Παρασκευή 29 Απριλίου 2016




Από την ιστοσελίδα  της Ομοσπονδίας των  Συλλόγων Β.Δ. Δωρίδας.

Αθανάσιος Διάκος: Ο Πρώτος Μάρτυρας του Αγώνα

Posted: 28 Apr 2016 07:00 PM PDT

του Δημήτριου Μπόπη από το http://kynourianet.gr (21-03-2015)

Μερικά χρόνια πριν τον μεγάλο αγώνα, στη βορεινή πλαγιά των Βαρδουσίων, στον Κόρακα, γεννήθηκε – χωρίς ακριβή χρονολογία, όπως και οι ήρωες της μυθολογίας - ένα σπάνιο δείγμα ελληνικής ομορφιάς, ανδρείας και αρετής. 

Ο Αθανάσιος Διάκος

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Είναι ο ήρωας της Επανάστασης με το υψηλό πατριωτικό φρόνημα, ο μάρτυρας της ελευθερίας που η μορφή του αγγίζει τα όρια του θρύλου. Εκείνος που έδειξε στους Έλληνες πως να πολεμούν με ανδρεία και, το βασικότερο, πως να πεθαίνουν για την πατρίδα και τα ιδανικά τους. Ένα μεγάλο παράδειγμα αυτοθυσίας που έδωσε πνοή στην ελληνική επανάσταση και ιδιαίτερο νόημα στο σύνθημα: Ελευθερία ή Θάνατος.

Ο θρύλος της Ρούμελης

Η ομορφιά του, ήταν ένας θρύλος.Το θάρρος και η παληκαριά του άλλος θρύλος. Και τέλος η ευσέβεια, η αρετή και η σεμνότητά του ένας τρίτος θρύλος που τον καθιστούν κορυφαία μορφή στο Πάνθεον των ηρώων του ’21. Τα στοιχεία στον φάκελλο των αρχείων του κράτους παρουσιάζουν πλήθος αντιθέσεων, οι δε θρύλοι είναι τόσο ωραίοι σε κάποια σημεία που να μην θέλει κανείς να τους απομακρύνει και να τους αντικαταστήσει με την ιστορική πραγματικότητα.
Οι θρύλοι που πλάστηκαν λίγα χρόνια μετά τον ηρωικό του θάνατο, επηρέασαν την βιογραφία του και όλοι σχεδόν όσοι έγραψαν για εκείνον, αναφέρουν σαν αιτία της αλλαγής της ζωής του, από Διάκο σε κλέφτη και αρματολό, τις ασελγείς επιθυμίες κάποιου Τούρκου αγά. Χρειάστηκαν εξήντα χρόνια αργότερα, με επιτόπια έρευνα του Καρκαβίτσα, για να δοθεί στον θρύλο της ομορφιάς του, η ιστορική του υπόσταση.
«Σίγουρα υπάρχει αυτή η παράδοση»γράφει ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στον ΚΕ’τόμο της Εστίας του 1888, με τίτλο «Ιστορικές Σημειώσεις». Αναφέρεται δηλαδή στα χωριά της περιοχής πως ο Φερχάτβεης, το 1808, βλέποντας τον Διάκο στο μοναστήρι του επιτέθηκε και μετά βίας γλύτωσε από τα χέρια του, ενώ με κάποια άλλη παραλλαγή, πως φονεύθηκε από τον Διάκο. Μια άλλη διήγηση πάλι αναφέρει πως κάποιος δερβέναγας, που πήγαινε στα χωριά του δήμου Τολοφώνος για να εισπράξει το χαράτσι, άκουσε για την ονομαστή ομορφιά του Διακόνου της Μονής Προδρόμου. Ο δερβέναγας ήταν φύσει αιμοβόρος και αισχρός. Έστειλε τέσσερις Τσοχανταραίους Αλβανούς να φέρουν τον διάκονο της Μονής. Ο Διάκονος αντέδρασε ζητώντας την αιτία, αλλά στο τέλος υπάκουσε και τους ακολούθησε. Έφθασαν τη νύχτα στο χωριό Μάκρη του δήμου Τολοφώνος και έμειναν στον οίκο του προκρίτου. Από εκείνον έμαθε ο Διάκος τις διαθέσεις του δερβέναγα και κρυφά, σπάζοντας τα δεσμά του,πήδηξε από το παράθυρο και έφυγε στα βουνά. Στην έρευνά του ο Καρκαβίτσας εξακρίβωσε πως αυτή η παράδοση δεν ήταν γνωστή στην Αρτοτίνα που απείχε μόλις ένα τέταρτο της ώρας από το μοναστήρι του Προδρόμου που υπηρετούσε ο Διάκος.

Ψηφιδωτή απεικόνιση του ήρωα Αθανασίου Διάκου στην περιοχή των Θερμοπυλών,
στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας. (Δ.Μπόπης)

Σύμφωνα με όσα ιστορούσαν οι συγγενείς του Διάκου, η μοναστηριακή και αρματολική ζωή του είναι ακριβώς η ακόλουθη: Ήταν 16 ή 17 ετών ο Αθανάσιος, όταν ο πατέρας του τον πήγε στο μοναστήρι του Ιωάννου του Προδρόμου για να μαθητεύσει, σε ένα γραμματισμένο μοναχό, στην οκτάηχο και στο ψαλτήρι. Εκείνη την εποχή τα παιδιά μάθαιναν γράμματα στα ιερά βιβλία. Μια μέρα έτυχε να περιοδεύσει σε εκείνα τα μέρη ο Δεσπότης Λιδωρικίου και άκουσε τον Αθανάσιο να λέει τον Απόστολο στη λειτουργία, όπως έκανε τακτικά. Ο Δεσπότης μαγεύτηκε από το ήθος, την ομορφιά και την γλυκύτατη φωνή του και του πρότεινε να τον χειροτονήσει διάκο. Ο νέος δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Έμεινε στο μοναστήρι και αφιερώθηκε στη διακονία. Ύστερα από καιρό, μια Κυριακή, έγινε γάμος στην Αρτοτίνα. Γλεντούσαν και πυροβολούσαν όπως συνηθιζόταν. Είχε πάρει μέρος και ο Διάκος με την«τσάγκρα» του. Μια αδέσποτη σφαίρα βρήκε και σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας, που καταγόταν από δυνατό σόι της Κοσταρίτσας. Ο φόνος καταλογίστηκε από όλους, Χριστιανούς και Τούρκους, στον Διάκο και ας μην ήταν καθόλου βέβαιο πως εκείνος, άθελά του, ήταν ο φονιάς. Αναγκάστηκε να κρυφτεί στα περίχωρα γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα.
Τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας, οι Τούρκοι παραμόνευσαν και έπιασαν τον Διάκο και μαζί του κάποιον Καφέτζο που καταζητούσαν. Τους πήγαν δεμένους στο διοικητή του Λιδωρικίου και τους έριξε σε μια μικρή φυλακή, της οποίας ως το 1890 σώζονταν τα ερείπιά της. Ο Διάκος παρατήρησε πως τα σανιδένια κάγκελα της φυλακής ήταν σάπια. Έτσι τη νύχτα, έσπασε δύο σανίδες και πήδηξε έξω. Ο Καφέτζος όμως, δεν μπορούσε να γλιστρήσει από το μικρό άνοιγμα που είχε κάνει ο Διάκος. Χρειάστηκε να τον τραβήξει και να σπάσει τα δεσμά του,δείχνοντας για πρώτη φορά ένα τρελό θάρρος που φανέρωσε στην κατοπινή ζωή του. Και οι δύο μαζί ανέβηκαν στα βουνά και έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας, Τσάμ Καλόγερου, ο οποίος είχε ένα σώμα εβδομήντα ανδρών, που ανάμεσά τους ήταν δύο πρωτοπαλήκαρα, ο Γούλας και ο Σκαλτσοδήμος.


«ΕΝΤΑΥΘΑ ΕΜΟΝΑΣΕ ΤΟ ΤΕΚΝΟΝ ΤΗΣ ΑΡΤΟΤΙΝΗΣ, Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ.
Η Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος 1830-1930. (Δ.Μπόπης)
Το εσωτερικό του κελιού του Αθανασίου Διάκου στο μοναστήρι Αγίου Ιωάννου Προδρόμου. (Δ.Μπόπης)

Το ξεκίνημα και η Κλέφτικη ζωή


Οι δύο δραπέτες, μόλις έφτασαν στο λημέρι των κλεφτών, ζήτησαν να τους δεχτούν στην ομάδα τους. Ο Διάκος δεν άργησε να αποδείξει τη μεγάλη του δύναμη και ανδρεία. Στη Ζελίτσα, ένα μικρό χωριό στα Κράβαρα, έγινε δυνατή συμπλοκή με τους Τούρκους. Οι Κλέφτες διασκορπίστηκαν επειδή ο εχθρός είχε πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Ο Καπετάνιος πληγωμένος βαριά στο πόδι θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων αν ο Διάκος,ατρόμητος, δεν έμενε κοντά του να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί γυμνό στο χέρι του, μπόρεσε να τον σηκώσει και να τον μεταφέρει ως την Γραμμένη Οξυά. Μια ψηλή ράχη, δύο ώρες από την Αρτοτίνα. Εκεί έφτασαν σε λίγο και οι άλλοι Κλέφτες και μπροστά τους ομολόγησε ο Τσαμ Καλόγερος την παληκαριά του Διάκου λέγοντας: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας». Αναγκάστηκαν σε λίγο οι Κλέφτες να χωριστούν σε μπουλούκια (μικρές ομάδες), κατατρεγμένοι από το κυνήγι των Τούρκων. Ένα μπουλούκι έγινε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο από την Αρτοτίνα, για τον οποίο έλεγαν οι ντόπιοι πως δεν προσκύνησε ποτέ τους Τούρκους.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ. Έργου του Διονυσίου
Τσόκου. (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Εκείνο τον καιρό, έμαθε ο Διάκος ότι πέθαναν ο πατέρας του κι ένας από τους αδερφούς του, ο Απόστολος. Ο Διάκος είχε δύο αδερφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, που τον έλεγαν και Μασσαβέτα και δύο αδερφές, την Καλομοίρα και την Σοφία. Ο πατέρας του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, είχαν προτιμήσει την τσοπάνικη ζωή και τότε ήταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Ένα τουρκικό απόσπασμα, καταδιώκοντας κάποιους κλέφτες, έφτασε στην καλύβα και συνέλαβε πατέρα και γιό, οδηγώντας τους δεμένους στο Πατρατσίκι (Υπάτη). Ο Κωνσταντίνος έτυχε να μην βρίσκεται εκεί και γλύτωσε. Οι άλλοι δύο όμως βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή την ίδια νύχτα. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί. Τουρκικό απόσπασμα δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει και το αποδεκάτιζε με τα παληκάρια του. Από τότε άρχισαν να αναζητούν και το αρματολίκι της περιοχής.

Μια μέρα οι κλέφτες ορμώντας στα Μπαϊρια, θέση κοντά στην Αρτοτίνα, άρπαξαν την όμορφη Κρουστάλλω, την κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας. Η Κρουστάλλω ήταν το νεότερο και ομορφότερο κορίτσι του Μπαμπαλή, αδελφοποιτή του Διάκου. Οι κλέφτες την πήγαν στην Καρυά,στο λημέρι τους. Ζήτησαν από τον Μπαμπαλή, αν θέλει το κορίτσι του, να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει να τους δώσει το αρματολίκι.

Ο Αρματολός


Προτομή του Αθανασίου Διάκου, στην πλατεία της γενέτειράς του, στην Αρτοτίνα.
(Δ.Μπόπης)

Οι κλέφτες σεβάστηκαν την Κρουστάλλω και την περιποιήθηκαν, ώσπου μετά από δύο εβδομάδες, κατάφερε ο πατέρας της να αναγνωρίσουν επίσημα οι Τούρκοι, στο Λιδωρίκι, τους κλέφτες για αρματολούς. Η αρχηγία δόθηκε στον Σκαλτσοδήμο, σαν μεγαλύτερο και πιο σεβαστό,ο οποίος πήρε την περιοχή προς τις εκβολές του Μόρνου. Ο Γούλας και ο Διάκος πήραν τις περιοχές που ακολουθούν το ρεύμα του ποταμού από τις δύο πηγές του,στις δύο μεριές των Βαρδουσίων. Για τρία χρόνια περίπου ζούσαν ήσυχοι στην περιοχή του ο καθένας και με σεβασμό στον Σκαλτσοδήμο, αναγνωρίζοντας την υπεροχή του. Υπήρχε πάντα όμως η έχθρα με τους Τούρκους και ήταν αδύνατο να μην εμπλακούν κάθε τόσο με τα τουρκικά αποσπάσματα. Ο Σκαλτσοδήμος και οι αγάδες του Λιδωρικίου συνεννοήθηκαν τα αποσπάσματα να φυλούν τα περάσματα και τα στενά και να μην συναντώνται με τους αρματολούς, απέχοντας δύο βολές τουφεκιού από αυτούς. Πολύ συχνά οι αρματολοί έμεναν στη θέση τους και οι Τούρκοι φρόντιζαν να φεύγουν δίνοντας τόπο στην οργή.
Εκείνη την περίοδο ο Αλή πασάς,στα Γιάννενα, άρχισε να κάνει σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και Χριστιανούς, για να δεί τι μπορούσε να ελπίζει από αυτούς. Ανάμεσα τους κάλεσε και τον Σκαλτσοδήμο σαν αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου. Εκείνος όμως έστειλε τον Διάκο στη θέση του. Ο Διάκος υπηρέτησε δύο χρόνια, ως το 1816, στην αυλή του Αλή πασά, στο μεγάλο αυτό στρατιωτικό σχολείο των οπλαρχηγών του Εικοσιένα. Πήρε σημαντικά διδάγματα για την κατοπινή αρματολική του σταδιοδρομία και είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με πολλούς από τους κορυφαίους Έλληνες αρματολούς και κλέφτες που σε λίγο θα έμπαιναν επικεφαλής του μεγάλου αγώνα. Γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος τον έκρινε άξιο να γίνει, αργότερα, πρωτοπαλήκαρό του. Ταίριαζε σε πολλά με αυτόν τον αρχηγό, αλλά διέφερε στην αγαθότητα της ψυχής. Μέσα στην εξαχρείωση, τη σκληρότητα και τη διαφθορά που μάστιζε το περιβάλλον του εκφαυλισμένου βεζίρη, ο Διάκος μπόρεσε να διατηρήσει την αγνότητα της ψυχής του. Ο Αλής που, συστηματικά, συνήθιζε να ρίχνει στη λάσπη κάθε αγνή ψυχή και να βεβηλώνει την παρθενία, υποπτεύθηκε την ευγενή στάση του Διάκου. Λέγεται πως ζήτησε μυστικά από τον Οδυσσέα να τον δολοφονήσει. Ο Ανδρούτσος όμως,παίρνοντας πάνω του την ευθύνη, ούτε τον Διάκο δολοφόνησε, ούτε του ομολόγησε ποτέ αυτή την υπηρεσία που του είχε προσφέρει.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, πίστεψε στη δύναμη και την αξία του Αθανασίου Διάκου και
τον έκανε πρωτοπαλήκαρο του (Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο)


Όταν ο Ανδρούτσος έφυγε από τον Αλή πασά και διορίστηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Διάκος είχε που να καταφύγει αν ερχόταν σε σύγκρουση με τον Σκαλτσοδήμο. Και αυτό έγινε πολύ γρήγορα. Ο Διάκος φεύγοντας από τον Αλή-πασά, γύρισε στη Δωρίδα. Από τους πρώτους μήνες φάνηκε η υπεροχή του. Χριστιανοί και Τούρκοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Οι προεστοί στα χωριά επαινούσαν τους αψεγάδιαστους τρόπους του και την ανδρεία του. Τα παληκάρια του ήταν τόσο αφοσιωμένα, που ήταν έτοιμα να θυσιαστούν στο όνομά του. Ο Σκαλτσοδήμος, επηρεασμένος από ραδιούργους, φαντάστηκε πως ο Διάκος ήθελε να τον σκοτώσει. Σε συνάντησή τους στο πανηγύρι της Παναγίας,τον Αύγουστο του 1819, με σεβασμό ο Διάκος αποφάσισε να φύγει, παίρνοντας ένα μόνο παληκάρι μαζί του, τον Περλίγκα. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που είχε το αρματολίκι της περιοχής, τον δέχτηκε εγκάρδια και γνωρίζοντας την αξία του τον έβαλε αμέσως πρώτο ανάμεσα στα επτά πρωτοπαλήκαρά του.

Ο Αθανάσιος Διάκος (του Φώτη Κόντογλου)
Αποτελεί μέρος της τοιχογραφίας που βρίσκεται στο Δημαρχείο Αθηνών.

Στα 1818, Ο Ανδρούτσος ορκίστηκε στο ευαγγέλιο τον όρκο των Φιλικών και την ίδια εποχή ο Κωνσταντίνος Σακελλίωνος Κοκοσιώτης κατήχησε τον Διάκο και έδωσε κι εκείνος τον όρκο Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος των Φιλικών. Όταν έγινε φανερή και οξύτατη η αντίθεση του Αλή-πασά με τον Σουλτάνο, ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να μείνει στο αρματολίκι της Λιβαδειάς. Τα σουλτανικά στρατεύματα θα περνούσαν από την περιοχή του και βρίσκοντας τον στον δρόμο τους θα τον χτυπούσαν. Εκτός όμως από αυτόν τον ουσιαστικό λόγο,υπήρχε και κάτι άλλο που επέβαλλε τον χωρισμό του Οδυσσέα από τον Διάκο. Στον φάκελλο του Διάκου, στα αρχεία του κράτους, υπάρχει αποδελτιωμένη μαρτυρία για μια ζωηρή ρήξη ανάμεσά τους, που έγινε έξω από ένα χωριό στη θέση γεφυράκι. Ο Διάκος παρόλο που τιμούσε και θαύμαζε τον Ανδρούτσο, αγανακτούσε κάθε φορά που εκείνος επέβαλε αυστηρές και απάνθρωπες τιμωρίες σε όσους θεωρούσε εμπόδια στη δράση του. Η αγαθή ψυχή του Διάκου δεν του συγχωρούσε τις σκληρές πράξεις. Και μια μέρα, ξέσπασε. Ο Οδυσσέας, ασυνήθιστος να ακούει την αλήθεια, τράβηξε το όπλο να τον χτυπήσει. Ατάραχος ο Διάκος του είπε: «Τράβα μωρέ τουρκόπιστε και αν με σκοτώσεις, χαλάλι σου. Αλλιώς γλυτώνουμε από έναν τυραννόπιστο». Η ρήξη θα έφτανε σε βιαιότητες ίσως, αν δεν έμπαιναν στη μέση ο Καλύβας, ο Μπακογιάννης και άλλα παληκάρια. «Ε, μωρέ σύντροφοι» φώναξε ο Διάκος, «εγώ δεν μπορώ να κάνω πια με αυτόν τον μπόγια. Όποιος από σας θέλει, ας έρθει κοντά μου». Ο Οδυσσέας έφυγε με τέσσερις. Όλοι οι άλλοι έμειναν με τον Διάκο. Όλα τα πρωτοπαλήκαρα του Οδυσσέα τον ανακήρυξαν ομόφωνα οπλαρχηγό της Λιβαδειάς. Οι προεστοί αναγνώρισαν πρόθυμα την εκλογή του και οι Τούρκοι την επικύρωσαν.Χαρακτηριστική ήταν η σφραγίδα του Διάκου, σαν καπετάνιου, στο αρματολίκι που παρέλαβε. Είχε σχήμα ωοειδές, με τον δικέφαλο αετό των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και τον Τίμιο Σταυρό με τα τέσσερα κεφαλαία ψηφία: Ο.Θ.Ν.Κ.- Ο Θεός νικά.

Προετοιμασίες για τον ξεσηκωμό

O Σταυρός με τον οποίο όρκισε ο Αθανάσιος Διάκος τους πολεμιστές του, πριν
απελευθέρωσουν την Λιβαδειά. Ναός Αγίας Παρασκευής – Λιβαδειά.
(www.ecclesia.gr)

Το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, πλήθαιναν οι φήμες για επικείμενα μεγάλα περιστατικά. Έγινε σύσκεψη του Διάκου, του Λογοθέτη, του Λάμπρου Νάκου και του Φίλωνος και αποφάσισαν να στείλουν έμπιστο άνθρωπο στον Μοριά και να πληροφορηθούν την ημέρα που θα έπρεπε να κινηθεί η Επανάσταση. Έτσι, στις 24 Μαρτίου, έστειλαν τον έμπιστο τους, Βασίλη Μπούσγο. Ο Μπούσγος, μόλις έμαθε όσα έγιναν στην Πάτρα, την Καλαμάτα και σε άλλα μέρη, αποφάσισε να γυρίσει στην Αράχωβα και πληροφόρησε τους προκρίτους για τα γεγονότα στον Μοριά. Τα μεσάνυχτα της 25ηςπρος 26ηςΜαρτίου στο στενό του Ζεμενού, στο ομώνυμο χάνι, σκότωσε έναν Τούρκο τάταρη (ταχυδρόμο) και έναν Τουρκαλβανό, που στάλθηκαν από Τούρκους των Σαλώνων στους Τούρκους της Λιβαδειάς για ενημέρωση σχετικά με τα γεγονότα στον Μοριά.

Φτάνοντας στην Λιβαδειά, ο Μπούσγος, ειδοποίησε τον Διάκο και τους προεστούς. Ο βοεβόδας της Λιβαδειάς, Χασάν αγάς, τους κάλεσε στο σαράι το πρωί της 26ης Μαρτίου. Ο Διάκος έδωσε θάρρος στους προεστούς. Πήρε μαζί του τον Μπούσγο και τους συνόδευσε στο σαράι. Ο βοεβόδας, αντικρίζοντας τον Μπούσγο, είπε αγριεμένος: «Πως τολμάτε νε έρχεστε εδώ με τον Μπούσγο, που χθες σκότωσε τον τάταρη και τον Αρβανίτη στο χάνι;». Ο Διάκος τότε μπήκε μπροστά: «Αυτά είναι ψέματα, βοεβόδα μου, που αραδιάζουν οι εχθροί για να βάζουν σε υποψίες την κυβέρνηση. Έμαθα όμως ότι ο Λυσσέος (Οδυσσέας Ανδρούτσος) βγήκε στον Μοριά με δέκα χιλιάδες και αν έρθει κατά ’δω αλλοίμονο στον κόσμο, Τούρκους και Ρωμιούς». Ο βοεβόδας ταράχτηκε. «Καλά,εσύ δεν θα τον χτυπήσεις;» του είπε. «Και πώς μπορώ να τον χτυπήσω, αγά μου, με εκατό στρατιώτες που έχω;» αποκρίθηκε ο Διάκος. «Οι χωριάτες όλοι έχουν άρματα»συνέχισε ο βοεβόδας. «Άρματα μπορώ να συνάξω, μα πρέπει να έχω και μπουγιουρντί» απάντησε ο Διάκος. Ο βοεβόδας προθυμοποιήθηκε να του δώσει το μπουγιουρντί (έγγραφη άδεια) και έτσι ο Διάκος εφοδιασμένος με διαταγή για εξοπλισμό των χωρικών, βγήκε αμέσως από την πολιτεία και άρχισε να στρατολογεί φανερά πλέον, τους χωριάτες, ενώ έστειλε ανθρώπους και στα πιο μακρινά μέρη της επαρχίας να συγκεντρωθούν οπλισμένοι στο μοναστήρι του Λυκούρεση, μιάμιση ώρα έξω από την Λιβαδειά.

Το άγαλμα του Αθανασίου Διάκου, στις πηγές της Κρύας,
κοντά στο κάστρο της Λιβαδειάς. (Δ.Μπόπης)

Έτσι, άρχισε να εξοπλίζεται η επαρχία, ενώ έφτασαν και οι πρώτες ειδήσεις από τα Σάλωνα για τους επαναστατημένους Έλληνες και τις ταραχές που γίνονταν εκεί. Με μεγάλο πανικό ο βοεβόδας και οι Τούρκοι της Λιβαδειάς κλείστηκαν στο κάστρο, μαζί με σαράντα Αρβανίτες, γυναίκες και παιδιά. Κάποιοι άλλοι με τον πρώην βοεβόδα, Καρά-Ισμαήλ αγά, κλείστηκαν στην ψηλή ορεινή θέση της Ώρας. Ο Σουλεϊμαν Ποταμάς, ο Ιμπραήμ αγάς, ο Ζαήμ αγάς και άλλοι, που δεν ήθελαν ή δεν πρόλαβαν, έμειναν και οχυρώθηκαν στα σπίτια τους. Τα όπλα των Τούρκων της Λιβαδειάς ήταν 800. Ο βοεβόδας, Χασάν αγάς, πήρε στο κάστρο μαζί και τους προεστούς Γιάννη Λογοθέτη και Νικόλαο Νάκο, ως ομήρους, για να μην κινηθούν οι Έλληνες της Λιβαδειάς.
Μετά τα γεγονότα στα Σάλωνα, ο Πανουργιάς παρακινούσε τον Διάκο να μην καθυστερήσει στιγμή την επανάσταση στην Βοιωτία και παρακαλούσε να στείλει βοήθεια το συντομότερο. Μαζεύτηκαν τότε στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, ο Διάκος, ο δεσπότης Σαλώνων Ησαΐας, οι περισσότεροι από τους προκρίτους των χωριών και ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος. Μετά από συμβούλιο, ο Διάκος συνέστησε στους αρματωμένους χωρικούς να σκοτώσουν αμέσως τους Τούρκους σουμπασήδες (ενοικιαστές προσόδων) που ήταν στα χωριά τους. Ο ίδιος, πηγαίνοντας στο Δίστομο, πιάνει τον αδερφό του βοεβόδα της Λιβαδειάς,που ήταν εκεί ζαμπίτης (αστυνόμος), με όλα τα όργανά του και έστειλε στον Πανουργιά 200 Αραχωβίτες, για βοήθεια, με αρχηγό τον καπετάν Αναγνώστη Λαζαρή.
  

  Η απελευθέρωση της Λιβαδειάς


Τα μεσάνυχτα της 28ης προς 29ης Μαρτίου, ο Διάκος καταλαμβάνει την τοποθεσία στον λόφο του προφήτη Ηλία, αντίκρυ από το κάστρο της Λιβαδειάς, για να είναι έτοιμος για την εφόρμηση. Κάτω από τα μάτια των Τούρκων, οι επαναστάτες σφάζουν τους Μουσουλμάνους των Θηβών που βρέθηκαν στην Λιβαδειά. Ο Διάκος, αρχικά, ελευθέρωσε τους ομήρους Νάκο και Λογοθέτη,ανταλλάσσοντάς τους με τον αδερφό του βοεβόδα και την συνοδεία του. Τα μεσάνυχτα της 30ης Μαρτίου μαζί με τον Λογοθέτη, τον Φίλωνα και τον Νάκο, μπήκαν στα κυριότερα μέρη της πολιτείας. Μπροστά από τον Διάκο,προχώρησαν ο Μπούσγος και ο Νικόλαος Σιμαρέσης, κρατώντας την σημαία του Αγίου Γεωργίου. Με αυτούς ενώθηκαν και οι πολίτες της Λιβαδειάς, με τις σημαίες των συνοικιών τους, της Παναγίας, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Νικολάου.Αμέσως έγινε στενός αποκλεισμός των Τούρκων στο κάστρο και των άλλων στο οχυρό της Ώρας, όπως και εκείνων που είχαν κλειστεί στα σπίτια τους.
Ο υπαρχηγός του Διάκου,Μπούσγος, λαβώνεται όταν τρελός από ορμή πηδάει στο σπίτι του Σουλεϊμάν Ποταμά,ενώ ο Θανάσης Αντάρας πέφτει νεκρός. Τη νύχτα, ο Τριαντάφυλλος Βουγιουκλής και ο Ανδριτσάκος Βέργος, ανέβηκαν στο κάστρο, από το μονοπάτι του Μαντείου του Τροφωνίου. Στη συμπλοκή λαβώνεται ο Βουγιουκλής. Τα παληκάρια κυριάρχησαν τελικά, ενώ μάλιστα οι Αρβανίτες που κρατούσαν την κάτω μικρή πύλη του κάστρου υποσχέθηκαν να την δώσουν στον Διάκο και στον Λογοθέτη, αν και εκείνοι τους παρέδιδαν τον Δεμήρ-βέη Κοστούρη που ήταν κλεισμένος στο οχυρό της Ώρας. Ο Λογοθέτης και ο Διάκος συμφωνούν για την ανταλλαγή. Οι Αρβανίτες παραδίδουν την πύλη και βγαίνουν ελεύθεροι και αρματωμένοι, φιλοξενούμενοι του Λογοθέτη.Αποκλεισμένοι στενά πια οι Τούρκοι του κάστρου και της Ώρας, μην έχοντας πως να τροφοδοτηθούν, παραδόθηκαν στις 31 Μαρτίου.


Η σημαία του Αθανασίου Διάκου με έμβλημα τον Άγιο Γεώργιο και την επιγραφή: «Ελευθερία ή Θάνατος» (www.ecclesia.gr)

Η Λιβαδειά, ελεύθερη πλέον,σήκωσε την ελληνική σημαία στις 4 Απριλίου στο κάστρο και την Ώρα. Έγινε μεγάλο γλέντι στην Αγία Παρασκευή. Ο Μητροπολίτης Διονύσιος έφτασε από την Αθήνα για να ευλογήσει το πανηγύρι της λευτεριάς. Συνοδευόταν από τον Δεσπότη Νεόφυτο της Αταλάντης και των Σαλώνων Ησαΐα. Έφτασε και ο Διάκος, όμοιος με τον Άγιο Γεώργιο που ήταν ζωγραφισμένος στη σημαία του. Πήδηξε από το άλογο, ασπάστηκε τα χέρια των Δεσποτών και στάθηκε να ακροαστεί τον αγιασμό. Παρόντες επίσης ήταν και οι απόστολοι της Φιλικής Εταιρίας, Θανάσης Ζαρείφης και Δήμος Αντωνίου, που σύμφωνοι με τους προεστούς και τους Δεσπότες, διόρισαν«κονσόλους» της Ανατολικής Ελλάδος τον Νικόλαο Νάκο, τον Γιάννη Λογοθέτη και τον Γιάννη Φίλωνος. Ο Διάκος έγινε «κολονέλος» της Λειβαδιάς και«πεντακοσίαρχοι» οι Βασίλης Μπούσγος, Γιάννης Λάππας, Μήτρος Τριανταφυλλίνας και Νικόλαος Σιμαρέσης. Τους Τούρκους τους άφησαν ελεύθερους στην πόλη, ενώ οι ανώτεροι από εκείνους έμειναν με τις οικογένειές τους στα σπίτια των προεστών,για να είναι ασφαλισμένοι. Τα άρματά τους μοιράστηκαν και τα καλύτερα πήγαν στα παληκάρια του Διάκου.
Η πρώτη φροντίδα του Διάκου τώρα, ήταν να εξασφαλίσει την άμυνα του δρόμου που κατεβαίνει από την Λαμία στην Λιβαδειά. Οι Τούρκοι εκεί, πήραν τα γυναικόπαιδα και κατευθύνθηκαν στο κάστρο της Χαλκίδας. Ο ξάδερφος του Διάκου, Αντώνης Κουντουσόπουλος, κατέβηκε στην Αταλάντη και πολιόρκησε τους Τούρκους, στους οποίους χάρισε τη ζωή, όταν παραδόθηκαν.Έτσι, ο Διάκος ξεκαθάρισε όλη εκείνη την περιφέρεια, για να μην έχει τίποτα να φοβάται από το μέρος του Νότου.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ

Πρώτη τουρκική εκστρατεία στη Στερεά Ελλάδα


Μόλις έγιναν γνωστές οι λεπτομέρειες του ξεσηκωμού στη Στερεά Ελλάδα, οι τουρκικές στρατιές, που έδρευαν στην Ήπειρο κατά του Αλή πασά, ήταν έτοιμες μετά την επικείμενη εξόντωσή του, να εξορμήσουν προς την Στερεά Ελλάδα σε περίπτωση εκρήξεως της επανάστασης. Οι δυνάμεις που θα στέλνονταν στην Πελοπόννησο προς ενίσχυση της πολιορκούμενης Τριπολιτσάς και των άλλων φρουρίων, θα διέρχονταν επίσης από την Στερεά Ελλάδα. Ήταν λοιπόν προφανές πως το πρώτο μέτωπο συγκρούσεως, μεταξύ των Τούρκων και των επαναστατημένων Ελλήνων, θα ήταν η Στερεά Ελλάδα. Έτσι, ενώ ο Δράμαλης εξορμώντας από την Λάρισα διεσκόρπισε τους επαναστάτες της Θεσσαλίας και του Πηλίου, ο Χουρσίτ πασάς, ο εντεταλμένος από τον σουλτάνο για τα της Ελλάδας, διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, δύο από τους ικανότερους στρατηγούς του, να εκστρατεύσουν στην ανατολική Ελλάδα με αντικειμενικό σκοπό την κατάπνιξη της επανάστασης σε Φθιώτιδα-Φωκίδα και Αττική-Βοιωτία και να εισβάλουν κατόπιν στην Πελοπόννησο. Την αρχηγία ανέθεσε στον Κιοσέ Μεχμέτ,μολονότι ο Ομέρ Βρυώνης ήταν ικανότερος στρατηγός, αλλά η παλαιά του φιλία με τον Αλή πασά ενέπνεε κάποια δυσπιστία. Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη και όχι άδικα. Ο Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής και πασάς του Βερατίου, ήταν πραγματικός στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους εκ των οποίων είχε γνωρίσει στην αυλή του Αλή πασά. Μαζί τους ήταν και οι Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχά-βέης, Χασάν Τομαρίτσας, και Μεχμέτ Τσαπάρας.


Ιωάννης Δυοβουνιώτης, Κλεφταρματολός από την Φθιώτιδα.
Γεννήθηκε το 1763 και πήρε το όνομά του από το χωριό Δυό Βουνά, όπου γεννήθηκε.
Διακρίθηκε στη μάχη των Βασιλικών τον Αύγουστο του 1821, υποδεικνύοντας και την τοποθεσία που θα πολεμούσαν.
(Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).

Ο Διάκος και ο Δυοβουνιώτης πηγαίνοντας στο χάνι της Αλαμάνας, κοντά στο ιστορικό γεφύρι, κάλεσαν τον οπλαρχηγό του Πατρατσικίου(Υπάτης), Δημήτρη Κοντογιάννη, να ενωθεί μαζί τους και να επιτεθούν κατά της Λαμίας που ήταν σωστή «τουρκόπολη», όπως παρατηρεί ο Φιλήμων στο δοκίμιό του. Εκεί, είχαν μαζευτεί και οι πρώτοι στρατολογημένοι Τούρκοι από Θεσσαλία, Ήπειρο, Αλβανία και Μακεδονία. Ο Κοντογιάννης, παλιός αρματολός, με αδιάκοπες και στενές σχέσεις με τους Τούρκους, σκεφτόταν μόνο να γλυτώσει το αρματολίκι του και αρνήθηκε να ενωθεί με τους άλλους οπλαρχηγούς,αφήνοντας τους Τούρκους της Υπάτης να κινούνται ελεύθερα. Η αδράνειά του ζημίωσε πολύ εκείνες τις στιγμές του αγώνα.
Οι οπλαρχηγοί της ανατολικής Ελλάδας, πληροφορήθηκαν πως οι δύο Τούρκοι στρατηγοί βάδιζαν εναντίον τους με δύναμη 8.000 πεζών και 1.000ιππέων. Αντιλήφθηκαν πως ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν σοβαρός και αποφάσισαν να αναχαιτίσουν την προελαύνουσα τουρκική δύναμη, αναμένοντας τον εχθρό σε στενές διαβάσεις όπου το ατομικό θάρρος και η ορμή θα εκμηδένιζαν την αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο οποίος δεν θα ήταν σε θέση να αναπτύξει εκεί όλες του τις δυνάμεις. Θεώρησαν κατάλληλη θέση το στενό της Αλαμάνας, που δημιουργείται από τον Σπερχειό ποταμό. Πρόκειται για το ιστορικό στενό των Θερμοπυλών. Μολονότι οι γεωλογικές μεταβολές και οι τότε μέθοδοι διεξαγωγής του πολέμου περιόριζαν την παλιά σημασία του, το στενό εξακολουθούσε να αποτελεί στρατηγική πύλη. Για να μπορέσουν απερίσπαστοι να αντιμετωπίσουν την τουρκική δύναμη, αποφάσισαν πως πρέπει να απαλλαγούν από κάθε πλευρική απειλή των Τούρκων και για αυτό επιτέθηκαν κατά του Πατρατσικίου (Υπάτης), το οποίο εξακολουθούσε να κατέχεται από δύναμη 800 Τούρκων. Παρά τις εφόδους όμως των Ελλήνων, οι αμυνόμενοι, οχυρωμένοι στα σπίτια, κρατούσαν την πόλη. Στις 18Απριλίου αποφάσισε να συμπράξει μαζί τους και ο Κοντογιάννης, όταν είδε να τον εγκαταλείπουν όλοι, ακόμα και τα ίδια του τα παληκάρια, λόγω της αρνητικής του στάσης. Ήταν όμως πολύ αργά. Όταν οι Έλληνες πληροφορήθηκαν πως κατέφθασαν οι Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνης, εγκατέλειψαν το Πατρατσίκι και έλυσαν την πολιορκία, χωρίς να επιτύχουν να εκμηδενίσουν την εκεί τουρκική δύναμη.
  
Πανουργιάς Πανουργιάς. Κλεφταρματολός των Σαλώνων.
Γεννήθηκε το 1759. Το όνομά του οφείλεται σε λάθος κατά την βάπτισή του.
Ακούστηκε το όνομα Πανωραία και ο ευσεβής πατέρας του το μετέτρεψε σε ανδρικό.
Κήρυξε πρώτος την επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα και απελευθέρωσε τα Σάλωνα.
(Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Οι τρείς οπλαρχηγοί της ανατολικής Ελλάδας, Διάκος, Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης, συνήλθαν στις 20 Απριλίου σε σύσκεψη στους Κομποτάδες. Η δύναμή τους ανερχόταν σε 1.500 άνδρες. Ο Δυοβουνιώτης πρότεινε να μείνουν όλοι ενωμένοι και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στα στενά των Θερμοπυλών.Ο Διάκος όμως υπέδειξε πως έπρεπε να καταληφθούν οι τρείς δίοδοι των στενών και η γνώμη του έγινε αποδεκτή. Στις 23 Απριλίου, ο Πανουργιάς κατέλαβε το Μουσταφάμπεη με 600 άνδρες, ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας και την οδό προς τις Θερμοπύλες με 500 άνδρες, ενώ ο Δυοβουνιώτης με 400 άνδρες, ανέλαβε την υπεράσπιση της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Μόλις κατέλαβαν τις θέσεις τους και πριν προλάβουν να οργανωθούν, φάνηκε ο τουρκικός στρατός ερχόμενος από το Λιανοκλάδι. Ήταν το στράτευμα του Ομέρ Βρυώνη, που κινήθηκε γοργά για να χτυπήσει τους Έλληνες και ιδιαίτερα τον Διάκο. Αλλά για να είναι το χτύπημα αποτελεσματικό, έπρεπε πρώτα να διαλυθούν τα τμήματα του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη, που υπεράσπιζαν τα δύο του πλευρά. Ο Δυοβουνιώτης, αφού αντιλήφθηκε πως ήταν αδύνατο να αντισταθεί κατά της μεγάλης επερχομένης δύναμης πεζικού και ιππικού, υποχώρησε ταχύτατα και κατέλαβε οχυρωμένες θέσεις τέτοιες, που λόγω του ανωμάλου εδάφους θα ήταν αδύνατο να δράσει το τουρκικό ιππικό. Ο Βρυώνης πλησίασε στο Μουσταφάμπεη και έστειλε τον Χασάν Τομαρίτσα και Μεχμέτ Τσαπάρα να επιτεθούν στους οχυρωμένους στο χωριό, αλλά οι αξιωματικοί του Πανουργιά, παπά-Ανδρέας και Τράκας, είχαν οχυρωθεί στα σπίτια και την εκκλησία και κρατούσαν γερά. Ο ίδιος ο Πανουργιάς με άλλη δύναμη είχε καταλάβει την Χαλκομάτα. Ο Βρυώνης έκρινε ότι η επίθεση κατά του Μουσταφάμπεη θα ήταν επιζήμια και δεν έκανε αποφασιστική επίθεση από φόβο μήπως χαλάσει το γενικό σχέδιο της μάχης. Προτίμησε λοιπόν να στραφεί προς την Χαλκομάτα που βρισκόταν ο Πανουργιάς και προς τη γέφυρα της Αλαμάνας πριν καταφθάσει ο Μεχμέτ για να κερδίσει αυτός την μάχη. Διαίρεσε την δύναμή του σε τρία τμήματα. Το ένα επιτέθηκε κατά της Χαλκομάτας, το άλλο κατά της Αλαμάνας,ενώ το τρίτο κατέλαβε θέσεις στα διπλανά υψώματα για να καταδιώξει τους Έλληνες, όταν θα αναγκάζονταν να υποχωρήσουν.
Η δύναμη του Πανουργιά κάμφθηκε μπροστά στην επίθεση των υπέρτερων εχθρικών δυνάμεων, ενώ ο ίδιος ο Πανουργιάς,μαχόμενος στην πρώτη γραμμή, τραυματίστηκε σοβαρά. Έτσι οι υπερασπιστές της Χαλκομάτας αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν μαχόμενοι με πολλές απώλειες. Εκεί βρήκε ηρωικό θάνατο ανάμεσα στα άλλα παληκάρια και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας και ο αδερφός του Παπαγιάννης. Το σώμα του Δυοβουνιώτη δέχτηκε τόσο δυνατή επίθεση που δεν μπόρεσε να αντέξει. Τα παληκάρια λύγισαν και ατάκτως σκόρπισαν προς το Δέμα.

Η μάχη της Αλαμάνας, του Αλεξάνδρου Ησαΐα. (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
Γέφυρα της Αλαμάνας και θάνατος Αθανασίου Διάκου. Π. Ζωγράφος – Ι. Μακρυγιάννης.
(Γενάδειος Βιβλιοθήκη)
Ο Ομέρ Βρυώνης. (Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού 1770-2000, 3ος τόμος
– Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,
1821-1832)

Στην Αλαμάνα διεξήγετο σκληρή μάχη με σφοδρές αντεπιθέσεις από τους μαχομένους. Μετά την εξουδετέρωση του Πανουργιά, ο Βρυώνης έριξε όλες του τις δυνάμεις κατά των υπερασπιστών της Αλαμάνας. Στο μεταξύ κατέφθασε και η δύναμη του Κιοσέ Μεχμέτ. Ο Διάκος μαχόταν με 500 άνδρες, 200 εκ των οποίων υπό τον Μπακογιάννη και τον Καλύβα βρίσκονταν στην γέφυρα,ενώ ο Διάκος με τους υπόλοιπους κατείχε τα Ποριά, εξαπολύοντας επιθέσεις κατά του εχθρού για να ανακουφίσει τους μαχομένους στην Αλαμάνα. Ο Κιοσέ Μεχμέτ ξεχύθηκε κατά των σωμάτων του Καλύβα και του Μπακογιάννη, αλλά στάθηκε αντίκρυ τους, εκτός βολής, για να τους κρατάει καρφωμένους στις θέσεις τους και να μην μπορούν να δώσουν βοήθεια στον Διάκο. Η πίεση του εχθρού γινόταν συνεχώς εντονότερη. Οι άνδρες του Διάκου τον συμβούλευσαν να υποχωρήσει γιατί η συνέχιση της μάχης θα σήμαινε την καταστροφή όλων. Ο Δυοβουνιώτης είχε αποσυρθεί και η δύναμη του Πανουργιά είχε συντριβεί. Η εμμονή θα σήμαινε αυτοκτονία. Ο φίλος του Διάκου, Βασίλης Μπούσγος, τον παρακαλούσε να συλλογιστεί την αξία της ζωής του για τον αγώνα και διέταξε να φέρουν το άλογο του Διάκου, για να φύγει ο αρχηγός. «Ο Διάκος δεν φεύγει, ούτε εγκαταλείπει τους συντρόφους του» είπε υπερήφανα ο ήρωας. Στην γέφυρα πολλοί έπεφταν από τα εχθρικά πυρά, ενώ άλλοι άρχισαν να φεύγουν. Στον Διάκο απέμειναν 48 παληκάρια,αποφασισμένα να πεθάνουν μαζί του. Οι εχθροί επιτίθονταν από παντού. Τότε έπεσε και ο αδερφός του Διάκου, ο Κωνσταντίνος (ο επονομαζόμενος και Μασσαβέτας). Ο γενναίος ήρωας της Αλαμάνας δεν έπαψε να μάχεται. Χρησιμοποιώντας ως πρόχωμα το νεκρό σώμα του αδερφού του, κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας, που υπήρχαν βράχοι για να οχυρωθεί. Αλλά δεν του έμειναν,πλέον, παρά δέκα άνδρες. Οι άλλοι ήταν νεκροί. Οι ελάχιστοι επιζώντες Έλληνες αντιμετώπισαν με αφάνταστο ηρωισμό αναρίθμητους εχθρούς ο καθένας, σε μια συμπλοκή σώμα με σώμα, ώσπου έπεσαν δίπλα στον ηρωικό αρχηγό τους. Ο Διάκος με αχρηστευμένο το δεξί χέρι, λόγω τραυματισμού στην κλείδωση του ώμου, κρατούσε το σπασμένο σπαθί του με το αριστερό και μαχόταν με πείσμα. Δεν του έμεινε παρά μόνο η λαβή. Έπεσαν τότε οι Αλβανοί πάνω του. Συνελήφθη και αναγνωρίστηκε.
Από την δύναμη του Διάκου διέφυγε μεταξύ άλλων και ο Βασίλης Μπούσγος, ενώ στο πεδίο της μάχης παρέμειναν ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης με δύο στρατιώτες οχυρωμένοι σε ένα χάνι. Ο Διάκος τους αντελήφθη ενώ μεταφερόταν δέσμιος από τους Τούρκους και φώναξε: «Καλύβα, Μπακογιάννη, 10.000 με κρατούν». Και οι τέσσερις γενναίοι άνδρες άνοιξαν την πόρτα του χανίου, τράβηξαν τα σπαθιά τους και όρμησαν δια μέσου των Τούρκων προς τον αρχηγό τους για να πέσουν αμέσως νεκροί.


Η σύλληψη του Αθανασίου Διάκου.
Λιθογραφία λαϊκού ζωγράφου.
(Συλλογή Ν. Βότση)

Ο Διάκος μεταφέρθηκε στο Ζητούνι (Λαμία), όπου οδηγήθηκε μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη. Διασώθηκε ο μεταξύ τους διάλογος. «Εσύ είσαι ο Διάκος;» ρώτησε ο Βρυώνης που δεν τον γνώρισε,χλωμό και καταματωμένο, καθώς τον είδε. «Εγώ» απαντάει εκείνος. «Πως σε έπιασαν ζωντανό;» «Αν ήξερα ότι δεν θα σκοτωνόμουν, θα κρατούσα ένα φουσέκι για τον εαυτό μου». Ύστερα τον πήγαν στον Κιοσέ Μεχμέτ. «Ποιός είναι ο σκοπός που πιάσατε τα άρματα;» ρώτησε ο πασάς. «Όλοι οι Χριστιανοί έχουν ξεσηκωθεί να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν» απάντησε ο Διάκος. Ο Βρυώνης και ο Μεχμέτ θαύμασαν την γενναιότητα του Διάκου. Του είπαν να του χαρίσουν τη ζωή και να τεθεί στην υπηρεσία τους. «Ούτε σε δουλεύω, ούτε σε ωφελώ, αν σε δουλέψω» απάντησε ο Διάκος στον Μεχμέτ. Προσφέρθηκαν να τον κάνουν ανώτερο αξιωματικό του οθωμανικού στρατού, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Εκείνος αρνήθηκε.«Πάτε κι εσείς και η πίστη σας, Μουρτάτες να χαθείτε. Εγώ Γραικός γεννήθηκα,Γραικός θε να πεθάνω». Και όταν τον απείλησαν πως θα τον θανατώσουν, ο ήρωας της Αλαμάνας απάντησε: «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους». Ο Ομέρ Βρυώνης μίλησε με συμπάθεια στον Μεχμέτ για τον Διάκο, γιατί θα μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος στο Δοβλέτι (κυβέρνηση). Εκείνη τη στιγμή όμως έπεσε στα πόδια του πασά ο πρόκριτος της Λαμίας Χαλήμπεης, εξορκίζοντάς τον να θανατώσει τον αρχηγό της ανταρσίας. «Χάλασε τον πασά μου. Είναι αυτός που έδωσε διαταγή να σφάξουν όλους τους Τούρκους σε αυτό το βιλαέτι, αφού τάχα τους άφησε ελεύθερους και υπογράψανε συμφωνία και δώσανε τα άρματά τους. Χάλασέ τον να γίνει παράδειγμα».


Το άγαλμα του ήρωα, που δεσπόζει στην πλατεία
«Αθανασίου Διάκου», στην Λαμία.
(www.lamia-world.gr)

Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τον θανατώσουν δια πασσαλώσεως, το γνωστό για την εποχή παλούκωμα (ανασκολοπισμός). Κι όπως έδωσαν τον σταυρό του μαρτυρίου στον Ιησού, έδωσαν και στον Διάκο να κρατάει τον πάσσαλο. Τότε λέγεται πως ο Διάκος αυτοσχεδίασε αυτούς τους στίχους: «Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γή χορτάρι…». Αναλογίστηκε για μια στιγμή το σκληρό και ατιμωτικό μαρτύριο που τον περίμενε και γυρίζοντας προς τους Αρβανίτες που τον συνόδευαν είπε:«Δεν βρίσκεται ανάμεσά σας κανένα παληκάρι να με σκοτώσει με μια πιστολιά, να με γλυτώσει από τους Χαλδούπηδες;» Αλλά δεν βρέθηκε κανείς… Η φοβερή αυτή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι (Λαμία) στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Μετά τον θάνατό του, οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε ένα κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαϊα. Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Το1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Η επιτροπή εκδουλεύσεων προηγουμένως τον αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξεως και επεδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του ως τον θάνατό της, το 1873.

Συμπεράσματα

 Η μάχη της Αλαμάνας (23 Απριλίου 1821), αποτελεί σταθμό για την επανάσταση και τον νεότερο ελληνισμό. Διεξαγόμενη στην τοποθεσία της αρχαίας μάχης των Θερμοπυλών, υπήρξε όπως κι εκείνη ένα άφθαστο παράδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ίσως και μεγαλύτερο από αυτό του Λεωνίδα, αν σκεφτούμε πως οι Σπαρτιάτες θα φονεύονταν, σύμφωνα με τους νόμους της πόλης, αν γυρνούσαν πίσω ηττημένοι. Ο Διάκος όμως είχε επιλογές και χρόνο να διαφύγει. Θυσιάστηκε στο βωμό του χρέους και απέδειξε πως δεν έπαψαν να γεννιούνται ήρωες στην ελληνική γη, που αγωνίζεται για την ελευθερία της.

Χάρτης στο πεδίο μάχης της Αλαμάνας. (Δ.Μπόπης)

Η γενναία απόφαση του Διάκου, να μείνει και να πολεμήσει μέχρι τέλους, βοήθησε τον Κολοκοτρώνη, που πολιορκούσε την Τριπολιτσά, να κερδίσει μερικές μέρες χρόνο,αφού ο Ομέρ Βρυώνης καθυστέρησε την προέλασή του μέχρι τις 7 Μαΐου, για να ανασυντάξει και να τροφοδοτήσει με νέα δύναμη τον στρατό του. Είχε πληροφορηθεί επίσης ότι υπήρχε μεγαλύτερη δύναμη Ελλήνων στο Μοριά και φοβήθηκε, μετά το ηρωικό παράδειγμα του Διάκου, πως η κατάσταση ήταν πλέον σοβαρή και δεν είχε να κάνει με απλά κινήματα ανταρσίας, αλλά με μια γενικευμένη επανάσταση.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δεν παρουσιάζεται εκείνες τις μέρες του αγώνα, ενώ θα ήταν σημαντική η βοήθεια του. Κάνει την εμφάνισή του μετά την μάχη της Αλαμάνας ίσως γιατί δεν πρόλαβε τα γεγονότα ή υπήρχε κάποιος άλλος λόγος, αν αναλογιστούμε και την ρήξη του με τον Διάκο παλιότερα, αλλά και την κακή σχέση του με τον Πανουργιά όταν, τον καιρό που ο Ανδρούτσος ήταν στις προσταγές του Αλή πασά, τον μετέφερε δέσμιο στα Γιάννενα, ζητώντας από τον Αλή όμως να του χαρίσει τη ζωή. Η έχθρα, μεταξύ τους, φαίνεται να έσβησε μετά τη μάχη της Αλαμάνας, ώστε να συμπράξουν και να αντισταθούν με θάρρος, για μια ολόκληρη μέρα, στο χάνι της Γραβιάς, ενισχύοντας την καθυστέρηση της προέλασης του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο.
Το γενναίο παράδειγμα του Διάκου,που ενέπνευσε πολλούς, θα ακολουθούσε και ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), τέσσερα χρόνια μετά, στην ηρωική αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στο Μανιάκι, στις 20Μαΐου του 1825.


Το μνημείο-κενοτάφιο με την προτομή του Αθανασίου Διάκου στην οδό Καλύβα – Μπακογιάννη στη Λαμία,
στον τόπο του μαρτυρίου του. Εκεί όπου αρχίζει η οδός Ησαΐα. (Δ.Μπόπης)

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΑΣΚΟΛΟΠΙΣΜΟΥ

Ένα από τα φρικτότερα βασανιστήρια, το παλούκωμα, που είχαν κάνει τέχνη τους οι Τούρκοι εκείνη την εποχή, περιγράφεται λεπτομερώς στο Γαλλικό Grand Dictionnaire: «To βασανιστήριο του διοβελισμού (ανασκολοπισμού), ένα από τα φοβερότερα εφευρήματα της ανθρώπινης θηριωδίας, είναι το σούβλισμα του κατάδικου σε ξύλινο πάσσαλο.
Ξαπλώνουν το θύμα καταγής μπρούμυτα, με τα πόδια πολύ ανοικτά και τα χέρια δεμένα στην ράχη. Για να ακινητοποιηθεί εντελώς και να μη διαταράσσεται η εργασία του δημίου στερεώνεται στη ράχη του μελλοθάνατου ένα σαμάρι επάνω στο οποίο κάθεται ένας από τους βοηθούς του. Ο δήμιος, αφού προετοιμάσει την είσοδο με λίπος, πιάνει το παλούκι με τα δύο του χέρια και το μπήγει όσο βαθύτερα μπορεί και ύστερα το χτυπάει με κόπανο, ώστε να εισχωρήσει πενήντα ή εξήντα εκατοστά. Ανασηκώνει τότε τον σουβλισμένο και το στερεώνει στο χώμα αφήνοντας το θύμα να ξεψυχήσει καρφωμένο. Καθώς ο δύστυχος δεν μπορεί να κρατηθεί από πουθενά το παλούκι βυθίζεται, εξαιτίας του βάρους του σώματος, όλο και πιο πολύ και τελικά βγαίνει ή από τη μασχάλη ή από το στήθος ή από το στομάχι. Κι ο θάνατος που θα τερματίσει το αποτρόπαιο μαρτύριο αργεί. Αναφέρονται περιπτώσεις παλουκωμένων που έζησαν τρεις ημέρες σε αυτή την θέση. Η διάρκεια του βασανισμού εξαρτάται από την σωματική διάπλαση του ατόμου και την κατεύθυνση που δίνεται στον πάσαλο. Αυτό εξηγείται εύκολα. Από έναν εκλεπτυσμό της φρικαλέας θηριωδίας τους φροντίζουν μα μην είναι αιχμηρό το παλούκι αλλά αμβλύ και κάπως στρογγυλεμένο στην άκρη. Γιατί η αιχμή θα περνούσε τα όργανα κατά την διολίσθηση του παλουκιού και θα προκαλούσε τον άμεσο θάνατο. Η στρογγυλεμένη όμως απόληξη του πασσάλου παραμερίζει τα σπλάχνα, τα μετακινεί χωρίς να εισχωρεί στους ευαίσθητους ιστούς και παρά τους εφιαλτικούς πόνους, που προκαλεί η συμπίεση των νεύρων, η ζωή παραμένει για ορισμένο χρόνο. Γιατί είναι προφανές ότι αν το παλούκι, αντί να ακολουθήσει τον άξονα του σώματος,εισχωρήσει λοξά δεν θα βγει από το στέρνο ή την μασχάλη αλλά θα τρυπήσει το υπογάστριο. Κι έτσι αφού παραμείνει άθικτη η θωρακική χώρα και δεν πλήττονται βασικά όργανα η ζωή θα παραταθεί περισσότερο».
Στην ΑΥΓΗ το 1967 δημοσιεύθηκε πως έγινε το μαρτύριο του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ: «Ζων ο κατάδικος ετίθετο επί ανεστραμμένου σάγματος ύπτιος, δεμένος χείρας και πόδας, δύο ρωμαλέοι δήμιοι εκάθoντο επ’ αυτού, τρίτος εστήριζεν εις τον πρωκτόν ξύλινον οβελόν όμοιον με τας σούβλας ας μεταχειριζόμεθα δια το ψήσιμον των αρνιών του Πάσχα, και τέταρτος δια σιδηράς ή ξύλινης σφύρας εκτύπα του οβελού το οπίσθιον, εωσούν η ακωκή εξήρχετο εκ της κεφαλής ή θατέρας των ωμοπλατών καθ’ ην τυχαίως ελάμβανεν διεύθυνσιν. Εάν ο οβελός εξήρχετο εκ της αριστεράς ωμοπλάτης ο ούτω βασανιζόμενος απέθνησκε μετ’ ολίγον, εάν δε εκ της δεξιάς έζη και τρεις και τέσσερας ημέρας. Τρεις όλας ημέρας εβασανίσθη ούτως ο αείμνηστος Διάκος και ήθελεν βασανισθή έτι πλέον εάν οίκτου δεν τω έθραυε δια σφαίρας το κρανίον εις άτακτος». Ας δούμε πως η λαϊκή μούσα περιγράφει το γεγονός: « Τον Διάκο τονε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν Ολόρθο τονε στήσανε κι αυτός χαμογελούσε».
Ο Γάλλος Guer το 1774 στο βιβλίο του «Ήθη και έθιμα των Τούρκων» περιγράφει όπως ανωτέρω με παραλλαγές το σούβλισμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο τρόμος του παλουκιού απλώθηκε σε όλο τον Ελληνικό χώρο και γενικεύτηκε αμέσως μετά τον ξεσηκωμό. Το 1805-1806 τουρκικές δυνάμεις πραγματοποιούσαν αιφνιδιαστικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον κεντρικό Μωριά κατά των Κλεπτών και η εκστρατεία είχε αποτελέσματα. Οι Τούρκοι ενεφανίζοντο στις περιοχές με χιλιάδες παλούκια και πραγματοποιούσαν δημόσιους διοβελισμούς, έσερναν σε περίοπτα σημεία τα απαίσια σύνεργα του βασανιστικού θανάτου βαμμένα μάλιστα κόκκινα για να διακρίνονται από μακριά, έτσι σκόρπιζαν τον πανικό στα χωριά, όπως περιγράφει ο Αμβόσιος Φραντζής. Ομαδική παράκρουση πάθαιναν οι κάτοικοι και έτρεχαν και κυνηγούσαν με τους Τούρκους τους Κλέπτες σε πόλεις και βουνά προκειμένου να αποφύγουν τον φοβερό και μαρτυρικό θάνατο, γράφει ο Αναγνώστης Κοντάκης. «…Κατήντησε ο πατήρ να συλλαμβάνει τον υιόν και να τον παραδίδη»,έτσι έγινε ο χαλασμός των Κλεπτών του Μωριά.
Στην επικράτεια του Αλή Πασά το σούβλισμα ήταν καθημερινό μέτρο καταστολής και τρομοκρατίας. Ο Αλή Πασάς εξανάγκαζε συγγενείς κρατουμένων, υπό το κράτος παραλυτικού φόβου, με τα χέρια τους να σουβλίζουν συγγενείς για να αποφύγουν οι ίδιοι το παλούκωμα. Κατά την επανάσταση οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν κατά κόρον το σούβλισμα σαν μέθοδο τρομοκράτησης των Ελλήνων, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες από Έλληνες και ξένους μάρτυρες των γεγονότων, χαρακτηριστική περίπτωση είναι του Γεώργιου Παξινού, που όπως αναφέρει ο Philip Green ο “Άγγλος πρόξενος στην Πάτρα, οι Τούρκοι τον άλειψαν με πίσσα και άλλες ύλες και τον έκαψαν ζωντανό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου