Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.
Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014
Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014
Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014
Εκανα 50 χλμ. κάθε μέρα με τα πόδια για να μοιράσω τα γράμματα
Με την τσάντα των ΕΛ.ΤΑ. στον ώμο και μια γκλίτσα στο χέρι διήνυε 50 χιλιόμετρα καθημερινά στα Βαρδούσια για να παραδώσει στους κατοίκους των ορεινών χωριών της Φωκίδας γράμματα, επιταγές, φάρμακα αλλά και... τρόφιμα. «Με περίμεναν με μεγάλη αγωνία, με αγάπη και σεβασμό», τονίζει
jfoskolos@pegasus.gr
Κονιάκος, Τριβίδι, Λευκαδίτης, Συκιά, Δορικό, Κάλιο, Δάφνος... Δεκαετία του 70. Χωριά σκαρφαλωμένα στα βουνά της Φωκίδας, στα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Περιμένουν με αγωνία νέα από συγγενείς που βρίσκονται στην ξενιτιά και στην Αθήνα, από φαντάρους κι αγαπημένα πρόσωπα που είναι μακριά. Τον... μίτο της επικοινωνίας κρατά ο ταχυδρόμος, που αξημέρωτα ζώνεται την τσάντα του στο Λιδωρίκι και ξεκινά με τα πόδια μέσα στα βουνά, τα λαγκάδια και τις ρεματιές, για να μεταφέρει γράμματα, επιταγές, αλλά και φάρμακα, εφημερίδες, ακόμη και κατεψυγμένα τρόφιμα, ψάρια και κοτόπουλα... Μόλις φθάνει στην πλατεία με τον καφενέ βγάζει την καραμούζα και σφυρίζει για να μαζευτούν οι χωριανοί. Καθένας τους και μια ιστορία... «Κυρα- Βασιλική τι κάνει ο φαντάρος;» ρωτά ο ταχυδρόμος τη μαυροφορεμένη γιαγιά.
«Αχ, Γιάννη μου», του απαντά εκείνη, «πάλι δεν μου έγραψε ο εγγονός μου»... Και μετά κεράσματα και πεσκέσια -τυριά και αβγά- γεμίζουν την ταλαιπωρημένη δερμάτινη τσάντα των ΕΛΤΑ.
Ο ταχυδρόμος όμως δεν έχει και πολύ χρόνο να κοντοσταθεί. Ισα για να φάει καμιά φασολάδα, αν τυχαίνει να έχει φτάσει μεσημέρι. Περιμένουν άλλα χωριά κι άλλες αγωνίες πρέπει να πάρουν τη σειρά τους...
«Ο κόσμος τότε περίμενε τον ταχυδρόμο με πολλή αγωνία, με αγάπη και σεβασμό. Ηταν σημαντικό πρόσωπο, σαν να έβλεπαν κάποιον συγγενή τους. Εμένα, όλοι με φώναζαν με το μικρό μου όνομα: Γιάννης». Ο Γιάννης Βελάγιας, συνταξιούχος πια εδώ και τρία χρόνια, μας μιλά για μια εποχή κατά την οποία η ασύρματη επικοινωνία φάνταζε σχεδόν επιστημονική φαντασία.
Στην ελληνική επαρχία τουλάχιστον... Μια εποχή χωρίς e-mail, κινητά τηλέφωνα και Διαδίκτυο. Οταν ο ταχυδρόμος ήταν η μοναδική γραμμή επικοινωνίας των ανθρώπων στα απομονωμένα χωριά. Και όχι μόνο αυτό. Ηταν ο άνθρωπος που τους διάβαζε συχνά τα γράμματα που λάμβαναν. Ο άνθρωπος που έγραφε καμιά φορά τις επιστολές τους, που μετέφερε τα φάρμακα από την πόλη και ό,τι άλλο δεν μπορούσαν να βρουν στο χωριό.
«Ο ταχυδρόμος ήταν τότε τα πάντα γι αυτούς τους ανθρώπους», μας λέει ο κ. Βελάγιας, που δούλεψε ως αγροτικός ταχυδρόμος στο Λιδωρίκι Φωκίδας από το 1973 μέχρι το 1978. «Θυμάμαι ο παπα-Βλάχος έλεγε: ο παπάς και ο ταχυδρόμος δεν κερνάνε ποτέ... Κι έτσι ήταν. Με το που έμπαινα στο καφενείο, αμέσως η πρώτη κουβέντα όλων ήταν: Κέρασε τον ταχυδρόμο».
