Η κοιλάδα απλωνόταν σαν ζωγραφιά ανάμεσα στα βουνά, εκεί που ο Μόρνος κι ο Κοκκινοπόταμος ενώνονταν και, σα δυο αδέρφια που δεν χώρισαν ποτέ, κύλαγαν μαζί για τη θάλασσα του Λεπάντου. Στον κάμπο, τα αγροτόσπιτα δεκαπέντε όλα κι όλα, σκόρπια σαν πουλιά που βρήκαν το καθένα το κλαρί του. Ήταν φτωχικά, με τις σκεπές χαμηλές, αλλά από μέσα τους ανέβαινε καπνός που μύριζε ψωμί στον φούρνο, τραχανά και κουβέντες βραδινές γύρω από τη λάμπα του πετρελαίου.
Στο βάθος, στον μικρό λόφο, το μοναστήρι της Παναγίας. Δεν είχε καμπάνες, ούτε καθημερινές λειτουργίες. Μονάχα μια φορά τον χρόνο, στις 23 του Αυγούστου, άνοιγαν οι πόρτες του κι έπαιρνε ζωή ο τόπος. Τότε γινόταν το μεγάλο πανηγύρι: έρχονταν συγγενείς κι απόμακροι χωριανοί, άναβαν οι φωτιές, στήνονταν τα τραπέζια και ο τόπος γέμιζε τραγούδια, γέλια και καπνό από τα ψητά. Για μια μέρα ολόκληρη η κοιλάδα ανέπνεε αλλιώς, λες και η Παναγία κρατούσε ευλογία για όλο τον χρόνο.
Εκεί, σε τούτον τον τόπο, ήταν και το δικό μου σπίτι. Το σπίτι που με είδε να γεννιέμαι, να παλεύω στα χωράφια, να μαθαίνω τα γράμματα κάτω από το φως της λάμπας, να ονειρεύομαι πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από την κοιλάδα. Ως τα δεκαοχτώ μου χρόνια, όλα μου τα βήματα πατούσαν σ’ αυτή τη γη· κι ύστερα ο δρόμος με πήρε μακριά, να γνωρίσω άλλα μέρη, άλλους ανθρώπους.
Κι όμως, κάθε φορά που ο νους μου γυρίζει πίσω, βλέπω την κοιλάδα όπως ήταν. Την ακούω να σφύζει από τζιτζίκια το καλοκαίρι, να μυρίζει χώμα υγρό το φθινόπωρο, να ντύνεται λευκό το χειμώνα. Και πιο πολύ απ’ όλα, θυμάμαι το πανηγύρι του Αυγούστου: την ξεχωριστή μέρα που η σιωπή του μοναστηριού γινόταν φωνή και χαρά. Γιατί κι ας σκεπάστηκαν όλα από τα νερά της λίμνης, ο τόπος αυτός δεν χάθηκε· έμεινε ζωντανός, βυθισμένος στη μνήμη μου, σαν το πιο ακριβό καταπίστευμα που μου χάρισε η ζωή.