τόπου, «αλλοτρίωσαν» και αποξένωσαν  τον κοσμάκη από τις παραδόσεις, τους συγγενείς, τα έθιμα, το σχολείο, τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια, τα ιστορικά μνημεία, τα ιερά και όσια, τα πατροπαράδοτα, τις μνήμες καιρών και ανθρώπων, τις γέννες, τις γιορτές, τις συνήθειες, το εορτολόγιο, την προγονική συνέχεια, τους έρωτες, τα αρραβωνιάσματα, τους γάμους, τα μοιρολόγια, τις τελευταίες συνοδείες αποχαιρετισμών, τους επιτάφιους, τις γιορτές στα σχολεία, τις φωτογραφίες ξενιτεμένων που δεν ξαναήρθαν και περιμένουν, τα μνημόσυνα και τρισάγια των παπάδων στους τάφους, τους χορούς με κλαρίνα και κομπανίες στα προαύλια εκκλησιών και σχολείων, τους ήχους μανάδων που τριγυρνούσαν στα σπίτια, τους χωρισμούς ξενιτεμένων, τα «σημεία» αποχαιρετισμού ή επιστροφών, τα βλέμματα των συντρόφων της καθημερινότητας στα χωράφια, αλλά και τα εργαλεία, το τσαπί, το φτυάρι, το αλέτρι, τη σβάρνα, τη βαρέλα με το νερό και τόσα άλλα…

 

Μου ήρθε να σκούξω σαν μικρό παιδί και ν’ αφήσω δάκρυα να θαμπώσουν μάτια και σημειώσεις, καθώς οι διηγήσεις του Κώστα Μπερτσιά για τα χωριά και το χωριό του, που πνίγηκαν στα νερά του Μόρνου, ξέθαβαν δικές μου μνήμες, που ήταν ίδιες με τις δικές του. Ειλικρινά, μπέρδεψα πολλές φορές δικές μου μνήμες και θαμμένα όνειρα, όταν η πλανεύτρα σκέψη ήταν σίγουρη πως ήταν αλήθεια πως περπατούσα κι εγώ με τον Κώστα στα μέρη του, στα παραλίμνια του Μόρνου, στην ορεινή Δωρίδα, στο Λιδωρίκι, στην Καλλίπολη (Κάλλιο-Βελούχι), στο Λούτσοβο-Κόκκινο, στο Κροκύλειο, στο δρόμο Λιδωρικίου-Αρτοτίνας, στο Σεβεδίκο-Δωρικό, στον Άβορο, στο Αβορόρεμα, στο Κόκκινο, στο Περιβόλι-Αγλαβίστα, στα εκκλησάκια της Αγίας Μονής,Κοίμησης Θεοτόκου, Αγίας Τριάδας, Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, Προφήτη Ηλία, Μονή Προδρόμου, Αγίου Γρηγορίου, στο Στιλόρεμα, στο Γρανιτσόρεμα, στο Στενό που έκαναν διακοπές τα παιδιά του Αλή Πασά, στη γέφυρα του Μακρυγιάννη, στο Χάνι του Γκέκα, στις πλαγιές του Πύρνου και της Στάχοβας και στα Χάνια Λιδωρικίου…

 

Ξαναζωντάνεψε ο Κώστας, έτσι για την ιστορία, εικόνες ενός χωριού που μοιάζει με πολλά άλλα, χωρίς να είναι το ίδιο. Εικόνες όπου οι άνθρωποι «συνηθίζουν» να είναι ευτυχισμένοι το πρωί με τη δροσούλα, το μεσημέρι με το κάμα, το βράδυ με την αστροφεγγιά και τη σιωπή που σπάει ένα σκυλί που γαυγίζει, ένα κατσίκι που βελάζει, ένα κουδούνισμα προβάτου, ένα χλιμίντρισμα μουλαριού… Έτσι και στην κοιλάδα του Μόρνου είχαν «συνηθίσει» να βλέπουν εποχές να αλλάζουν, δέντρα με φύλλα και χωρίς, καλοκαίρια να αλλάζουν σε φθινόπωρο, τους χειμώνες να δέχονται την άνοιξη, βροχές μετά τον ήλιο, φως μετά το σκοτάδι, τον ήσυχο Μόρνο να φουσκώνει και να τους πνίγει τα χωράφια, μέχρι που σαν κεραυνός στη μικρή κοιλάδα ήρθαν οι μπουλντόζες να ισοπεδώσουν τις ζωές τους και τα χωράφια του Μπερτσοκώστα, του Καραγιάννη, του Κολοκύθα Γκέκα, του Τσιριμώκου, του Κασιμέρη, του Ανέστου, και να υψώσουν φράγμα στο Μόρνο και «ξηρασία» στον ρου μιας ήσυχης ζωής των χωριανών, που το «νερό της ύπαρξής» τους πότιζε περιβόλια, σπίτια, ζωντανά, πλατάνια, χωράφια, σπαρτά, αμπέλια, και από απέναντι η Γκιώνα κατέγραφε σαν φωτογραφική μηχανή της Ιστορίας, όπως κατέγραψε και τις φωνές του αγαθό-Βαγγέλη, που μπήκε μπροστά στα μηχανήματα καταστροφής της ζωής στον τόπο τον μικρό, τον μέγιστο, κάποτε εκεί μεταξύ 1972 και 1982, 180 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, στην πικρή δεκαετία που κράτησε να γίνει το «έργο». 

Διαβάζοντας τα κείμενα του Κώστα για το «πνίξιμο» του χωριού  και την πικρή άρνηση των συγχωριανών να το παραδεχτούν και να μην θέλουν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, θυμήθηκα παρόμοιες σκηνές λίγο πριν ο Άραχθος «πνίξει» και το δικό μου χωριό. 

Ο πατέρας μου στο χωριό Πέραμα Διστράτου, λίγο πριν τα νερά «ανεβούν» και σκεπάσουν τον τόπο, έκανε έναν μεγάλο σταυρό δακρυσμένος, καθώς έβλεπε να μπαίνει το νερό της λίμνης από την άδεια πόρτα και τα θλιμμένα παράθυρα του σπιτιού μας και να «θάβει» στη βρεγμένη σιωπή τα όνειρά μας, τη γωνιά στο τζάκι που ζεσταινόμασταν και διαβάζαμε στη λάμπα ιχνογραφία και προπαίδεια, το δωμάτιο με το εικόνισμα της Παναγιάς και του Αϊ-Θανάση, εκεί που σαν έπεφταν κεραυνοί σταυροκοπιόμασταν λέγοντας «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδας», εκεί που έρχονταν κουμπάροι και συγγενείς μετά το πανηγύρι, εκεί που μπήκαν Ιταλοί και Γερμανοί και αντάρτες του Άρη και του Ζέρβα, ν’ αρπάξουν ό,τι βρισκούμενο και έξω τη γελάδα και τις γίδες, εκεί που κρυβόταν ο πατέρας στα αιματηρά κυνήγια των «εθνοπατέρων», εκεί που κάποιοι ήθελαν να ξεκοιλιάσουν με ξιφολόγχες μια έγκυο γυναίκα και η κραυγή της «μη ωρέ» ακούγονταν για χρόνια, εκεί που ήπιαμε αγιασμό και γάλα γαϊδάρας, στο «καρκαλέτσι- κοκκύτη » και στο κρεβάτι μας έβαζε λαδάκι από το εικόνισμα όταν πονούσε το αυτί, εκεί που πρωτοφορέσαμε καθαρά ρούχα να πάμε σχολείο… Ανέβαινε, ανέβαινε γύρω-γύρω στα λοφάκια το νερό και αγνάντευε από ένα πρόχειρο καλυβάκι ο πατέρας, που φρόντισε και πήρε από το σπίτι την πράσινη ξύλινη πόρτα και δύο παράθυρα για το νέο του στέκι, έξω από τα νερά. Εκεί έκανε μια νέα αρχή ζωής, πριν φύγει για πάντα μετανάστης στο Αγρίνιο, με όλους εμάς. Πήγε στη Μελίνα Μερκούρη στην Αθήνα και πήρε άδεια να κάνει το άδειο Σχολείο, που σώθηκε, Αγροτικό Μουσείο, μαζεύοντας διάφορα συντρίμμια και απομεινάρια μνήμης, εργαλεία και ενθυμήματα του χωριού. Όπως ορμά το γεράκι στα κλωσοπούλια αφήνοντας στο θρήνο την κλώσσα, έτσι όρμησε το νερό για να φτιάξει υδροηλεκτρικό σταθμό για φως η ΔΕΗ και μας σκόρπισε, άλλους στην Άρτα, άλλους στο Αγρίνιο, άλλους στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στη Γερμανία, στην Αλεξανδρούπολη, στην Πάτρα… (Τελευταίο το χωριό μας συνδέθηκε με ηλεκτρικό ρεύμα). 

 

Το ίδιο σκόρπισαν και οι άνθρωποι της κοιλάδας του Μόρνου και κάποιοι πέθαναν μαραζωμένοι από το χτικιό του ξεριζωμού. Έτσι και στο χωριό του Κώστα Μπερτσιά, που με αυτό το βιβλίο δημιούργησε ένα «πνευματικό» καφενείο «Η Συνάντηση», για να μπαινοβγαίνουν και να συναντιούνται μνήμες και άνθρωποι από την κοιλάδα του Μόρνου και να θυμούνται τα καλαμπόκια και τα πλούσια περιβόλια των φιλοπρόοδων κατοίκων, που έμοιαζαν με τουςπροκομένους κατοίκους των ορεινών της Άρτας. 

 

Κάποια μέρα θα ήθελα να τους διαβάσω ένα ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, με τίτλο «Ζωή», έτσι σαν φιλοσοφία, σαν παρηγόρια, σαν άποψη για την τρελή, ωραία, ευτυχισμένη και ασυλλόγιστη ζωή μας, που ίσως ταιριάζει πιο πολύ σ’ εμάς, τους ξενιτεμένους μετανάστες του τόπου μας, που  είχαμε τόσα νερά, αλλά κάποιοι εφήρμοσαν ξηρασία πολιτισμού μέσα στα νερά της λίμνης, στη θέση Μαυρονέρι και στο Πουρνάρι ‘Άρτας.

 

 

Ζωή

Μαύρα κι ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά.
Μαύρα κι ανήσυχα γίδια σταθήκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κοιτάζουν.
Μες απ'  το λόγγο, μες απ' τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο.


Α! ζωή τρελή που είσαι! Α ζωή!

 

Στον κόρφο του βουνού, σαν καλοσύνη που κρύβεται είν’ ένα εκκλησάκι.
Χρόνια διακόσια κοιμάται από ΄ξω ο καλόγερος που το ζωγράφισε – χρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια.
Στον κόρφο του βουνού είν΄ένα κάτασπρο εκκλησάκι.


Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή!

Απάνω στις λιλά μολόχες, απάμω στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθαν – έφυγαν.
Οι γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ’ τον πλάτανο.
Στον ίσκιο του ο γερο-πεύκος κοίμισεν ένα κοπάδι.
Στο λαμπρό γαλάζιο τ’ ουρανού άσπρα σύννεφα σβήνουν από ηδονή...


Α ζωή ευτυχισμένη που είσαι! Α ζωή!

 

Κι όμως την ώρα του δειλινού – δεν ξέρω τι θέλει το φως του άλλου κόσμου και χύνεται στα πεύκα, τι θέλει το φως του άλλου κόσμου...
Κι όμως τώρα που βράδιασε δεν ξέρω γιατί όλα στον κόσμο συλλογίζονται την αιτία των – γιατί το σκοτάδι απλώνεται σαν ένα μεγάλο νόημα...
Κι όμως τώρα που σκοτείνιασε, τα πλάσματα συλλογίζονται το νόημα τούτο, που το είχανε ξεχάσει το πρωί σήμερα με τον ήλιο, σήμερα με τις χαρές, και πάλι θα το ξεχάσουν αύριο με τον ήλιο, αύριο με τις χαρές...


Α ζωή ασυλλόγιστη που είσαι! Α ζωή!

(Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Πεζοί ρυθμοί»)

Ευάγγελος  Σπύρου 



Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

Κ Μπερτσιάς το 1975 στη σκάλα του σπιτιού τους στο κάμπο, στη θέση Μαρμαράκι, λίγο πριν γκρεμιστεί από τις μπουλντόζες για να φτιαχτεί η λίμνη .


 

 

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

Από σήμερα κυκλοφορεί και δεν οπλοφορεί!!!!

θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις”


Επιτέλους φθάσαμε στο τέλος: το βιβλίο, “θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις”, είναι σε δημόσια θέα και ο συγγραφέας του αναμένει την κάθε είδους κριτική, (καλόπιστη,κακόπιστη, αδιάφορη κτλ), γιατί πιστεύει ακράδαντα ότι η κριτική και η αξιολόγηση είναι η “τροφή” που ενισχύει την δημιουργία και μας πάει ένα βήμα πιο πάνω.

Βέβαια πριν την κριτική πρέπει να ύπαρξη η ανάγνωση, γιαυτό το blog loutsovos θα προσφέρει στους  αναγνώστες του, ως αντίδωρο της αγάπης τους το βιβλίο.

Παρακαλώ στείλτε μου στο email: bertsias54@gmail.com, την διεύθυνση που επιθυμείτε να σας σταλεί το βιβλίο.

Σας ευχαριστώ

Κ Μπερτσιάς 

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:



Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

 

Η φωτογραφία πρέπει να είναι τραβηγμένη το 1954 στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος που ήταν δίπλα στην δυτική όχθη του Κοκκινοπόταμου απέναντι από τα Χάνια του Καραπιστόλη (όλη η περιοχή είναι σκεπασμένη από τα νερά της λίμνης). Εικονίζονται οι αείμνηστοι Θεμιστοκλής (Μούστος) Καραδήμας και ο Γεώργιος Μπερτσιάς.

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Παλιές φωτο…

Οι αείμνηστοι Θεμιστοκλής Καραδήμας και ο Γεώργιος Μπερτσιάς. Οι φωτογραφίες είναι από την περίοδο της στρατιωτικής τους θητείας..




 


 

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

η γέφυρα Μπέλεϋ στο Στενό

Προϊόν του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η γέφυρα Μπέλεϋ, φέρει το όνομα του δημιουργού της, του μηχανικού Ντόναλντ Μπέλεϋ (Donald Bailey). Ο ίδιος, κάνοντας το χόμπι του πραγματικότητα και ξεκινώντας να φτιάχνει μοντέλα γεφυρών, κατάφερε να δημιουργήσει μια αρθρωτή συναρμολογούμενη γέφυρα, που στηνόταν γρήγορα, είχε υψηλή αντοχή για να τη διαβαίνουν τανκς και έγινε πολύ δημοφιλής στον βρετανικό και τον αμερικανικό στρατό. Ντοκιμαντέρ της εποχής απεικονίζουν τον ίδιο τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ηγέτη της Μεγάλης Βρετανίας ως το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, να περπατάει σε γερμανικό έδαφος πάνω από μια γέφυρα Μπέλεϋ. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι ο διοικητής των βρετανικών δυνάμεων, στρατάρχης Μοντγκόμερι είχε πει: «χωρίς τη γέφυρα Μπέλεϋ, δεν θα είχαμε κερδίσει τον πόλεμο».



Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

Ο Δημήτρης Αποστόλου μιλά στο iefimerida για το Γαλαξίδι


ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΖΑΧΟΥ

28/08/2021 

Ο Δημήτρης Αποστόλου μας ξεναγεί στο Γαλαξίδι, την ναυτική πολιτεία όπου γράφτηκε το σενάριο των «Δύο Ξένων» και είναι ο τόπος που επισκέπτεται κάθε χρόνο με τους γιους του.


Ο Δημήτρης Αποστόλου έχει μια καρμική σχέση με το Γαλαξίδι. Πρώτη φορά το επισκέφτηκε στα παιδικά του χρόνια, έπειτα το καλοκαίρι του 1997 όπου μαζί με τον Αλέξανδρο Ρήγα έμειναν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα γράφοντας ένα από τα καλύτερα σενάρια της ελληνικής τηλεόρασης: τους Δύο Ξένους.

Εκείνη η εποχή ήταν ορόσημο στην καριέρα του δημιουργού μιας και από τη δημοσιογραφία μεταπήδησε στη συγγραφή σειρών και θεατρικών. Από τότε το Γαλαξίδι έγινε ο τόπος που επιστρέφει για να ανασυγκροτηθεί και το μέρος που όπως λέει «νιώθω πως δεν θα πάθω τίποτα. Εκεί έχω αφήσει ένα κομμάτι μου και κάθε φορά που επιστρέφω είναι σαν να λέω είμαι καλά. Ο κάθε τόπος προβάλλει πτυχές μας και για μένα το Γαλαξίδι προβάλει το ωραιότερο κομμάτι του εαυτού μου».


Πλέον η αγάπη του για αυτόν τον μαγικό τόπο με τα υπέροχα καντούνια και τα επιβλητικά καπετανόσπιτα έχει περάσει στα παιδιά του, τον Απόλλωνα και τον Πάρη. Οι τρεις τους επισκέπτονται συχνά το Γαλαξίδι και λίγο πριν ετοιμάσουν βαλίτσες για εκεί ο Δημήτρης Αποστόλου μιλάει στο iefimerida για το μέρος που κατάφερε να του αλλάξει την επαγγελματική πορεία και να γίνει ο αγαπημένος προορισμός των γιων του.

«Το Γαλαξίδι είναι ένας τόπος που μπαινο-έβγαινε στη ζωή μου για πολλά χρόνια. Θυμάμαι έντονα το καλοκαίρι του 1997 όπου μαζί με τον Αλέξανδρο Ρήγα και τον αείμνηστο Νίκο Σεργιανόπουλο μείναμε περίπου δύο μήνες στο Γαλαξίδι, καθώς εκεί γράψαμε τα πρώτα επεισόδια της σειράς «Δύο Ξένοι».

Η ιστορία του κύριου Μαρκορά και της Μαρίνας Κουντουράτου, την οποία υποδήθηκε η Εβελίνα Παπούλια ξεκίνησε από αυτόν τον μαγικό τόπο. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά νομίζω πως ήταν χτες. Μείναμε δύο μήνες εκεί γράφοντας στο χέρι τα πρώτα σενάρια και μέναμε σε ένα επιβλητικό αρχοντικό με ξύλινα πατώματα, έργα Τέχνης από εκείνη την εποχή και δύο υπέροχες αυλές.

 Ενιωθα πραγματικά προνομιούχος. Νωρίς το πρωί σηκωνόμουν και έγραφα, μάλιστα έπεφταν κάποιες μπουκαμβίλιες στο χαρτί και η εικόνα ήταν σαν αυτές που βλέπεις σε αμερικάνικες ταινίες. Το βράδυ ήταν μια ευκαιρία να κάνουμε όλοι μαζί group therapy. Δεν το παίζαμε γραφιάδες, απλά θέλαμε ήρεμία για να μπορέσουμε να συγκεντρωθούμε και να γράψουμε το σενάριο. Ευτυχώς, είχαμε τη Μαρίτσα, την ιδιοκτήτρια του γνωστού εστιατορίου και μας έφερνε ένα πιάτο φαγητό να φάμε για να κάνουμε διάλειμμα από το γράψιμο. 

Το Γαλαξίδι για μένα ήταν πάντα ένα σημείο αναφοράς για άνοιγμα ψυχής. Κάθε φορά που πηγαίνω έχω στο μυαλό μου τις ατελείωτες βόλτες γύρω γύρω από τον κόλπο, το δασάκι. Εκείνα τα χρόνια το Γαλαξίδι δεν ήταν τόσο τουριστικό μέρος. Δεν θα έλεγα πως είναι ένας εύκολος τόπος, ευτυχώς έχει κρατήσει την αρχοντιά του, δεν έχει αλλοιωθεί και οι ντόπιοι έχουν μια ιδιαίτερη ποιότητα» αναφέρει.


Στο Γαλαξίδι

Ο επισκέπτης στο Γαλαξίδι θα απολαύσει βόλτες με τα πόδια μέσα σε ένα σκηνικό όπου θα έχει την αίσθηση πως ο χρόνος έχει σταματήσει περίπου τον 18ο-19ο αιώνα. «Αυτός ο τόπος κουβαλάει μεγάλη ιστορία πάνω του, θέλει να έχεις ανοιχτή ψυχή, μυαλό και αισθήσεις για να δεχτείς και την ομορφιά και την ενέργειά του. Δεν είναι από τους κλασικούς προορισμούς. Ούτε μπορεί κανείς να αλλάξει το Γαλαξίδι, γιατί αυτό το μέρος έχει παραμείνει ίδιο, ακόμα και αρχιτεκτονικά. Κάθε φορά που έρχομαι και περπατάω μέσα στα καντούνια ή γύρω γύρω από τη θάλασσα ξεπροβάλει και μια ανάμνηση. Κάθε καπετανόσπιτο κουβαλάει τη δική του ιστορία, η οποία θα μπορούσε να γίνει ταινία. Την αγάπη μου για το Γαλαξίδι την έχω περάσει και στους γιους μου».

Ο μεγάλος του γιος, Απόλλωνας πήγε πρώτη φορά στο Γαλαξίδι όταν ήταν 5 μηνών.Κάθε χρόνο ο Δημήτρης Αποστόλου μαζί με τον Απόλλωνα και τον Πάρη επισκέπτονται το Γαλαξίδι. Είτε για μονοήμερη εξόρμηση, είτε για να μείνουν εκεί. Λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Γαλαξίδι, στην Ιτέα, μένει ο καλύτερος φίλος και κουμπάρος του δημιουργού, ο Γιάννης Μανιός -ο τελευταίος σύντροφος της υπέροχης Τζέσυ Παπουτσή. «Ο Γιάννης και η Τζέσυ έχουν σπίτι στην Ιτέα, τώρα επισκέπτομαι τον Γιάννη και φροντίζω με τα παιδιά μου να κάνω εξορμήσεις στο Γαλαξίδι. Είναι ένας προορισμός ιδανικός για οικογένειες. Με τα αγόρια μου πηγαίνουμε για μπάνιο, τρώμε στη Μαρίτσα και κάνουμε πολλές βόλτες εξερευνώντας το μέρος. Τις προάλλες είχαν κάτσει τα παιδιά σε ένα παγκάκι κοιτάζοντας τη θάλασσα για μισή ώρα. Καθόμουν από πίσω τους, έπινα την πορτοκαλάδα μου και τους χάζευα. Παρόλο που είναι μικροί σε ηλικία απολάμβαναν το τοπίο και τους έβγαλα φωτογραφία. Συγκινήθηκα τόσο πολύ με την ηρεμία που έβγαζαν τα παιδιά. Θέλω να έχουν συνεχή αναφορά σε αυτό το μέρος».

Ο Δημήτρης Αποστόλου με τον καλύτερο του φίλο και κουμπάρο, Γιάννη Μανιό.Τον ρωτάω να μου πει ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνει μόλις φτάσει στο Γαλαξίδι. «Πάω κατευθείαν στο εστιατόριο της Μαρίτσας. Είναι ένας άνθρωπος που έχουμε έρθει πολύ κοντά όλα αυτά τα χρόνια και παρόλο που δεν βλεπόμαστε πολύ συχνά, λόγω χιλιομετρικής απόστασης, είναι σαν να ξεκινάμε από εκεί που μείναμε στην τελευταία μας συνάντηση. Η Μαρίτσα έχει από τα πιο γνωστά εστιατόρια του τόπου και είναι εκείνη που με έμαθε να τρώω ψάρι. Θα γελάσεις, αλλά μόνο εκεί τρώω ψάρι. Στο Γαλαξίδι θα απολαύσεις φρέσκο ψάρι κάθε εποχή του χρόνου και φυσικά  το χειμώνα νόστιμη ψαρόσουπα στη Μαρίτσα».

Έχοντας περάσει πολλά χρόνια στο Γαλαξίδι ο Δημήτρης Αποστόλου δίνει τα δικά του tips για τον επισκέπτη. «Η δική μου συμβουλή στον κάθε επισκέπτη είναι να αφήσει το αυτοκίνητο του και χωρίς άγχος να περιπλανηθεί μέσα στα σοκάκια. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο λιμάνι και από εκεί μπορεί να κάνει κανείς βόλτες γύρω -γύρω θαυμάζοντας το τοπίο. Κάποια καπετανόσπιτα είναι επισκέψιμα και αξίζει τον κόπο να μπει μέσα για να τα δει. Για να νιώσει τον παλμό της ναυτικής κωμόπολης δεν πρέπει να είναι με ένα κινητό στο χέρι τραβώντας φωτογραφίες. Να περιπλανηθεί πρώτα στα καντούνια κι έπειτα να βγάλει όσες φωτογραφίες επιθυμεί, το φόντο από κάθε πλευρά είναι μοναδικό. Στη συνέχεια να καθίσει για καφέ ή τσίπουρα στο λιμάνι. Εκεί μπορεί να κολυμπήσει κιόλας, ή στον Όμιλο. Το Γαλαξίδι δεν έχει τις σούπερ παραλίες, όμως είναι καθαρές και θα απολαύσει βουτιές. Όσο για το φαγητό σίγουρα φρέσκο ψάρι και για γλυκό θα δοκιμάσει το τοπικό ρεβανί που γίνεται με ρύζι -το έφτιαχναν έτσι οι γυναίκες των ναυτικών για να το παίρνουν μαζί στα ταξίδια τους χωρίς να αλλοιώνεται η γεύση του. Σε όλα τα ζαχαροπλαστεία και τα μαγαζιά με τοπικά προϊόντα θα το βρουν».

Ο Απόλλωνας και ο Πάρης θέλουν κάθε χρόνο να επισκέπτονται το Γαλαξίδι . Όσο για το αν το Γαλαξίδι ήταν θεατρικό κείμενο ποιο θα ήταν αυτό, η απάντηση του Δημήτρη Αποστόλου με αφήνει με ένα χαμόγελο αισιοδοξίας. «Μου αρέσει πολύ αυτή η ερώτηση σου... Θα ήταν το θεατρικό που έχω γράψει. Πριν δύο χρόνια κάθισα σε ένα σημείο όπου απολαμβάνοντας την μπύρα μου πέρασε από μπροστά μου όλη η ιστορία και έκατσα να γράψω τον σκελετό. Σε όσους το είπα θέλουν να γίνει σήριαλ, αλλά εγώ προτιμώ θεατρικό. Θέλω αυτή η αγάπη και το πάθος που έχω για τον τόπο να είναι συμπυκνωμένο μέσα σε ένα 2ωρο. Έχω κάνει τον σκελετό και μόλις έρθει το κατάλληλο timing θα στρωθώ και θα το γράψω ολόκληρο. Φυσικά θα πάω να μείνω ένα μήνα στο Γαλαξίδι, δεν γίνεται να γραφτεί στην Αθήνα. Να ξημερώνει και να βλέπω αυτό το μαγικό τοπίο. Θέλω να γραφτεί εκεί που γεννήθηκε η ιδέα, αλλιώς θα ειναι τεχνικά μια ωραία ιστορία αλλά χωρίς ψυχή» απαντάει.

Πηγή:  iefimerida


 Το τουριστικό περίπτερο ΞΕΝΙΑ στη θέση ΣΤΕΝΟ, τώρα θαμμένο στα νερά της λίμνης Μόρνου.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

Το τελευταίο προσκύνημα στην Αγία Μονή (σήμερα στο βυθό της λίμνης του Μόρνου)

 Χρόνια πολλά πατριώτες !

Σαν σήμερα γιόρταζε το εξωκλήσι της Αγίας Μονής στον λουτσοβιώτικο κάμπο  και γινόταν μεγάλο πανηγύρι !

Θαμμένα εδώ και σαράντα χρόνια στα νερά της λίμνης του Μόρνου ….

Το τελευταίο προσκύνημα στην Αγία Μονή (σήμερα στο βυθό της λίμνης του Μόρνου)

Το τελευταίο  προσκύνημα  στην Αγία Μονή.

 (Απόσπασμα από το βιβλίο (υπό έκδοση ): θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις.

 


 



Προσκύνημα στην Αγία Μονή

Η Αγία Μονή είναι ακριβώς μπροστά μας  σε απόσταση εξακοσίων περίπου  μέτρων. Δεν φαίνεται από το πτηνοτροφείο του Μήτσου γιατί κρύβεται πίσω από την απόληξη ενός μικρού πυκνόφυτου γεώλοφου που ξεκινά λίγο ψηλότερα, στα βορειοανατολικά, παράλληλα σχεδόν με τον αμαξιτό δρόμο Λιδωρικίου - Ναυπάκτου.

Αυτός ο λόφος φέρει το όνομα Λίθος γιατί, ενώ όλη η έκτασή του είναι χωμάτινη, στο κέντρο του και λίγο πιο ψηλά υπάρχει ένας μεγάλος βράχος που φαίνεται από όλη σχεδόν την κοιλάδα. Άγνωστο ποιος φύτεψε αυτό το λιθάρι. Είναι από τα περίεργα της φύσης που οι άνθρωποι αδυνατούν να εξηγήσουν και προσφεύγουν στους μύθους. Μπορεί να είναι κάποιο απομεινάρι της μεγάλης Τιτανομαχίας, της μάχης δηλαδή, όπως λέει η ελληνική μυθολογία, μεταξύ των Τιτάνων και των Ολύμπιων θεών, ποιος να ξέρει; Ίσως να είναι κάποια λοξοδρομημένη πέτρινη ρουκέτα που οι Τιτάνες έστειλαν ενάντια στον Δία... Συμβαίνει και στις μέρες μας με τα πυραυλοκίνητα βλήματα...

Κοντά στον λίθο υπήρχε ένα μεγαλούτσικο ξέφωτο όπου ο Χαράλαμπος είχε λιγοστά χωράφια και μια καλύβα με ένα στάβλο-μαντρί για τις ανάγκες ενός μικρού κοπαδιού αιγοπροβάτων.  Ο Χαράλαμπος είχε καταγωγή από το απέναντι χωριό, τον Άβορο και ήταν σώγαμπρος εδώ. Πολυφαμελίτης και πολύ καλός άνθρωπος, με μια υπέροχη οικογένεια, λογιζόταν, παρόλο που ήταν στις παρυφές του κάμπου, μέλος της μικρής κοινότητας της κοιλάδας. Με τον παππού μου είχαν άριστες σχέσεις και πολλές φορές τα έλεγαν όταν συναντιόντουσαν με τα κοπάδια τους. Σε κάποιες συζητήσεις ήμουν παρών και τις θυμάμαι με νοσταλγία. Και τι δεν κουβέντιαζαν! ιστορίες του πολέμου, ιστορίες της Αμερικής, ιστορίες από την κατοχή, για την ζωή ανθρώπων που δεν ζούσαν αλλά είχαν γράψει κάποια ιστορία. Άκουγα και δεν χόρταινε τις ωραίες αφηγήσεις και η φαντασία με ταξίδευε σε χρόνους αλλοτινούς και σε μέρη μακρινά...

«Φτάσαμε», ακούγεται η φωνή του Ματσόλα, που διέκοψε τη αναπόλησή μου στου Χαράλαμπου τα χρόνια και τα μέρη.

Μπροστά μας και δεξιά, στο πλάτωμα ενός μικρού λόφου, ξεχωρίζει η σκεπή της εκκλησίας και παραδίπλα, πίσω από δυο τρεις βελανιδιές κάποιοι ρημαγμένοι τοίχοι.

Βγαίνουμε από τον δρόμο και παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι. Σε πέντε λεπτά φτάνουμε στο πλάτωμα και το πρώτο που αντικρίζουμε είναι κάποιες παλιές κολόνες και δυο μισογκρεμισμένους τοίχους. Στο βάθος, προς τα βόρεια, είναι χτισμένη μια μικρή εκκλησία. Σε όλο το χώρο βρίσκονται διάσπαρτες παλιές πελεκημένες πέτρες και σπασμένες μαρμάρινες και λίθινες κολόνες. Ανοίξαμε την πόρτα της εκκλησίας. Το δάπεδο ήταν χωμάτινο και λίγο χαμηλότερα, σχεδόν ένα σκαλί, από την βάση της πόρτας. Οι τοίχοι με πέτρες και άλλα υλικά, κυρίως κεραμικά, προερχόμενα μάλλον από παλιότερα οικοδομήματα, χαμηλοτάβανη και με ένα λιτό τέμπλο με λίγες παμπάλαιες εικόνες. Παρά  την έλλειψη πλούσιου διακόσμου και φανταχτερών εκκλησιαστικών κειμηλίων, ο χώρος εκπέμπει μια γαλήνη που ηρεμεί την ψυχή των προσκυνητών. Αυτή την ηρεμία και τη γαλήνη την αισθάνεσαι και στον εξωτερικό περίβολο.

Προσκυνήσαμε τις παμπάλαιες εικόνες και θελήσαμε να ανάψουμε ένα κερί και τα δυο καντήλια που κρέμονταν  αριστερά και δεξιά του τέμπλου, αλλά δυστυχώς δεν είχαμε φωτιά, το κουτί με τα σπίρτα ήταν άδειο. Αφήσαμε οφειλόμενα από το τελευταίο προσκύνημα, το κεράκι ακόμη το χρωστάμε στην Παναγιά μας, την προστάτιδα της Κοιλάδας. Τα νερά της λίμνης δεν επιτρέπουν τη διαγραφή της οφειλής.

Βγήκαμε έξω και καθίσαμε στις αρχαίες πέτρες, κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά. Από εδώ βλέπαμε όλη σχεδόν την κοιλάδα. Αγναντεύαμε την κοίτη του ποταμιού, που αυτή την εποχή είχε λιγοστό νερό, από το Στενό και το Κάστρο του Βελούχοβου στα ψηλά μέχρι την συμβολή του με το Αβορόρεμα.

«Ελάτε εδώ», μας φωνάζει ο Κώστας, «αυτή η μαρμάρινη πλάκα έχει κάποια επιγραφή στα λατινικά».

Πήγαμε κοντά και είδαμε πράγματι την λατινική επιγραφή.

«Να, και αυτή εδώ η κολόνα έχει λατινικά», ακούμε τον Νίκο, που έψαχνε μέσα σε κάποια ερείπια που έμοιαζαν με ιερό εκκλησίας.

«Τόσα χρόνια ερχόμασταν εδώ στο πανηγύρι, στις 23 Αυγούστου, και ποτέ δεν είχαμε προσέξει τις λατινικές επιγραφές», μας λέει ο Ματσόλα.

Στο πανηγύρι μόνο επιγραφές δεν κοιτάζαμε, είχε τόσα αλλά ενδιαφέροντα...

«Εγώ θυμάμαι κάποιον, πριν πέντε έξι χρόνια, που ήρθε στο Χάνι και μας είπε πως είναι αρχαιολόγος ή κάτι τέτοιο και ζήτησε να του ετοιμάσουμε κάτι για φαγητό. Πιάσανε την κουβέντα με τον πατέρα μου και έλεγε πως καταγράφει παλιά μοναστήρια και έτσι είχε έρθει κι εδώ στην Αγία Μονή. Επίσης, είπε πως όταν η περιοχή είχε κατακτηθεί από τους Ενετούς ή τους Φράγκους, εδώ λειτουργούσε καθολικό μοναστήρι.»

«Έτσι εξηγείται, Κώστα, γιατί υπάρχουν οι λατινικές επιγραφές», του απαντώ. «Όμως βλέπεις αυτές τις κολόνες; Δεν μοιάζουν με κολόνες δωρικού ρυθμού; Κοίταξε πόσο λιτό είναι το κιονόκρανο. Ο δωρικός ρυθμός διακρίνεται για την αυστηρή γραμμή και την έλλειψη περίτεχνων διακοσμήσεων, αυτά δεν μάθαμε στο Γυμνάσιο;»

«Πράγματι, μοιάζουν», συμφώνησαν και οι υπόλοιποι.

«Ποιος να ξέρει; μπορεί να προϋπήρχε και αρχαίος ναός...»

«Γεια σας, ρε παιδιά, τι κάνατε εδώ;» Ήταν ο Θεμιστοκλής, που όλοι τον ξέραμε ως Μούστο. Ο Μούστος ήταν ο ακρίτας της κοιλάδας. Διέθετε ένα μεγάλο κοπάδι αιγοπροβάτων και είχε την βάση του στο τέλος της κοιλάδας, στη θέση Μαυρονέρι, εκεί που θα ανυψωνόταν το φράγμα για να γίνει η λίμνη.

«Φεύγουμε μεθαύριο για την Αθήνα και ήρθαμε να προσκυνήσουμε για τελευταία φορά», του απαντώ.

«Ναι, το ξέρω. Ακόμα δεν ξεκίνησαν τα έργα και άρχισαν οι αποχωρήσεις. Κι εγώ πρέπει να φύγω. Χθες έφτασαν κάποια μηχανήματα στο Μαυρονέρι, πολύ κοντά στην ταράτσα που έχω το μαντρί. Ήταν μεσημέρι και είχα ξαπλώσει στη μεγάλη αριά όταν με ξύπνησαν κάτι περίεργοι θόρυβοι και τα γαυγίσματα των σκυλιών. Ήταν δυο μεγάλοι γερανοί και μια μπουλντόζα. Σταμάτησαν κοντά στη γέφυρα, εκεί που είναι η πηγή.  Φαίνεται σ’ αυτό το μέρος θα φτιαχτεί το φράγμα».

«Να δω πού θα πάω με τα ζωντανά μέχρι να τα πουλήσω. Τελείωσε το Μαυρονέρι για μένα...»

Το κοπάδι του μπάρμπα Μούστου κατηφόρισε προς την πλευρά του ποταμιού με τα σκυλιά να γαβγίζουν σε κάποια ξεκομμένα ζωντανά, για να πάνε μαζί με τα άλλα.

«Άντε, παιδιά, να σας χαιρετίσω και να πείτε στην Ευθυμία να μην μας ξεχάσει τώρα που θα γίνει πρωτευουσιάνα». Η Ευθυμία, η μητέρα μου, ήταν πρώτη ξαδέλφη του Θεμιστοκλή.

«Παιδιά, εγώ πείνασα και θέλω και μια ώρα μέχρι να φτάσω στο Χάνι, δεν είναι καιρός να γυρίσουμε;»

Αμέσως συμφώνησαν και οι υπόλοιποι. Εγώ ήθελα να μείνω λίγο ακόμη και δεν τους ακολούθησα. Παρέμεινα μόνος, καθισμένος σε μια πεσμένη κολόνα στο άκρο του πλατώματος, απολαμβάνοντας την όμορφη θέα. Έβλεπα κάποιες εικόνες, που θαρρείς αντίκριζα για πρώτη φορά.  Μπορεί να ήταν και η σκέψη μου που μου έλεγε: τελευταία σου ευκαιρία, παρατήρησε καλύτερα και κατάγραψε τα πάντα, αύριο δεν θα υπάρχουν...  Παλιότερα δεν υπήρχε τέτοια απειλή, τα μάτια έβλεπαν αλλά το μυαλό δεν κατέγραφε, το ανέβαλλε για αργότερα, «και αύριο εδώ θα είναι, έχουμε καιρό να εμβαθύνουμε και να αποτυπώσουμε...» Τώρα όμως άλλαξαν τα πράγματα, δεν υπάρχει αύριο…

Έβλεπα με έκπληξη την ομορφιά του μικρού κάμπου ακριβώς απέναντί μου, στολισμένου με αναβαθμίδες και περιτριγυρισμένου με μια πλούσια συστάδα πλατάνων στην συμβολή του Αβορορέματος με τον Μόρνο.

«Α, να και το άλλο, τι ομορφιά εκπέμπει! Πώς δεν το είχα προσέξει τόσο καιρό;» μονολογούσα. Αυτός ο μικρός ο γήλοφος σε σχήμα αβγού ακριβώς κάτω από το Σεβεδίκο, και το μεγάλο ρέμα που έρχεται από ψηλά από τον Πύρνο να τρέχει περιμετρικά, να το κυκλώνει στην βάση του και να φεύγει μετά προς το ποτάμι, δίνοντας την αίσθηση ενός μικρονησιού…

Πρέπει να είχε περάσει κανένα μισάωρο, που στεκόμουν σαν εκστασιασμένος, εκεί στην αρχαία κολόνα, και κατέγραφα εικόνες οικείες αλλά και εικόνες πρωτοφανέρωτες, όταν ο θόρυβος του λεωφορείου του ΚΤΕΛ με επανέφερε στην πραγματικότητα. Σε αυτό το μισάωρο μου φάνηκε πως άκουσα την απόλυση της Λειτουργίας και το δι΄ευχών από τον παπά Δημήτρη και αμέσως μετά ένα ανθρώπινο βουητό από ευχές για την μεγάλη γιορτή της Παναγίας. Άκουσα καθαρά το Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές, τραγούδι πρόκριμα για να ξεκινήσει ο χορός από τους μεγαλύτερους και, τελευταίο, Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται, με τον γλυκύτατο ήχο του κλαρίνου και του νταουλιού τον ξεσηκωτικό ρυθμό. Κατόπιν απόλυτη σιγή κι έπειτα μια εξαίσια μουσική συνοδευόμενη από ανθρώπινη οχλοβοή με θύμισες από θίασο δαιμονικής συνέργιας που οι κάτοικοι του κάμπου πίστευαν, παραδόξως δεν μου προκάλεσε φόβο αλλά ήρθε στο νου μου το Απολείπειν ο θεός Αντώνιον, το καλύτερο για μένα ποίημα του Καβάφη:

Σαν έξαφνα, ακουσθεί

αόρατος θίασος να περνά

με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -....

μη ανωφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια πού φεύγει.

Ναι, και εφάνη έξαφνα ο αόρατος για μας θίασος να περνά και συνάμα ακούστηκαν οι αποκρουστικοί θόρυβοι από τις μπουλντόζες, τους γερανούς και τα γυποειδή φορτηγά. Ναι, αποχαιρετούμε την κοιλάδα των ανέμελων χρόνων και της απέραντης ελευθερίας και φεύγουμε, χωρίς όμως να την ξεχνούμε.

Θαμμένη θα είναι πάντα στο μυαλό μας και στα όνειρα μας θα ξαναζωντανεύει συχνά- πυκνά στου ύπνου μας την σχόλη…


Κ.Γ.Μπερτσιάς 


Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021

Θαμμένα τοπία στην λίμνη του Μόρνου


 Θέση Τεμπελέικα στον Λουτσοβιώτικο κάμπο . Διακρίνεται ο λοφίσκος της Τραγατσούλας και το σπίτι του Γιώργου του Ανέστου (Κασσιμέρης), ευθεία μπροστά η ταράτσα του Καραγκούνη και στα δεξιά, στην άκρη, η ταράτσα του Καλμαντή. Φωτογραφία του 1972


 Στην εκκλησία  της Κοίμησης της Θεοτόκου 

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

Τοποθέτηση του επικεφαλής της μείζονος μειοψηφίας, Τάσου Φλώρου, για τις πυρκαγιές που έπληξαν τη Δωρίδα

ΦΛΏΡΟΣ: ΈΊΜΑΣΤΕ ΌΛΟΙ ΑΛΛΗΛΈΓΓΥΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΉΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΛΗΓΈΝΤΩΝ


Στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου στις 09/08/21 ο επικεφαλής της μείζονος μειοψηφίας Τάσος Φλώρος αφού προηγουμένως εξέφρασε τη θλίψη και τα συλλυπητήρια της παράταξης στην οικογένεια του συνδημότη μας Γιώργου Βασιλιά ο οποίος χάθηκε στον αγώνα κατά της πυρκαγιάς, τοποθετήθηκε για τις τραγικές συνέπειες των πυρκαγιών ως ακολούθως:

Δυστυχώς αυτή τη φορά η λαίλαπα των πυρκαγιών έπληξε και το δήμο μας προκαλώντας καταστροφές σε οικίες, ποιμνιοστάσια και σε περιουσίες κυρίως στα χωριά μας Ελαία, Καλλιθέα, Τολοφώνα, Ερατεινή, Πάνορμο, Αμυγδαλιά, Σώταινα και Μακρινή.

Μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες των πυροσβεστών μας, των αστυνομικών μας, των εθελοντών, της πολιτικής προστασίας, του προσωπικού του δήμου μας, των τοπικών παραγόντων όλων των χωριών μας και όλων των συμπολιτών μας γλυτώσαμε τα χειρότερα. 

Τους ευχαριστούμε όλους και τους συγχαίρουμε για τον τιτάνιο αγώνα που δίνουν καθημερινά και κάτω από αντίξοες συνθήκες για την προστασία της ζωής και της περιουσίας των συμπολιτών μας. Είμαστε αλληλέγγυοι και στηρίζουμε όλους τους πυρόπληκτους συνδημότες μας. Μετά την κήρυξη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης των πυρόπληκτων χωριών του δήμου μας με τα χρήματα της έκτακτης ενίσχυσης καθώς και από διαθέσιμα χρήματα του δήμου μας πρέπει να ανταποκριθούμε άμεσα και να στηρίξουμε αποτελεσματικά τους πληγέντεςτώρα για να μπορέσουν να ξεπεράσουν τις άμεσες και τρέχουσες δυσκολίες. Στη συνέχεια πρέπει και να σταθούμε πραγματικά αρωγοί στην προσπάθεια αποκατάστασης των ζημιών, έμπρακτα, και να μην ξεχαστούν όταν περάσει αυτή η καταστροφική πυρκαγιά.

Φυσικά πρέπει να φροντίσουμε και για την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος και να αποτρέψουμε οποιεσδήποτε επιχειρούμενες ενέργειες σε βάρος του.

Είναι στις προθέσεις μας και είμαστε έτοιμοι να συνδιαμορφώσουμε ένα επιχειρησιακό σχέδιο σε συνεργασία με την πολιτεία και όλους τους φορείς για την πρόληψη και την αντιμετώπιση παρόμοιων φαινομένων φυσικών καταστροφών.

Είμαστε εδώ, όλοι μαζί, αλληλέγγυοι, σαν μία γροθιά να αντιμετωπίσουμε όλες τις δυσκολίες που προέκυψαν και που τυχόν θα προκύψουν.

Τρίτη 10 Αυγούστου 2021

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων

 Απανωτές τον τελευταίο καιρό οι απώλειες για το χωριό μας: δυο ακόμη συγχωριανοί μας έφυγαν από την ζωή, η Ιουλία και η Σοφία.

 Η Σοφία Μετάνια, αδελφή του αείμνηστου  παπαδημήτρη, πέθανε στην Αθήνα όπου ήταν παντρεμένη και ζούσε με την οικογένεια της.

Η Ιουλία, σύζυγος του αείμνηστου Γιάννη Καραμπέτσου του Ευάγγελου, είχε ανεβεί στο χωριό πριν μερικές μέρες και φαίνεται ήταν μοιραίο εδώ στον γενέθλιο τόπο της να αφήσει την τελευταία της πνοή, όπως άλλωστε συνέβη και με τον κουνιάδο της τον Κώστα. 

Η Λία όπως την φώναζαν οι χωριανοί μας ήταν μια δυναμική γυναίκα που με την αξιοσύνη και την  εργατικότητα της κατάφερε να μεγαλώσει μαζί με τον σύζυγο της την πολυμελή οικογένεια της.

Καλοσυνάτη και πολύ αγαπητή στην κοινωνία του χωριού μας η κυρά Λία μόνο θετικό αποτύπωμα άφησε το πέρασμα της από αυτό πρόσκαιρο κόσμο.

Δυστυχώς ο πάνω μαχαλά με τον χαμό  της Λίας και του Κώστα ορφάνεψε παντελώς…

Καλό Παράδεισο  στην κυρά Λία 

Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια της και ιδιαίτερα στα παιδιά της, τον Θύμιο, τον Βαγγέλη, τον Σπύρο και τον Αριστοτέλη.



Στην φωτογραφία, πριν μερικά χρόνια, κυρά Λία με την καλή της φίλη την Ευθυμία Μπερτσιά στον κήπο που διατηρούσε στον Λάκο.

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων ( Κώστας Β. Καραμπέτσος)

 Σήμερα το πρωί στο νεκροταφείο του χωριού μας ο Κώστας ο Καραμπέτσος του Ευαγγέλου μας αποχαιρέτησε οριστικά από τον εφήμερο τούτον κόσμο. Ο Κώστας ήταν ένας άνθρωπος πολύ δημιουργικός και έτρεφε υπερβολική αγάπη για τον τόπο του.  Παρόλα τα προβλήματα υγείας του επέμενε να έρχεται τα καλοκαίρια στο χωριό και μάλιστα να δημιουργεί με τις δικές του δυνάμεις διαφορά πράγματα στο σπιτικό του και στα περιβόλια του που με περισσή φροντίδα συντηρούσε. Το φετινό καλοκαίρι έμελλε όμως να είναι  το τελευταίο του - προχθές ήλθε από την Αθήνα και την ίδια μέρα εξέπνευσε - 

Τύχη αγαθή να πεθαίνεις στον τόπο σου…

Καλό ταξίδι μπάρμπα Κώστα, σε εμάς  στον πάνω μαχαλά θα μας λείψεις διπλά… θα σε θυμόμαστε και θα σε μνημονεύουμε πάντα με αγάπη γιατί μόνο καλές αναμνήσεις μας έχεις προσφέρει 

Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια 


 

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

παλιά ταυτότητα


 Η Μαρία Μπερτσιά γεννήθηκε στην Πενταγιού το 1899 και πέθανε το 1971 στο Κόκκινο.

Ήταν γυναίκα του Κωνσταντίνου Μπερτσιά και έχε δυο παιδιά τον Σπύρο και τον Γιώργο. 

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Η γιαγιά με τα μανάρια στο κάμπο του Λουτσόβου


 Η φωτογραφία είναι του 1972, διακρίνεται η Βασιλική Κοράκη( σύζυγος του Νικολού Κοράκη-Κατσαμπίνη-), πιο γνωστή ως Νικολού, με τις κατσίκες της ράτσας Ζάανεν στη θέση Μαρμαράκι στον Λουτσοβιώτικο κάμπο που σήμερα είναι θαμμένος στα νερά της λίμνης Μόρνου.

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

1970, ο παππούς και τα εγγόνια του

φωτογραφία του 1970, ο παππούς και τα εγγόνια του στο Κόκκινο Δωρίδας.
 Από αριστερά: Κώστας, Γιώργος, Κώστας, Νίκος, Μαρία και ο παππούς Κωνσταντίνος Μπερτσιάς.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Θαμμένα τοπία στη λίμνη Μόρνου


 Φωτογραφία του 1972, φαίνεται ένα μέρος του λουτσοβιώτικου κάμπου στη θέση  Μαρμαράκι, θαμμένου σήμερα στα νερά της λίμνης Μόρνου. Διακρίνεται το αγροτόσπιτο της οικογένειας Μπερτσιά. 

Στο βάθος δεξιά είναι το βουνό  Προφήτης Ηλίας, σύνορο των χωριών Κόκκινου  και Περιβολίου.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021

1967 «θαμμένα» πανηγύρια

 

Το γλέντι και ο χορός καλά κρατεί στο ξωκκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στην δυτική όχθη του Κοκκινοπόταμου (παραπόταμου του Μόρνου) απέναντι από τα Χάνια του Καραπιστόλη. Ένα από τα τελευταία πανηγύρια πριν η περιοχή καταστραφεί και θαφτεί από τα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου. Πρωτοχορευτής ο αείμνηστος Θύμιος Καραγιάννης

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Στου Αϊ-Γιώργη το πλάτωμα


 Από τον Άγιο Γεώργιο με φόντο το χωριό (Κόκκινος), από αριστερά: Κ Μπερτσιάς, Ε Μπερτσιά, Μ Κρανιάς και ο αείμνηστος Γ Μπερτσιάς 

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

1968: ο κόσμος γλεντούσε!

 

Χωριό Κόκκινος,  ανήμερα του Αγίου Γεωργίου,παρέα Λουτσοβιωτών σε ξέφρενο γλέντι στου Καραγιάννη το μαγαζί (1968)

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Εκδρομή Κοκκινιωτών στην Πάτρα 1969


 Από αριστερά: Γιωργος Μπερτσιάς, Κώστας Στεφόπουλος, Χαράλαμπος Καραδήμας, Γιώργος Κολοκυθάς, Γιώργος Καραμπέτσος,  Γιάννης Καραμπέτσος, Βασίλης Καραγιάννης, Ηλίας Κοντογιάννης και Σπύρος Μπερτσιάς.
Η εκδρομή είχε οργανωθεί από το δημοτικό σχολείο όπου οι γονείς συνόδευαν τα παιδιά τους . 

Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Μόρνος 1962.

 Η φωτογραφία φέρει την ένδειξη "Μόρνος 1962". Εικονίζονται οι σπουδαίοι νεοελληνιστές Γ. Π. Σαββίδης και Ζ. Λορεντζάτος (με τη σύζυγό του). Τη φωτογραφία τράβηξε η Λένα Σαββίδη.


(Παρακαλώ βοηθήστε να εντοπίσουμε την τοποθεσία)