Μονοπάτια
Στα 22 του όργωνε τα Βαρδούσια από τα μονοπάτια που είχαν ανοίξει οι τσοπάνηδες για τα κατσίκια, με την τσάντα των ΕΛΤΑ στον ώμο και μια γκλίτσα στο χέρι. «Κάθε μέρα έκανα 50 χλμ. για να πάω από το ένα χωριό στο άλλο. Ξυπνούσα πέντε το πρωί κι έφτανα στο τελευταίο χωριό κατάκοπος κι εξαντλημένος.
Αλλά ο κόσμος δεν είχε πονηράδες. Τώρα δεν σου ανοίγουν την πόρτα, επειδή ξέρουν ότι τους πηγαίνεις γραμμάτια από τις τράπεζες και λογαριασμούς. Τότε είχανε μόνο το γράμμα τους να λάβουν. Αντε και καμιά επιταγή»...
Ο Γιάννης Βελάγιας έζησε στο πετσί του μια εποχή που δείχνει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το γράμμα, ως μέσο επικοινωνίας, ψυχορραγεί, αν δεν έχει ήδη πεθάνει. Οι τσάντες των ταχυδρόμων παραγεμίζουν με διαφημιστικά φυλλάδια, μπροσούρες, λογαριασμούς, μαζική αλληλογραφία.
Στον αιώνα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και της ασύρματης επικοινωνίας, το προσωπικό γράμμα, ακόμη και η ευχετήρια κάρτα, είναι είδος υπό εξαφάνιση.
Τη δεκαετία του 70 όμως; Τότε όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Τότε ο Γιάννης Βελάγιας μοίραζε γύρω στα δεκαπέντε γράμματα σε κάθε χωριό, φωνάζοντας τους ανθρώπους με το μικρό τους όνομα στο καφενείο ή το κοινοτικό γραφείο...
«Το πρώτο μου δρομολόγιο ήταν 3 Φεβρουαρίου του 1973. Δευτέρα, θυμάμαι. Μεγάλη περιπέτεια. Δεν την ξεχνάω. Ενας συνάδελφος μου έδειξε τον δρόμο μέσα από τα βουνά. Την προηγούμενη νύχτα δεν είχα κλείσει μάτι από το άγχος. Ξεκινάω τον δρόμο και πάω, πάω, πάω... Εδώ το χωριό, εκεί το χωριό, αλλά σπίτι πουθενά.
Τελικά ο Λευκαδίτης φάνηκε μετά από 12 χλμ... Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν ο κυρ- Γιαννάκης. "Καλώς το παλικάρι. Νέος;" με ρωτά. "Νέος" του απαντώ.
"Αντε να δούμε εσύ αν θα στεριώσεις"... Αργότερα έμαθα πως κανείς δεν έμενε στο συγκεκριμένο πόστο, λόγω των πολύ μεγάλων αποστάσεων. Πριν από εμένα είχαν πάει άλλοι δέκα, αλλά έφυγαν. Εγώ, θες από πείσμα, θες από εγωισμό, στέριωσα. "Κάτσε να πιεις ένα κονιάκ", μου λέει ο κυρ-Γιαννάκης. Και μου έδωσε να πιω μπότζι - βρασμένο κονιάκ με ζάχαρη. Εκανε φοβερό κρύο. Αρχές Φλεβάρη.
Δεύτερη στάση το χωριό Συκιά και μετά ο Κονιάκος, αφού διέσχισα τον Μόρνο πάνω σε κάτι δοκάρια. Εκεί ρωτώ έναν χωριανό:
-Τι θα φάμε;
-Εχω μια ρώσικη σαλάτα κονσέρβα. Θες;
-Και ρώσικη -του λέω- και αμερικάνικη... Και για πρώτη φορά έφαγα ρώσικη σαλάτα, με ψωμί ζυμωτό κι ελιές.
Θύελλες
Ο 58χρονος σήμερα συνταξιούχος ταχυδρόμος θυμάται πολλούς χειμώνες με θύελλες, κι αυτός να πορεύεται κάπου μεταξύ Βαρδουσίων και Γκιώνας. «Το χιόνι να μου χτυπά το πρόσωπο. Να μην μπορώ να περπατήσω από τον βοριά. Και να προσεύχομαι μέσα μου, να φτάσω μέχρι την κορυφή του λόφου. Κι όμως πηγαίναμε με όλους τους καιρούς». Στον δρόμο έβλεπε ασβούς, αγριογούρουνα, αγριοκάτσικα, φίδια... «Μόνο λύκο δεν είχα δει»...
Και η πορεία συνεχίζεται βάσει συγκεκριμένου δρομολογίου. «Οριζαν τότε ότι ένας ταχυδρόμος μπορούσε να διανύσει 4 χλμ. την ώρα. Με τα πόδια βέβαια. Και έτσι υπολόγιζαν τι ώρα έπρεπε να φθάσουμε. Είχαμε φύλλο πορείας.
Δεν μπορούσες να φύγεις αν δεν σου έβαζε σφραγίδα ο πρόεδρος, ο δάσκαλος ή ο παπάς ότι πέρασες από το χωριό. Κι αν ήταν κάνα στραβόξυλο και τύχαινε να αργήσεις... Γιατί δεν υπολόγιζαν τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, τη γλώσσα που σου έβγαινε σαν... γραβάτα από το κουβάλημα».
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΔΟΡΙΚΟ
«Εφερα φάρμακα στον δήμαρχο, αλλά αυτός δεν υπέγραφε γιατί καθυστέρησα»
«Στο χωριό Δορικό, ο πρόεδρος ήταν διορισμένος από τη χούντα. Είχε τη λογική "αποφασίζουμε και διατάζουμε".
Αν ξέφευγες δέκα λεπτά από το πρόγραμμα που είχε το φύλλο πορείας έκανε αναφορά. Οι περισσότεροι ταχυδρόμοι είχαν φύγει λόγω αυτού του ανθρώπου.
Σκεφτόμουν τι να κάνω για να τον αντιμετωπίσω... Την πρώτη φορά, λοιπόν, που πάω στο Δορικό μού ζητάει να του φέρω φάρμακα. Στο Λιδωρίκι τότε δεν είχε φαρμακείο. Μας τα έστελναν από την Αμφισσα με την αποστολή του ταχυδρομείου.
Αυθάδεια...
Παραλαμβάνω τα φάρμακά του και ρωτάω τον αγροτικό γιατρό ποια είναι τα πιο σημαντικά για την υγεία του. Ξεκινάω τη διαδρομή μου και φτάνω στο Δορικό με μισή ώρα καθυστέρηση. Φυσάω με την καραμούζα μου, μαζεύεται ο κόσμος κι αρχίζω να μοιράζω τα γράμματα.
Ερχεται και μου λέει με αυθάδεια: "Δεν θα υπογράψω το φύλλο πορείας, επειδή καθυστέρησες και θα σου κάνω αναφορά". Του απαντώ: "Είμαι ρομπότ; Εκατσα πιο κάτω να ξαποστάσω, να πάρω μιαν ανάσα.
Δεν έχω συνηθίσει την ανηφόρα στα κατσάβραχα"...
Μοίρασα τα γράμματα και στο τέλος τον ρωτάω ξανά: "Πρόεδρε θα υπογράψεις"; "Οχι", μου απαντά. Τότε λέω κι εγώ: "Κάποιος κ. Κωνσταντόπουλος που ζήτησε φάρμακα, ποιος είναι"; "Εγώ", απαντά εκείνος. "Ρε άνθρωπέ μου -του λέω- εγώ φορτώθηκα σαν γαϊδούρι και σου έφερα τα φάρμακά σου κι εσύ δεν σεβάστηκες ούτε αυτό;".
Ρίχνω κάτω τα χάπια που δεν ήταν τόσο σημαντικά, του δίνω τα άλλα και του λέω: "Πάρε κι αυτά για να ζήσεις. Και την άλλη φορά να πας μόνος στην Αμφισσα να τα αγοράσεις".
Οταν ξαναπήγα στο χωριό, η πρώτη του κουβέντα ήταν: "Κεράστε τον ταχυδρόμο". Του απαντώ, "ευχαριστώ πρόεδρε, δεν θέλω".
Τον κράτησα λίγο σε απόσταση, να μη νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι εξουσιάζονται. Τελικά καταλήξαμε να γίνουμε σχεδόν φίλοι...».
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
«Προχωρούσα ώρες ατέλειωτες και ο δρόμος δεν σωνόταν με τίποτα»
«Δεν πρόκειται να ξεχάσω την πρώτη φορά που πήγα στον Δάφνο. Να προχωρώ ώρες ατελείωτες και να μη σώνεται ο δρόμος.
Βλέπω κάποια στιγμή έναν τσοπάνο μπροστά μου και του φωνάζω: "Γεια σου πρόεδρε". Ηταν όντως ο πρόεδρος του χωριού. Τον ρωτώ πόσο μακριά είναι και μου δείχνει ένα χωριό στο βάθος.
Απελπίζομαι και του λέω: "Θα πας εσύ τα γράμματα". Με χτυπά στον ώμο φιλικά: "Εδώ από κάτω είναι. Αντε, τράβα να φας και φασολάδα της κυρα-Βασιλικής".
Οντως το χωριό ήταν ακριβώς από κάτω. Μπαίνω στο μαγαζί του μπαρμπα-Γιώργη, του άντρα της κυρα-Βασιλικής, να φάω. Και τότε συνέβη κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
Αυτός είχε φτιάξει έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό, που δούλευε με ένα φυσερό κι έβγαζε έναν τρομερό ήχο σαν φουγάρο πλοίου.
Εκεί που τρώω λοιπόν, ακούω μια βουή φοβερή και πετάγομαι έξω να δω τι γίνεται.
Κι εκείνη τη στιγμή, ο μπαρμπα-Γιώργης είχε πάρει ένα χωνί γραμμοφώνου και φώναζε: "Κυρά Βασίλωωωωωωωωωωωωωωω. Εχεις επιταγήηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη". Ε, γέλασα με την ψυχούλα μου»...
ΣΤΟ ΤΡΙΒΙΔΙ
Γέφυρα ζωής για 70χρονο
«Μια μέρα στο Τριβίδι ένας γεροντάκος 70 χρονών, ο μπαρμπα-Κώστας, είχε πάθει δηλητηρίαση. Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία κι έβαζαν τα τρόφιμα σε ντουλάπια με σήτες, που τα έλεγαν φανάρια.... Τον είχε πιάσει εμετός και διάρροια μαζί. Ηθελε να επικοινωνήσει με τον ανιψιό του στον Κονιάκο.
Μου λέει, γράψε ταχυδρόμε: Αγαπημένο μου ανιψούδ -μου υπαγόρευσε μια σύντομη επιστολή και με παρακάλεσε να επιστρέψω στον Κονιάκο για να την παραδώσω στον ανιψιό του- Με προφταίνς, δεν με προφταίνς. Με πάει από μπροστά κι από πίσω φλογέρα...
Ελα γρήγορα να με πάρς, δεν θα ζήσω. Και όντως έτρεξα πίσω στον Κονιάκο, έδωσα την επιστολή στον ανιψιό, ο οποίος πήγε και τον πήρε με το αγροτικό αυτοκίνητο και τον μετέφερε στην Αμφισσα στο νοσοκομείο. Ισα ίσα τον πρόλαβε. Αν δεν ήμουν εκεί θα είχε μάλλον πεθάνει»...
Του Δημήτρη Α. Κατσορίδα (απόσπασμα παλιότερης δημοσίευσης)
Στην πλατεία του χωριού υπάρχουν δύο βρύσες με τρεχούμενο νερό και λίγα πλατάνια, ενώ παλαιότερα υπήρχε στο μέσον ένας μεγάλος πλάτανος, που κάλυπτε σχεδόν όλη την πλατεία, ο οποίος δυστυχώς ξεράθηκε.
Το Διακόπι υπάγεται στην επαρχία Δωρίδος του Νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στη Δυτική πλευρά των Βαρδουσίων και σε 650 περίπου μέτρα υψόμετρο, ενώ στα πόδια του απλώνεται η τεχνητή λίμνη του Μόρνου με τα «ελβετικά τοπία του Βαρδουσιού και της Γκιώνας να καθρεφτίζονται μέσα στα νερά της», όπως με πολύ γλαφυρό τρόπο περιγράφει ο Γ. Ηλιόπουλος («Λαογραφικά Δωρίδας», εκδόσεις Δωρική Αδελφότητα, Αθήνα 1987).
Τα Βαρδούσια εκτός από την άγρια ομορφιά τους έχουν και πλούσια παράδοση, καθώς στα χρόνια της επανάστασης του 1821 έδρασαν, αλλά και προφυλάχτηκαν εκεί, μέσα στις λεγόμενες αποκλείστρες, οι εξεγερμένοι κάτοικοι των γύρω χωριών.
Το Διακόπι, συνορεύει, εκτός από το Κάλλιο (πρώην Βελούχοβο) και με το χωριό Δάφνος (παλαιότερα Βοστίνιτσα), το οποίο βρίσκεται ακριβώς απέναντί του. Το κλίμα του είναι ορεινό, με κρύους χειμώνες και δροσερό καλοκαίρι.
Κατά τον 19ο αιώνα, η Γρανίτσα σε πληθυσμό ερχόταν δεύτερη μετά την Αρτοτίνα. Συγκεκριμένα, το 1841 είχε 938 κατοίκους και το 1861 είχε 1.183. Το 1928, το χωριό Διακόπι είχε 941 κατοίκους, ενώ το 1951 είχε 752 κατοίκους.
Οι Γρανιτσιώτες είναι φιλόξενοι άνθρωποι και γλεντζέδες, όπως άλλωστε όλοι οι ρουμελιώτες. Ο επισκέπτης μπορεί να χαρεί τις διακοπές του στο Διακόπι, να κάνει εκδρομές στα γύρω χωριά, να δοκιμάσει τις παραδοσιακές πίττες και τα ντόπια ψητά, να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει απολαμβάνοντας την ψυχική του ηρεμία.
Δύο γεφύρια που διευκολύνουν τους κατοίκους να περάσουν το ποτάμι που διασχίζει το χωριό.
Η αμπελόραχη, στη συμβολή των δρόμων καθώς πηγαίνουμε στο νεκροταφείο ή βγαίνουμε από το χωριό, όπου φαίνεται πανοραμικά μια πλευρά της λίμνης του Μόρνου.
Η γυφτόβρυση, στην οποία οδηγούμαστε αν πάρουμε το μονοπάτι πίσω από τον ξενώνα του χωριού. Βρίσκεται στην τοποθεσία (ή μαχαλά) με το όνομα «τσανακούλα». Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, το όνομά της το πήρε από ένα μαγαζί που βρισκόταν δίπλά στην βρύση, το οποίο το είχε κάποιος γύφτος που έφτιαχνε γεωργικά εργαλεία, μπακίρια κ.ά. τα οποία εκείνη την εποχή τα έλεγαν και γύφτικα.
Τέλος, το σχολείο, το οποίο φτιάχτηκε επί Συγγρού, βρίσκεται στην πλατεία του χωριού. Είναι ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο, με δύο αίθουσες. Τα παλαιά χρόνια έσφυζε από ζωή και παιδικές φωνές.
Όσον αφορά τις εκκλησίες και τα ξεκκλήσια, τα οποία είναι συνολικά έντεκα, δεν ήταν μόνο χώροι θρησκευτικής συνάθροισης, αλλά ταυτόχρονα ικανοποιούσαν και την ανάγκη επικοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους. Ιδιαίτερα τις Κυριακές ή σε άλλες γιορτές, όπου τιμούσαν τον άγιο της εκκλησίας ή του ξωκκλησιού, γέμιζαν από κόσμο. Ο περίβολος ήταν παράλληλα και τόπος κουβέντας.
Όσον αφορά την ετυμολογία του πρώτου ονόματος του χωριού, δηλαδή Γρανίτσα, μας οδηγεί στη σλάβικη καταγωγή του, Granica που σημαίνει σύνορο, όριο.
Αργότερα, από το 1860 έως το 1912, αλλάζει ξανά η σύνθεση των Δήμων της χώρας. Έτσι, την περίοδο αυτή, στην Επαρχία Δωρίδος του Νομού Φωκίδος σχηματίζονται έξι Δήμοι όπου ένας από αυτούς είναι ο Δήμος Υαίας με πρωτεύουσα τη Γρανίτσα.
Ο Δήμος Υαίας σχηματίστηκε μετά από τη διαίρεση του Δήμου Αιγιτίου και αποτελούνταν από τα χωριά: Γρανίτσα, Κλήμα, Τριβίδι, Κονιάκο,. Λούτσοβο, Βοστινίτσα και Βελούχοβο. Μετά το 1912, που καταργήθηκαν οι εν λόγω Δήμοι, η Γρανίτσα αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα έως ότου με το Διάταγμα της 9.9.1927 (ΦΕΚ 261/1927) μετονομάσθηκε σε Κοινότητα Διακοπίου.
Σύμφωνα με μαρτυρία του δάσκαλου Ανδρέα Γεωργούτσου, η Γρανίτσα μετονομάστηκε σε Διακόπι προς τιμήν του Αθανασίου Διάκου. Ο λόγος διαμονής του στη Γρανίτσα ήταν επειδή, προηγουμένως, είχε δώσει μια μάχη με τους Οθωμανούς στην τοποθεσία του Σκορδά το Χάνι (ή αλλιώς του Αγά το κοτρόνι, στην τοποθεσία Χάνια). Εξαιτίας, λοιπόν, αυτής της μάχης και της διαμονής του Διάκου στο χωριό, πήρε κατόπιν προς τιμή του το όνομα Διακόπι.
Γενικά, η αρχιτεκτονική της πλατείας δεν έχει αλλάξει πολύ. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος ζωής. Δεν υπάρχουν πια τα μαγαζιά που υπήρχαν παλιά, τα εμπορικά και οι χασαποταβέρνες. Έχουν μείνει μόνο δύο καφενεία και μία χασαποταβέρνα.
Το χωριό χωρίζεται σε τέσσερις μαχαλάδες. Οι δύο βρίσκονται από την μια πλευρά της ρεματιάς, όπως κοιτάμε από την πλατεία του χωριού. Ο πρώτος είναι απέναντι ακριβώς από την πλατεία, ο λεγόμενος «ραντομαχαλάς» και δεξιά επάνω ο «ραφτομαχαλάς». Από την άλλη πλευρά της ρεματιάς, δηλαδή από την πλατεία δεξιά και αριστερά, είναι καταρχήν ο μαχαλάς με την ονομασία «τσονακούλα», ο οποίος είναι σχηματικά από το σημείο που βρίσκεται ο ξενώνας και επάνω, ενώ από την πλευρά της πλατείας και προς τα κάτω είναι ο «κάτω μαχαλάς», ο οποίος παρότι δεν είναι τόσο προσήλιος, εντούτοις χαρακτηρίζεται για τα γραφικά, πλακόστρωτα δρομάκια του και την πυκνή δόμησή του εν συγκρίσει με τους υπόλοιπους μαχαλάδες, οι οποίοι είναι σχετικά πιο αραιοκατοικημένοι.
Βέβαια, η βασική επαγγελματική ασχολία των κατοίκων του χωριού ήταν η κτηνοτροφία. Οι περισσότεροι ήταν τσοπάνηδες.
Εντούτοις υπήρχαν και ορισμένα άλλα επαγγέλματα, όπως αγροφύλακες, αυλακάρηδες, γαλατάδες, μαμές, δάσκαλοι, έμποροι, τσαρουχάδες, κτίστες, κουρείς, παπάδες, ραφτάδες, χασάπηδες, μαγαζάτορες, καφετζήδες. Επίσης, στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γρανίτσα διέθετε τον μοναδικό ταχυδρόμο της περιοχής, τον Κοντογεώργο Γιάννη του Νικολάου.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως η Γρανίτσα φημιζόταν για τους ραφτάδες και ιδιαίτερα για τους μαστόρους – κτίστες της και εξακολουθεί να διατηρεί αυτή τη φήμη, οι οποίοι μάλιστα είχαν και δικό τους γλωσσικό ιδίωμα συνεννόησης, τα λεγόμενα «μαστόρικα» ή «κουταρέϊκα» (από το κούταρης, που στη διάλεκτό τους σημαίνει μάστορας). Μάλιστα, στο Διχώρι, το κτίσιμο της εκκλησίας τους, Κοίμησης της Θεοτόκου, το 1930, το έκαναν μαστόροι από την Γρανίτσα, όπως αναφέρει η Μαρία Λουκοπούλου – Πατίχη στο βιβλίο της «Επιστροφή, Κωστάριτσα (Διχώρι) ορεινής Δωρίδας» (Αθήνα 1990).
Όμως, το χωριό είχε φήμη και για τους πολύ καλούς τσαρουχάδες, που διέθετε και για τα καλά τσαρούχια που έφτιαχναν.
Επίσης, ορισμένοι από τους συγχωριανούς που πήγαν στην Αθήνα δούλευαν ως γαλατάδες. Ένας από αυτούς ήταν ο Αριστείδης Δασκαλόπουλος, οι απόγονοί του οποίου σήμερα έχουν την γνωστή σε όλους γαλακτοβιομηχανία «Δέλτα».
Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι από την Γρανίτσα προέρχονταν και ο ξακουστός πρακτικός γιατρός με το παρατσούκλι «βλάχος» (το πραγματικό του όνομα ήταν Θανάσης Κοντογιώργος). Η ενασχόληση του με τα γιδοπρόβατα τον είχε οδηγήσει να μάθει να τα περιθάλπτει όταν αυτά χτύπαγαν ή έσπαγαν τα πόδια τους. ‘Ετσι, απόκτησε την ανάλογη εμπειρία, την οποία άρχισε σιγά σιγά να την εφαρμόζει στους ανθρώπους και έτσι έγινε πρακτικός γιατρός. Κατόπιν, κάποιοι από τους απογόνους του ακολούθησαν το ιατρικό επάγγελμα.
Τρίτη 17 Ιουνίου 2014
Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014
Κοντοσούβλι (σύνηθες έδεσμα στο χωριό μας )
Υλικά
2 κιλά τρυφερό χοιρινό από τη νεφραμιά
αλάτι
πιπέρι
ρίγανη
λίγο λάδι
λίγο χυμό λεμονιού
2-3 πιπεριές πράσινες κομμένες στα τέσσερα
2-3 ντομάτες σκληρές κομμένες στα τέσσερα
1 μεγάλο κρεμμύδι κομμένο στη μέση και χωρισμένο σε φύλλα
1 κοντή σούβλα
Εκτέλεση
Πλένουμε το κρέας, το στραγγίζουμε και το κόβουμε σε μεγάλα κομμάτια μεγέθους 6-7 εκατοστών.
Κατόπιν ανακατεύουμε τα κομμάτια σε μπολ μαζί με το αλάτι, το πιπέρι, τη ρίγανη, το χυμό λεμονιού και το λάδι.
Τα σκεπάζουμε και τα αφήνουμε να σταθούν για αρκετές ώρες στο ψυγείο.
Στη συνέχεια τα περνάμε στη σούβλα με τα κομμάτια από της πιπεριάς, τα κομμάτια της ντομάτας και τα φύλλα κρεμμυδιού ενδιάμεσα τους.
Ψήνουμε το κοντοσούβλι στα κάρβουνα για 1-2 ώρες αλείφοντας το ανά διαστήματα με λάδι και χυμό λεμονιού.
Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014
Μονή Βαρνάκοβας
Ερχόμενοι από Ευπάλιο, πριν από τη διασταύρωση για Τείχιο στη θέση Χάνι Φασούλα, θα δείτε αριστερά τον δρόμο που οδηγεί στο ιστορικό μοναστήρι της Βαρνάκοβας (7 χλμ.), ένα από τα παλαιότερα στον ελλαδικό χώρο. Ιδρύθηκε το 1077 μ.Χ. από τον Oσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη επί βυζαντινού αυτοκράτορος Μιχαήλ Ζ' Δούκα (1071-1078).
Ο ανηφορικός αλλά ασφαλτοστρωμένος δρόμος καταλήγει στην είσοδο του μοναστηριού (υπάρχει άνετος χώρος στάθμευσης) που βρίσκεται σε υψόμετρο 750 μέτρων.
Το μοναστήρι έχει συνδέσει το όνομά του με πολλές σημαντικές ιστορικές στιγμές του τόπου.
Το 1826 μετά την Εξοδο του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής με 4.000 στρατιώτες πολιορκεί τη Βαρνάκοβα. Ομως τα τείχη του, αλλά κυρίως η γενναιότητα των μοναχών και άλλων επαναστατών -ανάμεσά τους και ο Κίτσος Τζαβέλας- αποτρέπουν την κατάληψή του. Μετά την πάροδο αρκετών ημερών πολιορκίας οι Τούρκοι σχεδιάζουν να σκάψουν τούνελ για να ανατινάξουντα τείχη και να κάμψουν την αντίσταση των πολιορκημένων.
Ομως το μυστικό τους προδόθηκε. Οι έγκλειστοι αποφασίζουν ηρωική έξοδο κατά την οποία σκοτώθηκαν μόλις τρεις από τους Ελληνες. Παρόλα αυτά οι Τούρκοι ανατίναξαν τελικά το μοναστήρι, το οποίο κτίσθηκε ξανά μετά την απελευθέρωση (1831). Σήμερα η Μονή παρά τις καταστροφές και τις άφθονες αταίριαστες νεωτεριστικές επεμβάσεις έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο με σπουδαίο ιστορικό αρχείο και βιβλιοθήκη. Το καθολικό του μοναστηριού είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και κτίσθηκε το 1831 (δυστυχώς έχει υποστεί αρκετές ζημιές από πρόσφατους σεισμούς). Επιτύμβιες επιγραφές φανερώνουν ότι εδώ έχουν ενταφιαστεί κάποιοι από τους άρχοντες του Δεσποτάτου της Ηπείρου της οικογένειας των Αγγελώνυμων Κομνηνών.
Το μοναστήρι είναι γυναικείο και επισκέψιμο (26340 51030).
Αντιγράφουμε απο την ιστοσελίδα του Κροκυλείου :
Το Χάνι του Πολύμερου
Αντιγράφουμε απο την ιστοσελίδα του Κροκυλείου :
Ο δρόμος Κουμεντάρι - Κροκύλειο
Δρόμος Κουμεντάρι- Κροκύλειο . Από την θέση Κουμεντάρι και δεξιά της τότε εθνικής οδού Λιδορικίου-Ναυπάκτου άρχισε το 1931 η κατασκευή του δρόμου προς το Κροκύλειο, το έργο ολοκληρώθηκε το 1937.
Η απόσταση από το χάνι του Πολύμερου και μέχρι το Κροκύλειο σε ευθεία γραμμή ήταν 4 χιλιόμετρα .
Η μεγάλη όμως υψομετρική διαφορά απαιτούσε δρόμο οφιοειδή με 11 στροφές των 180 μοιρών και η απόσταση του να φτάνει πλέον τα 10 χιλιόμετρα .
Το έργο αυτό ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και κατασκευάστηκε με υπεράνθρωπη προσπάθεια των κατοίκων του χωριού αλλά και την βοήθεια των γειτονικών χωριών Ζοριάνο, Αλεποχωρίου που εξυπηρετούνταν από αυτό το δρόμο.
Τα εγκαίνια του δρόμου έγιναν την 28 Αυγούστου το 1937 στο Κροκύλειο με την συμμετοχή όλων των κατοίκων του χωριού Ακριβώς εκείνη την περίοδο συνδέθηκε και το Κροκύλειο με συγκοινωνία από το Κουμεντάρι.
Οταν έφτασε δε το πρώτο λεωφορείο στο χωριό το 1950 στήθηκε ολονύκτιο γλέντι στην πλατεία του χωριού.
Η απουσία του τότε Κράτους για το έργο αυτό ήταν επιφανείς διότι ο τότε Νομάρχης δεν ήθελε να χαρακτηρίσει τον δρόμο αυτό νομαρχιακό για να μην έχει την ευθύνη συντηρήσεως του.
Από το Κροκύλειο ξεκινούν αργότερα αμαξωτοί δρόμοι προς το Κουπάκι ,Ζοριάνο Αλεποχώρι και μέσω του υψώματος της Θεοτόκου προς Πενταγιοί, Αρτοτίνα και άλλα χωριά.
Αύξων αριθμός χειρογράφου: | 570 |
Συλλογέας: | Γ. Δ. Ανέστος |
Έτος κατάθεσης εργασίας: | 1968 |
Περίοδος συλλογής υλικού: | 1968 |
Γεωγραφική Περιοχή: | Στερεά Ελλάδα - Φωκίδα |
Πόλη / Χωριό: | Κόκκινος Λιδωρικίου Δωρίδος Φωκίδος |
Πηγές: | επιτόπια έρευνα |
Τύπος Αντικειμένου: | dl.folklore.notebooks.notebook [Εργασία] |
Μόνιμη Διεύθυνση: | http://pergamos.lib.uoa.gr/dl/object/uoadl:4855 |
Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία Ιστορικά στοιχεία |
Η ιστορία του χωριού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Κατοικήθηκε τον 6ο και 7ο αιώνα από περιπλανώμενους κτηνοτρόφους σλαβικής καταγωγής. Στην αρχαιότητα ακολούθησε την Αιτωλική Συμπολιτεία μέχρι της καταστροφής της Καλλίπολις από τους Γαλάτες. Μετά ακολούθησε την ηγεμονία της πόλης Φύσκο σημερινό Μαλανδρίνο. Στους Ρωμαϊκούς χρόνους γνώρισε ευημερία καθόσον οι κάτοικοι της Δωρίδος είχαν το προνόμιο να κατατάσσονται ως μισθοφόροι στις ρωμαϊκές λεγεώνες.. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους άρχισε η παρακμή. Ο τόπος ερημώθηκε. Οι κάτοικοι έφυγαν για τη νέα πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη. Σεισμοί, επιδημίες, λιμοί και επιδρομές βαρβάρων κατέστρεψαν την περιοχή . Οι κάτοικοι με κέντρο τη νέα πρωτεύουσα "Λιδωρίκι" κράτησαν τη γλώσσα, τη θρησκεία και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Στην επανάσταση του 1821 το χωριό έδωσε 4 αγωνιστές. Καραμπέτσος Τριαντάφυλλος αριθμ. 14174 χειρόγραφο εθνικής βιβλιοθήκης |
Τρίτη 10 Ιουνίου 2014
Exact Matches (5) | ||||||||||||||||
Name of Passenger | Residence | Arrived | Age on Arrival | Passenger Record | Ship Manifest | Ship Image | ||||||||||
1. | Athanassios Bertsias | Greece | 1914 | 26 | View | View | View | |||||||||
2. | Constantinos Bertsias | Loutsovo, Greece | 1912 | 38 | View | View | View | |||||||||
3. | Georgios Bertsias | Somansti, Greece | 1912 | 19 | View | View | View | |||||||||
4. | Gregorios Bertsias | Surastion, Doris | 1910 | 21 | View | View | View | |||||||||
5. | Panagiotis Bertsias | Loutsovos, Greece | 1910 | 18 | View | View | View | |||||||||
Πρώτοι μετανάστες με το όνομα μπερτσιας στις ΗΠΑ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα |